«Ξένον τόκον ἰδόντες»: Θεολογικά παράλληλα στις ακολουθίες των Χριστουγέννων & του Ακάθιστου Ύμνου

20 Δεκεμβρίου 2017

Στην ακολουθία των Χριστουγέννων εντύπωση κάνουν οι στίχοι του Κοντακίου της εορτής, έργο του περίφημου υμνογράφου Ρωμανού του Μελωδού: «Ἡ Παρθένος σήμερον, τόν Ὑπερούσιον τίκτει, καί ἡ γῆ τό Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι, μετά Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δε, μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι˙ δι’ ἡμᾶς γἀρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός»[1].

Η εορτή των Χριστουγέννων ιστορικά καθιερώθηκε στο χριστιανικό εορτολόγιο τον Δ΄ αιώνα μ.Χ. και στη λειτουργική της διαμόρφωση επέδρασε η προγενέστερη εορτή του Πάσχα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδίως κατά την προεόρτια περίοδο της εορτής των Χριστουγέννων, έδωσαν τα στοιχεία εκείνα ώστε οι δύο μεγάλες εορτές του χριστιανικού εορτολογίου να έχουν κοινή μορφή ακολουθιών. Ακόμη και η προπαρασκευαστική νηστεία των Χριστουγέννων απέκτησε κατά τον Ζ΄ αιώνα μ.Χ. την τεσσαρακονθήμερο διάρκειά της ελκυόμενη από το πρότυπο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής[2].

Παρόλα αυτά στην υμνολογία της Εκκλησίας μας ένα άλλο Κοντάκιο, αυτή τη φορά κατά την προεόρτιο περίοδο της εορτής του Πάσχα, επηρεάστηκε από την εορτή των Χριστουγέννων. Το Κοντάκιο αυτό είναι ο πολύ γνωστός και αγαπητός στους Χριστιανούς Ακάθιστος Ύμνος, έργο πιθανόν και αυτό του Ρωμανού του Μελωδού. Ουσιαστικά ο Ακάθιστος Ύμνος είναι το κοντάκιο της εορτής του Ευαγγελισμού με κύριο του θέμα το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού. Στους εικοσιτέσσερις (24) οίκους που έχουν αλφαβητική ακροστιχίδα παρουσιάζεται με πανέμορφο τρόπο στο πρώτο μισό το ιστορικό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της Γεννήσεως του Θεανθρώπου και στο δεύτερο μισό ακολουθεί η θεολογική επεξεργασία του μυστηρίου της Σαρκώσεως[3].

Ιδίως η Β΄ και η Γ΄ Στάση των Χαιρετισμών[4] επικεντρώνονται στους στίχους του Κοντακίου των Χριστουγέννων: οι Ποιμένες δοξολογούν την ‘’ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν’’, οι Μάγοι ακολουθούν τον ‘’θεοδρόμον Ἀστέρα’’, φθάνουν τον ‘’ἄφθαστον’’ και όταν τον αντικρίζουν χαίρονται, αφού στο πρόσωπό του αντιλαμβάνονται ‘’τόν πλάσαντα χειρί τούς ἀνθρώπους’’. Τον κατανοούν ως Δεσπότη, ο οποίος ‘’δούλου ἔλαβεν μορφήν’’ και σπεύδουν να του προσφέρουν τα πολύτιμά τους δώρα. Ακολούθως, οι Μάγοι εκπληρώνοντας τις Προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης[5], γίνονται ‘’κήρυκες θεοφόροι’’, οι οποίοι επιστρέφοντας στη Βαβυλώνα κήρυξαν ‘’τόν Χριστόν ἅπασιν’’[6], αφήνοντας παράλληλα τον Ηρώδη που τους ανέμενε στα κρύα του λουτρού[7].

Ο ‘’ὑπερούσιος’’ που γεννήθηκε από την Παρθένο ‘’νέαν ἔδειξεν κτίσιν’’ και ‘’τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει’’ στη γη με τον ‘’ξένον τόκον’’ που έγινε φανερός, τόσο στους αγγέλους, όσο και στους ανθρώπους, ούτως ώστε να ‘’ξενωθούν τοῦ κόσμου’’ και να στρέψουν ‘’τόν νοῦν εἰς οὐρανόν’’. Ήταν τέτοιο το μεγαλείο του θαύματος αυτού του ‘’ξένου τόκου’’ ώστε ‘’πᾶσα φύσις ἀγγέλων, κατεπλάγη τό μέγα τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον’’. Ήταν τόσο μεγάλο το μυστήριο, δηλαδή, που ούτε ακόμη και οι Άγγελοι, οι υπηρέτες του Θεού, δεν γνώριζαν και φυσικά δεν κατανοούσαν. Ο ‘’ὑψηλός και ἀπρόσιτος Θεός ἐπί γῆς ἐφάνη ταπεινός ἄνθρωπος’’, ο οποίος ήρθε στον κόσμο με σκοπό ‘’ἐλκῦσαι πρός τό ὕψος’’ τους ανθρώπους. Ο ‘’πρό αἰώνων Θεός’’ έγινε προσιτός άνθρωπος που συνδιαλέγεται με τους ανθρώπους και ακούει τα προβλήματά τους. Παράλληλα, η Θεοτόκος παρά τον τόκο του Υιού της, παραμένει Παρθένος, αφήνοντας έτσι τους ‘’πολυφθόγγους ῥήτορας, ὡς ἰχθύας ἀφώνους’’, ενώ οι πιστοί Χριστιανοί απλά ‘’τό μυστήριον θαυμάζοντες’’ προσκυνούν τον ‘’ἀπερίγραπτο Λόγο’’, ο οποίος με ‘’συγκατάβαση θεϊκή’’ ‘’σάρξ ἐγένετο’’[8].

Για ποια αιτία, όμως, έγινε ο Θεός άνθρωπος; Επειδή ‘’σῶσαι θέλων τόν κόσμον, ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρός τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἧλθε’’. Επομένως, η αιτία της Ενανθρωπήσεως του Χριστού ήταν η σωτηρία του ανθρώπου, αλλά και του κόσμου ολάκαιρου[9]. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, το έργο αυτό άρμοζε μόνο στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο οποίος έδωσε τη ζωή εξαρχής και ήταν δυνατόν και πρέπον να ανακαλέσει και σώσει τον διαπεσόντα άνθρωπο[10], καθώς και τη κτίση που ‘’συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν’’[11].

Συνεπώς, ο Υιός και Λόγος του Θεού ‘’δι’ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη’’, επειδή ιδιαίτερο γνώρισμα της θείας φύσεως είναι η φιλανθρωπία. Και αφού ‘’αὐτεπάγγελτος ἧλθε’’ κάλεσε ‘’ὁμοίῳ γάρ τό ὅμοιον’’ με απώτερο σκοπό τον αγιασμό του. Όλ’ αυτά πραγματοποιήθηκαν «διότι είχε ανάγκη η ασθενήσασα ανθρώπινη φύση από θεράποντα ιατρό, επειδή είχε ανάγκη ο καταπεσών άνθρωπος από ανορθωτή, επειδή είχε ανάγκη του ζωοποιού αυτός που έχασε τη ζωή. Είχε ανάγκη να επαναφερθεί στο αγαθό αυτός που αποσπάστηκε από τη συμμετοχή στην αγαθότητα. Επειδή χρειαζόταν την παρουσία του φωτός, αυτός που φυλακίστηκε στο σκοτάδι. Διότι ζητούσε τον λυτρωτή ο αιχμάλωτος, το συναγωνιστή ο δεσμώτης, τον ελευθερωτή αυτός που ήταν κάτω από το ζυγό της δουλείας»[12].

Οι Χριστιανοί σε αντίθεση με τους Εθνικούς ειδωλολάτρες ‘’οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τόν Κτίσαντα’’[13], και γι’ αυτό το λόγο η Εκκλησία αντικατέστησε την λατρεία του Ήλιου για το χειμερινό ηλιοστάσιο με την εορτή των Χριστουγέννων καθιερώνοντάς την ακριβώς την ίδια μέρα, δηλαδή στις 25 Δεκεμβρίου. «Τα Χριστούγεννα έτσι έγιναν η κορωνίδα όλης της νοσταλγίας της ανθρωπότητας και η άσβεστη δίψα της για νόημα και καλοσύνη, και η αρχή μιας νέας θρησκευτικής εποχής στην οποία η λατρεία μεταφέρεται από τη φύση και τις τυφλές δυνάμεις στον Ένα που βρίσκεται υπεράνω της φύσεως κι όταν ακόμη καθρεφτίζεται μέσα της, και που ο Ίδιος είναι η πηγή, το περιεχόμενο και ο σκοπός όλης της ζωής. Η φυσική θρησκεία – η λατρεία της δημιουργίας και όχι του Δημιουργού – ανατράπηκε έτσι εκ των ένδον»[14].

Ο Υιός του Πατρός ‘’Θεός ὤν τέλειος, Ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καί ἐπιτελεῖται τό πάντων καινῶν καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τον ἥλιον’’[15], όπως μας αναφέρουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Στο πρόσωπο του βρέφους του σπηλαίου της Βηθλεέμ όσοι πήγαν πρώτοι να προσκυνήσουν, οι Ποιμένες, οι Μάγοι καθώς και οι Άγγελοι, είδαν ‘’Εκείνον που ήταν και πρωταρχικός Ποιητής του κόσμου και του χρόνου, αλλά και Εκείνον που επ’ εσχάτων των ημερών ήλθε και εσαρκώθη και θα ξαναέλθει στη συντέλεια των αιώνων, δηλαδή τον Δημιουργόν και τον Καινουργόν και Σωτήρα όλου του κόσμου και όλου του γένους των ανθρώπων. Είδαν το πρόσωπο του Ιησού, τον προφητευόμενον και αναγγελλόμενον από τον Θεόν Σωτήρα, την ‘’προσδοκία όλων των Εθνών’’ (Γεν. 49,10), τον απεσταλμένον από τον Θεό, τον Μεσσία-Χριστό»[16].

‘’Ἄγνωστον μυστήριον’’ ονομάζει ο υμνωδός τη Γέννηση του Χριστού, ότι δηλαδή γεννήθηκε σαν άνθρωπος, όχι κάποιος προφήτης ή κάποιος άγγελος, αλλά ο ίδιος ο Θεός[17]. Μέσα από τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας ο κάθε πιστός Χριστιανός έχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει «αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και καθετί που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές»[18].

Κλείνω το παρόν κείμενο με τα λόγια ενός κατεξοχήν μύστη της Ορθοδόξου παραδόσεως και ταπεινού υπηρέτη του αναλογίου, καθώς και της αγιογραφικής τέχνης που με απλότητα, αλλά συνάμα και με σοβαρότητα ερμήνευσε κάποτε το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου: «το λοιπόν, επειδή ο άνθρωπος δεν μπορούσε να βγη μόνος του από την τυφλομάρα που έπαθε, ζώντας δίχως τη γνώση του Θεού, κατέβηκε στη γη ο ίδιος ο Θεός, και πήρε κορμί σαν το δικό μας κ’ έγινε άνθρωπος ίδιος με μας, για να μας βγάλει από την ψευτιά, και να μας γλυτώσει από τον πνευματικό θάνατο, δηλαδή τον πραγματικό θάνατο… Λοιπόν, ήρθε στον κόσμο ο Χριστός για να μας φέρει πάλι τη γνώση του Θεού, που την είχε χάσει ο άνθρωπος. Κι η γνώση του Θεού είναι η αιώνια ζωή»[19]. Και συνεχίζοντας σε άλλη ευκαιρία τη σκέψη του αναφέρει: «Και γιατί κατέβηκε ο Θεός ανάμεσά μας; Κατέβηκε ο Θεός σ’ εμάς, επειδή εμείς δεν ανεβαίναμε προς Εκείνον, γιατί η σαρκική φύση μας είναι βαρειά κι’ αμαρτωλή, βαρημένη από το προπατορικό αμάρτημα. Λοιπόν, για να μας σώση από το σκοτάδι της αμαρτίας, ήτανε ανάγκη να μπη μέσα σ’ ανθρώπινο σώμα, ο ‘’αχώρητος’’»[20].

 

[1] Κοντάκιο εορτής Χριστουγέννων, Μηναίον του Δεκεμβρίου, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1996, σελ. 217.
[2] Φουντούλη Ι., Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 19973, σελ. 328-335.
[3] Φουντούλη Ι., Λογική Λατρεία, ό.π., σελ. 63-71.
[4] Όσα αναφέρονται στην Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου βλ. Ωρολόγιο το Μέγα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 200717, σελ. 533-537.
[5] Ψαλμ. 7, 10-11˙ Ησ. 55,5.
[6] Παπαθανασίου Θ., Με την ψυχή στα πόδια. Από το μνήμα το καινό στους δρόμους του κόσμου, Ἐν πλῷ, Αθήνα 2007, σελ. 97-102.
[7] Μθ. 2, 7-12.
[8] Ιω. 1, 14.
[9] Φλορόφσκυ π. Γ., Δημιουργία και Απολύτρωση, (μτφρ. Πάλλη Π.), Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 184: «Ο σκοπός και το αποτέλεσμα της Σαρκώσεως ορίστηκαν με ακρίβεια ως η Λύτρωση του ανθρώπου και η αποκατάστασή του στην αρχέγονη κατάσταση που καταστράφηκε από την πτώση και την αμαρτία. Η αμαρτία του κόσμου καταργήθηκε και απαλείφθηκε από τον Ενανθρωπήσαντα, και Αυτός μόνο, που ήταν Θεός και άνθρωπος, μπορούσε να το κάνει αυτό».
[10] Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, 40C.
[11] Ρωμ. 8,22.
[12] Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, PG 45, 48ΑΒ.
[13] Ειρμός Ωδής Ζ΄ Κανόνα Ακάθιστου Ύμνου, Ωρολόγιο το Μέγα, ό.π., σελ. 526.
[14] Σμέμαν π. Α., Εορτολόγιο. Ετήσιος Εκκλησιαστικός κύκλος, (μτφρ. Ροηλίδη Ι.), Ακρίτας, Αθήνα 20052, σελ. 53-57.
[15] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 45, PG 94, 984. Μάξιμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων 60, PG 90, 1136.
[16] Γιέφτιτς Α., (πρώην Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης), Χριστός η Χώρα των Ζώντων, Ίνδικτος, Αθήναι 2007, σελ. 68-69.
[17] Θεοτοκίον Δ΄ ήχου, Μεγάλου Εσπερινού Σαββάτου, Παρακλητική, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 20045, σελ. 173: «Τό ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον καί ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον διά σοῦ, Θεοτόκε τοῖς ἐπί γῆς πεφανέρωται. Θεός ἐν ἀσυγχύτῳ ἑνώσει σαρκώμενος και σταυρόν ἑκουσίως ὑπέρ ἡμῶν καταδεξάμενος».
[18] Σμέμαν π. Α., Εορτολόγιο, ό.π., σελ. 64.
[19] Κόντογλου Φ., Χριστού Γέννησις. Το φοβερόν Μυστήριον, Αρμός, Αθήνα 2001, σελ. 18-19.
[20] Κόντογλου Φ., Χριστού Γέννησις, ό.π., σελ. 51-52.