Ο ταπεινός και ανεξίκακος Επίσκοπος Τριμυθούντος
12 Δεκεμβρίου 2017Το νησί της Κύπρου ήταν η γενέτειρα αλλά, και ο τόπος όπου διακόνησε την Εκκλησία ο έξοχος αυτός άγιος. Ο Σπυρίδων γεννήθηκε σε μία οικογένεια απλών χωρικών και έτσι απλός και ταπεινός παρέμεινε σε όλη τη ζωή του μέχρι την κοίμησή του. Νυμφεύθηκε σε νεαρή ηλικία και απέκτησε παιδιά, αλλά όταν πέθανε η γυναίκα του εκείνος αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού. Χάρις στην ιδιαίτερη ευλάβεια που τον διέκρινε, εξελέγη επίσκοπος στην πόλη της Τριμυθούντος. Αλλά και ως επίσκοπος δεν άλλαξε τον απλό τρόπο ζωής του. Συνέχισε να φροντίζει ο ίδιος τα ζωντανά του και να καλλιεργεί με τα χέρια του τη γη.
Για τον εαυτό του κρατούσε πολύ λίγους καρπούς από την παραγωγή του, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο το μοίραζε στους ενδεείς. Έκανε μεγάλα θαύματα με τη δύναμη του Θεού: με την προσευχή του έφερε βροχή σε περίοδο ξηρασίας, σταμάτησε τη ροή ενός ποταμού, ανέστησε ανθρώπους εκ νεκρών, θεράπευσε τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο από βαριά ασθένεια, είδε και άκουσε αγγέλους του Θεού, προφήτευσε τα μέλλοντα, διέκρινε τα κρύφια των καρδιών των ανθρώπων, μετέστρεψε πολλούς στην αληθινή Πίστη και πολλά άλλα ακόμη.
Συμμετείχε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325) και επέστρεψε πολλούς αιρετικούς στην Ορθόδοξη Πίστη, χάρις στις απλές και ξεκάθαρες απόψεις του γι’ αυτήν αλλά και στα μεγάλα θαύματά του. Ο άγιος Σπυρίδων ήταν τόσο απλός στην εμφάνισή του, ώστε, όταν κάποτε θέλησε να εισέλθει στην αυτοκρατορική αυλή ως προσκεκλημένος του αυτοκράτορα, ένας στρατιώτης τον νόμισε ζητιάνο και τον ράπισε κατά πρόσωπο. Ταπεινός και άδολος ο Σπυρίδων, του γύρισε και το άλλο μάγουλο!
Δόξαζε τον Θεό με πληθώρα θαυμάτων και ωφελούσε, όχι μόνον μεγάλο αριθμό ανθρώπων, αλλά και συνολικά την Εκκλησία του Θεού. Αναπαύθηκε εν Κυρίω το έτος 348. Τα θαυματουργά λείψανά του παραμένουν αποθησαυρισμένα στην Κέρκυρα και δι’ αυτών δοξάζεται μέχρι σήμερα ο Θεός με πολλά θαύματα που ενεργούνται.
Τίποτα δεν μπορεί να μας βοηθήσει, αν δεν είμαστε επιεικείς προς τους ανθρώπους και αν δεν συγχωρούμε τις αδυναμίες τους! Διότι πώς μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο Θεός θα μας συγχωρήσει, εάν εμείς πρώτοι δεν συγχωρούμε άλλους;
Κάποτε, ο άγιος Σπυρίδων πούλησε εκατό κατσίκια σε έναν ζωέμπορο σε μια τιμή που συμφώνησαν και ο άγιος είπε στον αγοραστή να του δώσει τα χρήματα. Εκείνος, γνωρίζοντας ότι ο Σπυρίδων ποτέ δεν μετρούσε χρήματα, του έδωσε ικανό ποσόν για ενενήντα εννέα κατσίκια και έκρυψε τα χρήματα για το ένα, το εκατοστό.
Ο άγιος μέτρησε εκατό κατσίκια και του τα έδωσε. Όταν όμως ο έμπορος και οι υπηρέτες του οδήγησαν έξω το κοπάδι, ένα απ’ τα ζώα, βελάζοντας γύρισε πίσω. Αυτός το έδιωχνε αλλά εκείνο επέστρεφε. Όσο το έδιωχνε ξανά και ξανά, εκείνο γύριζε πάλι, μη θέλοντας να πάει μαζί με τα άλλα κατσίκια. Ο άγιος τότε πλησίασε τον έμπορο και ψιθύρισε στο αυτί του: «Κοίταξε, παιδί μου, το ζωντανό δεν το κάνει τυχαία αυτό. Μήπως τυχόν παρακράτησες την άξια του;». Ο έμπορος ντράπηκε και ομολόγησε την αμαρτία του. Μόλις πλήρωσε την ανάλογη τιμή που παρακράτησε, το κατσικάκι έφυγε αμέσως και πήγε μαζί με τα άλλα ζώα του κοπαδιού.
Σε άλλη περίπτωση, συνέβη κάποτε να μπουν κλέφτες μέσα στο μαντρί του αγίου Σπυρίδωνα. Αφού άρπαξαν όσα πρόβατα μπορούσαν, γύρισαν κι έκαναν να φύγουν, αλλά μια αόρατη δύναμη τους κρατούσε, σαν καρφωμένους, στο ίδιο σημείο, και ήταν αδύνατον να κινηθούν. Την αυγή ήλθε ο επίσκοπος να δει το κοπάδι του. Βρίσκοντας εκεί τους κλέφτες, τους επέπληξε με ήπιο τρόπο και τους συμβούλευσε στο εξής να πασχίζουν να ζουν με τους δικούς τους κόπους και όχι με κλοπές. Πήρε μετά ένα πρόβατο και τους είπε: «Πάρτε αυτό για τον κόπο σας, για να μην πάει χαμένη η ολονύχτια αγρυπνία σας»· και έτσι τους απέλυσε εν ειρήνη.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Δεκέμβριος, εκδ. Άθως, σ. 114-115, 118-119)