«Διήγησις περί της τελευταίας αλώσεως της Θεσσαλονίκης» – Ο Πρόλογος του έργου
11 Μαΐου 20181. Κι άλλα πολλά μας και πολλές φορές μας έδειξαν ολοφάνερα ότι η ψυχή σου είναι ανήσυχη, άριστε μεταξύ των ανδρών και σοφέ μου φίλε, καθόλου λιγότερη δεν είναι και η έγνοια σου να διηγηθεί κάποιος τι τράβηξε ως τώρα η Θεσσαλονίκη, αυτή η πόλη η ξακουστή στα παλιά τα χρόνια, και να μας παρακινήσεις, με λόγια όσο πιο συνετά γίνεται, να σου μάθουμε την ιστορία αυτή όσο μπορούμε καλύτερα και να σου τη μεταφέρουμε, που λέει ο λόγος, μπροστά στα μάτια. Γιατί όλη σου αυτή η έγνοια δείχνει φανερά πόσο η ψυχή σου διψάει να μάθει τα αναγκαία, και πώς τη συνεπαίρνουν ολόκληρη τα τωρινά γεγονότα και όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, καθώς δίνει προσοχή στις ιστορίες και σε άλλες τέτοιες διηγήσεις του παρελθόντος, που οδηγούν φανερά τους ανθρώπους στο καλύτερο.
Όμως,αν και η προσπάθεια σου είναι τόσο θαυμαστή,πιστεύω ότι κανένας συνετός άνθρωπος δε θα μπορούσε να βρει σωστό αυτό που κάνεις: πως έβαλες στην άκρη δηλαδή τους πιο σπουδασμένους, που καταπιάνονται σε όλη τους τη ζωή με τη λογοτεχνία και φόρτωσες, δίχως να το καλοσκεφτείς, μία τέτοια επίσημη δουλειά σε εμένα, έναν άνθρωπο, με πνευματική φτώχια που δεν καταλαβαίνει στην πραγματικότητα τίποτε από λογοτεχνία και δε δείχνει κανένα ζήλο, για να αποκτήσει οποιοδήποτε αγαθό. Και νομίζω ότι έχεις πάθει αυτό που παθαίνουν οι μέλισσες, όταν αναζητούν επειγόντως το πιο καλό μέλι. Προσπερνούν φυσικά, όπως λένε, τα ευωδιαστά λουλούδια και κάθονται πάνω στο θυμάρι, ένα φυτό πικρό και δεν έχει σχεδόν καθόλου μυρωδιά. Μα είναι δύσκολο πράγμα η φιλία, γιατί όλους τους ανθρώπους,που αυτήντους σπρωχνει με το ζόρι να λένε και να κάνουν το καθετί, για τους φίλους, επειδή έχει συνηθίσει να τους προσφέρει τους επαίνους του κόσμου. Κι αυτό ήταν που σε ανάγκασε τόσο να επιμείνεις κι εσύ και να μας μεταπείσεις. Θέλησες ίσως να πουν καλά λόγια για εμάς, αυτοί που θα ακούσουν τη ιστορία μασ κι έτσι να μας ευχαριστήσεις.
Εγώ λοιπόν θα προτιμούσα να σωπάσω, πράγμα που δε θα μου έφερνε κανένα κίνδυνο, και να μην καταπιαστώ με το ζήτημα τούτο, με όλο μου το δίκιο, αφού ξεπερνάει τη δύναμη μου. Όμως όταν έφερα στο νου μου τι κίνδυνος είναι να μη σε ακούσω, κι αυτό είναι στ’ αλήθεια αυτό που με έφερε σε δύσκολη θέση, νόμιζα πως έπρεπε να φανώ πρόθυμος στην αξίωση σου, κι όσο μπορώ να κάνω την προσταγή σου. Κι επειδή , βέβαια, σου φάνηκα πρόθυμος και καλόγνωμος, γι’ αυτό που ζητούσες, και δέχτηκα να τολμήσω κάτι, που δε θα ήθελα, θα ήταν σωστό να μου συμπαρασταθείς με τις ευχές σου στη δουλειά μου αυτή, ώστε , αφού βρούμε το σωστό δρόμο και πετύχουμε τη δύναμη να χειριστούμε το λόγο και τη σπιρτάδα της σκέψης, να δείξουμε πως γράψαμε ιστορία όπως εσύ θέλησες, και αντάξια του θέματος. Γι’ αυτό, κι όσοι θα διαβάσουν την άσοφη αυτή ιστορία μας, τους παρακαλώ όλους να μας συγχωρήσουν, έχοντας στο νου ότι υπακούσαμε στην προσταγή σου.
Και η αλήθεια είναι πως φτάσαμε στην απόφαση αυτή όχι γιατί βασιστήκαμε στη δύναμη του ταλέντου μας, για να μασ κατηγορήσει με το δίκιο του αυτός που έχει περισσότερες απαιτήσεις. Δεν πιστεύουμε καθόλου πως είμαστε διαβασμένοι και πως ‘ο,τι ξέρουμε,το χειριζόμαστε επιστημονικά. Βασιστήκαμε όμως στην προσταγή εκείνου, που μας πρόσταξε και στην πίστη ότι δεν αξίζει να κατηγορηθεί, όποιος έχει μέσα του κάτι και το μοιράζεται επειδή είναι αναγκαίο. Γιατί παραδέχομαι ότι δεν αξίζει να κατηγορηθεί, όποιος προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις, σε κάθε περίσταση, να γράψει κάτι χρήσιμο και πως ό,τι κάνει δεν το κάνει από περηφάνεια, αλλά για να μην πετάξουμε πράγματα, που αξίζει να μαθευτούν, στου τάφου τη σιγή. Γ ι’ αυτό και θα προσπαθήσω να τα πω απλά και ευκολονόητα, κι όσο γίνεται πιο σύντομα, κατά την εντολή σου και να διηγηθώ μόνο όσα πρέπει και όσα βέβαια νομίζεις πως, αν τ’ αφήσω, ζημιώνουν το θέμα, καθώς θα διψάς να τα ακούσεις.
2. Αν λοιπόν τύχαινε να ‘σαι κανένας που δεν ξέρει την πόλη και το κάθε μέρος της και ήσουν, ας πούμε, σαν τους ξένους, που πάνε για πρώτη φορά σε μία άλλη πόλη, μέχρι να περάσει ο καιρός και να τη μάθουν καλά, θα χρειαζόταν ίσως πολλά πράγματα να πω τότε, για να μη σου ξεφύγει τίποτα που σχετίζεται με τη Θεσσαλονίκη. Όμως, επειδή μιλάω σε θρέμμα της που την ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον, είναι ανούσια τα πολλά τα λόγια για τέτοια ζητήματα, καθώς και για ζητήματα,όπως είναι να πούμε σε τί μέρος είναι χτισμένη η πόλη, πόσο μεγάλη είναι, αν είναι όμορφη, αν έχει γερά κάστρα, κι ακόμα αν έχει καλό κλίμα και για κάτι άλλα τέτοια μικροπράγματα, τη στιγμή που για τη Θεσσαλονίκη έχουν γράψει άλλοι, πριν από πολλά χρόνια, με γερό λογοτεχνικό ταλέντο και συγγραφική ευκολία, αλλά και πολύ προσεκτικά και με ακρίβεια και προσπάθησαν να δείξουν με πολλές αποδείξεις, πως αυτή είναι η πρώτη και η πιο μεγαλόπρεπη από κάθε άλλη πόλη.
Γι’ αυτό κι εγώ θα προσθέσω σε αυτά και θα διηγηθώ μόνο όσα υπέφερε η Θεσσαλονίκη σε αυτήν την άλωση της, όπως μας παρακάλεσες κι εσύ λίγο πριν φύγεις από εδώ. Αυτός φυσικά είναι και ο λόγος που δεν ξέρεις καλά πώς μας βρήκε αυτή η συμφορά. Τα χάλια της από τους Βενετούς τα ξέρεις κι εσύ πολύ καλά, ήσουν εδώ κι έβλεπες κάθε μέρα το τί γινόταν.
Υπέφερε, λοιπόν, η πόλη τον καιρό που την εξουσίαζαν οι Βενετοί, όπως ξέρεις, και με τον καιρό μας πλάκωναν βάσανα από παντού. Και όσο κι αν ανάμεσα μας γυρόφερναν διάφορες ιδέες για το πώς να σηκώσουμε κεφάλι, όμως δε γινόταν κανένας τρόπος να γλυτώσουμε από τις συμφορές αυτές. Γιατί ούτε οι Τούρκοι ήθελαν να κάνουν ειρήνη με τους Βενετούς κι ας τους το ζήτησαν αυτοί πολλές φορές με ανθρώπους που έστειλαν επίτηδες και τους παρακάλεσαν, ούτε εμείς μπορούσαμε να κάνουμε αυτό που σκεφτόμασταν, γιατί τον τελευταίο καιρό είχαμε μείνει πολύ λίγοι και επειδή ο καθένας είχε τη δική του γνώμη δεν τα καταφέρναμε να μονιάσουμε, όπως βέβαια το ξέρεις κι εσύ, επειδή ήσουν μαζί μας κι έζησες τις συμφορές εκείνες σαν τους άλλους.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ