Η τηλεοπτική σειρά «Μίλα μου» έγινε βιβλίο
20 Μαρτίου 2017Η Πεμπτουσία, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Μίλα μου, ίνα ακούη πάσα η γη», δημοσιεύει την συνέντευξη της συγγραφέως, Χριστίνας Θεοδότου, στην Ιωάννα Χριστοδούλου για λογαριασμό της ιστοσελίδας city.sigmalive.com.
Η Χριστίνα Θεοδότου μάς μιλά για την πρώτη της συγγραφική προσπάθεια, το βιβλίο «Μίλα Μου, ίνα ακούει πάσα η γη», το οποίο είναι βασισμένο στο σενάριο του Γιώργου Τσιάκκα για την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά που προβλήθηκε μεταξύ 2007-09, από την τηλεόραση Σίγμα.
Πότε άρχισε η συγγραφή του βιβλίου και με ποια αφορμή;
Tα πρώτα σχεδιάσματα για το βιβλίο άρχισαν να γράφονται δειλά το 2009. Ήταν λίγο μετά το τέλος της τηλεοπτικής σειράς «Μίλα Μου», που είχε αρχίσει να προβάλλεται στο ΣΙΓΜΑ το 2007. Μετά την μεγάλη ανταπόκριση του κοινού στα θέματα που άγγιζε η σειρά -τα μεγάλα θέματα του έρωτα, της αγάπης, της απώλειας, της απόγνωσης, του θανάτου, της αναζήτησης νοήματος, της προσωπικής σχέσης με τον Θεό-, ο σεναριογράφος της σειράς Γιώργος Τσιάκκας, αδερφικός μου φίλος εδώ και πολλά χρόνια, μου ζήτησε να προσπαθήσω να γράψω το «Μίλα Μου» σε μορφή μυθιστορήματος. Άρχισα να προσπαθώ. Πήρε αρκετά χρόνια αυτή η προσπάθεια, και με την υπομονετική καθοδήγηση του Γιώργου και χάρη στις Εκδόσεις Γρηγόρη και στην επιμονή και πολύτιμη στήριξη του επιμελητή Γιάννη Ζαννή, τα Χριστούγεννα τυπώθηκε τελικά το «Μίλα Μου, ίνα ακούει πάσα η γη», διακόσες πενήντα σελίδες όλο κι όλο, καθόλου πυκνογραμμένες, γραμμένες όμως με καιρό και με κόπο.
Τα γεγονότα εξελίσσονται χρονικά με τον ίδιο τρόπο όπως στην τηλεοπτική σειρά;
Το βιβλίο κάνει στην αρχή μιαν ‘αναγνώριση προσώπων’, ξεκινώντας χρονικά από την ώριμη εφηβεία της ηρωίδας, της Άννας, όταν δηλαδή είναι δεκαπέντε χρονών και μια μεγάλη απώλεια σημαδεύει την ζωή της και την μετέπειτα σχέση της με τούτο τον κόσμο. Η τηλεοπτική σειρά ξεκινά χρονολογικά μετά την μεγάλη απώλεια, όταν η Άννα σπουδάζει ήδη ζωγραφική στην Φλωρεντία και βρίσκεται στην κόψη μιας άλλης κρίσιμης και καθοριστικής στιγμής στην ζωή της.
Σε ποιο χρόνο και χώρο εκτυλίσσεται η ιστορία στο βιβλίο;
Δεν ορίζεται ακριβώς ο χρόνος, ας πούμε όμως ότι η Άννα γεννήθηκε περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Όταν αρχίζει το βιβλίο βρισκόμαστε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην Λευκωσία. Το κέντρο της Φλωρεντίας είναι ο άλλος τόπος. Η δράση τοποθετείται στις δύο αυτές πόλεις, όπως και στην τηλεοπτική σειρά.
Πώς ήταν η όλη διαδικασία, γιατί πήρε τόσο καιρό;
Πήρε καιρό γιατί ήταν η πρώτη μου μυθιστορηματική απόπειρα και έπρεπε να παιδευτώ και να μοχθήσω πολύ με τις λέξεις για να πάρει το γράψιμό μου μορφή, αλλά και γιατί η μεταφορά μιας ιστορίας από τον χώρο των τηλεοπτικών εικόνων και του καθημερινού λόγου στον χώρο του γραπτού λόγου και των άυλων εικόνων είναι διαδικασία που χρειάζεται πολλή προσοχή۰ σεβασμό και πιστότητα στο σενάριο και την ίδια στιγμή δημιουργική σκέψη που να μεταποιεί το αρχικό υλικό, δίνοντάς του πνοή σε ένα άλλο ‘σύμπαν’. Είναι όπως στην βυζαντινή εικονογραφία, που έχεις το περίγραμμα ενός προσώπου και πρέπει να δημιουργήσεις τον προπλασμό, την σάρκα, τα φωτίσματα, τον γλυκασμό, μέχρι να αναφανεί το πρόσωπο, να αναπνεύσει.
Η πλοκή ωστόσο ακολουθεί αυτό που είδαμε τηλεοπτικά;
Τα πρόσωπα, οι τόποι και τα κύρια γεγονότα είναι πιστά στο αρχικό σενάριο, το βιβλίο όμως είναι γραμμένο πατώντας στο νήμα της πορείας της Άννας, του κύριου προσώπου της σειράς. Όλα όσα συμβαίνουν είναι σε σχέση με την πνευματική ωρίμανση αυτής της κοπέλας, το υπαρξιακό της πλάσιμο, αλλά και πώς αυτή η προσωπική πορεία, με την δική της δίνη και οδύνη, επηρεάζεται από τα πρόσωπα που την πλαισιώνουν, πώς κοινωνεί μαζί τους και πώς παρεμβαίνει στο σμίλευμα της δικής τους πορείας. Πρόκειται για πρόσωπα που συνδέονται με δεσμά αίματος, έρωτα ή αγάπης, και δεν μπορούν παρά να λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, στην ουσία ως ένα σώμα, αντιστεκόμενα στο σκοτάδι και στον αδυσώπητο νόμο της βαρύτητας. «Όλες οι φυσικές κινήσεις της ψυχής διέπονται από νόμους ανάλογους με της υλικής βαρύτητας. Μονάχα η χάρη αποτελεί εξαίρεση (…) Υπακοή στην βαρύτητα. Το μεγαλύτερο αμάρτημα»,γράφει η μεγάλη Σιμώνη Βέιλ, και «ό,τι δεν έχει βάρος είναι φως».