Επιστήμη και Υπεροψία

22 Ιανουαρίου 2018

Κάποιες  φορές, το  αντικείμενο  της  επιστημονικής  μελέτης  δημιουργεί  στους  επιστήμονες  την  εντύπωση  ότι  είναι  σε  θέση  να  κατανοήσουν  την  πορεία  των  μελλοντικών  πραγμάτων. Όπως  αναφέραμε  και  πιο  πάνω, αυτό  είναι  σ’ ένα  βαθμό  εύλογο. Από  εκεί  και  πέρα  όμως, η  αίσθηση  που  δημιουργεί  ότι  ο  ανθρώπινος  νους  μπορεί  να  κατανοήσει  οποιαδήποτε  πραγματικότητα  του  κόσμου  που  τον  περιβάλλει, δημιουργεί  την  ψευδαίσθηση  της  παντογνωσίας  και  κατ’ επέκταση  της  ανθρώπινης  παντοδυναμίας. Η  γνώση  που  αποκτά  ο  άνθρωπος  σε  κάποιο  τμήμα  της  πραγματικότητας  του  γεννά  την  εντύπωση  ότι  είναι  ικανός  να  κατανοήσει  οποιαδήποτε  πλευρά  της [1].

      Μια  άλλη  πηγή  αλαζονείας  αποτελεί  και  ο  βαθμός  βεβαιότητας  της  ισχύος  του  γνωστικού  περιεχομένου  ενός  επιστημονικού  κλάδου. Αν  στις  φυσικές  επιστήμες  έχει  γίνει  πλέον  αποδεκτό  ότι  η  προσέγγιση  της  φυσικής  πραγματικότητας  είναι  πιθανό  να  είναι  ατελής  και  επομένως  υπόκειται  στο  ενδεχόμενο  αναθεωρήσεων (π.χ.  στην  περίπτωση  ανακάλυψης  ενός  νέου  πειράματος  που  ανατρέπει  τα  γνωστά  μέχρι  τότε  στοιχεία), δε  συμβαίνει  το  ίδιο  στα  Μαθηματικά, όπου  κυριαρχεί  η  αίσθηση  της  ανακάλυψης  και  διατύπωσης  αιώνιων  αληθειών. Γι’ αυτό  και  η  ιστορία  των  Μαθηματικών  είναι  πλούσια  σε  παραδείγματα  ιδεολογικών  ερμηνευτικών  προσεγγίσεων.

      Μία  χαρακτηριστική  περίπτωση, ειδικότερα, είναι  αυτή  της  «φυσικής  εσχατολογίας». Η  έννοια  αυτή  διατυπώθηκε  από  το  φυσικό  F. Dyson, ο  οποίος  το  1979  υποστήριζε  ότι  η  ζωή  είναι  ένα  είδος  τεχνητής  νοημοσύνης, η  οποία  σε  ένα  ανοιχτό  Σύμπαν  θα  βρει  τρόπο  για  τη  συνέχισή  της[2]. Την  ιδέα  αυτή  προεξέτειναν  μια  δεκαετία  αργότερα  και  στην  περίπτωση  ενός  κλειστού  Σύμπαντος  οι  συνάδελφοί  του  F. Tipler  και  D. Barrow, εισηγητές  αμφότεροι  της  λεγόμενης  «Τελικής  Ανθρωπικής  Αρχής» (για  την  οποία  θα  κάνουμε  λόγο  παρακάτω). Υπό  την  επιρροή  του  Γερμανού  Προτεστάντη  θεολόγου  W. Pannenberg (γενν. 1928)  και  σε  ένα  βαθμό  του  Ρωμαιοκαθολικού  ιερέα  και  επιστήμονα  P. Teilhard  de  Chardin (1881-1955)[3], η  «φυσική  εσχατολογία»  τους  επιχειρεί  να  γίνει  το  πεδίο  στο  οποίο  η  επιστήμη  της  Κοσμολογίας  θα  μπορούσε  να  χρησιμεύσει  ως  βάση  για  την  κατανόηση  του  Θεού, της  ανάστασης  των  νεκρών  και  της  αθανασίας. Οι  απόψεις  τους  αποτελούν  μια  απόπειρα  επιστημονικής  ενίσχυσης  της  θρησκείας, καθώς  θεωρούν  ανεπαρκή  την  εικόνα  του  Δημιουργού  και  προσπαθούν  να  την  αντικαταστήσουν  με  την  έννοια  ενός  «φυσικού  θεού»  που  δρα  μέσω  καθορισμένων  διαδικασιών[4].

 

[1] Βλ. π. Γεωργίου  Αναγνωστόπουλου, «Η  λειτουργία  της  επιστημονικής  έρευνας  και  η  λειτουργική  γνωσιολογία», Πρακτικά  Διεθνούς  Επιστημονικού  Συνεδρίου  Ιεράς  Συνόδου  της  Εκκλησίας  της  Ελλάδος, Επιστήμες, τεχνολογίες  αιχμής  και  Ορθοδοξία, (Αθήνα,  4 – 8  Οκτωβρίου  2000), Αθήνα  2002, σ. 111.

[2] Ο  F. Dyson  επέμενε  στην  απόδοση  ευφυΐας  σε  υλικά  συστήματα  και  την  απόδοση  σχεδόν  απόλυτης  εμπιστοσύνης  στις  δυνατότητες  της  επιστήμης. Τις  κυριότερες  βάσεις  των  απόψεών  του  είχε  δανειστεί, όπως  δήλωνε  ο  ίδιος, από  το  έργο  του  ερευνητή  J.D. Bernal (1901-1971). O  τελευταίος  στο  έργο  του  The  World, the  Flesh  and  the  Devil: An  Enquiry  into  the  Future  of  the  Three  Enemies  of  the  Rational  Soul (Indiana  University  Press, Bloomington  1929) διακήρυττε  πως  χάρη  στην  επιστήμη  η  ανθρωπότητα  μπορεί  να  νικήσει  τους  τρεις  μεγάλους  εχθρούς  της: α) τον  κόσμο, δηλαδή  τις  πλημμύρες, τους  λιμούς  και  τις  κλιματικές  αλλαγές, β) τη  σάρκα, δηλαδή  τις  ασθένειες  και  τις  γεροντικές  αναπηρίες, και  γ) το  διάβολο, δηλαδή  τα  σκοτεινά  παράλογα  πάθη  που  οδηγούν  τα  λογικά  όντα  σε  συγκρούσεις  και  καταστροφές. Πίστευε  ακόμη  ότι  η  τεχνολογική  εξέλιξη  της  ανθρωπότητας  θα  μπορούσε  να  φτάσει  σε  τέτοιο  σημείο  ώστε  η  ζωή  να  μπορέσει  να  συνεχιστεί  «εξαϋλωμένη»  και  δίχως  να  βασίζεται  σε  οργανική  ύλη, δηλαδή  με  τη  μορφή  σωματιδίων  που  κινούνται  στο  διάστημα, καταναλώνοντας  ελάχιστη  ενέργεια  και  χωρίς  να  απειλούνται  πλέον  από  καταστροφές. Στην  προοπτική  των  Dyson – Bernal, το  Σύμπαν  υφίσταται  αιώνια, ως  «χρόνος  δίχως  τέλος», βλ. Νικολαΐδη  Αργύρη, «Εισαγωγή» στο: Νικολαΐδη  Αργύρη (επιμ.), Ο  Κόσμος  στην  Επιστήμη  και  τη  Θρησκεία: Διάλογος  ανάμεσα  στη  σύγχρονη  Επιστήμη  και  την  Ορθόδοξη  Παράδοση, εκδ. Αδελφών  Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη  2008, σ. 6, Πράντζου  Νίκου, «Εσχατολογία: Το  μέλλον  του  Σύμπαντος», ό.π., σ. 41-2. Για  μια  αντίστοιχα  αισιόδοξη  θεώρηση  της  συνέχισης  της  ζωής  σε  αμιγώς  γήινο  πλαίσιο, βλ. Λιγομενίδη  Πάνου, «Νοημοσύνη  σε  ανθρώπους  και  μηχανές», ό.π., σ. 146.

[3] Για  τον  T. de  Chardin  ο  πνευματικός  κόσμος  αυξάνει  την  κοσμική  διάνοια, σύμφωνα  με  το  σχέδιο  της  θείας  οικονομίας, μέχρι  ένα  τελικό  «σημείο  Ωμέγα», στο  οποίο  η  ευφυΐα  του  κόσμου  ταυτίζεται  με  το  πνεύμα  του  Θεού, βλ. Teilhard  de  Chardin  Pierre, The  Phenomenon  of  Man, Harper  Perennial  Modern  Thought, New  York  2008, σ. 257 κ.ε. Πρβλ. Πράντζου  Νίκου, «Εσχατολογία: Το  μέλλον  του  Σύμπαντος», ό.π., σ. 19.

[4] Βλ. Βarrow  John – Tipler  Frank, The  Anthropic  Cosmological  Principle, Oxford  University  Press, Oxford  1986, σ. 658-9, Polkinghorne  John, Επιστήμη  ή  Θεός;, μετ. Θ. Γραμμένου, εκδ. Π. Τραυλός – Ε. Κωσταράκη, Αθήνα  1997, σ. 131-3, Tipler  Frank, The Ρhysics  of  Immortality: Modern  Cosmology, God, and  the  Resurrection  of  the  Dead, Doubleday, New  York  1994, Worthing  Mark  William, God, Creation, and  Contemporary  Physics, Augsburg  Fortress, Minneapolis  1996, Russell  Robert, «Cosmology  and  Eschatology: The  Implications  of  Tipler’s  “Omega  Point”  Theory  to  Pannenberg’s  Theological  Program», στο  Albright  Carol  Rausch – Haugen  Joel (ed.), Beginning  with  the  End: God, Science, and  Wolfhart  Pannenberg, Carus  Publs. Co., Peru  Il. 1997, σ. 195-216,  Walls  Jerry, The  Oxford  Handbook  of  Eschatology, Oxford  University  Press, Oxford  2008, σ. 567-8, 572, 579.