Ιστορία και Ελληνοφωνία της Σύλλης Ικονίου

9 Φεβρουαρίου 2017

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνοφωνίας η οποία έχει οριστεί ως η 9η Φεβρουαρίου, η Πεμπτουσία αναδημοσιεύει παλαιότερο άρθρο της Γεωργίας Χριστοδούλου-Τερζή για την ιστορία και την ελληνοφωνία της Σύλλης Ικονίου. 

Σύλλη Ικονίου (γενική άποψη)

 

Περί της ιστορίας και ελληνοφωνίας
των κατοίκων της Σύλλης Ικονίου

Όπως στο βιλαέτι της Καππαδοκίας, έτσι και σ΄ εκείνο της γειτονικής της Λυκαονίας, μέχρι την Ανταλλαγή των Πληθυσμών το 1924, δίπλα στους ελληνικούς τουρκόφωνους πληθυσμούς, διεσώζοντο και κάποιες ελληνόφωνες νησίδες. Τέτοιες για παράδειγμα στην Καππαδοκία ήταν ορισμένα χωριά της περιφέρειας Νίγδης, Νεαπόλεως και Φαράσων. Αντίστοιχα, στο βιλαέτι της Λυκαονίας, μία ελληνόφωνη κωμόπολη που διετηρείτο μέχρι την Ανταλλαγή ήταν η Σύλλη, προάστιο του Ικονίου.

Από τον 11ο έως τον 15ο αι. η μικρασιατική ενδοχώρα συνταράσσεται από τα αλλεπάλληλα κύματα επιδρομών και αιματοχυσίας που προξενούν τα τουρκομογγολικά φύλα. Οι Σελτζούκοι με διαρκείς επιθέσεις και δηώσεις κυριεύουν το 1077 το Ικόνιο, όπου εγκαθιδρύουν το Σουλτανάτο του Ρουμ (δηλαδή το Βασίλειο των Ελλήνων). Οι Μογγόλοι κυριεύουν την περιοχή το 1243 και οι Οσμανλήδες Τούρκοι το 1397, (Σπ. Βρυώνης, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού 11ος-15ος αι., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000). Ενδιάμεσα ο επαναστάτης Τζιμρί λεηλατεί άγρια το Ικόνιο και τα περίχωρά του το 1276. Ειδικά τα δύο τελευταία φύλα του Τζένγκινς Χαν και των τουρκομάνων στάθηκαν τα πλέον αιμοβόρα, σε σημείο που έμειναν στην προφορική παράδοση του ντόπιου ρωμαίικου πληθυσμού ως «κυνοκέφαλοι» και «ανθρωποφάγοι» (Τ. Σαλκιτζόγλου, Η Σύλλη του Ικονίου, ΙΜΕ, Αθήνα 2005, σ.35).

Όταν ο Σελτζούκος σουλτάνος Αλαεδίν Α εγκατέστησε την έδρα του στο Ικόνιο (11ος αι.) και δημιούργησε το Σουλτανάτο του Ρουμ, προσήλκυσε, μέσω μιας σχετικής ευημερίας που εχάρισε στην πόλη, διαφόρους θρησκευτικούς ηγέτες μετανάστες, διωκομένους από τα ανατολικά μογγολικά φύλα. Ένας τέτοιος θρησκευτικός ηγέτης ήταν και ο πατέρας του Τζελαλεντίν Ρουμί. Μετά τον θάνατό του ο γιος του στάθηκε ο θεμελιωτής του τάγματος των Μεβλεβήδων. Βοηθούμενος από τη σουλτανική εξουσία, με την ήπια προσηλυτιστική του πολιτική, στάθηκε κύρια αιτία προσηλυτισμού χιλιάδων Ρωμιών ορθοδόξων χριστιανών στη θρησκεία των δερβίσιδων. Οι Ρωμιοί αυτοί, εύποροι αστοί αλλά και μεροκαματιάρηδες τεχνίτες και αγρότες, εγκαταλειμμένοι από την βασιλική αλλά και την πατριαρχική προστασία της Κωνσταντινουπόλεως, ηττημένοι στρατιωτικώς, οικονομικώς και ηθικώς, έγιναν βορά στα χέρια κυρίως των δερβίσιδων αλλά και των άλλων μουσουλμανικών αιρέσεων.

Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της πρωτοφανούς για τα μέχρι τότε ιστορικά δεδομένα καταστροφής, πλήθος πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών και οικισμών αφανίσθηκαν, ερημώθηκαν και οι περισσότεροι κάτοικοί τους αν δεν εθανατώθησαν, εσύρθησαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Εν μέσω τέτοιας καταστροφής, παραδόξως, σε κάποιες γωνιές της μικρασιατικής γης επιτελούντο σημεία καινά και παράδοξα. Ο Αλαεδίν Α’ αποφάσισε να διορθώσει και να ανακαινίσει το μισοκατεστραμμένο τζαμί που προϋπήρχε ήδη στο Ικόνιο. Έδωσε εντολή οι πέτρες προς ανέγερσι να μετακομισθούν αφού κατεδαφισθεί πρώτα η ερημωμένη χριστιανική εκκλησία που βρισκόταν έξω από την πόλη προς δυσμάς. Πράγματι, οι εργάτες, οι οποίοι προφανώς θα ήταν Ρωμιοί υποταγμένοι στη σουλτανική πλέον εξουσία, ονομαστοί χτίστες της περιοχής, έδραμαν προς κατεδάφισι της ερημωμένης εκκλησίας. Φθάνοντας εκεί εξεκίνησαν την εργασία. Μόλις όμως άγγιξαν τις εκκλησόπετρες, «φλόγες πυρός εξήλθον εξ αυτού [του ναού, Γ.Χ.-Τ.] και κατέκαυσαν τους παρεστώτας» (Κύριλλος Στ Οικουμ. Πατρ. Κων/πόλεως και Νέας Ρώμης, Ιστορική Περιγραφή του εν Βιέννη προεκδοθέντος χωρογραφικού πίνακος της Μεγάλης Αρχισατραπείας Ικονίου, νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα εν τω Πατριαρχικώ Τυπογραφείω εν έτει 1815, Κωνσταντινούπολις).

Σύλλη Ικονίου, Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ (φωτογρ. αρχείο Παναγιώτη και Γεωργίας Τερζή)

Το παράδοξο αυτό γεγονός εφόβησε τους περιεστώτας, καθώς και τον ίδιο τον σουλτάνο, ο οποίος αφ ενός παραιτήθηκε του σκοπού του, αφ ετέρου δε έδωσε εντολή σε επτά οικογένειες αιχμαλώτων, άρα Ρωμιών ορθοδόξων, να εγκατασταθούν γύρω από τον ερημωμένο ναό «προς περιποίησιν και λυχναψίαν του» (Κύριλλος Στ΄). Ενώ λοιπόν οι γύρω περιοχές ερημώνοντο, η έκταση που περιέβαλλε την ρωμαίικη εκκλησία άρχισε να ζωογονείται. Αυτός ο πρώτος συνοικισμός επτά ρωμαίικων οικογενειών με εντολή του σουλτάνου του Ικονίου και με σκοπό τον ευτρεπισμό του ανωτέρω ναού αποτέλεσε τον αρχικό πυρήνα της μετέπειτα κωμοπόλεως Σύλλης ή Σίλλης Ικονίου. Η εκκλησία αυτή ήταν ο περίφημος κατά τους προηγούμενους αιώνες ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, κτισμένος από την Αγία Ελένη (327μ.Χ.) καθ οδόν της προς τα Ιεροσόλυμα για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Σώζεται δε σε αρίστη κατάσταση έως σήμερα μετά από πολλές βέβαια ανακαινίσεις. Οι ντόπιοι τον ονόμαζαν «μεγάλη γκλησιά», λειτουργούσε ανελλειπώς μέχρι την Ανταλλαγή και πανηγύριζε κάθε χρόνο στις 8 Νοεμβρίου.

Σύλλη Ικονίου, Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ (λεπτ. τρούλλου) (φωτογρ. αρχείο Παναγιώτη και Γεωργίας Τερζή)

Ο σουλτάνος Αλαεδίν Α’ πέραν της εντολής πρός «λυχναψίαν» του ναού έδωσε στις πρώτες αυτές οικογένειες προνόμια «ατελείας και ασυδοσίας» (δηλ. φοροαπαλλαγές), αν και αργότερα αυτά καταστρατηγούντο από τους επομένους αξιωματούχους (Κύριλλος Στ΄). Επανειλημμένως δε και μετά την κατάλυση του Σουλτανάτου του Ρουμ, με την εγκαθίδρυση των Οθωμανών, ο σουλτάνος αποστέλλει από την Κωνσταντινούπολη φιρμάνια με τα οποία υπενθυμίζει στους ντόπιους άρχοντες την υποχρέωσή τους να σέβονται τα αρχικά προνόμια των «Σίλλεληδων».

Ο ναός του Αρχαγγέλου πλαισιώνεται από βραχώδεις, πορώδεις ηφαιστειογενείς λόφους στους οποίους είναι λαξευμένα πλήθος κελλιά, ασκητήρια και παρεκκλήσια. Παρόμοια λαξεύματα υπάρχουν και κάτω από το έδαφος που απλώνεται εμπρός από τον ναό και τους γύρω λόφους. Οι λόφοι φέρουν όλοι ονόματα αγίων, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, Άγιος Φίλιππος, Αγία Θέκλα, Προφήτης Ηλίας και άλλα. Οι τελευταίοι κάτοικοι πριν την Ανταλλαγή σου έδειχναν τον βράχο στον οποίο πιάστηκε τμήμα του φορέματος της Αγίας Θέκλας όταν οι εχθροί της την καταδίωκαν στην περιοχή αυτή.

Αρχαιολογικές ενδείξεις μαρτυρούν πως στον χώρο αυτό, γύρω από την εκκλησία και προ της ερημώσεώς της, υπήρχε μοναστικός οικισμός. Εικάζεται πως κατοίκησαν εδώ μοναχοί από τις παλαιστινιακές ερήμους Φαράν και Σουκά, εκδιωγμένοι από τους Άραβες κατακτητές κατά τον 7ο αι. Συνηγορεί σ΄ αυτό και η ομοιότητα του τοπίου της παλαιστινιακής ερήμου με αυτό των περιχώρων του Ικονίου, της Σίλλης και των γύρω εκτάσεων. Δεν θα πρέπει εξάλλου να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι μοναχοί των ερήμων Φαράν και Σουκά ήταν πνευματικοί απόγονοι του Αγίου Χαρίτωνος του Ομολογητού, του εξ Ικονίου καταγομένου και ονομαστού κοινοβιάρχου στις παλαιστινιακές ερήμους κατά τον 3ο μ.Χ. αι. Οι μεταναστεύσαντες άρα ασκητές των ερήμων αυτών ένοιωθαν στα περίχωρα του Ικονίου την οικειότητα της καταγωγής του πνευματικού των πατρός Αγίου Χαρίτωνος.

Μαρτύριο Αγίου Χαρίτωνος Ικονίου

Εξάλλου, σε κοντινή απόσταση από τη Σίλλη, ευρίσκεται λαξευμένη σε υψηλό απότομο βράχο η περίφημη Μονή του Αγίου Χαρίτωνος, με το καθολικό της προς τιμήν της Παναγίας Σπηλαιωτίσσης (9ος-12ος αι.) (Σήμερα η είσοδος απαγορεύεται και η μονή έχει μετατραπεί σε στρατώνα. Μάλιστα μέσα σε αυτήν το 1922 ο Κεμάλ οργάνωνε τον τακτικό στρατό του, τον οποίο μάλιστα επιθεωρούσε ο Λίμαν Φον Σάντερς, σύμφωνα με μαρτυρίες των ντόπιων Σιλλελήδων αυτοπτών μαρτύρων (Γλ. Μελίδου-Κεφαλά, Πρόσφυγες από την Σίλλη Ικονίου. Η προσαρμογή ενός πληθυσμού εμπόρων στην Ελλάδα, μτπχ. Ιστ.-Αρχ., ΑΠΘ Θεσ/νίκη 1987)). Στην Μονή θα επιτελεσθεί το άλλο παράδοξο γεγονός το οποίο εσφράγισε τις αρχικές μνήμες των πρώτων οικιστών της Σίλλης και τα προνόμιά τους. Ο γιος του Τζελαλεντίν Ρουμί, κυνηγώντας και τοξεύοντας κάποιο πουλί κατεκριμνήσθη από τον πανύψηλο βράχο στη βάση του οποίου είναι σκαλισμένη η Μονή. Όμως διεσώθη διότι κάποιος πολιός και σεβάσμιος γέρων τον εκράτησε στα χέρια. Όπως ο νέος παρεδέχθη όταν αντίκρυσε την εικόνα του Αγίου Χαρίτωνος στον ναό του Μοναστηριού, ο πολιός γέρων που τον έσωσε ήταν ο ίδιος ο Άγιος (ΚΜΣ, χ/φ Ραφτόπουλου, Φακ. Ικόνιο-Σύλλη ). Ο πατέρας του νεαρού, ο Τζελαλεντίν Ρουμί, εις ανάμνησιν του γεγονότος, αλλά και ως πνευματικός κυρίαρχος που αισθανόταν στην περιοχή, έκτισε μικρό τζαμί στον αυλόγυρο της Μονής όπου επήγαινε συχνά και προσευχόταν (Βρυώνης, 584, σημ. 104). Εις ανάμνησιν του γεγονότος όμως εδόθησαν και προνόμια στην Μονή στην οποία εδωρήθη η γύρω περιοχή ως βακούφι από τον σουλτάνο του Ικονίου.Η Μονή θα μείνει γνωστή στην Ιστορία διότι κατά τον 13ο αι. θα αποτελέσει τον χώρο στον οποίο εξεκίνησαν οι μακρές θρησκευτικές συζητήσεις και διάλογοι της Ορθοδοξίας κατά των Μεβλεβήδων οπαδών του Τζελαλεντίν Ρουμί. Πολλοί ήταν οι Ρωμιοί και οι Αρμένιοι της περιοχής οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ με την τακτική του Ρουμί, όπως προανεφέρθη. Ωστόσο, το γεγονός πως ο διαθρησκειακός διάλογος μεταξύ Ορθοδοξίας και Ισλάμ επαναλαμβανόταν επί αιώνες στα μέρη αυτά μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως υπήρχε ακόμη ισχυρός ορθόδοξος πυρήνας ο οποίος αντιστεκόταν στην ισλαμική προπαγάνδα, αν και αυτή διεξήγετο κάτω από την κυρίαρχη μωαμεθανική εξουσία.

Η Σύλλη δεν είναι κτισμένη πάνω σε κάποιον ιδιαίτερο γεωστρατηγικό κόμβο, ούτε σε κάποιο ορεινό πέρασμα (δερβένι), ούτε παράγει κάποιο ιδιαίτερο τοπικό προϊόν το οποίο να της προσδίδει ξεχωριστή φήμη, ακτινοβολία και έσοδα όπως άλλες περιοχές του Ελληνισμού. Σε παρόμοιες περιοχές οι σουλτανικές αρχές χορηγούσαν ως γνωστόν ιδιαίτερα προνόμια, όπως φοροαπαλλαγές, φορολογικές ελαφρύνσεις και άλλα. Η Σύλλη ολόκληρη με την γύρω περιοχή της οφείλει τα προνόμιά της και την ιδιαίτερη μεταχείριση που της επεφύλαξε ο σουλτάνος του Ικονίου Αλαεδίν Α΄ στο γεγονός ότι κατέστη μοναστηριακή έκταση, βακούφι, αρχικά του Ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και έπειτα και της Μονής του Αγίου Χαρίτωνος. Χάρις στα δύο εμφανώς υπερφυσικά γεγονότα που προαναφέραμε, της φωτιάς που κατέκαυσε τους εργάτες και της διάσωσης του γιου του Ρουμί, ο οικισμός αυτός έχαιρε ιδιαίτερης μεταχείρισης από τις κρατικές αρχές. Βεβαίως, κατά τη διάρκεια των αιώνων, τα προνόμια πολύ συχνά κατεστρατηγούντο και τότε, όπως προανεφέρθη, οι κάτοικοι αναγκάζονταν να καταφύγουν στον σουλτάνο για να δικαιωθούν. Έτσι σώζεται μία σειρά φιρμανιών τα οποία προσπαθούν να επαναφέρουν την αρχαιότερη τάξη των προνομίων.

Από γλωσσικής απόψεως, ειδικά στην Καραμανία (τμήμα της οποίας αποτελεί η λυκαονική περιοχή που εξετάζουμε) «είχεν απαγορευθή το 1277 η χρήσις άλλης γλώσσης πλην της τουρκικής» (Εμμ. Τσαλίκογλου, «Πότε και πώς ετουρκοφώνησεν η Καππαδοκία», Μ.Χρ. 14, (1970) 22). Οι Ρωμιοί δε των περιοχών αυτών μπορούσαν να μιλούν ελληνικά μόνον στα σπίτια τους, ενώ οι έμποροι και οι βιοτέχνες έπρεπε οπωσδήποτε να μιλούν την τουρκική. Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όμως τα προαναφερθέντα προνόμια που απολάμβαναν οι Συλλαίοι, θεωρούμε ότι και η συνεχιζόμενη ως την Ανταλλαγή του 1924 ελληνοφωνία τους ήταν ένα από αυτά, αν και διατηρήθηκε στη διάρκεια των αιώνων «ανάρθρως και σολοικοβαρβάρως και λέξεσι κεκομμέναις», (Κύριλλος Στ΄).

Η καταγωγή των Συλλαίων απασχόλησε αρκετά τους ερευνητές δεδομένου ότι ούτε γηγενείς Λυκάονες ήταν ούτε φαίνεται να είχαν στενές σχέσεις και δεσμούς με τους κατοίκους των άλλων γειτονικών καππαδοκικών χωριών. Κατά μία εκδοχή (Κύριλλος Στ΄) προέρχονται από γενιές ακριτών πολεμιστών εκ Πελοποννήσου «Τσακώνων» ή «Τζακώνων» λεγομένων. Οι πολεμικές αυτές οικογένειες ήταν επί εποχής Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους εγκατεστημένες σε όλα τα νότια σύνορα της αυτοκρατορίας (ακρίτες), από το θέμα Κυβυραιωτών μέχρι την Συρο-Παλαιστίνη, με σκοπό τη φύλαξη των συνόρων αλλά και τη διεξαγωγή ναυτικών επιχειρήσεων κατά των Σαρακηνών πειρατών. Δυστυχώς, η καταστροφική πολιτική του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) με το δικαίωμα της εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας, την ελάττωση της οικονομικής υποστήριξης των στρατευμάτων των θεμάτων, την κατάργηση της φορολογικής ατέλειας των ακριτικών κτημάτων και την εν γένει σπάταλη πολιτική του, υπήρξε μοιραία για το μέλλον της Μικρασίας, όσο κι αν αυτό δεν ήταν προφανές αρχικά.

http://el.wikipedia.org/

Μέρος των προαναφερομένων εκ Πελοποννήσου ακριτικών οικογενειών ευρίσκουμε εγκατεστημένες και στο παράλιο Σύλλαιον της Παμφυλίας. Με την επικράτηση του Σελτζούκου Αλαεδίν Α΄ στην Παμφυλία οι ηττημένοι αυτοί πληθυσμοί πήραν τον δρόμο της αναγκαστικής μετανάστευσης όπου ο σουλτάνος του Ικονίου ενετείλατο. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι προερχόμενες από το Σύλλαιον πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν γύρω από τον ναό του Αρχαγγέλου, εκράτησαν την ονομασία της παλαιάς τους πατρίδας και για την νέα, η οποία με τον καιρό μετετράπη εις Σύλλη, Σίλλη, Σίλλια ή Σίλλε (Σαλκιτζόγλου, 46-47).

Με δεδομένη τη σχέση που υπάρχει σύμφωνα με τους γλωσσολόγους Θ. Κωστάκη, R. Dawkins και Ν. Ανδριώτη του γλωσσικού ιδιώματος των Συλλαίων με εκείνο των άλλων ελληνόφωνων καππαδοκικών ιδιωμάτων αλλά και αυτών του Λιβισιού-Μάκρης, συμπεραίνει κανείς πως, προ των τουρκομογγολικών επιδρομών, ίσως από τα τέλη του 7ου αι. και ύστερα, πολεμικοί πληθυσμοί των ακριτών Τσακώνων ήταν διασκορπισμένοι σε όλο το μήκος των νοτίων συνόρων της αυτοκρατορίας χερσαίων και θαλασσίων προς φύλαξη αλλά και προς διενέργεια θαλασσίων επιχειρήσεων. Κατά τις επιδρομές των Σελτζούκων βρίσκουμε τους απογόνους αυτών των Ρωμιών Τσακώνων πολεμιστών στην ίδια περιοχή, αιχμαλώτους όμως τώρα, να επανδρώνουν την γύρω από τον ναό του Αρχαγγέλου περιοχή. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι ίδρυσαν τον νέο οικισμό της Σύλλης, όπου τα καινά και υπερφυσικά που συνέβησαν εφόβησαν και κατέπληξαν τις οθωμανικές αρχές οι οποίες την κατέστησαν βακούφι και της χάρισαν σειρά προνομίων μεταξύ των οποίων και την ελληνοφωνία της.