Ο όσιος Ιάκωβος με την προσευχή του σπέρνει τον πανικό και λύει την πολιορκία της πόλης!

2 Απριλίου 2018

Ο Όσιος Ιάκωβος επίσκοπος Νισίβεως.

Όταν η Ιερή Σύνοδος [Α’ Οικουμενική Σύνοδος 325] διαλύθηκε κι ο καθένας έφτασε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, γύρισε κι ο Ιάκωβος [όσιος Ιάκωβος επίσκοπος Νισίβεως] νικητής και τροπαιούχος, γεμάτος ευφροσύνη για τα τρόπαια της αληθινής πίστεως. Με το πέρασμα των χρόνων ο μεγάλος εκείνος και θαυμάσιος βασιλιάς, ο Μέγας Κωνσταντίνος, πέθανε, στεφανωμένος με τα στεφάνια της ευσέβειας και τα παιδιά του κληρονόμησαν την ηγεμονία της αυτοκρατορίας. Τότε, ο Σαπώρης, ο βασιλιάς των Περσών, επειδή περιφρόνησε τους διαδόχους του Κωνσταντίνου λέγοντας πως δεν ήσαν τάχα ικανοί να κάνουν όσα ο πατέρας τους, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Νισιβέως και εξεστράτευσε εναντίον της με μεγάλη δύναμι ιππικού, πεζικού και πολλούς ελέφαντες.

Αφού τακτοποίησε το στρατό του για την πολιορκία και περικύκλωσε την πόλι, έστησε πολιορκητικές μηχανές κι έχτισε προμαχώνες, έμπηξε πασσάλους μέσα στη γη και περίφραξε με κλαδιά σταυρωτά τα μεταξύ των πασσάλων κενά. Έπειτα διέταξε τους στρατιώτες να μαζέψουν χώματα και να ορθώσουν πύργους αντιτικρύ στους άλλους πύργους. Αφού ανέβασε σ’ αυτούς τους πύργους τους τοξότες και διέταξε να ρίχνουν τα βέλη εναντίον εκείνων που ήσαν πάνω στα τείχη, παράγγειλε σ’ άλλους να σκάβουν τα τείχη από κάτω, επειδή όμως τα πάντα αποτύχαιναν και αφανίζονταν με την προσευχή του θεόσταλτου ανθρώπου, ο Σαπώρης τελικά έφραξε με την εργασία των χεριών πολλών ανθρώπων το ρεύμα του ποταμού που έτρεχε κει κοντά και συγκέντρωσε πάρα πολύ ισχυρή δύναμι με τα συμπιεσμένα από τα απέναντι αναχώματα νερά, που τ’ άφησε να ξεσπάσουν με ορμή καταπάνω στο τείχος, σαν ένα είδος πολύ ισχυρής μηχανής.

Το τείχος, βέβαια, δεν άντεξε στο ξέσπασμα του νερού και με την ορμή του κατασείστηκε και γκρεμίστηκε σ’ εκείνη τη μεριά ολοκληρωτικά. Οι Πέρσες τότε αλάλαζαν νομίζοντας πως η πόλις εύκολα θα έπεφτε – γιατί αγνοούσαν τη μεγάλη δύναμι που στήριζε τους κατοίκους της πόλεως – ανέβαλαν όμως την έφοδο, βλέποντας πως δεν μπορούσαν να μπουν στην πόλι, γιατί ήταν πλημμυρισμένη με νερά. Τραβήχτηκαν λοιπόν λίγο μακρύτερα και για ν’ αλαφρώσουν από τους κόπους τους, ξεκουράζονταν κι αυτοί λίγο, περιποιόντουσαν και τα άλογα.

Οι κάτοικοι εξ άλλου της πόλεως δυνάμωναν τις προσευχές τους, έχοντας μεσολαβητή τον άγιο Ιάκωβο. Όλοι οι ενήλικοι άρχισαν να χτίζουν βιαστικά χωρίς να φροντίζουν ούτε για ομορφιά, ούτε για αρμονία, αλλά βάζοντας όλα όπως τύχαινε και πέτρες και πλίθρες κι ό,τι κι αν τους έφερναν. Μέσα σε μιά νύχτα προχώρησε τόσο το έργο και τόσο υψώθηκε το τείχος όσο φτάνει για να μη μπορούν να περάσουν τα άλογα και να ανέβουν οι άνδρες πάνω σ’ αυτό χωρίς σκάλες. Ακριβώς τότε όλοι θερμοπαρακαλούν τον άνθρωπο του Θεού ν’ ανέβη πάνω στο τείχος και να χτυπήση τους εχθρούς με όπλο τις προσευχές του.

Ο άγιος, σαν πείστηκε, ανέβηκε στο τείχος και βλέποντας τις μυριάδες των εχθρών παρακάλεσε το Θεό να στείλη πάνω τους σύννεφο από σκνίπες και κουνούπια. Ο άγιος παρακαλούσε κι ο Θεός έστελνε ακούγοντάς τον, όπως άκουσε και το Μωυσή.

Οι άνδρες πληγώνονταν από τα θεϊκά βέλη και τα άλογα κι οι ελέφαντες έσπαγαν τα δεσμά και διασκορπίζονταν δώθε κείθε μη μπορώντας να υποφέρουν εκείνα τα τσιμπήματα. Ο ασεβής βασιλιάς, λοιπόν, βλέπει πως οι μηχανές δεν είχαν ωφελήσει καθόλου, όπως και το ορμητικό ξέσπασμα του νερού του ποταμού, γιατί είχε ξαναχτιστή το πεσμένο τείχος.

Έβλεπε ακόμη και πως όλος ο στρατός ταλαιπωριόταν με τους κόπους, κακοπαθούσε στο ύπαιθρο κι υπέφερε από τη θεόσταλτη πληγή. Έβλεπε και τον άνθρωπο του Θεού να περπατά πάνω στο τείχος και τον πήρε για βασιλιά που εποπτεύει το έργο, γιατί φαινόταν σαν να φορά βασιλική πορφύρα και στέμμα, αγανακτούσε λοιπόν εναντίον όσων τον εξαπάτησαν και τον έπεισαν να εκστρατεύση, λέγοντάς του πως δεν ήταν εκεί ο βασιλιάς. Αποφάσισε τότε, εκείνους να θανατώση κι αυτός έλυσε την πολιορκία και γύρισε όσο γινόταν γρηγορώτερα στο βασίλειό του.

Από το βιβλίο του Θεοδώρητου Κύρου, “Φιλόθεος Ιστορία Α’”, των εκδόσεων Τήνος. Νεοελληνική απόδοση Αθηνά Καραμπέτσου.