«Χριστός γεννάται – Αλητινώς γεννάται» Χριστουγεννιάτικα έθιμα Καππαδοκίας

23 Δεκεμβρίου 2017

Το να απαριθμήσει κανείς τα διάφορα έθιμα των Καππαδοκών, τουρκοφώνων και ελληνοφώνων, των εορτών των Χριστουγέννων και του Δωδεκαημέρου αποτελεί ίσως μία στείρα επαναλαμβανόμενη ετησίως περιγραφική λαογραφία με αντικειμενικό ερώτημα: προς τι; Μήπως τα ίδια ή περίπου τα ίδια έθιμα δεν επαναλαμβάνονται και σε άλλες περιοχές του Μικρασιατικού ή του εν γένει Ελληνισμού; Θα μπορούσε άραγε η έκθεση των χριστουγεννιάτικων εθίμων, όπως η προετοιμασία εδεσμάτων, στην οποία αναφερόμαστε συχνά, να προσφέρει μία εικόνα μεγαλύτερου πνευματικού βάθους στον αναγνώστη από αυτήν που έχει ήδη σχηματίσει για τον καππαδοκικό Ελληνισμό; Ή άλλως, ήταν ομοιογενής αυτός ο Ελληνισμός ή περιέκλειε ιδιαιτερότητες και διαφορές στις κοινότητές του, οι οποίες αντανακλώνται και στα έθιμα;

Εν τέλει, ποια η σχέση του νέου Ελληνισμού και κυρίως του σημερινού με αυτόν που προϋπήρχε της επαισχύντου ιστορικής λοβοτομής του το 1922-1924; Τέτοιου είδους ερωτήματα δεν είναι εύκολο να απαντηθούν κυρίως διότι μας φέρνουν μπροστά σε ιστορικά, εθνικά αλλά και προσωπικά αδιέξοδα.

Ωστόσο, όπως κάποτε τα παιδιά έπαιζαν με τις ψηφίδες, έτσι και τώρα από ιστορικές ψηφίδες και μαρτυρίες παλαιοτέρων παίρνουμε μία γεύση του χαρακτήρα και της νοοτροπίας των μικρασιατών προγόνων μας.

kappadokia2

Göreme, Çaricli Kilise – Ἐκκλησία τῶν Σανδάλων, τέλη ιβ’-ἀρχὲς ιγ’αἰ.

Göreme, Çaricli Kilise – Εκκλησία των Σανδάλων, τέλη ιβ’-αρχές ιγ΄αι.

Ήταν ιδιαίτερα φλύαροι οι Καππαδόκες, περισσότερο, ως είθισται, οι Καππαδόκισσες, κυρίως απευθυνόμενοι στον Χριστό, στην Παναγία και τους αγίους. Η επικοινωνία τους αυτή ήταν συχνότατη, γινόταν δε με αφορμή κάθε καθημερινή τους απασχόληση. Βγαίνοντας από το σπίτι έκαναν το σταυρό τους λέγοντας «Κύργε ’Σου Χριστέ και Παναΐα, ήλεαμ’». Στην εργασία στα χωράφια, στο σκάψιμο «Παναΐα μ’, να δώκ’ς ’λάφρωση και καλοσύνη. Εμείς σην ποδιά σ’ κι εσύ φύτρωσέ το». Στις οικειακές ασχολίες, στο μαγείρεμα, στο άλεσμα του σταριού, αδειάζοντας τα άλευρα στην αποθήκη τα σταύρωναν και έκαναν ευχή. Σταύρωναν και θύμιαζαν τα ζώα και τους σταύλους, τα έπιπλα, τα ρούχα, τα σκεύη, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε μία διαρκή επικοινωνία με τον Ουρανό. Οι ετοιμόγεννες γυναίκες, οι ταξιδιώτες πριν την αναχώρηση, οι μελλόνυμφοι κοινωνούσαν. Στην αρρώστεια «Χριστέ δωσ’ με την καλοσύνη μου» (κάνε με καλά). Στο θάνατο «Χριστέ, επαρ’ την ψυσή μου» (πάρε την ψυχή μου). Θύμιαζαν όλα τα δωμάτια του σπιτιού και τους ενοίκους κάθε Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή βράδυ, καθώς και το απόγευμα της παραμονής και ανήμερα των εορτών. Το καντήλι του κάθε σπιτιού έκαιγε συνεχώς και μόνο οι πολύ φτωχοί το άναβαν παραμονή και ανήμερα των μεγάλων εορτών και κάποτε Τετάρτη και Παρασκευή (Ανακού).

Η δεσποτική εορτή της Γεννήσεως του Χριστού λεγόταν από τους τουρκόφωνους Καππαδόκες προγόνους μας «Κιουτσούκ Πασκελέ» (Μικρό Πάσχα) (Άκσεραϊ- Γκέλβερι) ή «Κιουτσκούκ Μπαϊράμ» (Ικόνιο), ενώ από τους ελληνόφωνους Φαρασιώτες «Του Χριστού ο Πάσκας» και στην Ανακού «Χριστού το Πάσκα». Σε κάθε περίπτωση δηλαδή η αναφορά τους στην ημέρα της Γεννήσεως γινόταν πάντα σε σχέση με την ημέρα της Αναστάσεως του Σωτήρος, την «Μπουγιούκ Πασκελέ» (Άκσεραϊ-Γκέλβερι) ή «Μέγα Πάσκα» (Ανακού) ή «Μέγα Πάσκας» ή «Το Μέγον ο Πάσκας» (Φάρασα).

Από την παραμονή των Χριστουγέννων και για όλο το Δωδεκαήμερο, «τα Δωδεκάμερνα» (Ανακού), «Ρωρεκαήμερο» (Σίλλη Ικονίου), που λεγόταν και «βγκοημένα ημέρες» ή «μεγάλα ημέρες» (Φάρασα) οι ψυχές των νεκρών έβγαιναν και τριγύριζαν στη γη, οπότε οι εν ζωή εύχονταν υπέρ αυτών «Ετά τα Δωδεκάμερνα να ήταν δώδεκα χρόνους, να χόρταιναμ’ τον κόσμο μας, να χόρταιναμ’ τα μέρη μας» (Ανακού).

Λίγα μόνο χρόνια προ της Ανταλλαγής επετράπησαν από το τουρκικό καθεστώς οι κωδωνοκρουσίες κατόπιν αδείας από τις αρχές, οπότε αρκετές εκκλησίες εξοπλίστηκαν με καμπάνες, φυσικά μικρών διαστάσεων. Προ αυτών λειτουργούσαν, πάλι κατόπιν αδείας, τα ξύλινα ή σιδερένια σήμαντρα, «τους σημίντρους» ήδη από τη βυζαντινή εποχή, ενώ σε περιόδους απαγόρευσης από τους Οθωμανούς, οι Χριστιανοί ειδοποιούνταν για τις ακολουθίες με σεντόνι που ανέμιζε ο καντηλανάφτης από τη στέγη του ναού. Λόγω της νυκτερινής έναρξης της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας, πέρα από τις καμπάνες ή τα σήμαντρα, ο καντηλανάφτης μαζί με επιτρόπους ειδοποιούσαν τους Χριστιανούς χτυπώντας τις πόρτες τους. Αλλά και οι γείτονες μεταξύ τους παρακινούσαν ο ένας τον άλλο για να ξεκινήσουν μαζί για την εκκλησία.

Οι Χριστιανοί, ντυμένοι στα γιορτινά τους, (συνήθως φορεσιές από τσόχα) προχωρούσαν για την εκκλησία παρέες-παρέες . Όπως βλέπουμε σήμερα και στην αναπαράσταση του πομπικού χορευτικού φαρασιώτικου τραγουδιού Χυτάτε να υπάμε σον Εζ-Βασίλη, για να βλέπουν το δρόμο κρατούσαν φαναράκια ή πυρσούς, διότι την ώρα της χριστουγεννιάτικης θείας λειτουργίας επικρατεί το πιο βαθύ σκοτάδι. Ενδεχομένως δε να βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλο και να κρατιόντουσαν από το ρούχο του μπροστινού τους λόγω του δύσβατου της περιοχής, όπως φαίνεται και από τον ως άνω χορό. Τη νύχτα της Παραμονής δε, όπως και των Φώτων, αγρυπνούσαν στα δώματα των σπιτιών και έβλεπαν που ανοίγουν οι ουρανοί.

Τόσο οι ιερείς, στην πλειονότητά τους αγράμματοι, όσο και το πλήρωμα ζούσαν το μυστήριο ως άνθρωποι απλοί, αγαθοί, με βαθιά πίστη και ευλάβεια. Οι ιερείς ειδικά ήταν τόσο σεβαστοί από όλους ώστε Χριστιανοί και μουσουλμάνοι σηκώνονταν όρθιοι όταν τους έβλεπαν από μακριά, τα δε παιδιά έσπευδαν τρέχοντας να τους φιλήσουν το δεξί χέρι και να αποσπάσουν την ευλογία τους. Οι ιερείς αμείβονταν από το εκκλησίασμα κάθε χρόνο με μία συμμετοχή ανάλογη των δυνατοτήτων της κάθε οικογένειας πλην των απόρων.

Οι Χριστιανοί, με την είσοδό τους στην εκκλησία προσκυνούσαν στο προσκυνητάρι, ένα για τους άνδρες και ένα για τις γυναίκες, άναβαν το κερί τους και πήγαιναν στις θέσεις τους. Οι άνδρες δεξιά, οι ηλικιωμένες γυναίκες αριστερά, οι νεώτερες στον γυναικωνίτη. Τα κορίτσια πήγαιναν στην εκκλησία μόνο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το Δεκαπενταύγουστο και στέκονταν πάντοτε όρθια. Τα παιδιά εκκλησιάζονταν πάντοτε. Αν κάποιος από τους άνδρες που βρίσκονταν στο χωριό δεν απουσίαζε στην ξενιτειά αλλά δεν εμφανιζόταν ούτε στην εκκλησία, οι φίλοι του κρατώντας αναμμένη λαμπάδα τον αναζητούσαν στο σπίτι του και τον συνόδευαν μέχρι την αυλή της εκκλησίας.

Στις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές εορτές σταματούσαν τις μεταξύ τους προστριβές, εξομολογούνταν, ζητούσαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο και κοινωνούσαν όλοι μικροί και μεγάλοι. «Σχώρει με και Θεγός συχωρέσ’- Θεγός συχωρέσ’ » (Ανακού). Αν είχαν πολλές αμαρτίες, ο κανόνας τους ήταν εκατό ή και περισσότερες μετάνοιες. Αν επρόκειτο για θανάσιμα αμαρτήματα, δεν μπορούσαν να κοινωνήσουν. Στο τέλος της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας ο ιερέας από την Ωραία Πύλη έλεγε το «Χριστός γεννάται», «Χριστός ετέχθη» (Άκσεραϊ-Γκέλβερι) ή «Χριστός ατέχτη», (Φάρασα) και το πλήρωμα απαντούσε «Αλητινώς γεννάται», «Αλητινώς ετέχθη» (Άκσεραϊ-Γκέλβερι) ή «’ληθώτικ’ατέχτη», «’ληθώτικα ήρτε» (Φάρασα), χαιρετισμός που επαναλαμβάνονταν από όλους όλη την ημέρα των Χριστουγέννων και τις δύο επόμενες ημέρες.

Τα χαράματα, κατά την απόλυση της εκκλησίας έφευγαν πρώτα οι γυναίκες με τα κορίτσια ενώ οι άνδρες ακολουθούσαν. Μετά τη χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία, ένα μέλος από κάθε οικογένεια μοίραζε στην έξοδο φαγώσιμα, συνήθως καϊμάκι με μέλι ή χαλβά ή τηγανιτά αυγά σε ψωμί και λίγο ρακί για τις ψυχές των νεκρών ή για τάματα.

Επιστρέφοντας στα σπίτια τους τα παιδιά ασπάζονταν τα χέρια των μεγαλυτέρων τους και χαιρετούσαν με το «Χριστός ετέχθη-Αλητινώς ετέχθη», «Καώς ήρτεν τζαι ο Πάσκας-’ληθώτικα ήρτε» (Φάρασα). Το απαραίτητο χριστουγεννιάτικο έδεσμα ήταν το «χέρσε» δηλαδή πληγούρι βρασμένο σε ζωμό από χοντρά κόκκαλα. Πέραν τούτου στο τραπέζι συνήθως υπήρχε είτε κοτόπουλο είτε κάποιο μεγάλο ζώο, το οποίο εσφάζετο και μοιράζονταν ανάμεσα σε πολλές οικογένειες μαζί. Πίτες, τυρί και γλυκά συμπλήρωναν το γιορτινό τραπέζι. Πάντα χώριζαν ένα πιάτο φαγητό για τους φτωχούς. «Τση φουκαράροι ό,τι μαείριβναμ, ρώνιναμ ένα μικρό πιάτο, ψήναμι καλά     φαϊά. Αφήνης κι αν ρεν ήταν, άλλη μέρα το πρωί έρωναμ το, ρώιναμ από να μικρό πιάτο» (Στους φτωχούς ό,τι μαγειρεύαμε δίναμε ένα μικρό πιάτο, ψήναμε καλά φαγιά. Παρεκτός κι αν δεν ήταν, την άλλη μέρα το πρωί το δίναμε, δίναμε από ένα μικρό πιάτο) (Σίλλη Ικονίου).

Αν ο καιρός βοηθούσε, το απόγευμα της ημέρας των Χριστουγέννων συγκεντρώνονταν οι ηλικιωμένες γυναίκες και τα κορίτσια ντυμένα με τα γιορτινά τους στα δώματα των σπιτιών (Ακσεραϊ-Γκέλβερι) ή στο χοροστάσι του χωριού (Ανακού), όπου ξεκινούσε ο χορός και όπου διστακτικά ύστερα εμφανίζονταν τα λίγα παλληκάρια, τα οποία όμως δεν χόρευαν. Οι άνδρες διασκέδαζαν στα σπίτια. Χαρακτηριστικά της συνείδησης της ιστορικής συνέχειας της Ρωμιοσύνης στις διάφορες περιοχές της Καραμανίας ήταν τα τραγούδια που ελέγοντο και χορεύονταν κατά τις γιορτινές αυτές ημέρες στα χοροστάσια. Οι καππαδοκικοί χοροί είναι γενικά αργόσυρτοι, ιεροπρεπείς και τελετουργικοί, καθώς και αυστηρά προορισμένοι να χορεύονται από συγκεκριμένα πρόσωπα και σε συγκεκριμένη διάταξη. Επρόκειτο για τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου και των παραλογών όπως αυτά διέσωζαν τα κατά τόπους γλωσσικά ιδιώματα:

Σήραν παιδίν εγέννησεν και λέιν’ τονε Πορφύρη

Ένα χωριό καλό χωριό, αμά νερόν δεν έσει

Ήρταν τα γιορτές και τους αγιάς ημέρες

Εννιά μαστόροι τόχτιναν τ’ Άντανας το γεφύρι (Ανακού)

Τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων οι παντρεμένες γυναίκες πήγαιναν επίσκεψη στους γονείς τους, τους χαιρετούσαν με τον χριστουγεννιάτικο χαιρετισμό και τους φιλούσαν το χέρι.

Όλες οι ως άνω συνήθειες, όπως και άλλες που χαρακτήριζαν τους Μικρασιάτες εν γένει, δεν περιορίζονταν σε ένα στεγνό τύπο αλλά, όπως ελέχθη, συνοδεύονταν από την απλότητα, την καθαρότητα και την αμεσότητα της κοινωνίας των μελών εις εν ως μελών του Σώματος του Χριστού.

Ακούστε το κείμενο:

Βιβλιογραφία

Κωστάκης, Θ., Ἡ Ἀνακού, [Καππαδοκία 10] ΚΜΣ, Ἀθήνα 1963

Πετρόπουλος, Δ.-Ἀνδρεάδης, Ἑρμ., Ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ στὴν περιφέρεια Ἄκσεραϊ-Γκέλβερι, [Καππαδοκία 12] ΚΜΣ, Ἀθήνα 1971

Λουκόπουλος, Δ.,- Πετρόπουλος, Δ., Ἡ λαϊκὴ λατρεία τῶν Φαράσων, [Καππαδοκία 3] ΚΜΣ, Ἀθήνα 1949

Κελέσογλου, Κ., «’Σὸν Ἐζ-Βασίλη’: Χορευτικὸ πομπικὸ τραγούδι τῆς Καππαδοκίας», ἐφημ. Μνήμη 5 (Ἰαν. 2011) 23

Ἀρχεῖο Προφορικῆς Παράδοσης ΚΜΣ, Φάκελος Λυκαονία – Περιφέρεια Ἰκονίου 1, ΚΜΣ, Ἀθήνα