Γενικές οδηγίες για το Μάθημα των Θρησκευτικών

11 Μαρτίου 2017
[Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=153519]

Μέχρι τη δεκαετία του 1960 άλλες θρησκείες πολύ σπάνια υπεισέρχονταν στα περιεχόµενα του Μαθήµατος των Θρησκευτικών, το οποίο τότε έφερε την ονοµασία «Προτεσταντική Διδασκαλία» (Evangelische Unterweisung) και αργότερα «Ερµηνευτικό Μάθηµα των Θρησκευτικών» (Hermeneutischer Religionsunterricht)· αυτό που κυριαρχούσε τότε, ήταν η αποκλειστική αναφορά στον Χριστιανισµό. Με την εισαγωγή ενός νέου µοντέλου µαθήµατος, του λεγόµενου «Μαθήµατος των Θρησκευτικών προσανατολισµένου στα προβλήµατα των µαθητών» (Problemorientierter Religionsunterricht) µόλις και άρχισε κάπως δειλά-δειλά να αποτελούν αντικείµενο διδασκαλίας οι «µη χριστιανικές» θρησκείες και, γενικότερα, η πραγµάτευση θρησκευτικών φαινοµένων.[9] Λαµβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες κοινωνικές εξελίξεις, οι οποίες περιγράφονται µε έννοιες όπως «πλουραλισµός και ιδιωτικοποίηση του θρησκευτικού φαινοµένου», «επιστροφή της θρησκείας», «αθέατη θρησκεία», «µετασχηµατισµός της θρησκείας» κτλ., θα παρουσιάσω στη συνέχεια, χρησιµοποιώντας δύο παραδείγµατα: πρώτον, τον τρόπο µε τον οποίον αντιµετώπισαν την πρόκληση αυτή οι συντάκτες των εκπαιδευτικών οδηγιών για το Προτεσταντικό Μάθηµα των Θρησκευτικών, και δεύτερον, ορισµένες θέσεις σχετικά µε την εκπαίδευση των διδασκόντων θεολόγων.

thriskeytika2

Θα µπορούσαµε να περιγράψουµε υποδειγµατικά το τι ισχύει για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών, κάνοντας αναφορά στις Γενικές Οδηγίες (Rahmenrichtlinien) που εξέδωσε το οµοσπονδιακό κρατίδιο Niedersachsen για το Προτεσταντικό Μάθηµα των Θρησκευτικών που διδάσκεται στο Γυµνάσιο. Στις εν λόγω Γενικές Οδηγίες οι αρχές της οµολογιακότητας και της διαλογικής συνεργασίας προσδιορίζονται ως εξής:

«Η αρχή του οµολογιακού χαρακτήρα του Μαθήµατος των Θρησκευτικών (das Prinzip der konfessionellen Bestimmtheit des Religionsunterrichts) προάγει τη γνωριµία µε την οικεία περιρρέουσα ατµόσφαιρα και ταυτόχρονα αποσκοπεί στην οικοδόµηση της ταυτότητας του µαθητή […] Η αρχή της διαλογικής συνεργασίας (das Prinzip der dialogischen Kooperation) προάγει τη δυνατότητα συνεννόησης µεταξύ των διαφορετικών (αλληλοκατανόηση), δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση σε όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι κοινά, χωρίς να παραβλέπει όλα εκείνα που διαφοροποιούν τους ανθρώπους. […] Μόνο εφόσον οι δύο αυτές αρχές της ταυτότητας και της αλληλοκατανόησης διατηρούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, συµπληρώνοντας ταυτόχρονα η µία την άλλη, έχει νόηµα και λόγο ύπαρξης ένα Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών που προσφέρεται στους µαθητές ξεχωριστά δηλ. ανάλογα µε τη θρησκευτική κοινότητα στην οποίαν ανήκουν».[10] Με το ίδιο σκεπτικό παραθέτω και το ακόλουθο απόσπασµα από το σχετικό υπόµνηµα της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερµανίας (Evangelische Kirche Deutschalands): «Η σχέση αλληλεξάρτησης µεταξύ οµολογιακής ταυτότητας και οικουµενικής αλληλοκατανόησης αποσαφηνίζει εκείνο το οποίο λόγω του κοσµοθεωρητικού-θρησκευτικού πλουραλισµού της εποχής µας τίθεται ενώπιόν µας ως το κατεξοχήν εκπαιδευτικό έργο αγωγής και αλληλοκατανόησης στο σχολείο και την κοινωνία: Να ενισχύσουµε όλα τα κοινά στοιχεία εν µέσω των διαφορών, οδεύοντας δηλ. σε µία πορεία που διέρχεται µέσα από τις διαφορές και όχι αγνοώντας τες».[11]

Για ένα τέτοιου είδους Μάθηµα των Θρησκευτικών η συµβολή της Θρησκειολογίας κρίνεται ιδιαιτέρως σηµαντική από το γεγονός, ότι µία από τις τέσσερις θεµατικές ενότητες φέρει τον τίτλο «Διάλογος µε τις θρησκείες και τις κοσµοθεωρίες». [12] Μέσα στο πλαίσιο αυτής της θεµατικής ενότητας εξετάζονται ως θεµελιώδη περιεχόµενα το Ισλάµ στην 7η και 8η τάξη (Σηµ. τ. Μετ.: αντιστοιχούν στην Α’ και Β’ Γυµνασίου του ελληνικού σχολείου), ενώ ο Ινδουϊσµός και ο Βουδισµός στην 9η και 10η τάξη (αντιστοιχούν στην Γ’ Γυµνασίου και στην Α’ Λυκείου του ελληνικού σχολείου).

Ακόµη, πέρα από τις Οδηγίες για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών, η Θρησκειολογία κατέχει µία σηµαίνουσα θέση, καθώς οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται διδακτικές ικανότητες που να σχετίζονται µε τα θεολογικά περιεχόµενα και επιπλέον µε τη θρησκειολογική ύλη, προκειµένου να οργανώσουν τη διδασκαλία ενός τέτοιου µαθήµατος. Συνειδητοποιώντας την αναγκαιότητα αυτή, εντοπίζονται στις θέσεις, που ψήφισε το 2007 η Συνέλευση των Προτεσταντικών Θεολογικών Σχολών, που οι ακόλουθες διαστάσεις ως προς το περιεχόµενο των διδακτικών-θρησκειοπαιδαγωγικών ικανοτήτων που πρέπει να έχουν οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί: «Με βάση τις προϋποθέσεις της Διδακτικής των Θρησκευτικών ικανότητα για κριτική προσέγγιση και διάλογο µε άλλες οµολογίες, θρησκείες και τρόπους ζωής και σκέψης που ενέχουν έναν κοσµοθεωρητικό χαρακτήρα […] Ικανότητα για ερµηνεία και αποκωδικοποίηση των θρησκευτικών διαστάσεων του σύγχρονου πολιτισµού µέσα στο επίπεδο της διδακτικής πράξης […] Ικανότητα διοµολογιακού και διαθρησκειακού διαλόγου και συνεργασίας».[13]

Συνέπεια όλων των παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι η Θρησκειολογία επιλέγεται ολοένα και πιο συχνά ως µάθηµα εξέτασης κατά τη διάρκεια των εξετάσεων που διενεργούνται στην καθηγητική κατεύθυνση σπουδών της Προτεσταντικής Θεολογίας (Lehramtstudium Evangelische Religion). Προς το παρόν έχει γίνει ιδιαίτερα αισθητό το γεγονός, ότι κατά τη Συνέλευση των Προτεσταντικών Θεολογικών Σχολών στο Βερολίνο το 2007 η Θρησκειολογία χαρακτηρίσθηκε ως ο 6ος θεολογικός κλάδος – ωστόσο σε συνάρτηση µε τον κλάδο της Διαπολιτισµικής Θεολογίας/Ιεραποστολικής.

Κλείνοντας, ας συγκρατήσουµε ότι τα προαναφερθέντα «περιγραφικά συµπεράσµατα» από τις Γενικές Οδηγίες, όπως επίσης και οι θέσεις που αναπτύχθηκαν (Σηµ. τ. Μετ.: και τις οποίες ψήφισε το 2007 η Συνέλευση των Προτεσταντικών Θεολογικών Σχολών), καταδεικνύουν τη σηµασία της Θρησκειολογίας για το Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών, και µάλιστα προβάλλοντάς την ως κάτι το θεµελιώδες και ουσιαστικό. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναλογιστούµε και έναν περιορισµό: Στις παραπάνω Γενικές Οδηγίες και θέσεις εµπεριέχονται και ορισµένες κανονιστικές διατυπώσεις, οι οποίες αντιµετωπίζουν τη Θρησκειολογία µ’ έναν τρόπο ιδιαίτερα αµφισβητήσιµο, τόσο από πλευράς θρησκειοπαιδαγωγικής όσο και από πλευράς καθαρά θρησκειολογικής. Μέσα από µία θρησκειοπαιδαγωγική προοπτική, η Θεολογία είναι η επιστήµη εκείνη που αποτελεί σηµείο αναφοράς για τη Θρησκευτική Παιδαγωγική και διαµορφώνει κανονιστικές θέσεις, δηλ. προσεγγίσεις που κινούνται στο επίπεδο της δεοντολογίας. Παράλληλα, στον χώρο της Θρησκειολογίας τίθεται υπό αµφισβήτηση το αν µπορεί κάποιος να εξετάζει τα πράγµατα απλώς και µόνο περιγραφικά (deskriptiv) ή αν θα πρέπει επιπροσθέτως να χρησιµοποιήσει ορισµένα κριτήρια αξιολόγησης των πραγµάτων. Θα ασχοληθώ µε το ζήτηµα αυτό ευθύς αµέσως.

(συνεχίζεται)

 

[9] Μία διαφοροποιηµένη παρουσίαση της «εξέλιξης του θέµατος “θρησκείες” στη Γερµανία µε βάση τα θεωρητικά µοντέλα και τη µεθοδολογία που ακολουθήθηκε» µέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990 απαντάται στον J. Lähnemann, Evangelische Religionspädagogik in interreligiöser Perspektive, Göttingen 1998, σσ. 123-142, εδώ: σελ. 123; µία σύντοµη, εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος σύνοψη σχετικά µε την τρέχουσα συζήτηση προσφέρει ο F. Schweitzer, Religionspädagogik. Lehrbuch Praktische Theologie Bd. 1, Gütersloh 2006, σσ. 167-171.
[10] Rahmenrichtlinien für das Gymnasium. Schuljahrgänge 7-10. Evangelischer Religionsunterricht. Hg. vom Niedersächsischen Kultusministerium (2003), σελ. 7.
[11] Identität und Verständigung. Standort und Perspektiven des Religionsunterrichts in der Pluralität. Eine Denkschrift der EKD. Im Auftr. des Rates der EKD hg. vom Kirchenamt der EKD, Gütersloh 41997, σελ. 65.
[12] Rahmenrichtlinien, 15
[13] „Theologisch-religionspädagogische Kompetenz. Professionelle Kompetenzen und Standards für die Religionslehrerausbildung. Beschluss der Gemischten Kommission (Ev. Landeskirchen / Fakultäten) zur Reform des Theologiestudiums (EKD 2008 – anstehender Abschluss des Genehmigungsverfahrens).