60 χρόνια από τη μακαρία κοίμηση του π. Γερασίμου Μενάγια (1881 – 30-1/12 Φεβρουαρίου 1957)

12 Φεβρουαρίου 2017

Ο π. Γεράσιμος, κατά κόσμον Σπυρίδων Μενάγιας, γεννήθηκε το 1881 στην Κέρκυρα από πλούσια οικογένεια. Μικρός εγκαταστάθηκε στην Κεφαλλονιά και τελικά στην Αθήνα όπου τελείωσε την μέση εκπαίδευση. Μετά έφυγε για την Ζυρίχη για να σπουδάσει Χημικός. Έξη χρόνια σπουδές στην Ευρώπη ζώντας μια κοσμικότατη ζωή σπατάλης και ευδαιμονισμού. Δεν είναι μόνο οπαδός του πρακτικού υλισμού, αλλά και υπέρμαχος του θεωρητικού υλισμού. Είναι η εποχή που το κύμα της αθεΐας έχει σαρώσει τα πάντα. Και οι πανεπιστημιακές σχολές αγωνίζονταν για την εδραίωση του υλισμού και του δαρβινισμού.

Φύση ζωηρή και ανήσυχη, ο νεαρός φοιτητής Μενάγιας, από το χάος της αθεΐας μπλέχτηκε στα δίκτυα του πνευματισμού. Πνευματισμός ίσον δαιμονισμός. Η ανάμειξή του στην εμπειρία του πνευματισμού, όπως έλεγε αργότερα, ήταν οικονομία Θεού, γιατί τον έπεισε ότι υπάρχει ο κόσμος των πνευμάτων, ότι υπάρχει διάβολος και έγινε η αφορμή για την επιστροφή. Μετά την προσχώρησή του στον πνευματισμό, αγόρασε την πρώτη Αγία Γραφή. Κάτω από την στάχτη της αρνήσεως είδε την σπίθα της πίστεως, που χρειάστηκαν χρόνια για να γίνει φλόγα.

Το 1905 εγκατέλειψε τις σπουδές του για να πάρει μέρος στον Μακεδονικό αγώνα. Γίνεται αντάρτης στο σώμα του Παύλου Μελά. Μετά την ευτυχή έκβαση του Μακεδονικού αγώνα επανέρχεται στην Ζυρίχη και τελειώνει αριστούχος Χημικός. Πήγε για λίγο στην Αίγυπτο, όπου διορίστηκε επί του ελέγχου των υδάτων και μετά έρχεται στην Αθήνα, όπου διορίζεται στο Υπουργείο Επισιτισμού.

ΜΕΝΑΓΙΑΣ

Το 1919 εντυπωσιάζεται από το κήρυγμα του π. Διονυσίου Φαραζουλή στην Αθήνα. Κατά το 1920 επισκέπτεται το Περιβόλι της Παναγίας. Τότε πολλά μοναστήρια ήταν ιδιόρρυθμα. Μετά την επίσκεψή του παίρνει το δρόμο της επιστροφής λίγο απογοητευμένος.

Στη Δάφνη συναντά τον Γέροντα Αβιμέλεχ, τον ερημίτη της Μικράς Αγίας Άννας. Του είχαν μιλήσει γι’ αυτόν, αλλά δεν τον είχε γνωρίσει. Ο Γέροντας άκουσε με ενδιαφέρον και αγάπη τον νεαρό προσκυνητή και μετά από αρκετή πνευματική συζήτηση τον συμβούλευσε: – Παιδί μου, πρέπει να πας στην έρημο. Εκεί ζουν οι αφανείς ερημίτες και ησυχαστές, δοσμένοι ολοκληρωτικά στην προσευχή και στην ησυχία. Εκεί θα αισθανθείς την αρετή.

Πριν να γίνει αγιορείτης μοναχός προγραμματίζει να πραγματοποιήσει το όνειρό του να επισκεφτεί και να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Πήγε στο ιερό σπήλαιο της Γεννήσεως, στην Βηθλεέμ, πέρασε από την Ναζαρέτ, τον Ιορδάνη ποταμό, το φρέαρ της Σαμαρείτιδος, την Τιβεριάδα, την Κανά, την Καπερναούμ, τον λοφίσκο των Μακαρισμών, την Νεκρά Θάλασσα, την Βηθανία, την Γεθσημανή, στον ιερό τάφο της Παναγίας μας.

Ιδιαίτερη εντύπωση του προξένησαν τα μοναστήρια των Αγίων Τόπων: Μονή Αγ. Σάββα, Αγ. Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, Αγ. Γεωργίου του Χοζεβά, με τις πολλές ασκητικές σπηλιές και τα ιερά ησυχαστήρια.

Μετά το προσκύνημά του φούντωσε μέσα του η επιθυμία να ακολουθήσει τον Ιησού. Μια δύναμη σπρώχνει τα βήματά του στο Άγιον Όρος. Καταφεύγει στον νηπτικό ησυχαστή Γέροντα Καλλίνικο στα Κατουνάκια, που τον δέχθηκε με χαρά στη φτωχική του καλύβη, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας. Ήταν τότε 39 ετών. Την παραμονή της κουράς του τα πονηρά πνεύματα τον χτύπησαν τόσο, που τον άφησαν αναίσθητο. Η απελευθέρωσή του από τον πνευματισμό και η απόφασή του να γίνει μοναχός προκάλεσε τον φθόνο του σατανά. Στην κουρά του έλαβε το όνομα Γεράσιμος. Σ’ όλη του τη ζωή δεν σταμάτησε ο πόλεμος των σκοτεινών δυνάμεων.

Έκανε υπομονή, ανέφερε στον πνευματικό του τους πειρασμούς και εκείνος του μάθαινε την τέχνη του πολέμου κατά των παγίδων του εχθρού. Ο π. Γεράσιμος έκανε απόλυτη υπακοή στον Γέροντά του. Στα πρώτα χρόνια της μοναχικής του ζωής τον έστειλε στην Μονή της Λαύρας, που απέχει 4 ώρες από τα Κατουνάκια. Ήταν χειμώνας και είχε ρίξει χιόνι. Λίγο μετά την Κερασιά έπεσε σε χιονοθύελλα και δεν διέκρινε που βρισκόταν. Άρχισε να προσεύχεται ζητώντας κάποια θεία επέμβαση. Σε λίγο φανερώνεται μπροστά του ένα παιδάκι 8 ως 10 ετών.

-Ευλογείτε, γέροντα.
-Ο Κύριος.
-Πού πηγαίνεις, γέροντα, μ’ αυτόν τον καιρό; Θα σε σκεπάσουν τα χιόνια. Θα χαθείς μέσα στο δάσος.
-Τι να κάνω, παιδάκι μου, μ’ έστειλε ο γέροντάς μου στη Λαύρα.
-Έλα τότε να σε βοηθήσω να προσανατολιστείς. Θα πάρεις τον κάτω δρόμο και ύστερα θα βγεις στο μονοπάτι που οδηγεί στην Λαύρα.

Ο π. Γεράσιμος ευχαρίστησε, αλλά όταν έκανε μερικά βήματα συνήλθε. «Πού βρέθηκε αυτό το παιδί εδώ μέσα στα χιόνια;» αναρωτήθηκε. Κοίταξε πίσω του αλλά δεν είδε τίποτε. Ούτε ίχνη βημάτων. Το παιδάκι εξαφανίσθηκε. Ήταν άγγελος Κυρίου.

Ο π. Γεράσιμος θεωρούσε τον Γέροντά του «στόμα Χριστού». Όταν στις 5 Σεπτεμβρίου 1930 κοιμήθηκε έγραψε: «Ο Γέροντάς μου μετά Θεόν ήταν η μόνη παρηγοριά μου στις θλίψεις και τους πειρασμούς. Οι ευχές του με ενθαρρύνουν και με παρηγορούν στην μελλοντική πορεία μου».

Η σκληρή ασκητική ζωή και το βαρύ κλίμα στα Κατουνάκια κλόνισαν την υγεία του. Έκανε την εμφάνισή της μια προφυματική κατάσταση. Ο Γέροντας τον έστειλε για λίγο καιρό στο Βουλγαρέλι της Άρτας μέχρι να βελτιωθεί η υγεία του. Οι χριστιανοί της περιοχής θυμούνται το παράδειγμα που άφησε το πέρασμά του από τον τόπο τους.

Δυστυχώς όμως, τον τυραννούσαν τρείς ανίατες ασθένειες και επειδή από το κλίμα των Κατουνακίων δεν εβοηθείτο, ο Γέροντάς του, το 1925, τον έστειλε να μείνει στον Άγιο Βασίλειο, μέρος ξηρό και ησυχαστικό. Μετά από μερικά χρόνια και με την παρότρυνση άλλων ασκητών, πήγε στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και του εκμυστηρεύθηκε τις δυσκολίες από τις ασθένειές του. Η συνάντηση θα πρέπει να έγινε στα τέλη τού 1934.

Ο Γέροντας Εφραίμ, ο προηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, αναφέρει: «Ο Γέροντας, μόλις του μίλησε ο πατήρ Γεράσιμος, τον συμπόνεσε και του λέει:
-Κάτσε ’δω και μπορώ να σε βοηθήσω.
Μαζί του κουβαλούσε ο πατήρ Γεράσιμος μια μικρή βαλίτσα. Τον ρώτησε, λοιπόν, ο Γέροντας:
-Εδώ μέσα τί έχεις;
-Φάρμακα, Γέροντα.
-Λοιπόν γίνεσαι αμέσως καλά, μόνο να πιστεύσεις ότι δύναται ο Θεός να σε θεραπεύσει. Θα πετάξεις όλα αυτά τα φάρμακα, τα μπουκάλια και τις ενέσεις, κάτω στα βράχια.
Του το είπε διότι κατάλαβε ότι ήταν προσκολλημένος στα φάρμακα.
-Μα, Γέροντα, δυσκολεύομαι, του λέει ο πατήρ Γεράσιμος.
Του ξαναλέει ο Γέροντας:
-Πέταξέ τα όλα αυτά, και ό,τι θα σου δώσω εγώ θα το πάρεις και θα γίνεις καλά.
-Μα, Γέροντα, άμα δεν πάρω τα φάρμακά μου, θα πεθάνω.
-Θα σου πω εγώ τι θα πάρεις και θα γίνεις καλά.
-Και τί να πάρω;
-Να φας σαρδέλες, ακαθάριστες, παστές.
Και παρά τις λογικές του αντιδράσεις ο Γέροντας του τόνισε:
-Πρέπει να αφήσεις όλη σου την ελπίδα στον Θεό και αφήνοντας την κοσμική ιατρική γνώση να ακολουθήσεις την πίστη. Και αντί δέκα φορές όπου τρως την ημέρα, θα τρως μία.
-Κι’ αν πεθάνω;
-Να πεθάνουμε ήρθαμε εδώ. Μη δειλιάζεις.
-Μα, δεν μπορώ.
-Ε, τί άλλο να σου πω; Ή θα μ’ ακούσεις ή το πρωί πήγαινε κάπου αλλού.
-Μα, Γέροντα, εγώ κοντά σου ήλθα να με κάνεις καλά.
-Σου είπα, εδώ για να μείνεις θέλω δύο πράγματα: να πετάξεις τα φάρμακα και να τρως μια φορά την ημέρα.
-Μα, Γέροντα, αυτό δεν γίνεται.
-Πολύ καλά, όπως αναπαύεσαι. Τότε φύγε.
-Δεν μπορώ Γέροντα!

Υπέφερε πολύ ο Γέροντας προσπαθώντας να τον πείσει, διότι ούτε τον άφηνε να φύγει ούτε και ήθελε να πιστεύσει. Έτσι η πρώτη συνάντησή τους στάθηκε άκαρπη, διότι ο πατήρ Γεράσιμος σκεπτόταν τα πράγματα με την λογική, αφού μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει έμπρακτα την δύναμη της πίστεως.

Μόλις όμως ο πατήρ Γεράσιμος πήγε στο κελλάκι του, το ίδιο βράδυ, είδε θεϊκό όραμα με Άγγελο Κυρίου που τον παρώτρυνε επιτακτικά να κάνει υπακοή στον Γέροντα Ιωσήφ: «Ό,τι σου πει κάνε και θα γίνεις καλά, του είπε ο Άγγελος».

(συνεχίζεται)