Η «φυγή» των Πατέρων της Εκκλησίας

28 Μαΐου 2017

(Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=160987)

Το 372 ο Μέγας Βασίλειος χειροτόνησε άκοντα τον Γρηγόριο επίσκοπο Σασίμας. Επρόκειτο κατά την περιγραφή του Γρηγορίου, για ένα μέρος  «χωρίς νερό ή βλάστηση, χωρίς καμία ευκολία, για ένα στενάχωρο και πληκτικό μικρό χωριό. Υπήρχε σκόνη παντού, θόρυβοι αρμάτων, θρήνοι, στεναγμοί, πράκτορες, όργανα βασανισμού και αλυσίδες[1]».

Ο πόνος της επισκοπικής εκλογής του αγίου γίνονταν ακόμα μεγαλύτερος με δεδομένο ότι αυτή επικυρώθηκε από τον στενότερο φίλο του, τον Μέγα Βασίλειο. Ο Γρηγόριος θλίβονταν γιατί ο φίλος του δεν έδειχνε κατανόηση για τη λαχτάρα του να ζήσει τη μοναχική ζωή με σιωπή και ειρήνη. Ο άγιος έπρεπε να διακονήσει εν τω μέσω μιας ενδοεκκλησιαστικής κρίσης ανάμεσα στον Μέγα Βασίλειο και τον Άνθιμο, φιλοαρειανό επίσκοπο Τυάνων, για την εξουδετέρωση του οποίου απαιτούνταν η συνδρομή όλων των ιεραρχών (Χρήστου, 1989, σ. 111). Ο Γρηγόριος δέχτηκε την εκλογή του με λύπη, χωρίς να το θέλει. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του του υποσχέθηκε ότι δεν θα πάει στα Σάσιμα. «Δεν επισκέπτηκα την Εκκλησία που μου δόθηκε, δεν λειτούργησα εκεί, δεν προσευχήθηκα με τον λαό και δεν χειροτόνησα ούτε ένα κληρικό[2]», παραδέχεται. Να λοιπόν μια ακόμα φυγή του αγίου.

Η επιστροφή του Γρηγορίου δεν άργησε να συμβεί. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Γρηγόριος επέστρεψε στη γενέτειρά του και προσωρινά επωμίστηκε με την ευθύνη της εκεί ορφανεμένης επισκοπής. Φυσικά, η επόμενη αναχώρηση του αγίου δεν άργησε. Όταν μπόρεσε να ξεφύγει από το βάρος του ποιμαντικού του έργου, πήγε «σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια της Ισαυρίας[3]. Εκεί έμεινε στο ναό της αγίας Θέκλας και αφιερώθηκε στην προσευχή και τη νίψη. Ωστόσο, και αυτή η αναχώρηση είχε προσωρινό χαρακτήρα. Ένα θλιβερό και αναπάντεχο νέο, αυτό της εκδημίας του Μεγάλου Βασιλείου, διέκοψε την παραμονή του στην Ισαυρία και κατέστησε την μετάβασή του στην Κωνσταντινούπολη απαραίτητη, προκειμένου να ηγηθεί του αγώνα της Ορθοδοξίας κατά των Αρειανών. Αν και ο άγιος δεν μπόρεσε λόγω ασθένειας να ταξιδέψει και να παραστεί στην κηδεία του Μεγάλου Βασιλείου, ανταποκρίθηκε, και πάλι χωρίς τη θέλησή του, στα ποιμαντικά καθήκοντα που του επεφύλασσε ο Θεός, από τη θέση του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (Παπαδόπουλος, 1991, σ. 10). Όταν ο Γρηγόριος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ο ίδιος ομολογεί χαρακτηριστικά: «Η Εκκλησία είναι χωρίς ποιμένες, το καλό χάθηκε και το κακό είναι παντού. Είναι ανάγκη να πλέω τη νύχτα και δεν υπάρχουν φωτιές που να δείχνουν το δρόμο. Ο Χριστός κοιμάται[4]». Η επισκοπική έδρα της Κωνσταντινούπολης βρίσκονταν για αρκετό καιρό στα χέρια των Αρειανών και το ποίμνιο είχε ξεφύγει από τη δέουσα επισκοπική μέριμνα και εποπτεία.

Ο Γρηγόριος άρχισε το έργο του σε ένα ιδιωτικό σπίτι, το οποίο αργότερα μετέτρεψε σε Εκκλησία και του έδωσε το όνομα «Ανάστασις», για να συμβολίζει την ανάσταση της Ορθοδοξίας. Εδώ εκφώνησε τους περίφημους πέντε θεολογικούς Λόγους του (Φλορόφσκυ, 2009). Το έργο του αγίου ήταν προδήλως δύσκολο και απαιτούσε την ανάδειξή του ως στυλοβάτη της Ορθοδοξίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Αρειανοί[5]. Στο μεταξύ, έπρεπε να αντιμετωπίσει και μια ακόμα απογοήτευση: Στο πλαίσιο των ερίδων με τους αιρετικούς ο άγιος προδόθηκε από έναν φίλο του, τον φιλόσοφο Μάξιμο τον Κυνικό. Αυτός υποστηρίχτηκε από τον Πέτρο Αλεξανδρείας και τους επισκόπους της Αιγύπτου και χειροτονήθηκε επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, παραγκονίζοντας τον Γρηγόριο. Απογοητευμένος ο άγιος αποφάσισε να φύγει αλλά οι παρακλήσεις των Ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει για να στερεώσει το έργο του (Παπαδόπουλος, 1991, σ. 11).

[1] Ὅπ. παρ. PG 37, 1059-1060Α. Βλ. σχ.  439-448, σσ. 85-87.

[2] Ὅπ. παρ. PG 37, 1065-1066Α. Βλ. σχ. 526-532, σ. 91.

[3] Ὅπ. παρ. PG 37, 1067-1068A. Βλ. σχ. 545-550, σ. 91.

[4] Ἐπιστολὴ 80η, Εὐδοξίῳ ρήτορι , PG 37, 153:

«Ἐρωτᾷς πῶς τὰ ἡμέτερα. Καὶ λίαν πικρῶς. Βασίλειον οὐκ ἔχω, Καισάριον οὐκ ἔχω, τὸν πνευματικὸν ἀδελφὸν καὶ τὸν σωματικόν. Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, μετὰ τοῦ Δαυῒδ φθέγξομαι. Τὰ τοῦ σώματος πονηρῶς ἔχει, τὸ γῆρας ὑπὲρ κεφαλῆς, φροντίδων ἐπιπλοκαί, πραγμάτων ἐπιδρομαί, τὰ τῶν φίλων ἄπιστα, τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα. Ἔρρει τὰ καλά, γυμνὰ τὰ κακά, ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσὸς οὐδαμοῦ, Χριστὸς καθεύδει.».

(Συνεχίζεται)

[5] Η επιτυχία του ποιμαντικού έργου του αγίου μαρτυρείται από τον ίδιο ως εξής:

«Ἀλλ’ ἀνιτέον μοι πρὸς τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον.

Κέκλημ’, ἔπηξα λαὸν ἐν μέσῳ λύκων,

Ποίμνην ἄνυδρον τοῖς λόγοις ἐπήγασα,

Ἔσπειρα πίστιν τῷ Θεῷ ῥιζουμένην,

Τριάδ’ἔλαμψα τοῖς πρὶν ἐσκοτισμένοις.

Ὀπός τις ἤμην ἐν γάλακτι, φάρμακον

Πειθοῦς βίᾳ· καὶ τοὺς μὲν ἤδη δεσμίους,

Τοὺς δ’ ἐγγὺς εἶχον, οἱ δ’ἔμελλον αὐτίκα.

Πᾶσιν δὲ θυμὸς ἐκλίθη, τὸ πρὶν ζέων,

Καὶ φίλτρον ἤδη τῷ λόγῳ συνεκράθη·

Ἐλπὶς δὲ παντός, καὶ ροπή τις μετρία.»: Βίβλος Β´, ἔπη ἱστορικά, τ. Α´ περὶ ἑαυτοῦ, ποιήμα ΙΒ´ εἰς εὑτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων, PG 37, 1174-1175. Βλ. σχ. Ε.Π.Ε., τ. 10, 115-124, σ. 178.