π. Γεώργιος Μεταλληνός, «χθές και σήμερον ο αυτός»

3 Ιανουαρίου 2019

Ασφαλώς και κάθε λόγος έχει τον αντίλογό του, ώστε ο κάθε καλοπροαίρετος και φιλαλήθης αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα για κάθε εξεταζόμενο θέμα. Θα ήθελα να αναφερθώ εντελώς αυθόρμητα και χωρίς προδιάθεση δικαιώσεως του πολυσέβαστου π. Γεωργίου Μεταλληνού, σε ένα πρόσφατο δημοσίευμα ενός ιστολογίου, στο οποίο κατά τη γνώμη του γράφοντος, εντελώς αντιεπιστημονικά και χρησιμοποιώντας ανυπόστατα επιχειρήματα, αποδίδεται το χαρακτηριστικό της υιοθέτησης και εξύμνησης εκ μέρους του π. Γεωργίου, προβληματικών εκκλησιολογικών θέσεων σύγχρονου ακαδημαϊκού θεολόγου, ενάντια στη διαχρονική εκκλησιαστική παράδοση.

Το τεράστιο θεολογικό έργο και η εν γένει προσφορά του π. Γεωργίου είναι ήδη γνωστά και ως εκ τούτου δεν διακατέχομαι από την ψευδαίσθηση ότι ο π. Γεώργιος χρειάζεται τη δική μου «υπεράσπιση», καθώς κατά την Παύλεια γραφίδα «τo έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται». Έχοντας όμως μελετήσει αρκετά από τα συγγράμματα του π. Γεωργίου και έχοντας παρακολουθήσει πολλές από τις ομιλίες του, μου φάνηκε αδιανόητο να συμβαίνει κάτι τέτοιο, τη στιγμή μάλιστα που στο πανεπιστημιακό του σύγγραμμα «Θεολογική Μαρτυρία της Εκκλησιαστικής Λατρείας, Αρμός, Αθήνα 19962» [2], γράφει εκτενώς για τη θέση του Επισκόπου στην Εκκλησία (ιδιαίτερα στις σελ. 198-211), ως παροντοποίηση της σώζουσας πίστης κατά τη διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας, πέρα από κάθε δυτικού τύπου επισκοποκεντρικότητα.

Προκειμένου να σχηματίσω ακριβή εικόνα, ασφαλώς και άκουσα ολόκληρη την εν λόγω ομιλία διάρκειας περίπου εξήντα (60) λεπτών, και δεν αρκέστηκα στο τετράλεπτο απόσπασμα της ανάρτησης, το οποίο όντας αποκομμένο πλήρως από τη γενικότερη νοηματική συνάφεια, οδηγεί σε επισφαλή συμπεράσματα. Άλλωστε δεν είναι άγνωστο, ότι η αλήθεια όταν αποκόβεται ως μερίδιο από την καθολικότητά της, παύει να είναι αλήθεια και εκπίπτει σε ψεύδος. Με αυτά τα δεδομένα, μου δημιουργήθηκε έντονος προβληματισμός ως προς τις προθέσεις του συντάκτη της ανάρτησης.

Η ανάλυση που κάνει ο π. Γεώργιος γίνεται με το δεδομένο ότι ο Επίσκοπος ορθοτομεί την καθολικότητα της πίστεως, ενώ αναφερόμενος στην περίπτωση αιρετικής απόκλισης, αναφέρεται επί λέξει με την εξής φράση: «Ο Επίσκοπος είναι εις τόπον των Αποστόλων, όταν είναι Επίσκοπος, άμα δεν κάνει, είναι σκέτη αποτυχία»[1]. Αποτελεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι ο π. Γεώργιος ήδη στο πρώτο εικοσάλεπτο, υποστηρίζει ακριβώς τις αντίθετες θέσεις από αυτές που του αποδίδονται, προβάλλοντας την άρρηκτη σχέση θεσμού και χαρίσματος και πάντα στη βάση της πίστεως. Η διασπαστική εμμονή είτε αποκλειστικά στον θεσμό, είτε αποκλειστικά στο χάρισμα, μας παραπέμπει να δούμε τα τραγικά αποτελέσματά της στον παπισμό και στους προτεσταντισμούς αντίστοιχα.

Ο επιστήμονας που ενεργεί απροκατάληπτη έρευνα, δεν λειτουργεί ανελαστικά ως προς την χρησιμοποιούμενη βιβλιογραφία, αλλά αντιθέτως χρησιμοποιεί το σύνολο της διαθέσιμης βιβλιογραφίας, και οτιδήποτε ορθό έχει γραφεί από τον οποιοδήποτε, αξιοποιείται δημιουργικά. Πολλώ δε μάλλον αυτό συνέβη και στη περίπτωση της αναφοράς στη διδακτορική διατριβή του Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, η οποία γράφτηκε το έτος 1965 με ορθόδοξες προθέσεις και πηγαίο υλικό έργα Αποστολικών Πατέρων και Απολογητών. Βέβαια, ο Μητρ. Περγάμου αργότερα, θέλοντας να φτάσει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, συγγράφει τα μεταγενέστερα έργα του κατά τη μέθοδο της «λήψεως του ζητουμένου», ερμηνεύοντας ως εκ τούτου τα πατερικά κείμενα μέσα από τις ιδιαίτερες προσωπικές του ερμηνευτικές προϋποθέσεις, καταλήγοντας σε προβληματικές θεολογικά και φιλο-οικουμενιστικές θέσεις, καμία από τις οποίες ο π. Γεώργιος δεν αναφέρει, υιοθετεί ή εξυμνεί. Επιπρόσθετα, ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση του οποιουδήποτε κειμένου, δεν αρκεί απλώς η ανάγνωσή του, αλλά απαιτούνται και συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε να εξαχθούν τα ορθά συμπεράσματα.

Η Εκκλησία, από όσο τουλάχιστον δύναμαι να γνωρίζω από την έως σήμερα μελέτη μου, δεν εντόπισε την ακρίβεια της πίστεως σε μια στείρα ορολογία, αλλά στο κατά πόσο το περιεχόμενο αυτής, μπορεί να περιγράψει με «κτιστά ρήματα» και με κάθε δυνατή ακρίβεια, την αποκεκαλυμμένη εν Χριστώ αλήθεια. Άρα λοιπόν, στην προσπάθεια κανείς να αντιπαρατεθεί στην κοσμικού τύπου επισκοποκεντρικότητα, πολύ εύκολα μπορεί να «σκοντάψει», και να καταλήξει στην σχετικοποίηση της θέσης και του ρόλου του Επισκόπου εντός της Εκκλησίας και στην υποστήριξη ενός άκρατου «πρεσβυτεριανισμού», παραθεωρώντας τις τραγικές συνέπειες ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Το καίριο ζήτημα της ενότητας εν τω Επισκόπω, δύναται να καταλήξει σε εντελώς αντίθετα συμπεράσματα αναλόγως των ερμηνευτικών κριτηρίων ανάγνωσης. Όταν το θέμα εξεταστεί ορθόδοξα επί τη βάσει της ενότητας και καθολικότητας της Αποστολικής Πίστεως της οποίας ο Επίσκοπος είναι εγγυητής και την οποία φυσικά ομολόγησε κατά τη χειροτονία του, τότε γίνεται φανερή η λειτουργία και η θέση του Επισκόπου στην τέλεση των μυστηρίων, ιδίως δε της θείας Ευχαριστίας, όπου ενεργεί «εις τύπον Χριστού» παροντοποιώντας σωματικά τον «αοράτως συν ημίν όντα Χριστόν»[2], για τη σωτηρία του ανθρώπου και του σύμπαντος κόσμου. Έτσι λοιπόν, η φύση της συνάξεως είναι πάντοτε Χριστο-κεντρική, όπως το τονίζει και ο π. Γεώργιος στο προαναφερόμενο σύγγραμμα[3].

Σε διαφορετική προσέγγιση απροϋπόθετης ενότητος στο πρόσωπο του Επισκόπου (ως πρώτου), μοιραία έχουμε έκπτωση σε έναν εξουσιαστικό επισκοπικό θεσμό, αποκομμένο από το γενικότερο χαρισματικό του ρόλο και δεσμευμένο κάτω από νομικές και φυλετικές θεωρήσεις, όπου η ιερωσύνη ταυτίζεται «με την κοσμική έννοια της εξουσίας»[4].

Η ενότητα δηλαδή της Εκκλησίας γύρω από τον Επίσκοπο, ερμηνεύεται στο πλαίσιο της λειτουργικής σύναξης και της τέλεσης των μυστηρίων και σε καμία περίπτωση στο ίδιο το πρόσωπο του Επισκόπου. Ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος περιγράφοντας τη λατρευτική σύναξη των πιστών παρουσιάζει την ενότητα του ενιαίου σώματος της Εκκλησίας τονίζοντας την ισότητα όλων στη θ. Ευχαριστία και τα μυστήρια, όπου «ομοίως πάντες αξιούμεθα των αυτών [=όλοι αξιωνόμαστε να απολαύσουμε τα ίδια]»[5]. Γι’ αυτό και ο Επίσκοπος συμμετέχει της συνόδου όχι ως άτομο, αλλά ως ενσαρκωτής της τοπικής Εκκλησίας[6].

Θα ήθελα να απευθυνθώ σε αυτούς τους αδελφούς που «κοπίασαν» να βρουν την ομιλία του π. Γεωργίου, σπατάλησαν από τον προσωπικό τους χρόνο ώστε να την ακούσουν ολόκληρη, και φυσικά να την επεξεργαστούν ώστε να απομονώσουν ακριβώς το απόσπασμα που τους εξυπηρετεί και να το δημοσιεύσουν, αναφέροντάς τους τη φράση του Μ. Βασιλείου «ει κατ΄αλλήλων οπλιζόμεθα, ουδέ του διαβόλου χρείαν, ως προς την ημετέραν απώλειαν». Έχουμε συνδετικό κρίκο την κοινή πίστη και το κοινό μας βάπτισμα. Αλλού βρίσκονται τα προβλήματα που αλλοιώνουν την πίστη και χρήζουν αντιμετώπισης. Μην σπαταλάτε δυνάμεις σε τέτοιου είδους εγχειρήματα. Ο π. Γεώργιος είναι ένα σύγχρονος εκκλησιαστικός άνδρας, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή και όλες του τις δυνάμεις στη διακονία της Εκκλησίας με προφητική ευαισθησία. Δεν μπορεί να σταθεί η δυσφήμιση της υποστήριξης της εξουσιαστικής επισκοποκεντρικότητας, τη στιγμή που στην αρχή της ομιλίας του τονίζει ότι ο Επίσκοπος είναι ένας εκ των πρεσβυτέρων ως συμπρεσβύτερος με μοναδικό Μυσταγωγό τον Αρχιερέα Χριστό, στον Οποίο «δανείζει την εαυτού γλώτταν και παρέχει την εαυτού χείρα» για να τελέσει το μυστήριο ως «προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος», ενώ επιπρόσθετα κάνει λόγο για την μη ύπαρξη τάξεως αρχόντων και αρχομένων στην Εκκλησία[7]7. Με τέτοιες επιφανειακές προσεγγίσεις, κατηγορήθηκε και ο Γρηγόριος Νύσσης ότι υιοθέτησε την αποκατάσταση των πάντων του Ωριγένους, πράγμα το οποίο ακόμη και σήμερα αναπαράγεται, ένεκα της ομωνυμίας των χρησιμοποιούμενων όρων. Όμως «κοινά μεν τα ρήματα, έτερα δε τα νοήματα», ενώ σε διαφορετική διατύπωση από τον άγιο Μάξιμο, «την εκ της ομωνυμίας βλάβην φυλάξασθε».

 

Παραπομπές:

1. Αρχική ομιλία με θέμα «Οι εμπειρίες των αγίων μας καθοδηγούν» στο σημείο 18:40.
2. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Θεολογική Μαρτυρία της Εκκλησιαστικής Λατρείας, Αρμός, Αθήνα 19962, σελ. 198.
3. Βλ. ό. π.
4. Ό. π. σελ. 206.
5. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την Β´ Προς Κορινθίους Επιστολήν ΙΗ’, PG 61, 527ΑΒ.
6. Βλ. ομιλία 13:15 και εξής.
7. Βλ. επίσης και π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Θεολογική Μαρτυρία της Εκκλησιαστικής Λατρείας, σελ. 211.