Αρχέγονος κατάστασις και πτώσις
2 Νοεμβρίου 2018Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, προέχει η επίγνωση της αρχέγονης καταστάσεως του ανθρώπου, πριν αυτός συνειδητοποιήσει την κατάσταση της θεώσεως, στην οποίαν ο Θεός τον καλεί. «Εάν μη γνώμεν οίους ημάς εποίησεν ο Θεός, ουκ επιγνωσόμεθα οίους εποίησεν η αμαρτία» [13], επισημαίνει. Και για τον άγιο Θεόληπτο σημαντικότατη είναι η ανάδυση και διατήρηση της μνήμης «των εν αρχή συνθηκών» [14].
Η προπτωτική κατάστασις, κατά τον άγιο Γρηγόριο, είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την αφθαρσία. [15]. Θεωρεί την ύπαρξιν «χυμού», καθώς και τα σχετικά «κάθυγρος ηδύτης», «κάθυγρος ηδονή» [16] κ.λ.π ως αποτελέσματα της Πτώσεως. Κατά τον άγιο Θεόληπτο, ηδονή είναι η αίσθηση της ολοκληρώσεως ενός σκοπού και της εκπληρώσεως ενός προορισμού, ενώ η ποιότητά της εξαρτάται από το ποιον και των δύο. Διακρίνει συνεπώς δύο ειδών ηδονές [17], με αυτονόητο συλλογισμό ότι η ηδονή που συνδέεται με το περιορισμένο μέσα στα όρια του κτιστού κόσμου σώμα να είναι σαφώς κατώτερη της ηδονής που συνδέεται με το ερχόμενο σέ επαφή με τον Άκτιστο νοερό και αόρατο μέρος του ανθρώπου [18]. Τι ήταν όμως εκείνο, το οποίο βρισκόταν ως πηγή ηδονής στον Παράδεισο; Ολίγον ασχολείται ο άγιος Θεόληπτος με τον Παράδεισο ως χώρο. Κατ’ αυτόν, η έννοια του Παραδείσου δεν έρχεται να απαντήσει το ερώτημα για το «που» αλλά για το «πως» της αρχέγονης καταστάσεως του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χαρακτηρισμός του Παραδείσου ως αγγελικής πολιτείας [19], μάς επιτρέπει να τον θεωρήσουμε ως απεικόνιση ενός πλέγματος συνθηκών με κύρια χαρακτηριστικά την ελευθερία και μία συγκεκριμένη ποιότητα σχέσεως του ανθρώπου με τον εαυτό του, τον συνάνθρωπο και τον Θεό [20]. Την μεγαλειώδη προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου να εξέρχεται του εαυτού του και να σχετίζεται αγαπητικά με τον συνάνθρωπο αλλά και την αντίστοιχη πνευματική κατάσταση προς την οποίαν ο αγωνιστής πρέπει συνεχώς να τείνει, εικονίζει ο άγ. Θεόληπτος δια των γεγονότων της δημιουργίας της γυναίκας [21]. Η παρουσία της γυναίκας και η μεταξύ άνδρα και γυναίκας σχέση αποτελεί ζωή για την ανθρώπινη ύπαρξη, αντίστοιχη της ζωής που δώρισε στο ανθρώπινο γένος ο Σταυρός [22]. Την εκτίμησή του προς το πρόσωπο της γυναίκας – και συνεπώς την προτροπή προς τους συγχρόνους του για αντίστοιχη τοποθέτηση και συμπεριφορά απέναντί της – τεκμηριώνει ο συνδυασμός της ανοικοδομής και αποκαλύψεως της στον άνδρα με την αποκάλυψη του Θείου μυστηρίου του Χριστού στον άνθρωπο [23]. Η χάριν της ελευθερίας από τους γονεϊκούς δεσμούς έξοδος που προϋποτίθεται στην συνάντηση άνδρα-γυναίκας [24] εικονίζει την αποκόλληση από κάθε γήινο δεσμό προς συνάντησιν του Χριστού. Το πνευματικό όμως αυτό ζητούμενο υποδεικνύει συγχρόνως την ποιότητα και την αιτία της αγαπητικής σχέσεως των δύο και παραπέμπει ευθέως στις προπτωτικές συνθήκες. Η γυναίκα εικονίζει την εν Χριστώ ζωή και η σχέση της με τον άνδρα δεν μπορεί παρά να είναι σχέση σταυρική, δηλαδή σχέση εξόδου προς συνάντηση, σχέση θυσίας του ἰδίου θελήματος με τελικό στόχο την απόλυτη ένωση των διεστώτων [25].
Η προνομιούχος θέσις του ανθρώπου μέσα εις την δημιουργίαν δεν μπορούσε να καταστραφεί, παρά μόνον από τον ίδιον. Κατά τον άγιο Γρηγόριο, η παρακοή είναι εκείνη, η οποία υποβιβάζει τον άνθρωπο στο επίπεδο των αλόγων κτηνών [26]. Όλη η δημιουργία ακολουθεί «συστενάζουσα» [27] τον άνθρωπο από την αφθαρσία προς την φθορά, καθόσον «ρευστή είτ’ ούν φθαρτή η κτίσις, φασίν, ου κατεσκευάσθη πρότερον. ύστερον δε διαφθαρείσα και υπαγείσα τη ματαιότητι, κατά την Γραφή, ήγουν τω ανθρώπω» [28]. Τι συνεπάγετο η μεταλλαγή αυτή; Χωρισμό ανθρώπου και Θεού. Ο άνθρωπος στερήθηκε την αίσθηση του Θεού [29]. Η επιστροφή είναι πλέον αδύνατος. Η μεν αρχική καθαρότητα καταλύθηκε από την «αλογίας έξιν», η δε αφθαρσία από την «σαρκός φθοράν» [30]. Τις θέσεις αυτές συμπληρώνει η προσπάθεια του αγίου Θεολήπτου να διερευνήσει την βαθύτερη ουσία του προπατορικού πειρασμού, όταν η Εύα «τω όφει προσομιλή» [31]. Ο Πειρασμός προφανώς γνωρίζει την κατά φύσιν επιθυμία του ανθρώπου να ομοιάσει στον Δημιουργό, όπως και την ηδονή που επιφυλάσσει στον άνθρωπο η από βαθμίδα σε βαθμίδα προσέγγιση αυτού του στόχου [32]. Αυτή την τάση δεν μπορεί να την αναστείλει. Αυτό όμως που επιτυγχάνει είναι το να δηλητηριάσει [33] την σχέση ανθρώπου-Θεού. Παραμορφώνει την εικόνα που έχει ο άνθρωπος για τον Θεό, παρουσιάζοντάς Τον ως εξουσιαστή, φοβούμενο μην απολέσει την απόλυτη κυριαρχία Του [34]. Με την αποδοχή μιας τέτοιας ψευδο-Θεϊκής εικόνας, ο άνθρωπος μεταβάλλει την αγαπητική σχέση του με τον Δημιουργό του σέ ανταγωνιστική, ενώ συγχρόνως το δαιμονικό «έσεσθε ως Θεοί» αλλοιώνει όχι μόνο την εικόνα του Θεού αλλά και τον άνθρωπο ως εικόνα Του. Δεν είναι η ηδονή της βρώσεως, δια της οποίας «ο προπάτωρ…τω θανάτῳ υπήχθη» [35]. Είναι η διακοπή του συνδέσμου με τον Θεό που η παρακοή αυτή σηματοδοτεί [36] και οδηγεί τον άνθρωπο στην «των ματαίων ηδονή» [37]. Πείθεται να απαρνηθεί την καθ’ ομοίωσιν της θείας μακαριότητας έλλογη ηδονή της κενώσεως εκ του ιδίου θελήματος και να αναζητήσει την άλογη ηδονή της διαρκούς και συγχρόνως πάντοτε ελλιπούς τροφοδοσίας του «εγώ», υποβιβαζόμενος στο επίπεδο των βυθισμένων στους νόμους της φθοράς όντων [38]. «Οι ταις ηδοναίς των ιδίων θελημάτων ακολουθούντες» [39] απομακρύνονται «της αρρήτου και θείας ηδονής» [40], επιλέγοντας την αγωνία της εξουσιαστικής αυτοπεριχαρακώσεως από την μακαριότητα της αγαπητικής αυθυπερβάσεως.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ