Η επόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος. Θεματολογία-Προβληματισμοί

27 Μαΐου 2018

Η εισήγηση του Σεβασμιωτάτου και Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας ΑΠΘ στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας

Έχοντας ακούσει ήδη τόσους εκλεκτούς ιεράρχες και καθηγητές, επιφανείς θεολόγους, οι οποίοι με τόση ακρίβεια ανέλυσαν και παρουσίασαν το έργο και τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συνελθούσης στην Κρήτη το έτος 2016, τολμώ να προχωρήσω στην επόμενη ημέρα, ατενίζοντας ήδη στην επόμενη μείζονα συνοδική έκφραση της Εκκλησίας μας.

Ήδη έγιναν κάποιες αναφορές από άλλους εισηγητές συμπερασματικά αναλύοντας τις πτυχές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, για τον τρόπο που θα μπορούσε η Εκκλησία να αξιοποιήσει την εμπειρία της από μείζον αυτό γεγονός στην πρόσφατη ιστορία της κατ᾽ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Είναι ευχερέστερο να ερμηνεύσει κανείς τώρα, μετά την Σύνοδο, έχοντας ήδη και μία απόσταση δύο ετών, τα γεγονότα που συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την εν λόγω Σύνοδο. Ίσως, μάλιστα, είναι περισσότερο κατανοητές κάποιες συμπεριφορές και επιλογές ενίων Εκκλησιών, κρινόμενες εκ της στάσεώς τους και εκ του τρόπου συμμετοχής η εκ του τρόπου της μη συμμετοχής τους.

Είναι πιο κατανοητό τώρα, γιατί την τελευταία στιγμή προέκυψαν αντιρρήσεις σε ζητήματα, τα οποία είτε είχαν πανορθοδόξως συμφωνηθεί από δεκαετίες στα πλαίσια των προπαρασκευαστικών διαδικασιών, είτε αποτελούσαν πράξη αιώνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Εάν πάρουμε ως παράδειγμα την εξέλιξη των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως, θα δούμε πως διαμορφώθηκε αυτή από τις αρχές του 20ου αι. μέχρι το 2016. Ενώ, δηλαδή, στην αρχή περιλάμβανε φλέγοντα ζητήματα που απασχολούσαν την Εκκλησία και τον κόσμο, την θεολογία και την ποιμαντική διακονία της Εκκλησίας, στη συνέχεια αφαιρέθηκαν αυτά ένα προς ένα, μέχρι που φτάσαμε στα έξι μόνο θέματα, επί των οποίων εξεδόθησαν τα σχετικά κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Να σας θυμίσω μερικά από τα θέματα, τα οποία στην πορεία αφαιρέθηκαν από την ημερησία διάταξη:

α) Το ζήτημα του κοινού ημερολογίου.

β) Ο γάμος των ιερέων και των διακόνων μετά την χειροτονία.

γ) Ο δεύτερος γάμος των χηρευσάντων κληρικών.

δ) Το όριο ηλικίας των ποιμεναρχών.

ε) Η εξωτερική περιβολή των κληρικών.

στ) Η καθιέρωση ομοιομόρφου τρόπου εισδοχής στην Ορθόδοξη Εκκλησία των ετεροδόξων χριστιανών μεταστρεφομένων.

ζ) Σύνταξη και έκδοση ενιαίας Ορθοδόξου Ομολογίας Πίστεως,

η) Η ανακατανομή των λειτουργικών περικοπών στη λατρεία της Εκκλησίας.

θ) Η αναπροσαρμογή των περί νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων, συμφώνως προς τις απαιτήσεις της συγχρόνου εποχής.

ι) Η διανομή του Αγίου Μύρου.

ια) Η τήρηση των όρων των ιδρυτικών Τόμων των κατά τόπους αυτοκεφάλων και αυτονόμων Εκκλησιών.

ιβ) Ο τρόπος κατατάξεως αγίων στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

ιγ) Η ευθανασία.

ιδ) Η καύση των νεκρών.

ιε) Η πληρέστερη συμμετοχή των λαικών στη λατρεία της Εκκλησίας.

ιστ) Το Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού.

ιζ) Τα Δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Επίσης επιτρέψτε μου να σημειώσω δειγματοληπτικά μερικές από τις υποχωρήσεις που έκανε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκειμένου να εξασφαλίσει την συνεργασία και την συμπόρευση συγκεκριμένων Εκκλησιών στην διαδικασία της προετοιμασίας και της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

α) αφαιρέθηκαν από την ημερησία διάταξη όλα εκείνα τα θέματα, στα οποία υπήρχε συστηματική αμφισβήτηση. Αυτά, όμως, τα ζητήματα ήταν και τα πλέον φλέγοντα και ουσιαστικά, όπως διαπιστώσαμε με την παραπάνω αρίθμησή τους.

β) άλλα θέματα της ημερησίας διατάξεως, τα οποία επίσης ήταν ουσιαστικά, άλλαξαν διατύπωση και περιεχόμενο, ώστε να είναι ουσιαστικά αποδυναμωμένα και να εκφύγουν της αρχικής σκοπιμότητας συμπεριλήψεώς τους σε αυτήν: πχ. το θέμα της νηστείας.

γ) απεκλείσθησαν εκ της προσυνοδικής διαδικασίας οι αυτόνομες Εκκλησίες.

δ) μετετέθη εκ της Κωνσταντινουπόλεως στην Κρήτη ο τόπος συγκλήσεως της Συνόδου μετά από απαίτηση συγκεκριμένων Εκκλησιών, οι οποίες τελικώς δεν προσήλθαν!

ε) υιοθετήθηκε η δέσμευση της αμφιβόλου κανονικότητας λήψη αποφάσεων επί τη βάσει της ομοφωνίας.

στ) μετεβλήθη, κατόπιν απαιτήσεως συγκεκριμένης Εκκλησίας, η διάταξη των καθισμάτων του χώρου της Συνόδου, ώστε να μη είναι τόσον εμφανής η θέση του Προέδρου.

ζ) το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέβαλλε επί δεκαετίες την ενασχόληση με φλέγοντα ζητήματα απασχολούντα την Ορθόδοξη Εκκλησία, ώστε να μη δυσαρεστήσει συγκεκριμένες τοπικές Εκκλησίες.

Τελικά, όμως, η Σύνοδος πραγματοποιήθηκε. Παρ᾽ όλες τις υποχωρήσεις, παρ᾽ όλες τις πιεστικές συχνά παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής, παρ᾽ όλες της αιφνιδιαστικές απαιτήσεις.

Κάποιες εκκλησίες δεν συμμετείχαν, αποσύροντας τις δεσμεύσεις τους κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, ενώ είχαν συμμετάσχει σε όλες τις φάσεις της προετοιμασίας των, έστω και ελάχιστων, εναπομεινάντων αυτών κειμένων της ημερησίας διατάξεως. Οι λόγοι της μη συμμετοχής είναι ηλίου φαεινότερον ότι απείχαν πολύ από του να είναι εκκλησιαστικοί, θεολογικοί η κανονικοί.

Ελέχθη ότι είχαν κάποιες διαφωνίες με κάποια κείμενα. Η διαφωνία επί συγκεκριμένων θεμάτων στην συνοδική διαδικασία ποτέ στην παράδοση της κατ᾽ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν απετέλεσε κανονική αιτία αποχής από την Σύνοδο, είτε Οικουμενική είτε τοπική. Η Εκκλησία συνερχομένη εν συνόδω και επικαλουμένη την φώτιση του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος συσκέπτεται και αποφασίζει, είτε εν ομοφωνία είτε διά της ψήφου των πλειόνων, κρατούσης τελικώς και γινομένης αποδεκτής υπό συνόλου του εκκλησιαστικού σώματος. Έτσι, άλλωστε, δεν έγινε και στην Κρήτη; Δεν είναι λίγα τα σημεία των προσυμφωνηθέντων κειμένων, επί των οποίων επήλθε μεταβολή κατά την εν Αγίω Πνεύματι σύσκεψη των πατέρων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Επομένως, η διαφωνία επί των προπαρασκευαστικών κειμένων δεν αποτελεί εκκλησιαστικό λόγο μη προσευλεύσεως στην Σύνοδο, η οποία καλείται να τοποθετηθεί επί των κειμένων και να τα οριστικοποιήσει επισήμως. Άρα, η μη προσέλευση στη Σύνοδο των Εκκλησιών Βουλγαρίας και Γεωργίας δεν δικαιολογείται από κανονικής απόψεως και μόνον διά της επικλήσεως οθνείων και κοσμικών αιτίων μπορεί να ερμηνευθεί. Και οι Εκκλησίες της Σερβίας και της Ελλάδος είχαν επιφυλάξεις σε ορισμένα σημεία των προπαρασκευαστικών κειμένων, αλλά προσήλθαν στη Σύνοδο και κατά την εκκλησιαστική παράδοση εξέφρασαν εκεί τις προτάσεις τους, πολλές των οποίων έτυχαν της πανορθοδόξου αποδοχής και σήμερα αποτελούν μαρτυρίες της συμβολής τους.

Η Εκκλησία της Αντιοχείας από καιρού είχε επισημάνει ότι για εκείνην η δικαιοδοσιακή διαφορά της με την Εκκλησία των Ιεροσολύμων αποτελεί ζωτικό ζήτημα. Ζήτησε επανειλημμένως την μεσολάβηση του Οικουμενικού Πατριάρχου, ο οποίος ανέλαβε δύο τουλάχιστον πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης λύσης, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν, όχι από δική του ευθύνη ασφαλώς, αλλά από την αμετακίνητη στάση των εμπλεκομένων μερών. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ωστόσο, δεν μπορούσε και δεν εδικαιούτο να συνδέσει την σύγκληση και την διεξαγωγή της από πολλών δεκαετιών προετοιμαζομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με την εξέλιξη μιάς διμερούς διαφοράς, για την οποία δεν ευθύνεται το σύνολον της Ορθοδοξίας. Από την άποψη αυτή φρονώ ευλαβώς ότι ήταν άστοχη η εμμονή του παλαιφάτου Πατριαρχείου Αντιοχείας, ότι η επίλυση της διαφοράς του με την Εκκλησία των Ιεροσολύμων αποτελούσε προϋπόθεση συμμετοχής σε ένα μείζον και ιστορικό γεγονός για τη ζωή της Εκκλησίας. Ενθυμούμαι ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατά την τελευταία του επικοινωνία προ της Συνόδου (τον μήνα Μάιο του 2016) προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας του επεσήμανε το βραχύ του χρονικού διαστήματος για την επίτευξη αισίου αποτελέσματος στο ζήτημα του Κατάρ και εδεσμεύθη να επιληφθεί και πάλι αυτού, αμέσως μετά τη Σύνοδο, προτρέποντάς τον να μη αποφύγει να συμμετάσχει στο μείζον αυτό γεγονός για την Εκκλησία. Ούτε αυτή η δέσμευση του Κωνσταντινουπόλεως έγινε δεκτή από τον Αντιοχείας. Είμαι σίγουρος ότι τώρα, δύο χρόνια μετά την πραγματοποίηση της Συνόδου, οι σεβαστοί άγιοι ιεράρχες του Θρόνου της Αντιοχείας, με περισσότερη ψυχραιμία και καθαρή σκέψη δύνανται να επανεκτιμήσουν την τότε εν θερμώ ληφθείσα απόφασή τους. Ωστόσο, μετά την ανάλυση των γεωστρατηγικών ισορροπιών στην περιοχή από μέρους της Καθηγήτριας Ελισάβετ Προδρόμου, δεν μπορώ να μη υποκύψω στον πειρασμό να αναφέρω ως παράγοντα για τη στάση της Εκκλησίας Αντιοχείας και το σφιχτό πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και ενεργειακό εναγκαλισμό μεταξύ Δαμασκού και Μόσχας. Ίσως, η περίπτωση του Πατριαρχείου Αντιοχείας είναι η μόνη εκ των μη προσελθουσών Εκκλησιών, για την οποία θα μπορούσαμε να δείξουμε κατανόηση για όλους τους ανωτέρω λόγους.

 

 

Πλέον ανεξήγητη (εκκλησιαστικώς και κανονικώς τουλάχιστον), είναι η μη συμμετοχή της Εκκλησίας Μόσχας. Είναι η τελευταία κατά σειράν αναγγελθείσα αποχή. Και είναι ανεξήγητη (επαναλαμβάνω εκκλησιαστικά), διότι ο ίδιος ο Προκαθήμενός της Μακαριώτατος Πατριάρχης κ. Κύριλλος στη Σύναξη των Προκαθημένων της Γενεύης τον Ιανουάριο του έτους 2016 είχε δηλώσει ότι η συμμετοχή όλων των Εκκλησιών δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την σύγκληση και την πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Αφού, λοιπόν, δεν υπάρχει εκκλησιαστική και κανονική εξήγηση, αναγκαίως καταφεύγει ο ερευνητής στην αναζήτηση κοσμικών και ξένων προς τους ιερούς κανόνες αιτίων της ματαίωσης της συμμετοχής. Τα αίτια αυτά μπορεί να μην είναι κανονικά, είναι όμως αναμενόμενα και ευεξήγητα.

Φάνηκε, λοιπόν, ότι η διαδικασία χρησιμοποιήθηκε από ορισμένες Εκκλησίες ώστε:

α) να απονευρωθεί και να αποδυναμωθεί το περιεχόμενο της ημερησίας διατάξεως,

β) την τελευταία στιγμή να παρεμποδιστεί η σύγκληση της Συνόδου,

και γ) να τρωθεί το κύρος των αποφάσεων.

Το κύρος, όμως, μιάς Συνόδου δεν κρίνεται ούτε από τον αριθμό των συμμετεχόντων, ούτε από τον όγκο της παρουσίας των Εκκλησιών, (η ακόμη και την απουσία κάποιων, όπως συνέβη στη Β´ Οίκουμενική, κατά την οποία απουσίαζε η εκκλησιαστική διοίκηση της Ρώμης, η κατά την Γ´ Οικουμενική, κατά την οποία και πάλι η αντιπροσωπεία της Ρώμης κατέφθασε στην Έφεσο μετά τις αποφάσεις της, προσϋπογράφουσα αυτάς εκ των υστέρων), αλλά από την πιστότητα στην πίστη των πατέρων και στους ιερούς κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και την Αποστολική παράδοση της Εκκλησίας.

Όλα τα ανωτέρω ελέχθησαν ως μία αποτίμηση της πορείας προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, για να μας βοηθήσουν στο σχεδιασμό και την οργάνωση της επόμενης, ώστε να αποφευχθούν τα μέχρι τώρα γενόμενα λάθη και να επέλθει τυχόν βελτίωση στις μεθόδους προετοιμασίας και διεξαγωγής.

Αλλά, επιτρέψτε μου μερικές διευκρινίσεις, οι οποίες, πιθανόν, ενίοτε να μας διαφεύγουν.

Την Σύνοδο, οποιαδήποτε Σύνοδο, την συγκαλεί ο Πρόεδρος σε χρόνο, τόπο και με θεματολογία, τα οποία εκείνος μόνος κρίνει κατά την γνώμη του. Η πράξη αυτή ανάγεται, ως γνωστόν, στην εποχή του Αγίου Φωτίου και εντεύθεν, καθώς ο έχων τα πρωτεία τιμής Κωνταντινουπόλεως επεφορτίσθη να οργανώνει τη μείζονα και υπερτελή συνοδική έκφραση, άνευ πλέον κοσμικής βοηθείας.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά ταύτα ποτέ δεν ενήργησε κατ᾽ αυτόν τον τρόπο.

Διαπνεόμενο από το υγιές φρόνημα της ορθοδόξου συνοδικότητας, και λαμβάνοντας υπ᾽ όψιν το γεγονός της για μεγάλο χρονικό διάστημα απουσίας συνοδικής εμπειρίας σε πανορθόδοξο επίπεδο, εγκαινίασε μία διαδικασία προπαρασκευής σε συνεργασία με τις άλλες αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Στη διαδικασία αυτή μοιράστηκε την ευθύνη τόσο της θεματολογίας όσο και της προετοιμασίας της Συνόδου. Αποδέχθηκε την τοποθέτηση ως θεμάτων ημερησίας διατάξεως των από αιώνων προνομίων του, τα οποία απεδόθησαν με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων στο Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και εφαρμόστηκαν στην κανονική πράξη και τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Παράδειγμα είναι ο τρόπος απονομής της Αυτοκεφαλίας. Οι Εκκλησίες, οι οποίες έλαβαν το αυτοκέφαλο καθεστώς τους και μερικές και την Πατριαρχική τους αξία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι ίδιες παρεξήγησαν το θέμα αυτό της ημερησίας διατάξεως, και εθεώρησαν ότι είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν μία πράξη και μία τάξη, στην οποία οι ίδιες όφειλαν ουσιαστικά το κανονικό τους καθεστώς και την εκκλησιαστική τους υπόσταση. Θεώρησαν, δηλαδή, ότι η συζήτηση μερικών θεμάτων ήταν ευκαιρία για την αμφισβήτηση των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η την σχετικοποίησή τους, διά της διεκδικήσεως ρόλου και συμμετοχής σε αυτά και των άλλων Προκαθημένων. Έτσι φτάσαμε να ζητείται η συναπόφαση όλων των Προκαθημένων για την απονομή του Αυτοκεφάλου. Αποτέλεσμα ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποσύρει το θέμα αυτό από την ημερησία διάταξη και να συνεχίσει την εφαρμογή της μέχρι τώρα τηρουμένης ιεράς παραδόσεως. Ο σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι η πραγμάτευση με κριτήρια φιλοδοξίας της κανονικής τάξεως, αλλά η καταγραφή και η επικύρωση και η διαφύλαξη της ήδη τηρουμένης και καθιερωθείσης κανονικής τάξεως. Αυτό το πνεύμα διέπει όλες τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Προκειμένου, μάλιστα, περί των κανονικών προνομίων του Κωνσταντινουπόλεως, αυτά δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαπραγματεύσεως η ανταλλάγματος. Εάν τίθενται επί τάπητος, τούτο γίνεται κατά τη συνοδική παράδοση της Εκκλησίας με αποκλειστικό σκοπό την ένδειξη σεβασμού, συντονισμού, ευταξίας των κατά τόπους εκκλησιών και την πρόσκληση για περαιτέρω τήρησή της παλαιφάτου πράξεως και τάξεως.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το ζήτημα των Διπτύχων. Παρατηρήθηκε στην πορεία της συζητήσεως της υποθέσεως, ότι τα κριτήρια ενίων Εκκλησιών δεν ήταν εκκλησιαστικά και κανονικά, αλλά υπηγορεύοντο από σκοπιμότητες ξένες προς την παράδοση της Εκκλησίας. Αυτό αποτέλεσε την αιτία της αφαιρέσεως και του θέματος αυτού από την ημερησία διάταξη.

Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου, όμως, μία εύλογη, κατά την ταπεινή μου γνώμη, απορία: Γιατί χρειάζεται τόσο μακροχρόνια και ενδελεχής προπαρασκευή για την σύγκληση μιάς, έστω και τέτοιας σημασίας, συνόδου; Γιατί όλα πρέπει να προετοιαστούν εκ των προτέρων; Γιατί τα κείμενα πρέπει να είναι στο ακέραιο προσυμφωνημένα; Γιατί τα θέματα πρέπει να είναι προκαθορισμένα; Δεν συνέρχεται η Σύνοδος εν Πνεύματι Αγίω; Δεν πιστεύουμε ότι όπου εισί δύο η τρεις εν τω ονόματι του Κυρίου εκεί είναι και εκείνος εν μέσω αυτών; Έχει μήπως απολεσθεί η εμπιστοσύνη στο φωτισμό του Αγίου Πνεύματος; Η Σύνοδος είναι ο χώρος της λήψεως αποφάσεων εν Πνεύματι Αγίω και όχι χώρος επικυρώσεως ομοφώνως προετοιμασμένων κειμένων και αποφάσεων.

Η απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί. Επιτρέψτε μου απλώς να εκφράσω μερικές σκέψεις, οι οποίες ενδεχομένως να ρίξουν αμυδρό φως, η να αποτελέσουν αφορμή εποικοδομητικού διαλόγου. Η εποχή, κατά την οποία ξεκίνησε η συστηματική προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, είναι η εποχή του δυτικού επηρεασμού στον τρόπο συγκλήσεως συνεδρίων, συμποσίων, διεθνών συνδιασκέψεων, των οποίων προηγείται πάντοτε ενδελεχής προετοιμασία και σύνταξη των προς τελική έγκριση η συμφωνία προοριζομένων κειμένων, εγκυκλίων η μηνυμάτων. Όλα αυτά είναι άγνωστα στη συνοδική παράδοση της Ανατολής, ούτε μαρτυρούνται στην ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων. Αποκορύφωμα δε της δυτικής επιδράσεως και κουλτούρας, αν επιτρέπεται η έκφραση, στην διεξαγωγή συναντήσεων παντός τύπου, είναι η σύνταξη Κανονισμού διεξαγωγής Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων η και της ιδίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπερ ωσαύτως παντελώς ξένο προς την παράδοσή μας. Όλα αυτά μπορούν, όμως, να εξηγηθούν στο πνεύμα της εποχής, την μακρά απουσία συνοδικής εμπειρίας σε πανορθόδοξο επίπεδο, στην απουσία εμπιστοσύνης μεταξύ των Εκκλησιών και να αποδοθούν σε άλλους παρεμφερείς λόγους.

Οφείλουμε, όμως, να τονίσουμε στο μέλλον περισσότερο τον χαρισματικό χαρακτήρα των συνοδικών διαδικασιών και λιγότερο το θεσμικό και σχολαστικό, δίνοντας περισσότερο χώρο και επιδεικνύοντας περισσότερη εμπιστοσύνη στο Άγιο Πνεύμα.

Κλείνοντας στο σημείο αυτό την ανάλυση της εμπειρίας της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τολμώ, με βάση τα ανωτέρω, να προβώ σε προτάσεις για την επόμενη πανορθόδοξη συνοδική δραστηριότητα της Εκκλησίας.

Και ξεκινώ με την ονομασία. Η Εκκλησία δεν ετόλμησε να ονομάσει Οικουμενική τη Σύνοδο της Κρήτης. Όχι διότι δεν ήτο στην ουσία Οικουμενική, αλλά διότι α) εδεσμεύετο από την ορολογία που υιοθετήθηκε κατά την προπαρασκευαστική διαδικασία, και β) διότι υπήρχε μεγάλη χρονική απόσταση από τις τελευταίες Οικουμενικές Συνόδους και ως εκ τούτου δισταγμός για μία τόσο τολμηρή απόφαση.

Ωστόσο, στη μελλοντική Σύνοδο οφείλουμε να συνέλθουμε με την συνείδηση ότι θα είμαστε η Οικουμενική Σύνοδος της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Και τούτο παρά τις απόψεις ορισμένων, έστω και επιφανών, θεολόγων, ότι μετά το σχίσμα με την Εκκλησία της Ρώμης δεν δύναται να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος. Τα σχίσματα στην Εκκλησία πάντα υπήρξαν, αλλ᾽ ουδέποτε επηρέασαν την εκκλησιολογική και συνοδική της αυτοσυνειδησία, ούτε μείωσαν τον οικουμενικό της χαρακτήρα.

Συναφώς, όμως, προκύπτει και η αναγκαιότητα η επόμενη Οικουμενική, όπως θα ονομάζεται πλέον, Σύνοδος, να αναγνωρίσει και να αριθμήσει ως οικουμενικές τόσο την επί Φωτίου Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (έτους 879/880), όσο και την Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων του 1341 (με ενσωμάτωσιν και των τόμων των Συνόδων 1347 και 1351 ως ολοκλήρωση της αυτής Συνόδου του 1341), διότι με οικουμενική ισχύ έχουν καταγραφεί και καθιερωθεί στη θεολογική ερμηνεία οι αποφάσεις των στη ζωή της Εκκλησίας μας πανορθοδόξως.

Ο συγκαλών τη Σύνοδο δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Κωνσταντινουπόλεως, επιφορτισμένο με την ευθύνη του πρώτου στην Εκκλησία και κατοχυρωμένο προς τούτο τόσο με αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, όσο και με τη μακραίωνη παράδοση και πράξη και τάξη της Εκκλησίας, όπως αυτή τηρείται απαρέγκλιτα και ανεξαίρετα μέχρι σήμερα. Επειδή, μάλιστα, απεδείχθη ότι η επίκληση μη κοσμικών λόγων για τη σύγκληση της Συνόδου εκτός της έδρας του Πρώτου με κανέναν τρόπο δεν διευκολύνει την διεξαγωγή η τη συμμετοχή των αγίων του Θεού Εκκλησιών, η Σύνοδος αυτή πρέπει λάβει χώρα στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Κωνσταντινουπόλεως θα συγκαλέσει τις κατά τόπους εκκλησίες χωρίς την εξαίρεση των αυτονόμων εκκλησιών, όπως για λόγους σκοπιμότητος αναγκάστηκε να πράξει στο παρελθόν. Μπορεί στην Σύνοδο ψήφο να έχουν οι Εκκλησίες, αλλά πρέπει να εφαρμοσθεί η κανονική παράδοση της αποφάσεως διά της ψήφου των πλειόνων, των μειοψηφούντων μη δικαιουμένων άρνηση υπογραφής των αποφάσεων, πολλώ δε μάλλον την άρνηση της εφαρμογής τους. Το ίδιο δεν συμβαίνει, άλλωστε, στις τοπικές συνόδους των κατά τόπους Εκκλησιών; Ουδείς μειοψηφών δύναται να αμφισβητήσει το κύρος της συνοδικώς ληφθείσης αποφάσεως. Όσοι το πράττουν, επικαλούνται συνήθως εξαιρετικά ιστορικά γεγονότα και παραδείγματα τοιαύτης αρνήσεως. Είναι, όμως, γνωστό ότι η άρνηση αυτή κρύπτει άλλες σκοπιμότητες και ατζέντες.

Η επιδίωξη του συντονισμού και της προσυνεννοήσεως μεταξύ των ορθοδόξων Εκκλησιών δεν δίδει το δικαίωμα σε αυτές να λειτουργήσουν αναβλητικά η ακυρωτικά εις βάρος της πραγματοποιήσεως της ίδιας της Συνόδου. Η καλή θέληση του Προέδρου και Πρώτου στην Ορθοδοξία για εξασφάλιση όσον το δυνατόν ευρυτέρας συναινέσεως προς διαφύλαξη της ενότητος, δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως για την προώθηση οθνείων σκοπιμοτήτων.

Διότι εκ της εμπειρίας της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου βλέπουμε ότι συχνά η διαδικασία αυτή κράτησε όμηρο όλη την Εκκλησία, για να επιβληθούν λύσεις η για να επιλυθούν διμερείς διαφορές.

Η συζήτηση θεμάτων ρυθμισθέντων με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, όπως για παράδειγμα η τάξις και τα κανονικά γεωγραφικά όρια των Εκκλησιών, ουδαμώς μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβήτηση η κατάργησή τους. Όπως συνέβη σε κάθε Οικουμενική Σύνοδο, έτσι και στη μέλλουσα, οφείλουμε να επαναλάβουμε τις αποφάσεις και τη μαρτυρία των Αγίων Πατέρων, ώστε να καταδειχθεί η συνέχεια και η συνέπεια στην ορθόδοξη παράδοση και θεολογία μας.

Επειδή, όμως, δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε στα προκύπτοντα ζητήματα, οφείλουμε:

Να ρυθμίσουμε με πανορθόδοξες αποφάσεις τις περιπτώσεις αμφισβητουμένων δικαιοδοσιακών εδαφών μεταξύ των Εκκλησιών, ως π.χ. η περίπτωση του Κατάρ η της Βεσσαραβίας, οι οποίες είτε οφείλονται στις μεταβολές των συνόρων των κρατών, είτε στην μεταβολή της ονομασίας των γεωγραφικών περιοχών ανά τους αιώνες.

Να ομολογήσουμε ότι η δοθείσα προσωρινή λύση στην αντιμετώπιση του ζητήματος της ορθοδόξου διασποράς στην ουσία αποτελεί ομολογία α) της αδυναμίας μας να αποδεχθούμε την εφαρμογή εκκλησιαστικών κριτηρίων (28ος κανών της Δ´ Οικ. Συνόδου), και β) της υποταγής μας σε κοσμικές σκοπιμότητες.

Να προβούμε σε μία αξιολόγηση της μέχρι τώρα πορείας των επισήμων Θεολογικών Διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με άλλες εκκλησίες, ώστε να δοθούν οι δέουσες οδηγίες, να ληφθούν αποφάσεις και να αναληφθεί και σε αυτό το συνοδικό επίπεδο η ευθύνη τους.

Να επαναξιολογήσουμε τη χρήση του όρου ῾῾αιρετικός᾽᾽ διακρίνοντάς τον από τον ετερόδοξο χριστιανό η από τον ομόδοξο σχισματικό, κάτι που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το γράμμα και το πνεύμα των ιερών κανόνων και της πράξεως της Εκκλησίας.

Προς τούτοις, οφείλουμε να λάβουμε επίσημη πανορθόδοξη θέση έναντι της θεολογικής συζητήσεως περί της χειροτονίας των γυναικών και να διευκρινίσουε τη στάση μας έναντι της παραδόσεως της χειροτονίας αυτών στο διακονικό βαθμό.

Τέλος, μία εκκρεμότητα που οφείλει να ρυθμισθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου είναι η επικύρωση των Αυτοκεφάλων καθεστώτων των Εκκλησιών, οι οποίες έλαβαν αυτά με κανονικές πράξεις της πρωτοθρόνου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Είναι γνωστό, ότι όλες οι δικαιοδοσιακές ρυθμίσεις των παλαιφάτων Πατριαρχείων και της Εκκλησίας Κύπρου έγιναν δι᾽ αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων, μη επιδεχομένων αμφισβήτηση η μεταβολή, τούθ᾽ όπερ εκκρεμεί για τις περιπτώσεις των άλλων Εκκλησιών, όπως της Ρωσσίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας, της Ελλάδος, της Πολωνίας, της Αλβανίας και της Τσεχίας και Σλοβακίας.

Κατακλείοντας την εισήγησή μου, επιθυμώ να εξάρω την τόσο εύλογη πρόταση του Μακ. Πατριάρχου Ρουμανίας κ. Δανιήλ περί συχνής η και τακτικής συγκλήσεως τέτοιας φύσεως και βεληνεκούς Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Είναι πράγματι ανάγκη, η Εκκλησία μας να ασχοληθεί επί της ουσίας με ζητήματα, τα οποία ταλανίζουν το ποίμνιο και αποτελούν προκλήσεις για τη θεολογία μας, την ερμηνεία της πίστεώς μας, αρθρώνοντας εκκλησιαστικό και συνοδικό λόγο, όπως είναι για παράδειγμα τα βιοηθικά διλήμματα. Αν και η τακτική σύγκληση τέτοιων συνόδων δεν μαρτυρείται στην παράδοση της Εκκλησίας μας και εμπεριέχει τον κίνδυνο να καταστεί ένα είδος ρουτίνας, παρά ταύτα μία νέα μορφή πανορθοδόξου εκφράσεως συνοδικότητος θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι Συνάξεις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τις οποίες επενόησε θεοπνεύστως και εφάρμοσε καθ᾽ όλα επιτυχώς ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος.

Αν και οι πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες, το κοσμικό πνεύμα και οι ανθρώπινες αδυναμίες καθυστέρησαν επί τόσες δεκαετίες την πραγματοποίηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αν και οι ανορθόδοξοι σχεδιασμοί και τα εμπόδια κατέστησαν για πολύ καιρό τη Σύνοδο αυτή γόρδιο δεσμό, ο Κύριος ελέησε την Εκκλησία του με την αποστολή του εκκλησιαστικού εκείνου Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος με τη ρομφαία του πνεύματός του δεν έλυσε, αλλά έταμε την περιπλοκή και άνοιξε το δρόμο όχι μόνο για τη Σύνοδο αυτή, αλλά και για το μέλλον της πανορθόδοξης συνοδικής παράδοσης.

Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.

 

πηγή: http://blogs.auth.gr/moschosg/