Το Οικολογικό Πρόβλημα ως Ηθικό και Πολιτικό Ζήτημα

10 Ιανουαρίου 2018

                                                     Εισαγωγή

Στην ανά χείρας μελέτη θα αναφερθούμε στις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων στοχαστών, αλλά και των συγχρόνων σχετικώς με το οικολογικό πρόβλημα. Η στάση του ανθρώπου έναντι της φύσεως απησχόλησε τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, δεδομένου ότι το περιβάλλον αποτελεί τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου.

Η εξέλιξη της έρευνας και της επιστήμης οδήγησε στην αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, την οποία ο άνθρωπος δεν χρησιμοποίησε μόνο για την βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεώς του, αλλά και για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πλανήτου. Οι συνέπειες αυτής της πρακτικής είναι η οικολογική καταστροφή, που συντελείται σε πολλές περιοχές, η συστηματική εκμετάλλευση των πολιτικά αδύναμων χωρών, όμως, πλούσιων σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, καθώς και η δημιουργία σύγχρονων, καταστροφικών οπλικών συστημάτων.

 Οι σημερινοί πολίτες και οι ηγεσίες αυτών, ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας, αδιαφορούν για την οικολογική καταστροφή και ενδιαφέρονται μόνο για την συσσώρευση των υλικών αγαθών. Οι άνθρωποι κατακλύστηκαν από τις επιθυμίες, την απληστία για τον πλούτο και την κυριαρχία, επιδεικνύοντας την δύναμή τους όχι μόνο προς τους άλλους, αλλά και προς την φύση. Το οικολογικό ζήτημα συνδέεται αναπόσπαστα με το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα και αφορά άμεσα την κοινωνία και τους πολίτες. Η στάση της κοινωνίας έναντι αυτού αποκαλύπτει την ηθική υπόσταση και τις αξίες, που την συνέχουν. Η αδιαφορία για ένα τόσο σοβαρό θέμα, το οποίο επηρεάζει δυσχερώς και τις επόμενες γενιές, εφόσον παραμένει άλυτο, καταδεικνύει κατά τον εναργέστερο τρόπο την ηθική παρακμή της συγκεκριμένης πολιτείας και των θεσμών αυτής.

Οι απόψεις του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους για το οικολογικό ζήτημα

Στην αρχαία ελληνική διανόηση η σχέση του ανθρώπου με την φύση είναι οικεία, πράγμα που καθίσταται εμφανές από τον κάτωθι Ορφικό ύμνο:

«Ὦ Φύσι, παμμήτειρα θεά,

                        πολυμήχανε μῆτερ, οὐρανία, πρέσβειρα.

                                    Ὦ Φύσι, ὦ φύσι

                                    Εἰρήνην, ὑγίειαν ἄγειν,

                                    αὔξησιν ἁπάντων».

Και ο Θεόφραστος τονίζει την στενή σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, καλώντας τους να δεχτούν τα όντα της φύσεως ως κοινωνία συγγενική και να συμπεριφέρονται με τρόπους που να είναι οικείοι προς τα ζώα και τα φυτά, καθώς και με την αληθινή φύση του ανθρώπου[1].

Ουσιαστικώς η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, κατά τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, είναι ζήτημα παιδευτικό, ηθικό και πολιτικό. Επομένως, εάν απευθύναμε μία ερώτηση αναφορικώς με την στάση των πολιτών προς το περιβάλλον στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και συγκεκριμένα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη θα ήταν μία πολιτική ερώτηση. Οι δύο φιλόσοφοι θέτουν ως σκοπό της πόλεως την εξασφάλιση της αυτάρκειας, η οποία είναι αναγκαία για την επιβίωση και την επίτευξη του απώτερου σκοπού της, την ευδαιμονία: «πόλις δὲ ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κοινωνία ζωῆς τελείας καὶ αὐτάρκους[2]». Η θεωρία των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων εστιάζει στον τρόπο διαρθρώσεως των σχέσεων μεταξύ των πολιτών και την στάση έναντι της οικονομίας, δεδομένου ότι η επικράτηση των πολιτικών ιδεολογιών εκφράζει τα διάφορα οικονομικά συστήματα[3]. Η συσσώρευση του πλούτου δεν συνάδει προς τους σκοπούς της εναρέτου πόλεως και απομακρύνει τον πολίτη από την επίτευξη του ευδαίμονος βίου. Οι έντονες επιθυμίες κατευθύνουν τους πολίτες στην χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου για την ικανοποίησή τους και την εξοικονόμηση υλικών απολαβών. Ο άνθρωπος, ο οποίος καταλαμβάνεται από την σφοδρή επιθυμία για το κέρδος δεν αναλογίζεται τις συνέπειες των πράξεών του, αλλά μόνον τον επιδιωκόμενο στόχο του. Χρησιμοποιεί ακόμη και το επάγγελμά του, όπως η ιατρική ή η στρατηγική, δηλαδή ευαίσθητοι τομείς της ανθρώπινης ζωής προς ίδιον όφελος Η υπερβολή των επιθυμιών και η απαίτηση της εκπληρώσεώς τους έχει ως συνέπεια την εκμετάλλευση των ανθρώπων μέσα από δραστηριότητες, οι οποίες αφορούν την υγεία των πολιτών ή την ασφάλεια της πόλεως για την ικανοποίηση της ματαιοδοξίας και της φιλοχρηματίας[4]. Τέτοιου είδους συμπεριφορά, ίσως, να θεωρηθεί ως αδίστακτη, όμως, δύναται να καταστεί κατανοητή, όχι βεβαίως αποδεκτή, εάν αναλογιστούμε ότι η επιθυμία είναι τέτοιας εντάσεως, ώστε η ικανοποίησή της καθίσταται σκοπός του βίου του[5].  Η ασίγαστη βούληση για την συσσώρευση του πλούτου λαμβάνει και έναν χρήσιμο συμπαραστάτη, την νομοθεσία, η οποία διαφυλάττει την συνεργασία με την πολιτική. Η διάκριση της πολιτικής με την ηθική επιφέρει την αμοιβαία βοήθεια μεταξύ του πλούτου και της ισχύος συμβάλλοντας στην διαμόρφωση των πολιτειακών συστημάτων, τα οποία προσιδιάζουν, όπως χαρακτηριστικώς ονομάστηκαν από τον Αριστοτέλη, στα παρεκβατικά πολιτεύματα. Ο Πλάτων θέτει ως πρότυπο στην Πολιτεία την Ιδέα του Αγαθού· ο πολίτης οφείλει να ενεργεί τείνοντας προς αυτό, ούτως ώστε να το προσεγγίσει όσο αυτό είναι εφικτό[6]. Στις πόλεις, όπου κυριαρχούν τα ιδιοτελή συμφέροντα, οι πολίτες παρεκκλίνουν από τον δρόμο του Αγαθού και αδιαφορούν για την προστασία του περιβάλλοντος[7]. Μία τέτοια πόλη αδυνατεί να ανταποκριθεί  αποτελεσματικώς στις δυσκολίες, που θα ανακύψουν στον ιστορικό βίο της, δεδομένου ότι οι πολίτες ενεργούν συμφώνως προς τις αρχές, που έχουν λάβει[8].

Ο Πλάτων θεωρεί ότι είναι ντροπή και ηθικός ξεπεσμός για μία πολιτεία να λαμβάνει ή να μεταβάλει τους νόμους, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των ισχυρών και των πλουσίων εις βάρος του περιβάλλοντος, αλλά και άλλων θεμάτων, που αφορούν μία κοινωνία. Εκτός των άλλων, ο ίδιος ο κατηγορούμενος επαίρεται ότι είναι επιδέξιος, διότι κατορθώνει να διαφεύγει από την τιμωρία του νόμου[9]. Τέτοιου είδους συμπεριφορές καταδεικνύουν την συνενοχή των πολιτικών και των οικονομικά ισχυρών πολιτών, καθιστώντας εμφανή την αγαστή συνεργασία τους.

 Ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι η φύση επιδρά στην διαμόρφωση του ήθους και του χαρακτήρος των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, στην Πολιτεία προσομοιάζει τις καλές συναναστροφές προς τους υγιεινούς τόπους και τις ορθές διδαχές πρός την αύρα της πολιτείας, βοηθώντας τους νέους να αναπτύξουν ορθώς τον χαρακτήρα τους. Το φυσικό περιβάλλον εντός του οποίου κάποιος γεννιέται και μεγαλώνει, καθορίζει εν μέρει τις βασικές ιδιότητες του ήθους των ανθρώπων. Ο Πλάτων διαπιστώνει ότι ορισμένα χαρακτηριστικά είναι κοινά ή απαντώνται περισσότερο σε ανθρώπους, που ζούν στον ίδιο τόπο. Για παράδειγμα, η φιλομάθεια είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων, που ζούν στον ελλαδικό χώρο, ενώ η φιλοχρηματία των Φοινίκων και των Αιγυπτίων[10]. Υπογραμμίζει ότι ο νομοθέτης οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά κάθε τόπου προτού θεσπίσει τους νόμους, διότι, όπως ισχυρίζεται, οι άνεμοι, το ύδωρ και η τροφή, που παράγονται στις διάφορες περιοχές ευθύνονται για το χαρακτήρα των ανθρώπων, εάν δηλαδή είναι παράξενοι ή προσηνείς[11]. Επιπροσθέτως, η ευκρασία ευνοεί την δημιουργία σωφρόνων πολιτών. Παρ’ όλη την αλληλεξάρτηση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, εξαιτίας της αφροσύνης του δύναται να το καταστρέψει, προκαλώντας όχι μόνο περιβαλλοντική υποβάθμιση, αλλά και οικονομική δυσπραγία, δεδομένου ότι δεν πραγματοποιούνται πολλές δραστηριότητες, όπως η μελισσοκομία[12].

Ο Αριστοτέλης τονίζει ιδιαιτέρως την σημασία, που έχουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος και ορισμένοι φυσικοί πόροι για την υγεία και την ευζωία της πόλεως και των πολιτών, όπως ο αέρας και το καθαρό νερό συνεισφέροντας στην υγεία των πολιτών, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση της ευδαιμονίας[13]. Η προσέγγιση του Σταγιρίτου προς το περιβάλλον είναι ανθρωποκεντρική· κατ’ αυτόν, η φύση δεν δημιούργησε τίποτε μάταια, αλλά τα ζώα και τα φυτά δημιουργήθηκαν προς χάριν του ανθρώπου. Αντιλαμβανόμαστε ότι ως απώτερος σκοπός καθίσταται η ευδαιμονία του ανθρώπου, ενώ τα υπόλοιπα είναι τα μέσα, που κατευθύνουν προς την εκπλήρωση αυτού του σκοπού. Ο φιλόσοφος αποδέχεται ως γενική αντίληψη την ιεράρχηση των όντων, όμως, δεν σημαίνει ότι θεωρεί τις ομάδες των ζώων ή των φυτών ως υποδεέστερες, αλλά αποδέχεται ότι κάθετί φυσικό έχει την χάρη του και ζώντας ο άνθρωπος μαζί τους δύναται να αντλήσει πληροφορίες[14]. Η φύση παρέχει τα αναγκαία για την τροφή του ανθρώπου δίχως αυτό να σημαίνει ότι σε αυτήν ακριβώς την παράμετρο εξαντλείται ο σκοπός της δημιουργίας τους[15].

Η μόλυνση του περιβάλλοντος δύναται να ανασχεθεί, εφόσον οι κυβερνώντες δεν αρκούνται μόνο στην διασφάλιση των οφελών των συγκεκριμένων επιμέρους τάξεων, αλλά στην παροχή μίας παιδείας, που θα υποτάσσει τις ορέξεις στον λόγο. Η δημόσια παιδεία αποσκοπεί στην ενοποίηση του πνεύματος και την δημιουργία μίας ειλικρινούς σχέσεως του πολίτου με τον κόσμο, ούτως ώστε να απορρίπτεται το ηθικώς μη αποδεκτό[16]. Ως εκ τούτου, η προστασία του περιβάλλοντος διασφαλίζεται με την ορθή υπό δημόσια επίβλεψη εκπαίδευση, διότι τα ζητήματα, που αφορούν το κράτος υποχρεούται το ίδιο να τα διευθετεί[17].

Ειδικότερα, η παιδεία, κατά τον Σταγιρίτη, συνίσταται σε τρείς παραμέτρους, την φύση, το έθος και τον λόγο· όσον αφορά τον εθισμό, εάν ο μαθητής αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ενάρετη συμπεριφορά προς το περιβάλλον θα οδηγηθεί από την κατάλληλη διάθεση (ἕξις) του φορέα και θα εθιστεί στην ορθή συμπεριφορά προς το περιβάλλον[18]. Η κατάλληλη παιδεία κατευθύνει τον άνθρωπο στην συνειδητοποίηση της ορθής διαστάσεως της σχέσεώς του με το περιβάλλον, γεγονός που συντελεί, όχι μόνο στην κινητοποίηση για την αντιμετώπιση του οικολογικού προβλήματος, αλλά και στον σεβασμό προς αυτό. Ο άνθρωπος κατανοεί ότι πρόκειται για τον χώρο, στον οποίο ζει και η επιβάρυνση αυτού θα αποτελέσει τον ανασταλτικό παράγοντα της κατακτήσεως του ευδαίμονος βίου. Συνεπώς, η ευθύνη για την μόλυνση του περιβάλλοντος οφείλεται, κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, στον ίδιο τον άνθρωπο και εξαρτάται από την αρετή και την κακία της ψυχής του. Εν τέλει ο ίδιος είναι υπόλογος για την δημιουργία μίας σωστής ή μη σχέσεως προς το περιβάλλον και λογοδοτεί για τις πράξεις του. Η κατ’ αρετήν ενέργεια δημιουργεί ορθή σχέση με την φύση, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος σέβεται την ίδια και τα δημιουργήματά της και δεν την καταχράται προς ίδιον όφελος. Εν προκειμένω έχει επίγνωση ότι η αρνητική ενέργεια, η οποία στρέφεται εναντίον της φύσεως, στρέφεται και προς τον ίδιο και συγχρόνως υπονομεύει το μέλλον των παιδιών του. Ο κατ’ αρετήν βίος επιτάσσει τον άνθρωπο να μετέχει της αρετής και να ενεργεί συμφώνως προς αυτήν, δεδομένου ότι συζεί με τους υπόλοιπους πολίτες: «ᾗ  δ’ ἄνθρωπός ἐστι καὶ πλείοσι συζῇ, αἱρεῖται τὰ κατὰ τὴν ἀρετὴν πράττειν· δεήσεται οὖν τῶν τοιούτων πρὸς τὸ ἀνθρωπεύεσθαι»[19]. Αντιθέτως, η επικράτηση της κακίας στην ανθρώπινη ψυχή διαταράσσει την αρμονία, την κοσμιότητα και την τάξη της φύσεως, προκαλώντας την αλόγιστη εκμετάλλευση και αλλοίωσή της, τις επιπτώσεις των οποίων οι άνθρωποι τις βιώνουν καθημερινώς[20]. Η παιδεία θέτει τον άνθρωπο σε μία διαδικασία αυτογνωσίας, ενώ η έλλειψή της τον κατευθύνει στην επίδειξη ασέβειας προς την φύση και την πρόκληση οικολογικών προβλημάτων. Ο νους του ανθρώπου, ο οποίος μένει ανέλεγκτος εκδηλώνει αρνητικές διεργασίες, οι οποίες κατευθύνονται εναντίον των συνανθρώπων του και της φύσεως. Για παράδειγμα, ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως ένα χρηστικό εργαλείο, το οποίο απομυζεί διαρκώς, προσπαθώντας να αυξήσει τα κέρδη, που τυχόν του αποφέρει. Αδυνατεί να κατανοήσει την διαλεκτική σχέση που υφίσταται· εάν αυτό γινόταν εφικτό, η στάση του θα ήταν διαφοροποιημένη και ο σεβασμός προς αυτό εμφανής.

Σε μία συζήτηση περί της φύσεως και της κακομεταχειρίσεως αυτής δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η μνεία περί της διαφοροποιημένης αναπτύξεως μεταξύ των περιοχών του πλανήτη και των συνεπειών, που προκαλούνται από μία τέτοια στάση. Ανάμεσα στις διάφορες περιοχές του πλανήτου παρατηρούνται τρομακτικές ανισότητες τόσο στο επίπεδο διαβιώσεως όσο και στο πρότυπο καταναλώσεως. Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, το επίπεδο ζωής των πολιτών διαρκώς υποβαθμίζεται, εξαιτίας της αυξανόμενης καταναλώσεως των αγαθών του δυτικού κόσμου. Οι δυτικές χώρες ασυστόλως εκμεταλλεύονται τις αδύναμες χώρες, χρησιμοποιώντας τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους, καθώς και τα εδάφη αυτών, τα οποία καλλιεργούνται με προϊόντα, που καλύπτουν τις ανάγκες των ίδιων και όχι τις στοιχειώδεις ανάγκες των κατοίκων αυτών των περιοχών, οι οποίοι λιμοκτονούν. Η κατάσταση αυτή θέτει πολιτικά και ηθικά διλήμματα, ενώ αναδύονται συγχρόνως προβλήματα αναφορικώς με την δόμηση των σχέσεων μεταξύ των κρατών και την λειτουργία τους. Τέτοιου είδους πρακτικές συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υποβαθμίζουν το κράτος στο επίπεδο των παρεκβατικών πολιτευμάτων, διότι απουσιάζει ένας κοινός σκοπός, όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων είχαν αναγάγει το εὖ ζῆν, το οποίο αποτελούσε την υπέρτατη αξία και νοηματοδοτούσε τους επιμέρους σκοπούς και τις πράξεις των πολιτών[21]. Η επικρατούσα πολιτική κατάσταση στις σύγχρονες κοινωνίες αντιβαίνει απολύτως προς την διαλεκτική σχέση της πόλεως και του πολίτου, όπως διατυπώθηκε από τον Αριστοτέλη, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως μέλος μίας κοινωνίας, η οποία αποβλέπει στην επίτευξη του ευδαίμονος βίου, δηλαδή του βίου, που είναι σύμφωνος με τις αρετές: «Τὸ δέ γε εὖ ζῆν καὶ εὖ πράττειν οὐθὲν ἄλλο ἤ τὸ εὐδαιμονεῖν λέγομεν. τὸ ἄρα εὐδαιμονεῖν καὶ ἡ εὐδαιμονία ἐν τῷ κατὰ τὰς ἀρετὰς ζῆν. τοῦτ’ ἄρ’ ἐστίν τέλος καὶ ἡ εὐδαιμονία καὶ τὸ ἄριστον»[22]. Εν προκειμένω, το συμφέρον της πόλεως έναντι του προσωπικού δεν υποτιμάται, αλλά ο πολίτης έχει επίγνωση ότι, όταν η πόλη υποφέρει, δεν είναι δυνατόν ο ίδιος να ευημερεί. Την πολιτική και την ηθική φιλοσοφία του Σταγιρίτου την διαπερνά η έννοια της μεσότητος προσδιορίζοντας την ζωή των πολιτών από την έννοια του μέτρου[23]. Οι σύγχρονοι άνθρωποι υποτίμησαν την ιδέα του μέτρου και την οποία αντικατέστησαν με νέες προεκτάσεις της ελευθερίας και του σεβασμού προς το περιβάλλον.

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης δεν αποβλέπουν σε οικολογικούς στόχους στα έργα τους, αλλά το ζήτημα εντάσσεται σε μία γενικότερη προβληματική, που αφορά την σχέση του πολίτου με την πόλη. Η φύση είναι δημόσιο αγαθό και η στάση των πολιτών έναντι αυτής καταδεικνύει το ήθος και την παιδεία τους. Στον πλατωνικό και τον αριστοτελικό στοχασμό υφίσταται μια αμοιβαία σχέση μεταξύ του προσωπικού και του δημόσιου συμφέροντος. Ο άνθρωπος αδυνατεί να υπάρξει εκτός της πολιτικής κοινότητος, αντιθέτως αποτελεί μέλος ενός οργανικού συνόλου, το οποίο λειτουργεί καλώς, εφόσον όλα τα μέλη του συνεισφέρουν και προτάσσουν το κοινό καλό. Αν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι ο κατάλληλος βίος για τους ανθρώπους, δηλαδή η πόλη είναι το οικοσύστημα των ανθρώπων[24].

       Σύγχρονες αντιλήψεις για το οικολογικό θέμα

Η επέμβαση του ανθρώπου στην φύση έχει γίνει πλέον αλόγιστη και έχει επεκταθεί πέραν του άμεσου περιβάλλοντός του, οδηγώντας «στην σύγχρονη ύβρη του πολιτισμού» και αντιμετωπίζοντας τον ανθρώπινο χώρο ως πλουτοπαραγωγικό αντικείμενο[25]. Η κυριαρχία των παθών επί του λογικού κατευθύνει τον άνθρωπο σε μία ηδονική στάση του βίου, με συνέπεια να επιδιώκει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων για την εξυπηρέτηση των ολοένα αυξανόμενων αναγκών του. Όπως χαρακτηριστικώς λέγει ο Κ. Καστοριάδης: «η ανθρωπότητα είναι σαν ένα παιδί, που το βάλανε μέσα σε ένα σπίτι, που οι τοίχοι του ήταν καμωμένοι από σοκολάτα. Και άρχισε να τρώει την σοκολάτα. Είμαστε στο σημείο, που έχει φάει τους μισούς από τους τοίχους και σε λίγο θα πέσει το σπίτι πάνω στο κεφάλι του. Και πράγματι η Γη ήταν μια τεράστια σοκολάτα με τα εκατομμύρια ζωντανών ειδών, τις εκτάσεις, το κλίμα και αυτήν την καταπληκτική ισορροπία. Έτσι, ήταν ο πλανήτης και ήρθε το κύμα της καπιταλιστικής φαντασιακής σημασίας και τον ρήμαξε. Διότι η οικονομική πρόοδος του καπιταλισμού, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τι ήταν; Φάγαμε μέσα σε 100 χρόνια πράγματα, που είχαν δημιουργηθεί σε 4 δισεκατομμύρια χρόνια. Έτσι, έγινε το θαύμα το καπιταλιστικό[26]». Ο συγγραφέας επισημαίνει την οικολογική καταστροφή και τα αίτια αυτής. Η αλόγιστη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και η αχαλίνωτη επιθυμία των ανθρώπων οδήγησαν στην εξάντληση των φυσικών πηγών του πλανήτου. Η οικολογική καταστροφή αποτελεί έναν παραλογισμό, στον οποίο, όμως, είναι συνένοχη όλη η κοινωνία, η οποία γνωρίζει, αλλά δεν αντιδρά προς χάριν της οικονομικής αναπτύξεως.

Το ερώτημα, που τίθεται αφορά, εάν η τωρινή κατάσταση θα διαιωνίζεται ανεξέλεγκτα. Θεωρούμε ότι η παρούσα κατάσταση είναι δύσκολο να ανατραπεί· καταρχάς, η διάκριση της ηθικής και της πολιτικής καθυποτάσσει τις οικουμενικές αξίες στην εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων. Επιπλέον, ο τρόπος αντιλήψεως της φύσεως ως χρηστικός χώρος σαφώς δεν ευνοεί την μεταβολή στην συλλογική συνείδηση, με συνέπεια την αδιαφορία των πολιτών για την λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Στην σύγχρονη εποχή δεν υφίσταται η πολιτική βούληση για παραχωρήσεις εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων και προς χάριν του περιβάλλοντος. Ο συμβιβασμός, όπως επισημαίνει G.S. Bowe, ίσως, απαιτήσει «την διανομή μέρους της πολιτικής ισχύος»[27], γεγονός που αποτρέπει τους πολιτικούς να προβούν σε οιανδήποτε υποχώρηση. Επιπλέον, σ’ έναν πολιτισμό, όπως ο σημερινός, ο οποίος έχει συγκεκριμένη μορφή και παγιωμένη ιδιοπροσωπία είναι δύσκολο να εξεύρει τα αντανακλαστικά, που απαιτούνται, ούτως ώστε να αντιδράσει. Εντωμεταξύ οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα για την ανάπτυξη της οικολογικής συνειδήσεως ή την αντιμετώπιση του προβλήματος, τα οποία είναι αναποτελεσματικά, διότι αφορούν την καθημερινότητα των απλών πολιτών, όπως για παράδειγμα την μείωση της χρήσεως των τροχοφόρων οχημάτων επιδεικνύοντας συγχρόνως εσκεμμένη και προκλητική αδιαφορία για την μείωση των ρίπων στην βαριά βιομηχανία.

                                     Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, διαπιστώνουμε ότι το οικολογικό πρόβλημα είναι, κυρίως, ζήτημα πολιτικό, ηθικό και παιδευτικό. Απαίτηση των πολιτών πρέπει να είναι η ανάληψη της διακυβερνήσεως των κρατών από ενάρετους πολιτικούς, οι οποίοι θα διαθέτουν το ηθικό ανάστημα και την διοικητική ικανότητα, ούτως ώστε να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της κοινωνίας. Η πόλη, η οποία διοικείται από έναν άνθρωπο παραδομένο στις επιθυμίες και τα πάθη του, οδεύει προς την καταστροφή· η πόλη αυτή καθίσταται φτωχή, γεμάτη φόβο, οδυρμούς και πόνο[28]. Σκοπός του πολιτικού είναι η μετάδοση της φρονήσεως στους υπολοίπους, δηλαδή της πρακτικής αρετής, η οποία κατευθύνει τις επιλογές στο δέον. Η φρόνηση, η κορωνίδα των αρετών, κατά τον Πλάτωνα, συμβάλλει στην επιλογή ενός εγκρατούς βίου, προϋπόθεση του οποίου είναι οι ορθές επιλογές των πολιτών, πράγμα, ιδιαιτέρως, δυσχερές, διότι απαιτούν την γνώση του μέτρου[29].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναγνωστόπουλος Γ., (2009), «Ο Αριστοτέλης για το Περιβάλλον και την Εκπαίδευση», στον τόμο Οικολογική Κρίση και Παιδεία, επιμ. Α. Αδαμόπουλος, εκδ. Έννοια, Αθήνα, σσ. 53-74.

Anton J.P., (2009), «Ηθική Οικολογία, Περιβάλλον και Επιβίωση», στον τόμο Οικολογική Κρίση και Παιδεία, επιμ. Α. Αδαμόπουλος, εκδ. Έννοια, Αθήνα, σσ. 44-52.

Τοῡ Αυτοῦ, (1999), «Aristotle and Theophrastus on Ecology», στον τόμο Philosophy and Ecology, επιμ. Κ. Βουδούρης-Κ. Καλιμτζής, Εκδ. Ιωνία, Αθήνα, σσ. 15-27.

Boger G., (1999), «Aristotle on the Intention and Extension of Person and the Focal Concern of Environmental Philosophy», στον τόμο Philosophy and Ecology, επιμ. Κ. Βουδούρης-Κ. Καλιμτζής, Εκδ. Ιωνία, Αθήνα, σσ. 32-58.

Bowe G.S., (1999), «A Platonic Approach to Environmental Education», στον τόμο Ι, Philosophy and Ecology, επιμ. Κ. Βουδούρης-Κ. Καλιμτζής, Εκδ. Ιωνία, Αθήνα, σσ. 43-50.

Βουδούρη Σ., (2008), Το Κοινόν Αγαθόν από Πολιτική, Ηθική και Οικολογική Άποψη Εξεταζόμενο, εκδ. Ιωνία, Αθήνα.

Light Α., (2003), «Enviromental Ethics, στον τόμο A Companion to Applied Ethics, επιμ. R. G. Frey- C. H. Wellman, Blackwell Publishing, σσ. 633-642.

Μάρκος Α., (2009), «Η Φύσις ως Κάλλιστος Κόσμος και η Ευθύνη του Ανθρώπου για την Σωτηρία της κατά τους Αρχαίους Έλληνες», στον τόμο Οικολογική Κρίση και Παιδεία, επιμ. Α. Αδαμόπουλος, εκδ. Έννοια, Αθήνα, σσ. 96-104.

Μπουρατίνος Αιμ., (1997), Περιβάλλον και Συνείδηση στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Αρσενίδη, 1997.

Ξεξάκης Ν., (2009), «Οικολογική Κρίση και Παιδεία», στον τόμο Οικολογική Κρίση και Παιδεία, επιμ. Α. Αδαμόπουλος, εκδ. Έννοια, Αθήνα, σσ. 75-82.

Πολίτης Γ., (2012), «Καπιταλιστικό Κοινωνικό Φαντασιακό και Oικολογική    Κρίση», στον τόμ. Περιβαλλοντική Ηθική, προκλήσεις και προοπτικές για τον 21ο αι.,  επιμ. Ε. Πρωτοπαπαδάκης-Ε. Μανωλάς, σσ. 105-125, σ. 106.

Shearman R., (1999), «Aristotle the Environmentalist? Reconsidering Politics I.8», στον τόμο Ι Philosophy and Ecology, επιμ. Κ. Βουδούρης-Κ. Καλιμτζής, Εκδ. Ιωνία, Αθήνα, σσ. 163-176.

Χρόνης Ν., (2002), «Άνθρωπος και Φύση», Πλάτων, Παπαδήμας, Αθήνα, τόμ. β, επιμ. Γ. Αραμπατζής, σσ. 707-708.

[1] Μπαρτζελιώτης Λ., (2009), «Οικολογική Κρίση και Παιδεία», στον τόμ. Οικολογική Κρίση και Παιδεία, Πύργος, σσ. 19-34, σ. 22.

[2] Ἀριστοτέλους, Πολιτικ, Γ 9, 1280 b 40- 1281 a 1.

[3] Αναφορά στο θέμα γίνεται από τον Boger G., (1999), «Aristotle on the Intention and Extension of Person and the Focal Concern of Environmental Philosophy», στον τόμο Philosophy and Ecology, επιμ. Κ. Βουδούρης-Κ. Καλιμτζής, Εκδ. Ιωνία,  σσ. 32-58, σ. 53.

[4] Ἀριστοτέλους, Πολιτικ, Α 9, 1258 a 4-14.

[5] Ἀριστοτέλους, Πολιτικ, Β 7, 1267 b 3-4.

[6] Πλάτωνος, Πολιτεία, 508 d-509 b.

[7] Πλάτωνος, Πολιτεία, 557 a-562 d.

[8] Πλάτωνος, Τίμαιος, 19 c 2-8.

[9] Πλάτωνος, Πολιτεία, 405 b-c.

[10] Πλάτωνος, Πολιτεία, 401 c, 435 e. Χρόνης Ν., (2002), «Άνθρωπος και Φύση», Πλάτων, τόμ. β, επιμ. Γ. Αραμπατζής, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα, σσ. 691-710, σσ. 707-708,.

[11] Πλάτωνος, Νόμοι, 747 c-d.

[12] Πλάτωνος, Τίμαιος, 24 c 4-7, Κριτίας, 111 a-d.

[13] Ἀριστοτέλους, Πολιτικ, Η 10, 1330 a 36-b 18.

[14] Ἀριστοτέλους, Περ Ζων Μορίων, Α V, 644 b 23-645 a 31. Περ Ζων Γενέσεως, 731 b 28- 732 a 2.

[15] Ἀριστοτέλους, Πολιτικ, 1256 a 40- 1256 b 22.

[16] Πλάτωνος, Πολιτεία, 443 d-e. Bowe G.S., ό.π., σ. 46.

[17] Ἀριστοτέλους, Πολιτικ, Θ 1, 1337 a 20-26.

[18] Ἀριστοτέλους, Πολιτικ, Θ 1, 1337 a 19, Η 13, 1332 a 38-b 4: «…τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φύσις ἔθος λόγος…». Πβ. Αναγνωστόπουλος Γ., (2009), «Ο Αριστοτέλης για το Περιβάλλον και την Εκπαίδευση», στον τόμο Οικολογική Κρίση και Παιδεία, επιμ. Α. Αδαμόπουλος, εκδ. Έννοια, Αθήνα, σσ. 53-74, σ. 54.

[19] Πλάτωνος, Θεαίτητος, 114 c. Αριστοτέλους, θικ Νικομάχεια, Κ 6,  1178 b 5-7.

[20] Πλάτωνος, Φίληβος, 31 d.

[21] Anton J., (1999), «Aristotle and Theophrastus on Ecology», στον τόμο Philosophy and Ecology, επιμ. Κ. Βουδούρης-Κ. Καλιμτζής, Εκδ. Ιωνία, Αθήνα, σσ. 15-27, σ. 21: η πόλη, που κυβερνάται, ορθώς, διασφαλίζει το οικοσύστημα και την ισορροπία των αναγκών μεταξύ των μέσων και των σκοπών δια των υπεύθυνων νομοθετικών αποφάσεων, ενώ αυτή η διαδικασία αγνοείται ή καταπατάται στα παρεκβατικά πολιτεύματα.

[22] Ἀριστοτέλους, θικά Μεγάλα Α, 1184 b 28-31.

[23] Ἀριστοτέλους, θικά Νικομάχεια, Β 6, 1106 b 36-1107 a 2.

[24] Αναφορά στο θέμα γίνεται από την Βουδούρη Σ., (2008), Το Κοινόν Αγαθόν από Πολιτική, Ηθική και Οικολογική Άποψη Εξεταζόμενο, εκδ. Ιωνία, Αθήνα, σ. 111, παρ. 13.

[25] Anton J.P., (2009), «Ηθική Οικολογία, Περιβάλλον και Επιβίωση», στον τόμο Οικολογική Κρίση και Παιδεία, επιμ. Α. Αδαμόπουλος, εκδ. Έννοια, Αθήνα, σσ. 44-52, σ. 47.

[26] Καστοριάδης Κ., συνέντευξη στο περιοδικό Contact τ. 10, Νοέμβριος σσ. 31-50, (αναδημοσίευση από την εφημ. Εκτός Νόμου\Αύγουστος 1990). Πβ. Πολίτης Γ., (2012), «Καπιταλιστικό Κοινωνικό Φαντασιακό και Oικολογική Κρίση», στον τόμ. Περιβαλλοντική Ηθική, προκλήσεις και προοπτικές για τον 21ο αι., επιμ. Ε. Πρωτοπαπαδάκης-Ε. Μανωλάς, σσ. 105-125, σ. 106.

[27] Αναφορά στο θέμα γίνεται από τον Bowe G.S., (1999), «A Platonic Approach to Environmental Education», στον τόμο Ι, Philosophy and Ecology, επιμ. Κ. Βουδούρης-Κ. Καλιμτζής, Εκδ. Ιωνία, Αθήνα, σσ. 43-50.

[28] Πλάτωνος, Πολιτεία,  578 a-b.

[29] Πλάτωνος, Νόμοι, 688 c-d.