Χριστιανική Βοιωτία: Παλαιοχριστιανική – Πρωτοβυζαντινή περίοδος (1ος – 8ος αι. μ. Χ.)
15 Ιουνίου 2018Επ’ ευκαιρία των ονομαστηρίων του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, η Πεμπτουσία δημοσιεύει ένα μικρό τμήμα από το έργο του Χριστιανική Βοιωτία, το οποίο εκδόθηκε το 2005.
Ο Απόστολος Παύλος, ο κήρυκας των εθνών όπως ονομάσθηκε, διέδωσε τον Χριστιανισμό και στην Βοιωτία. Γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας διδάχθηκε εκεί την Ελληνική γλώσσα. Όταν ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό τον απασχόλησε πρωτίστως το πρόβλημα της διάσπασης του κόσμου σε Ιουδαίους και Εθνικούς.
Μετά την αποστολική Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα κατά το έτος 49 μ. Χ., με θέμα κυρίως το πρόβλημα των Ιουδαϊζόντων Χριστιανών και εκείνων των εξ Εθνών, ο Παύλος συνοδευόμενος από τον Σίλα, τον Τιμόθεο και τον Λουκά πέρασε από την Τρωάδα στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Από εκεί επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, όπου έμειναν οι συνεργάτες του Σίλας και Τιμόθεος, ενώ ο ίδιος, συνοδευόμενος από τον Λουκά, ήρθε στην Αθήνα. Από την Αθήνα κατευθύνθηκε στην Κόρινθο, όπου έμεινε την πρώτη φορά (50-51 μ. Χ.) κοντά στον Ακύλα και την Πρίσκιλλα επί ενάμιση χρόνο. Για δεύτερη φορά ήρθε στην Κόρινθο το χειμώνα του 56-57μ Χ. Τότε ασφαλώς επισκέφθηκε την πόλη των Θηβών και την άλλη Βοιωτία, όπου λειτουργούσαν Ιουδαϊκές κοινότητες. Οι κοινότητες αυτές παρείχαν πρόσφορο έδαφος και χρησίμευαν σαν γέφυρα προσπέλασης στην μετάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος του Ιησού Χριστού.
Κατά τον μεγάλο ιστορικό και ερευνητή Σπυρίδωνα Λάμπρο (1), ο Απόστολος Παύλος συνοδευόμενος από τον Ευαγγελιστή Λουκά όχι μόνο επισκέφθηκε την πόλη των Θηβών, αλλά « εγκαθίδρυσεν Επίσκοπον εν Θήβαις, τον Ρούφον » (2), όπως στην Κόρινθο τον Έραστο και στην Υπάτη τον Ηρωδίωνα. Σε αυτόν τον Ρούφο, το γιο του Σίμωνα του Κυρηναίου, που « αγγάρευσαν ερχόμενον από τον αγρόν, ίνα άρη τον Σταυρόν του Χριστού » (3) και πρώτο Επίσκοπο Θηβών αργότερα, αναφερόταν με στοργή ο Απόστολος Παύλος, όταν έγραφε προς τους Ρωμαίους (4) « ασπάσασθε Ρούφον τον εκλεκτόν εν Κυρίω και την μήτερα αυτού ».
Ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος (5) έφερε στο φως με τις ανασκαφές του κατακόμβες και πρωτοχριστιανικούς τάφους στη Θήβα, ενώ συγχρόνως ανέλυσε τις συνθήκες ζωής των πρώτων Χριστιανών, καθώς και το μαρτυρικό τέλος πολλών εξ αυτών.
Οι τωρινές εργασίες που εκτελούνται για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στο ναό του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά από τους σεισμούς του 1981 έφεραν στην επιφάνεια μια νέα πραγματικότητα. Ο ναός είναι κτισμένος πάνω σε παλαιότερα και μεγαλύτερα κτίσματα. Τα πέρα της κόγχης αποκαλυφθέντα θεμέλια οδηγούν σε κτίρια προχριστιανικά και πρωτοχριστιανικά.
Η διάδοση του Χριστιανισμού δεν περιορίστηκε μόνον στην πόλη των Θηβών, των οποίων ο Επίσκοπος Ιούλιος μνημονεύεται το έτος 347 και ο Ανύσιος (6) υπογράφει το 341 στην σύνοδο της Εφέσου « Ἀνύσιος ἐπίσκοπος τῆς κατά Θήβας ἁγίας τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας τῆς κατά τήν Ἑλλάδα », αλλά αναπτύχθηκε και σε άλλες πόλεις της Βοιωτίας και στη γύρω από αυτή περιοχή, όπως στην Χαλκίδα και την Μεγαρίδα σύμφωνα με τις χαρακτηριστικές παλαιοχριστιανικές επιγραφές (7). Αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι και στην πόλη της Λιβαδειάς, γενέτειρα του Αγίου Ρηγίνου (8), Επισκόπου Σκοπέλου, λειτούργησε χριστιανική κοινότητα κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους. Στις Πλαταιές λειτουργούσε Εβραϊκή κοινότητα, η οποία κατέστησε ευκολότερη τη διάδοση του Χριστιανισμού. Από τους πρώτους αιώνες λειτουργεί εκεί Χριστιανική κοινότητα και μνημονεύεται ο Επίσκοπος Αθηνόδωρος (9), που υπέγραψε στα Πρακτικά της Συνόδου Σαρδικής (Σόφιας) το έτος 347. Μια χριστιανική επιγραφή των χρόνων αυτών που ανέθεσε στον τάφο τη Σκεπτιανής ο σύζυγός της αποτελεί μαρτυρία για την κοινότητα αυτή μέσα από την απορία και τον εσωτερικό του πόνο για το θάνατο της συζύγου του.
Στην Τανάγρα, όπου αποκαλύφθηκε μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική, φαίνεται και από επιγραφές ότι ο Χριστιανισμός διαδόθηκε από τους πρώτους αποστολικούς χρόνους και αμέσως μετά το διάταγμα περί ανεξιθρησκείας του Μ. Κωνσταντίνου. Της τοπικής αυτής Εκκλησίας το έτος 452 προΐσταται ο Επίσκοπος Ησύχιος.
Στην αρχαία Χαιρώνεια και στο χώρο του ιερού του Ηρακλέους σώζονται τα λείψανα μεγάλης βασιλικής. Το ψηφιδωτό δάπεδο, οι μεγάλοι κίονες, τα επιστύλια και άλλα γλυπτά τεμάχια κατά χώρα έχουν στενή συγγένεια με τις άλλες βασιλικές.
Πλησίον της μονής του Οσίου Λουκά, στον ανοικτό κάμπο προς το Κυριάκι, αποκαλύφθηκε τμήμα παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτό δάπεδο, θωράκια κι άλλα ευρήματα, που την τοποθετούν χρονικά στην περίοδο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527- 565).
Ο παλαιοχριστιανικός ναός κοντά στην Κοιλάδα των Μουσών της ’σκρης και η κεντρική τοποθεσία που σήμερα ονομάζεται Επισκοπή, δίνουν την εικόνα μιας πρωτοχριστιανικής κοινότητας. Όμοιες κοινότητες λειτούργησαν επίσης στις Θεσπιές, της οποίας Επίσκοπος το έτος 458 υπήρξε ο Ρουφίνος και στη Ζάλτσα του Κορινθιακού Κόλπου προς τη βοιωτική πλευρά και αλλού. Ευρήματα, που όλο και περισσότερα έρχονται στο φως και ιδιαίτερα επιγραφές, οδηγούν με ασφάλεια στο συμπέρασμα αυτό.
Η σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Πλατανακίου είναι κτισμένη επάνω σε μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική.
Στα αρχαία Αιγόσθενα, που βρίσκονται στις υπώρειες του Κιθαιρώνα (στα σύνορα Βοιωτίας-Αττικής) στη θέση του σημερινού Πόρτο Γερμενό, ανασκάφηκε από τον Αναστ. Ορλάνδο το 1954 μεγάλη παλιοχριστιανική βασιλική. Στις Ελευθερές αποκαλύφθηκαν επίσης δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές από τον Ε. Στίκα.
Στο Δίστομο, την αρχαία ’μβρωσο, αποκαλύφθηκαν το 1981 λείψανα συγκροτήματος τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Η έρευνα έφερε στο φως αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονται από τις κιονοστοιχίες της.
Στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους του 6 ου μ. Χ. αι., που αναφέρονται οι επαρχίες και οι πόλεις της αυτοκρατορίας της προ του Ιουστινιανού εποχής, στα όρια του Ιλλυρικού υπάγονται επτά επαρχίες, μεταξύ των οποίων και η Αχαΐα με 79 πόλεις. Ενδέκατη στη σειρά των πόλεων αυτών είναι η Άμβρωσος. Μνημονεύονται στον κατάλογο αυτό ακόμη η Αντίκυρα, στην οποία αποκαλύφθηκε αξιόλογη παλαιοχριστιανική βασιλική, οι Δελφοί, η βασιλική των οποίων είναι ένα από τα πλέον αξιόλογα μνημεία της παλαιοχριστιανικής περιόδου, η Στείριδα, η Θήβα, η Δαύλεια, η Λιβαδειά, η Άμφισσα, πόλεις στις οποίες αποκαλύπτονται συνεχώς παλαιοχριστιανικές βασιλικές, που μαρτυρούν την ακμή της περιοχής. Τελευταία αναφορά για την Άμβρωσο θα γίνει τον 8 ο μ. Χ. αι., όπως και σε άλλες περί αυτήν πόλεις, στο Codex Paris Grec 1555 Α΄ που γίνεται λόγος για την « Τάξιν πρωτοκαθεδρίας των οσιωτάτων Πατριαρχών, Μητροπολιτών και αυτοκεφάλων εκκλησιών του Βυζαντινού κράτους».
Δύο χιλιόμετρα βόρεια των σημερινών Λουκισίων, στα παράλια του Ευβοϊκού Κόλπου, αποκαλύφθηκε η παλαιοχριστιανική βασιλική της Ανθηδόνος. Είναι μία επιμήκης βασιλική με τρία κλίτη, της οποίας δεν διασώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη. Διασώθηκε όμως το ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά σχήματα, όπως οκτάγωνα, ρόμβοι και άλλα σχέδια. Στην Ανθηδόνα, που καταστράφηκε από τον Σύλλα κατά το 86 π. Χ., όταν καταδίωκε το στρατηγό του Μιθριδάτη Αρχέλαο, φαίνεται ότι αναπτύχθηκε παλαιοχριστιανική κοινότητα με την Εκκλησία της.
Πολλές είναι οι πληροφορίες για το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (10) για τη Θήβα και τη Βοιωτία γενικότερα. Ο Ευάγριος μας πληροφορεί για τους καταστρεπτικούς σεισμούς των ετών 543 και 551 γράφοντας: «σεισμούς εξαισίους ανά την Ελλάδα γενέσθαι, την τε Βοιωτία και Αχαίαν και τα περί τον κόλπον τον Κρισαίον κατασεισθήναι και χωρία ανάριθμα και πόλεις ες έδαφος ενεχθήναι » (11) . Ο Ιουστινιανός φρόντισε για την περιοχή και όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος ανανέωσε και στερέωσε όλα τα τείχη των πόλεων της Βοιωτίας και ιδιαίτερα των Θηβών, των Πλαταιών, όπως και της Χαλκίδας. Αν και ο αυτοκράτορας είχε να αντιμετωπίσει δύο σκληρούς εχθρούς, τους σεισμούς και τις επιδρομές των αλλοφύλων, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία και τους δύο, μολονότι κατά την διάρκεια της βασιλείας του η Βοιωτία δέχθηκε δεκατρείς περίπου βαρβαρικές επιδρομές και λεηλασίες.
Και κατά τον επόμενο αιώνα συνεχίσθηκαν οι επιδρομές και οι επιθέσεις με προσπάθεια να καταλυθεί η Αυτοκρατορία. Ξένοι λαοί, όπως Βούλγαροι, ’βαροι, Σλάβοι, Ούννοι, ’ραβες, Νορμανδοί, Δαλμάτες, Σαρακηνοί και Ρώσοι ταλαιπώρησαν την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα η περιοχή της Βοιωτίας δέχθηκε λεηλασίες και παντός είδους καταστροφές από τους Σλάβους, για τους οποίους γράφει το Χρονικό του Γαλαξειδίου: « άνθρωποι αγριωποί και χριστομάχοι εμπήκασι στην Ελλάδα και από σπαθιού και κονταρίου εχαλάσασι των χριστιανών και ετραβήξασι ίσα στον Μωρέα » (12).
Εκτός από τις επιδρομές αυτές και ένα άλλο γεγονός, η αντιδραστική στάση των «Ελλαδικών»( δηλ. των κατοίκων του Θέματος της Ελλάδος, της περιοχής που, όπως ελέχθη, ορίζεται από τον Πηνειό μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου, φθάνει προς τα δυτικά μέχρι την Αιτωλία και περιλαμβάνει την Θεσσαλία, τη Φθιώτιδα, τη Βοιωτία, την Εύβοια, την Αττική και την Μεγαρίδα ), στην πολιτική του Αυτοκράτορα Λέοντα του Γ΄, υπερμάχου της Εικονομαχίας, συνετέλεσε στην περαιτέρω υποβάθμιση της Βοιωτίας. Οι Ελλαδικοί επαναστάτησαν και με πολυάριθμο στόλο και αρχηγούς τον Αγαλλιανό και τον Στέφανο κατευθύνθηκαν προς την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να στέψουν δικό τους αυτοκράτορα, τον Κοσμά. Τον Απρίλιο του 727 υπέστησαν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης πανωλεθρία, ο στόλος τους πυρπολήθηκε, οι αρχηγοί τους αποκεφαλίσθηκαν και μια ασθένεια ολοκλήρωσε την καταστροφή.
Η εξέγερση όμως αυτή, που κινήθηκε και υποστηρίχτηκε από τον Πάπα της Ρώμης, στον οποίο υπαγόταν η περιοχή, έφερε και ένα ευεργετικό αποτέλεσμα, τη βίαιη δηλαδή απόσπαση και υπαγωγή των Ελλαδικών στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (13) .
Οι αιώνες 7 ος και 8 ος γενικότερα δεν παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τη Βοιωτία, για τούτο και δικαιολογημένα ονομάζονται «σκοτεινοί ή αιώνες της σιωπής ».