Η ζωή των κτηνοτρόφων Βλάχων μετά το ’60 μέσα από μαρτυρίες

25 Ιανουαρίου 2019

Μετά το ’60 που βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο των κτηνοτρόφων, ένα μέρος αυτών, στο διάβα προς τα χειμαδιά νοίκιαζε στην Καλαμπάκα που δεν υπήρχαν κοινοτικές εκτάσεις βοσκολίβαδα με τριφύλλι.

«Ύστερα πηγαίναμε έξω απ’ το Καστράκι στα τριφύλλια, όχι στο χωριό μέσα. (…) Στην Καλαμπάκα, στα Μετέωρα από κάτω. (…) Βοσκούσαμε στα τριφύλλια, νοικιάζαμε τριφύλλια εκεί, γιατί δεν είχε… (…) … κοινοτικό έδαφος για να βοσκήσουν. (…) Για εκείνη τη βραδιά. Και κοιμόμασταν ακριβώς εκεί που είναι το κέντρο υγείας, στο Καστράκι… έξω από την Καλαμπάκα. (…) 2,3 ώρες, 4 το απόγευμα, το μεσημέρι μέχρι το βράδυ (…).» (Α.Ν, ΣΥΝ.30, ΑΠ.116). Οι ντόπιοι «έβγαιναν γιατί ήξεραν γιατί έρχονται οι Βλάχοι και έβγαιναν και έχουν τριφύλλι, θέλουν να το νοικιάσεις. (…) Φρέσκο, ναι. Χλωρό.» (Α.Ν, ΣΥΝ.30, ΑΠ.117). Οι κτηνοτρόφοι τους έδιναν το συμφωνηθέν ποσό και ύστερα οι ένοικοι έφευγαν. «(…) μας το ‘διναν εκεί, έφευγαν αυτοί. Εμείς καθόμασταν μέχρι τι ώρα καθόμασταν και ύστερα φεύγαμε. Πηγαίναμε στα βαγόνια, στο σταθμό, στο τρένο στην Καλαμπάκα και τα φορτώναμε στα βαγόνια.» (Α.Ν, ΣΥΝ.30, ΑΠ.118). Αγορά ζωοτροφής απαντούμε και στις περιπτώσεις όπου χιόνιζε καθ’ οδόν. Αν βρίσκονταν οι κτηνοτρόφοι κοντά σε χάνι προμηθεύονταν από ‘κει χορτάρι. Αν πάλι βρίσκονταν κοντά σε χωριό οι γηγενείς κάτοικοι τους πλησίαζαν προσπαθώντας να τους πουλήσουν ακριβά το χορτάρι που είχαν συγκεντρώσει στις αποθήκες τους γι’ αυτόν τον σκοπό. Στις περιπτώσεις όπου τους έπιανε το χιόνι καθ’ οδόν, αλλά δεν υπήρχε χωριό σε κοντινή ακτίνα για να τους προμηθεύσει χορτάρια, έμεναν τα πρόβατα νηστικά.

«Με το χιόνι αν μας έπαιρνε το χιόνι έπεφτε στα χαμηλώματα. Ή αν όμως ήταν πολύ το χιόνι και διαρκούσε μέρες, τα ‘παιρνες στον δημόσιο τον δρόμο και πήγαινες στα Τρίκαλα, στα χάνια … (…) Εκεί που , που, που ήταν για τους κερατζήδες, ήταν πανδοχεία … Πώς τα λεν’ αυτά τα … Τα χάνια, όπως είναι τα ξενοδοχεία τότε, τότε ήταν τα χάνια. Χάνια λέγονταν. Και πήγαιναν οι κερατζήδες με τ’ άλογα, γιατί τότε περνούσαν και καραβάνια από άλογα φορτωμένα. Κουβαλούσαν από τα Τρίκαλα, την Καλαμπάκα, κουβαλούσαν εδώ, από εδώ πήγαιναν κάτω με κόσμο με… Δεν ήταν λεφορεία τότε. Δεν ήταν λεφορεία. Από τότε το ’39 που σου λέω εγώ μέχρι το ’40 δεν ήταν λεφορεία. Ένα φορτο… φορτο… (…) Πώς λέγεται αυτό; Με πράγματα και με κόσμο. (…) Αυτοκίνητο. Ένα αυτοκίνητο ερχόταν εδώα. Ένα απ’ τα Τρίκαλα, ένα απ’ τα Γιάννενα. Και εκεί πήγαινες άμα σε έπαιρνε χιόνι πολύ πήγαινες εκεί και έπαιρνες χορτάρι και τάιζες στον δρόμο χορτάρι και… (…) Μπορούσες να αγοράσεις χορτάρι από τα χάνια, γιατί (…) Έβρισκες και απ’ τα σπίτια, αυτοί οι γεωργοί που είχαν μάσει τριφύλλια απ’ το καλοκαίρι (…). Έπαιρνες χορτάρι και τα τάιζες τα πρόβατα. Ερχόταν ο άλλος από πίσω και αυτός πάλι. Αυτοί οι γεωργοί για να ξοδέψουν αυτά τα … τέτοια εποχή ήθελαν. Γιατί αν θέλεις έπαιρναν και … πουλούσαν ακριβά ήταν ακριβά τα χορτάρια.» (Σ.Μ, ΣΥΝ.20, ΑΠ.119)

«Εκεί καθόταν και νηστικά τα πρόβατα μια μέρα, δύο. Καθόταν. (…) Δεν παθαίναν και τίποτα, μια μέρα δυο.» (Σ.Μ, ΣΥΝ.20, ΑΠ.120)

Οι κτηνοτρόφοι του Μετσόβου είχαν δύο βασικούς λόγους για να καθυστερήσουν το ταξίδι τους, κατά το δυνατόν. Πρώτον, για να μην φαγωθεί το χορτάρι από νωρίς στα χειμερινά βοσκοτόπια, για «ν’ απαντήσουν το λιβάδι να χορταριάσει καλύτερα» (Καρατζένης, 1991, σ. 174). Δεύτερος λόγος ήταν η έλλειψη τρεχούμενου νερού στα χειμαδιά, που συνεπάγονταν δυσκολίες στο πότισμα των ζώων, στο μαγείρεμα, στο πλύσιμο των ρούχων και των ανθρώπων. «Το νερό ήταν το κυριότερο.» (Α.Ν, ΣΥΝ.30, ΑΠ.121).

Το φθινοπωρινό ταξίδι διαρκούσε περισσότερες μέρες σε σχέση με το ανοιξιάτικο ταξίδι προς το Μέτσοβο, α) λόγω δύσκολων καιρικών συνθηκών (βροχή, χιόνια, ομίχλη, κρύο), β) ήταν βαριές οι προβατίνες καθώς ότι ήταν έγκυες, γ) η μέρα ήταν μικρή, το φως δεν διαρκούσε πολλές ώρες και δ) καθυστερούσαν επίτηδες, όσο τους επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες και οι γέννες των προβάτων, για να μην φαγωθεί το χορτάρι στα χειμαδιά ευθύς εξαρχής, όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα.

«Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και ανάλογα άμα ήταν καλός καιρός και αυτό και έβρισκε χορτάρια στο δρόμο καθυστερούσε επίτηδες για να μην πάει να φάει το χορτάρι κάτω για να το ‘χει για τον χειμώνα.» (Κ.Μ, ΣΥΝ.19, ΑΠ.122)

«Το φθινόπωρο γιατί ήταν έγκυος τα πρόβατα και θα έπρεπε να παν ξεκούραστα, να μην τα κουράζουμε. Και τα καθυστερούσαμε, ένας λόγος ήταν αυτός, κι ο άλλος ήτανε, γιατί θα έπρεπε να καθυστερήσουν για τον λόγο που και θα βρίσκαμε χορτάρια περισσότερα και θα ‘πιαναν νερό τις βροχές, θα βρίσκαμε νερό, γιατί ήταν μεγάλο κοπάδι, ήταν πολλά τα πρόβατα και για να κουβαλήσεις νερό είναι… δεν τα χόρταινες με τίποτα, έπιναν πολύ νερό τα πρόβατα (…).» (Δ.Μ, ΣΥΝ.9, ΑΠ.123)

«Άμα ήταν κακοκαιρία στόχευες όσο περισσότερο. Άμα έβρισκες χορτάρι στον δρόμο και δεν είχε χορτάρι κάτω ήθελες να πας όσο πιο αργά. Υπήρχαν πολλοί παράγοντες που επηρέαζαν μια κατάσταση. Άμα σου γεννούσαν τα πρόβατα δεν είχες να τα κάνει τ’ αρνιά, κάθε μέρα σου γεννούσαν από είκοσι πρόβατα, λέμε, έπρεπε να έχεις … μαζευόταν μάνι μάνι 100 αρνιά. 100 αρνιά τι να τα ‘κανες αυτά; Δεν μπορούσες να τα μεταφέρεις. Αν σου γεννούσαν… (…) Οπότε άμα ζόριζαν ας πούμε, ότι γεννούσαν τα πρόβατα, έκανες δύο κονάκια την ημέρα. (…) Τα περπατούσες (…) το περπατούσες περισσότερο (…). Αν όμως, ας πούμε, δεν σε ζόριζε κάτι, ήταν καλός ο καιρός, είχε χορτάρι εκεί που πήγαινες και κάτω εκεί στα χειμαδιά ήξερες ότι δεν είχε χορτάρι, δεν είχε βρέξει, έλεγες «Ας χαζέψουμε». Υπάρχουν αυτοί που κάναν και 15 μέρες στον δρόμο, ή στο ίδιο το κονάκι μπορεί να καθόταν κι άλλη μέρα αν δεν είχαν προβλήματα. Κατάλαβες; Ανάλογα τις χρονιές και ανάλογα πώς ερχόταν τα πράγματα.» (Α.Τ, ΣΥΝ.26, ΑΠ.124)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ