Λόγος Β΄ Ερμηνεία στην εξαήμερη Δημιουργία

23 Δεκεμβρίου 2017

Αναφέρεται στη μεγάλη δύναμη των υδάτων, μεταξύ των οποίων στερεώθηκε κατά τη δεύτερη μέρα, με την προσταγή του Θεού, το στερέωμα.

Όπως ο πρώτος Λόγος φιλοσόφησε κατά τη δύναμή του, τα μεγάλα έργα του Θεού, που έγιναν κατά την πρώτη μέρα, μάλλον όπως χορήγησε η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έτσι κι όσον αφορά τη δεύτερη ο δεύτερος Λόγος, που αναφέρεται στη δύναμη των υδάτων και το στερέωμα, σπεύδει να σας διηγηθεί με την καθοδήγηση του Θεού. Η ακρόαση των διηγήσεων αυτών είναι καλή και πολύ ωφέλιμη, διότι ελκύει τον ακροατή σε θεογνωσία και πόθο Θεού. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι κατά την πρώτη μέρα τέσσερα είναι τα μεγάλα έργα, που δημιουργήθηκαν από το Θεό: ο πρώτος ουρανός, τα πλήθη των υδάτων, η γη και το φως.

Τη δεύτερη όμως μόνο το στερέωμα, που βρίσκεται μεταξύ των υδάτων. Μην παραξενεύεσαι, γιατί ο μέγας Μωυσής δεν μίλησε καθόλου για τα ύδατα, διότι ούτε για τους Αγγέλους μίλησε, ούτε για κάποια άλλη ανάμειξη αντίθετων στοιχείων διότι ο Κτίστης συναρμολόγησε την κτίση, χρησιμοποιώντας τέσσερα στοιχεία, που εναντιώνεται το ένα με το άλλο, και το ένα δεν κατάστρεψε το άλλο, διότι είναι στοιχείο αντίθετο η ανάμειξη ύδατος και πυρός, αλλά τίποτε δεν αντιστέκεται στην προσταγή του Κτίστη κι’ αν από το χιόνι με την προσταγή του Θεού βγει φωτιά, δεν υπάρχει τίποτα, που θα το εμποδίσει.

Για ποιό λόγο δεν αναφέρει με λεπτομέρειες ο Μωυσής; Είναι διότι δεν υπήρχε τότε ανάγκη λεπτομερούς διδασκαλίας, αλλά τότε αυτό, που τον ενδιέφερε, ήταν να μάθουν οι άνθρωποι ότι υπάρχει ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο, και να πιστέψουν σ’ αυτόν και να μην πιστεύουν ότι τα είδωλα είναι θεοί, διότι δεν είναι θεοί τα είδωλα των εθνών, αλλά ξόανα, «έργα χειρών ανθρώπων», φτιαγμένα επιβλαβώς από κάποια ύλη, που εύκολα φθείρεται, για να εξαπατούν τους ανθρώπους διότι, αν και δεν βλέπουμε το Μωυσή να μιλά καθαρά για τους Αγγέλους και τα ύδατα, αλλά μετά από αυτά μίλησε γι’ αυτά σαφώς ο Δαυίδ, «ο ποιων τους Αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα» (Ψαλμ. ργ’, 4) και «αυτού έστι η θάλασσα και αυτός εποίησεν αυτήν» (Ψαλμ. ςδ’, 5). Είναι φανερό ότι αυτός είναι, που είπε «συναχθήτω το ύδωρ» (Γεν. α’, 9) και ονόμασε «τα συστήματα των υδάτων» (Γεν. α’, 10) θάλασσες. Και ο Σολομών λέγει: «προ του την γην ποιήσαι και προ του τας αβύσσους ποιήσαι, προ του προελθείν τας πηγάς των υδάτων» (Παρ. η’, 23-24) και ούτω καθ’ εξής· διότι είναι απίθανο αυτό το αχανές στοιχείο των υδάτων να μην είναι δημιουργημένο από το Θεό και να το συγκρατεί ο Θεός, και όχι μόνο είναι θεόκτιστο, αλλά και δημιουργημένο την πρώτη μέρα πριν από τη γη και δεύτερο μετά τον ουρανό, που δημιουργήθηκε πρώτος, αν και αυτό, που είπα, φαίνεται σαν κάτι το καινούργιο, διότι ο Μωυσής είπε ότι η γη έγινε μετά τον ουρανό.

Πράγματι έτσι αναφέρει, διότι έτσι καθοδήγησε τη γλώσσα του να πει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, διότι ήταν ατελής η ακοή εκείνων που τον άκουαν τότε. Η αληθινή σειρά των πραγμάτων όμως και η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, η οποία δίδαξε αυτά τα πράγματα τότε, μας καθοδηγεί τώρα κατ’ αυτό τον τρόπο· διότι ο Κτίστης δημιούργησε πρώτα τις φάλαγγες των Αγγέλων και υστερότερα δημιούργησε κατά την πρώτη μέρα τον πρώτο ουρανό. Ύστερα τις αβύσσους των υδάτων, που φτάνουν ως αυτό τον ουρανό, όπως και ο Δαυίδ τοποθετεί τη θάλασσα πριν από την ξηρά, λέγοντας: «αυτού έστιν η θάλασσα και αυτός εποίησεν αυτήν και την ξηράν αι χείρες αυτού έπλασαν» (Ψαλμ. ςδ’, 5). Είναι φανερό ότι ο Κύριος δημιούργησε πριν από τη γη τις αβύσσους, οι οποίες έφταναν από τα κατώτατα σημεία, δεν ξέρω από πού να πω, μέχρι και τον ανώτατο ουρανό. Κι όπως κατά τη δεύτερη μέρα πρόσταζε να γίνει το στερέωμα του ουρανού ανάμεσα στα ύδατα, έτσι και την πρώτη πρόσταζε να γίνει το στερέωμα της γης, που δεν αποτελείται από ύδατα, όπως το στερέωμα του ουρανού, αλλά δημιουργήθηκε από το τίποτε, όπως ο πρώτος ουρανός, ούτε ανάμεσα στα ύδατα, αλλά στο τρίτο τμήμα, που βρίσκεται ανάμεσα στα ύδατα, ούτως ώστε το τρίτο τμήμα, που ορίστηκε να βρίσκεται κάτω από τη γη, να ονομασθεί άβυσσος, το δε δεύτερο πάνω από τη γη, το οποίο εκτείνεται μέχρι του πρώτου ουρανού.

Εκπλαγήκαμε, βλέποντας τα πλήθη των υδάτων, αλλά και πάλι θα θαυμάσουμε υπερβολικά, διότι το πυρ είναι τόσο θαυμαστό, αν και δεν είναι καθόλου ορατό, αλλά κρύβεται στη γη, τις πέτρες, τα ξύλα, τον ήλιο και τον αιθέρα. Εξίσου θαυμαστή με τα ύδατα και το πυρ είναι η γη και ο αέρας. Θαυμάζοντας το μέγεθος των κτισμάτων, ας εννοήσουμε τη σοφία και τη δύναμη του Δημιουργού, καθώς έχουμε διδαχθεί· διότι λέγει η Γραφή, «εκ μεγέθους και καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός θεωρείται» (Σοφ. Σολ. ιγ’, 5) και «τα αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποίημασι νοούμενα, καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ. α’, 20). Αφού τα σκεφτούμε όλ’ αυτά, ας ευφρανθούμε κατά τρόπο θεϊκό, διότι καταξιωθήκαμε να ονομασθούμε δούλοι και παιδιά τέτοιου άπειρου και πάνσοφου και παντοδύναμου και άναρχου Δεσπότη και ας μην υποδουλωνόμαστε καθόλου στην ακάθαρτη και μοχθηρή αμαρτία κι ας μην κάνουμε πράγματα ανάξια τέτοιου πατέρα και Δεσπότη, αλλά να πράττουμε μάλλον αυτά, που τον δοξάζουν και τον υπηρετούν, και να τον κατανοούμε κατά το δυνατό από τα δημιουργήματά του και να τον θαυμάζουμε λόγω αυτών και να τον δοξάζουμε μαζί με τον Δαυίδ και τον Ησαΐα, διότι ο ένας έλεγε: «τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια» (Ψαλμ, οζ’, 14) και «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ, ργ’, 24), και ο άλλος λέγει: «τίς εμέτρησε τη χειρί το ύδωρ και τον ουρανόν σπιθαμή και πασαν την γην δρακί; τίς έστησε τα όρη σταθμώ και τας νάπας ζυγώ; τίς έγνω νουν Κυρίου και τις αυτού σύμβουλος εγένετο, ος συμβιβά αυτόν»; (Ησ. μ’, 12-14), «ο στήσας ως καμάραν τον ουρανόν και διατείνας ως σκηνήν κατοικείν» (Ησ. μ΄, 22), «αναβλέψατε», λέγει, «εις ύψος τους οφθαλμούς υμών και ίδετε τίς κατέδειξε ταύτα πάντα; ο εκφέρων κατ’ αριθμόν τον κόσμον αυτού, ο Θεός ο αιώνιος, ο κατασκευάσας τα άκρα της γης, ου ποιήσει, ουδέ κοπιάσει, ουδέ έστιν εξεύρεσις της φρονήσεως αυτού» (Ησ. μ΄, 26, 28). Κοιτάξτε, αγαπητοί, κοιτάξτε τί πράγματα έλεγε, εγκωμιάζοντας εκ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα αυτών, που αγαπούν τον Κύριο;

Είναι ωραίο να μνημονεύσουμε και τι λέγει ο Θεός με το στόμα του προφήτη αυτού, επειδή παρουσιάζεται μπροστά μας ο λόγος, που αναφέρεται στα δημιουργήματα του Θεού. «Εγώ», λέγει, «εποίησα γην και άνθρωπον απ’ αυτής, εγώ τη χειρί μου εστερέωσα τον ουρανόν, εγώ πάσι τοις άστροις ενετειλάμην» (Ησ. με’, 12), δηλαδή δημιούργησα, «εγώ ήγειρα αυτόν μετά δικαιοσύνης βασιλέα», δηλαδή το Χριστό, «και πάσαι αι οδοί αυτού ευθείαι, ούτος οικοδομήσει την πόλιν μου», δηλαδή την Εκκλησία μου, «και την αιχμαλωσίαν του λαού μου επιστρέψει», δηλαδή την αιχμαλωσία στο διάβολο, την αιχμαλωσία στον άδη, «ου μετά λύτρων, ουδέ μετά δώρων, είπε Κύριος Σαβαώθ» (Ησ. με’, 13).

Εμείς όμως ας επιστρέψουμε στο κείμενό μας, διότι έχει λεχθεί ότι το ύδωρ, που ήταν στην επιφάνεια της γης έφτανε μέχρι τα ύψη του ουρανού. «Και είπεν ο Θεός· γενηθήτω σιερέωμα εν μέσω του ύδατος και έστω βιαχωρίζον ανά μέσον ύδατος και ύδατος. Και εγένετο ούτως» (Γεν. α’, 6). Κοίταξε την υπερβολή της ανυπολόγιστης σοφίας και δυνάμεως, διότι, όπως κάποιος οπός ή πιτυά, στερεοποιώντας τη φύση του γάλακτος, κατασκευάζει τυρί, έτσι κι εκείνος ο θείος λόγος, όταν κατέβηκε από τον ουρανό, στερέωσε την απαλότατη φύση των υδάτων και στερέωσε το χώρο, που βρίσκεται ανάμεσα στα ύδατα, διαχωρίζοντάς τα στα ύδατα, που βρίσκονται άνω, και τα ύδατα, που βρίσκονται κάτω, «και εποίησεν ο Θεός το στερέωμα» (Γεν. α’, 7), και το έργο συνοδεύει γρήγορα το λόγο, «και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα ουρανόν» (Γεν. α’, 8), διότι η πάνσοφή του εύνοια έτσι αποφάσισε, ώστε άλλα από τα δημιουργήματα να τα φέρει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και άλλα να δημιουργηθούν από εκείνα που έχουν ήδη δημιουργηθεί, σαν παιδιά από μητέρα, με την προσταγή του Θεού. Και από το μηδέν δημιούργησε τους Αγγέλους, τον ουρανό, τα ύδατα, τη γη, το φως, το πυρ και δεν ξέρω τί άλλο. Και από τα πιο πάνω δημιούργησε από τα ύδατα το στερέωμα, τα πλήθη των πουλιών, τόσον αυτά, που βρίσκονται στη θάλασσα, όσον και αυτά, που βρίσκονται στην ξηρά, τα πλήθη των ιχθύων και τα κήτη τα μεγάλα. Από το πυρ δημιούργησε το λαμπρότατο ήλιο, το φωτεινό αιθέρα κι οτιδήποτε άλλο. Από το φως δημιούργησε τη σελήνη και τ’ αστέρια. Από τη γη τα πλήθη των θηλαστικών, των ερπετών και των θηρίων και τον άνθρωπο, που τα εξουσιάζει όλ’ αυτά, και, ίσως για να μην περηφανεύεται για το κυριαρχικό του αξίωμα, τον πλάθει και αυτόν με πανσοφία από τη γη, από την οποία έπλασε τα κτήνη και τα θηρία. «Και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα ουρανόν, και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσου του ύδατος, ο ην υποκάτω του στερεώματος και ανά μέσον του ύδατος του επάνω του στερεώματος» (Γεν. α’, 8.) Πρόσεξε πώς διεμοίρασε τους τόπους των αβύσσων σε τρία ίσα μέρη, όπως είπε μετά από αυτά κι ο Σολομών, «εν αισθήσει αυτού άβυσσοι ερράγησαν» (Παρ. γ’, 20), και το ένα τμήμα τοποθετείται κάτω από τη γη, το άλλο πάνω στη γη και το τρίτο πάνω από το στερέωμα, ώστε να ονομασθούν άβυσσος το κατώτερο τμήμα, θάλασσα αυτό, που είναι πάνω στη γη, και ύδατα αυτό, που είναι πάνω από το στερέωμα. «Ο στεγάζων», λέγει, «εν ύδασι τα υπερώα αυτού» (Ψαλμ. ργ’, 3), δηλαδή το στερέωμα, «Και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα ουρανόν» (Γεν. α’, 8), ο οποίος είναι ο δεύτερος ουρανός, αυτός ο οποίος βλέπουμε να έχει πλήθος άστρων. «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν. Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα δευτέρα» (Γεν, α’, 8). Είναι καλό να σταματήσουμε κι εμείς αυτή τη στιγμή το σχολιασμό των γεγονότων της δεύτερης ημέρας, ούτως ώστε ν’ αποταμιευθούν στον τρίτο λόγο τα έργα της τρίτης ημέρας. Εσύ δε, Κύριε, που στερέωσες με το λόγο σου τους ουρανούς κι έχεις κατασκεύασει σ’ αυτούς σύννεφα, που γεννούν βροχή, εσύ, που αποστέλλεις από εκεί στη γη πλούσιες βροχές «του εξαγαγείν χόρτον και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων» (Ψαλμ. ργ’, 14), εσύ ο ίδιος, Κύριε, που στερέωσες το νου μας, το νοητό ουρανό, αμεταβλήτως στα πρστάγματά σου, στείλε από τα μάτια μας άφθονη βροχή, ώστε η γη μας, που είναι χωρίς ικμάδα, δηλαδή η σάρκα και η καρδιά μας, αφού ποτισθεί από εκεί, να γεννήσει και να βλαστήσει με αφθονία για χάρη σου, ο οποίος είσαι ο γεωργός των όλων, και να σου προσφέρει τριάντα, εξήντα κι εκατό φορές περισσότερο καρπό για τη σωτηρία μας, Δέσποτα, και τη δική σου ευφροσύνη, διότι είσαι όντως φιλάνθρωπος και χαίρεσαι πάντοτε για τη σωτηρία μας μαζί με τους Αγγέλους σου, κι εμείς επάξια δοξάζουμε το πανάγιό σου όνομα· διότι σου αξίζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, πάντοτε και τώρα και πάντα και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

Μετάφραση: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ Θεολόγος, Εκπαιδευτικός