Ο Μέγας Βασίλειος για την μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων

30 Ιανουαρίου 2019

Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι θα ήταν οπωσδήποτε υπερβολικό, αν ο επίσκοπος Καισαρείας δεν ονομαζόταν Μέγας, λόγω των έργων των πράξεων του όσο και των λόγων του [1]. Ο Βασίλειος Καισαρείας ( 320 – 379 ) [2] έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στο ζήτημα της διαπαιδαγώγησης των νέων στην εποχή του. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στον Επιτάφιο λόγο του προς τον Μέγα Βασίλειο τον χαρακτηρίζει ως «παιδαγωγώ της νεότητος» [3]

Η παιδεία διαχρονικά αποτελεί ένα από τα μεγάλα πολύπλευρα κοινωνικά προβλήματα. Πιο μεγάλα τα προβλήματα αυτά γίνονται όταν βρισκόμαστε σε μεταβατικές εποχές, μια εκ των οποίων υπήρξε και ο Δ’ αι. όπου έδρασε ο Μέγας Βασίλειος [4]. Την περίοδο αυτή την χαρακτηρίζει η πάλη του ορθόδοξου δόγματος με την εκάστοτε αίρεση που εμφανιζόταν. Ο χριστιανισμός δεν είχε εδραιωθεί ακόμη, όχι τόσο στην κρατική του αποδοχή, όσο στη συνείδηση των κατοίκων της νέας αυτοκρατορίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάζει και τον τομέα της παιδείας. Οι μεγάλες διώξεις των πρωτοχριστιανικών αιώνων πλέον είχαν πάψει. Αλλά όλα πήγαν να διαλυθούν όταν την διοίκηση της αυτοκρατορίας ανέλαβε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ( 361 – 362 ). Ο Μέγας Βασίλειος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον αυτοκράτορα κατά την διάρκεια τον φοιτητικών του χρόνων στην πολίχνη των επιστημών την περίοδο εκείνη, την Αθήνα [5]. Ο Ιουλιανός με την αντιχριστιανική του νομοθεσία έπληττε και την χριστιανική παιδεία. Ιδιαίτερα με τον εκπαιδευτικό νόμο, ο οποίος έθετε στο περιθώριο όλους τους χριστιανούς διδασκάλους της εποχής, με αποτέλεσμα να μην έχουν το δικαίωμα να διδάσκουν [6].

Το κατ’ εξοχήν έργο του Μεγάλου Βασιλείου, το οποίο ασχολείται με τις παιδαγωγικές αντιλήψεις του μεγάλου πατρός είναι το επιγραφόμενο «Προς τους Νέους όπως αν εξ Ελληνικών ωφειλοίντο λόγων» [7]. Το έργο αυτό γράφτηκε σε μια εποχή, όπου ο Βασίλειος, ηλικιωμένος πια και με ώριμη σκέψη, άνετα εκτελεί μια αποστολή καθοδηγητή και διδασκάλου. Αφορμή φαίνεται ότι ήταν η ανάγκη να καθοδηγήσει τους ανηψιούς του ή κάποιους άλλους νέους που συνδέονταν πνευματικά με τον Βασίλειο, οι οποίοι σπούδαζαν κοντά σε εθνικούς διδασκάλους, όπως άλλωστε είχε κάνει και ο ίδιος στα νεανικά του χρόνια. Το όλο έργο διαιρείτε σε δέκα κεφάλαια. Δεν γράφτηκε με σύστημα και αξιώσεις μιας γνήσιας επιστημονικής έρευνας, δηλαδή με την αξίωση να ερευνηθούν και να αναλυθούν οι αρχαίοι συγγραφείς, να συγκριθούν με τα διδάγματα του Χριστιανισμού και να βγουν συμπεράσματα από έναν τέτοιο συστηματικό παραλληλισμό. Τέτοια επιστημοσύνη δεν επιχειρεί να χρησιμοποιήσει εδώ ο Βασίλειος. Για αυτό παρόλο που αναφέρει ορισμένους αρχαίους συγγραφείς, παραλείπει να μνημονεύσει άλλους εξ ίσου σημαντικούς, χωρίς αυτή η παράληψη να στηρίζεται σε συνειδητή διάκρισή και αξιολόγηση. Με το σκοπό να συμβουλέψει και να κατευθύνει τους νέους, χρησιμοποιεί τις άφθονες γνώσεις του, που είχε αποκομίσει από τις σπουδές του, αντλεί από το αποθησαυρισμένο απόθεμα της μορφώσεως του, και διατυπώνει κρίσεις και σχόλια, χρήσιμα για το σκοπό του [8].

Κατά βάση λοιπόν, το έργο αυτό δεν έχει χαρακτήρα επιστημονικό. Μπορεί να καταταχθεί στο είδος του «Δοκιμίου». Ο τίτλος του «Δοκιμίου» δόθηκε στα προϊόντα εκείνα του πνεύματος, στις «πραγματείες», όπου ο συγγραφέας δεν επιζητεί να ερευνήσει το θέμα με επιστημονικό σύστημα και να το εξαντλήσει σε βάθος. Η αυθόρμητη διάθεση, η προσωπική σκέψη η αδέσμευτη από τους κανόνες που διέπουν άλλα είδη του λόγου, ο ελεύθερος στοχασμός, με προσωπικούς τόνους κι αποχρώσεις, αλλά μαζί με μια υπεύθυνη κατοχή ορισμένων βασικών επιστημονικών δεδομένων, συνθέτουν την έννοια του δοκιμίου. [9]

Το περιεχόμενο του έργου διαιρείτε σε δύο βασικές αρχές: α) ότι η σπουδή των αρχαίων είναι ωφέλιμη και αναγκαία στους νέους και β) ότι η σπουδή των αρχαίων πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή.

Βασιζόμενος ό Μ. Βασίλειος στην πρώτη αρχή ερμηνεύει και μας λέει πως η μελέτη των αρχαίων συγγραφέων μας βοηθάει, στην κατανόηση των ιερών κειμένων. Σύμφωνα με αυτόν για να κατανοήσουμε σαφώς τα νοήματα της Αγίας Γραφής , πρέπει πρώτα να περάσουμε από τους αρχαίους. Η ιδέα αυτή επαναλαμβάνεται και από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. [10] Προσωπικά όμως για τον Μ. Βασίλειο, η ιδέα αυτή δεν είναι απλός κανόνας σπουδής. Αντιπροσωπεύει ένα βαθύ βίωμα του ιδίου, το οποίο του έχει αφήσει έντονα ίχνη στη ζωή του. Σε μια επιστολή του στον Ευστάθιο τον Σεβαστηνό γράφει: « Σπούδασα χρόνια, ξόδεψα σχεδόν όλη την νεότητα μου, προσπαθώντας να αφομοιώσω διδασκαλίες μάταιες. Μια μέρα όμως ξύπνησα και είδα το θαυμάσιο φως του Ευαγγελίου. Τότε είδα πόσο ανώφελη ήταν η σοφία των αρχόντων του κόσμου τούτου. Έκλαψα πολύ για την άθλια ζωή μου και ευχόμουν να μου δοθεί χειραγωγία στα δόγματα της ευσεβείας». [11] Η ειλικρινής αυτή εξομολόγηση του, εάν ερμηνευθεί ορθά, έχει την έννοια, ότι, για την αποκάλυψη του θείου, η αρχαία σκέψη δεν βοηθάει αποτελεσματικά. Από αυτή την άποψη είναι και ματαιοπονία. Άσχετη όμως προς αυτήν την σκέψη είναι η άποψη ότι, εάν θέλει κανείς να μορφωθεί για να εννοήσει καλύτερα τα ιερά κείμενα, πρέπει να περάσει από την καλλιέργεια που μας δίνει η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.

Τα πικρά λόγια επομένως της επιστολής προς τον Ευστάθιο, δεν έρχονται σε σύγκρουση με την πρώτη αρχή του κειμένου του, γιατί και αυτή διατυπώνει το ίδιο νόημα: Τα ιερά βιβλία μας φωτίζουν με τη μυστική διδασκαλία τους. Ως που να φτάσουμε όμως στο βαθύτερο νόημα τους, πρέπει να οπλιστούμε με όλα τα χρήσιμα όπλα. Και ένα από αυτά είναι και η μελέτη της «Έξωθεν σοφίας». [12]

Η δεύτερη αρχή που διέπει το όλο έργο αυτό, αναφέραμε είναι ο κίνδυνος που εγκυμονεί η ανούσια μελέτη των αρχαίων συγγραφέων. Για τον λόγο αυτό ο Μ. Βασίλειος θα επιστήσει στους νέους να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Έτσι αφού προηγουμένως είχε αναφερθεί στην σπουδαιότητα της μελέτης τώρα έρχεται και τονίζει την ιδιαιτερότητα που πρέπει να υπάρχει στον τρόπο της μελέτης. Η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται στον όρο της επιλογής. Αρκεί, αναφέρει, να ξέρουμε να διαλέγουμε τι πρέπει να πάρουμε από τους αρχαίους και τι να απορρίψουμε. Χωρίς τον όρο αυτό η επιρροή τον νέων από τους αρχαίους συγγραφείς θα ήταν μεγάλη. Για να κατανοήσουμε πλήρως την ιδιαιτερότητα αυτή θα πρέπει να μεταφερθούμε στην εποχή συγγραφείς του έργου, όπου ήταν έντονη η πολεμική των «εθνικών» κατά του Χριστιανισμού. [13]

Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως το έργο στηρίζεται στις δύο αρχές που υποστηρίξαμε ανωτέρω. Από αυτές η πρώτη είναι και η επικρατέστερη. Η δεύτερη αρχή είναι μετριασμός της πρώτης. Αξία πρωταρχική είναι η γενική έξαρση της παιδευτικής αξίας των αρχαίων. Η γενική αναγνώριση των αρχαίων κειμένων αποτελεί τη βάση και το θεμέλιο του έργου. Αυτή ακριβώς η σαφής προτροπή και κατεύθυνση των νέων προς την κλασσική παιδεία, αποτελεί ανεκτίμητη προσφορά στους ανθρώπους της εποχής του και φωτεινό οδηγό για την πνευματική τους ανάπτυξη. [14]

 

Παραπομπές:

1. Ν. Γ. Πολίτη, Η φιλοσοφία εις το Βυζάντιο, τόμος πρώτος Α’ – ΣΤ’ αιώνες, Εν Αθήναις 1982 σ. 248.
2. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε Π. Κ. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος, Βίος και πολιτεία, Συγγράμματα, Θεολογική σκέψις, Θεσσαλονίκη 1978.
3. P. G 36, 604 C.
4. Βλ. Β. Ν. Τατάκη, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, Αθήνα 1989 σ.σ: 67 – 138, καθώς επίσης και τα έργα: Αδ. Διαμαντόπουλου, Βασίλειος ο Μέγας και τα Ελληνικά γράμματα, Εν Αθήναις 1937, Β. Κ. Έξαρχου, Παιδαγωγικαί γνώμαι του Μ. Βασιλείου. Ά. Η φύσις του ανθρώπου και το μορφώσιμον αυτού, Εν Αθήναις 1938, σσ. 6 – 56.
5. Κ. Δυοβουνιώτου, Ο Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Θεολόγος ως φοιτηταί του αρχαίου Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1931.
6. Μ. Δ. Στασινόπουλος, Μορφές από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Ιστορική εισαγωγή στον «Λόγο προς τους Νέους» του Μεγάλου Βασιλείου, Ψυχικό 1972, σσ. 84 – 87.
7. P. G 31, 564 – 589. Καθώς επίσης και την κριτική έκδοση του F. Boulanger, Aux jeunes gens, sur la maniere de tirer profit de letters helleniques, Paris 1965.
8. Μ. Δ. Στασινόπουλος, Μορφές από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Ιστορική εισαγωγή στον «Λόγο προς τους Νέους» του Μεγάλου Βασιλείου, Ψυχικό 1972 σσ. 211 – 212.
9. ο.π. σ. 212
10. ο.π. σ. 219
11. Β. Ν. Τατάκη, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, Αθήνα 1989, σ. 91 (Από όπου και η μετάφραση του αποσπάσματος).
12. Μ. Δ. Στασινόπουλος, Μορφές από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Ιστορική εισαγωγή στον «Λόγο προς τους Νέους» του Μεγάλου Βασιλείου, Ψυχικό 1972, σ. 220.
13. ο.π. σ. 220.
14. ο.π. σ. 221 – 222.