Στιγμιότυπα από τα παιδικά χρόνια του Ι. Χριστού και το πέρασμα στην Εφηβεία

1 Ιανουαρίου 2019

Στιγμιότυπα από τα παιδικά χρόνια του Ι. Χριστού και το πέρασμα στην Εφηβεία (Περιτομή του Κυρίου και Δεδεκαετής στο Ναό)

20Και υπέστρεψαν οι ποιμένες δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον καθώς ελαλήθη προς αυτούς. 21 Και ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν αυτόν και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλλημφθήναι αυτόν εν τη κοιλία.

40Το δε παιδίον ηύξανεν και εκραταιούτο πληρούμενον σοφία, και χάρις Θεού ην επ᾽ αυτό. 41Και επορεύοντο οι γονείς αυτού κατ᾽ έτος εις Ιερουσαλήμ τη εορτή του Πάσχα. 42Και ότε εγένετο ετών δώδεκα, αναβαινόντων αυτών κατά το έθος της εορτής 43και τελειωσάντων τας ημέρας, εν τω υποστρέφειν αυτούς υπέμεινεν Ιησούς ο παίς εν Ιερουσαλήμ, και ουκ έγνωσαν οι γονείς αυτού. 44νομίσαντες δε αυτόν είναι εν τη συνοδία ήλθον ημέρας οδόν και ανεζήτουν αυτόν εν τοις συγγενεύσιν και τοις γνωστοίς, 45και μη ευρόντες υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ αναζητούντες αυτόν. 46και εγένετο μετά ημέρας τρεις εύρον αυτόν εν τω ιερώ καθεζόμενον εν μέσω των διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς· 47εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και ταίς αποκρίσεσιν αυτού. 48 και ιδόντες αυτόν εξεπλάγησαν, και είπεν προς αυτόν η μήτηρ αυτού· τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε. 49και είπεν προς αυτούς· τι ότι εζητείτέ με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δεί είναί με; 50και αυτοί ου συνήκαν το ρήμα ο ελάλησεν αυτοίς. 51και κατέβη μετ᾽ αυτών και ήλθεν εις Ναζαρέθ και ην υποτασσόμενος αυτοίς. και η μήτηρ αυτού διετήρει πάντα τα ρήματα εν τη καρδία αυτής. 52 Και Ιησούς προέκοπτεν [εν τη] σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις. Λκ 2,20-21 – 2,40-52

Το πέρασμα του Ιησού μέσα από τον χρόνο αποθανατίζει με την πένα του ο Λουκάς, ο μόνος ο οποίος αφηγείται εκτός από την ονοματοδοσία και την περιτομή του την όγδοη ημέρα, τον εκκλησιασμό του την τεσσαρακοστή και την επίσκεψή του στο Ναό κατά την ηλικία των δώδεκα ετών, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της παιδικότητας και την αρχή της ωριμότητας. Ένας άλλος σταθμός που θα βιωθεί λειτουργικά οσονούπω είναι η ηλικία των τριάντα ετών όταν και ο Ιησούς θα βαπτισθεί για να εξέλθει μέσω της ερήμου στη δημόσια δράση. Με αυτόν τον τρόπο ο Έλληνας Ευαγγελιστής αποδεικνύει ότι ο Κύριος έγινε τέλειος άνθρωπος. Βίωσε όλη την ανθρώπινη εξέλιξη μεταγγίζοντας όμως ως Παιδίον νέον, o προ αιώνων Θεός την αιωνιότητα στον αδυσώπητο Χρόνο που στη φύση λειτουργεί ως πανδαμάτορας Κρόνος φθοράς και διάβρωσης. Έτσι η Είσοδος του Ιησού κάθε φευγαλέο δευτερόλεπτο μετατρέπεται σε Καιρό/Ευκαιρία ζωής και θανάτου.

Η περικοπή εισάγεται με την επιστροφή των μαρτύρων της Γέννησης του Θεανθρώπου οι οποίοι στο Κατά Λουκάν δεν είναι οι περισπούδαστοι μάγοι εξ ανατολών, αλλά οι ταπεινοί/άσημοι κοινωνικά και θρησκευτικά περιθωριοποιημένοι ποιμένες. Αυτοί αν και θεωρούνταν ακάθαρτοι από τους ευλαβείς ένεκα της ενασχόλησής τους με μία εργασία που δεν επέτρεπε πλήρη εφαρμογή του Νόμου, γίνονται αποδέκτες του Ευαγγελισμού και αυτόπτες μάρτυρες της έλευσης του Σωτήρος. Αυτές οι υπάρξεις, όπως και άλλες παρόμοιες ταπεινές και καταφρονεμένες φιγούρες στην Εισαγωγή του Κατά Λουκάν, ξεσπούν σε δοξολογία και ευχαριστία του Θεού διότι και είδαν και άκουσαν αυτά που τους διακήρυξαν οι άγγελοι με τις αισθήσεις τους (και όχι με οπτασίες και οράματα). Αυτή η Ευχαριστία/η Δοξολογία αντί της ικεσίας θα αποτελέσει για αιώνες το χαρακτηριστικό της χριστιανικής Εκκλησίας που βιώνει τη Χάρη, τη διαγραφή των χρεών/οφλημάτων και τη δωρεά της παρουσίας του Θεού στη ζωή της.

Κατ’ αντιστοιχία προς τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, του οποίου η έλευση στον Κόσμο διαδραματίζεται παράλληλα προς αυτήν του Ιησού (συγκροτώντας στο Κατά Λουκάν ένα εξαιρετικό Δίπτυχο), το Παιδίον την όγδοη ημέρα (α) λαμβάνει το όνομα που έχει υπαγορεύσει ο Θεός και (β) υπόκειται στην επώδυνη περιτομή που σήμαινε κένωση αίματος. Πρόκειται για δύο έθιμα τα οποία αρχικά δεν ήταν συνδεδεμένα. Η περιτομή δεν αποτελούσε χαρακτηριστικό μόνον των Εβραίων [1]. Κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία (586-538 π.Χ.) η περιτομή γίνεται το κατεξοχήν χαρακτηριστικό σημείο των Ισραηλιτών, αφού οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι δεν την γνώριζαν. Κατά την περίοδο της ελληνο-σελευκίδειας κατοχής της Παλαιστίνης (2ος αι. π.Χ.) έγινε σημείο της Ομολογίας. Μαζί με άλλα έθιμα της ιουδαϊκής θρησκείας –θυσία του Ναού, εορτή του Σαββάτου- απαγορεύτηκε με την απειλή του θανάτου (Α’ Μακ. 1, 41-64). Η αναστάτωση στο λαό ήταν μεγάλη και έτσι προκλήθηκε η επανάσταση των Μακκαβαίων. Μερικοί βέβαια συνέπλευσαν με τους Έλληνες και προχώρησαν στον επισπασμό για να μη γίνονται αντικείμενο ειρωνείας στο Γυμνάσιο που κτίστηκε απέναντι στο Ναό (Α’ Μακ. 1, 15). Έτσι το αποκρουστικό [2] στον ελληνορωμαϊκό κόσμο έθιμο κατέστη το κατεξοχήν χαρακτηριστικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας του συγκεκριμένου λαού που διέκρινε τον εαυτό του από την ακροβυστία.

 

Παραπομπές:

1. Ο Ηρόδοτος (2, 104) απαριθμεί λαούς που εφαρμόζουν αυτό το έθιμο. Ουσιαστικά σχετίζεται με την αφαίρεση της ακροποσθίας ( πτυχή του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους) και συνδέεται με την κένωση αίματος. Οι αρχαϊκές ερμηνείες είναι ποικίλες: θυσία απολύτρωσης, έθιμο εφηβείας, σημείο της φυλής, αποτρεπτικό έθιμο. Από το χωρίο Εξ. 4, 24-26, την αρχαιότερη σχετική μαρτυρία της Π.Δ., συμπεραίνεται ότι η περιτομή θεωρούνταν θυσία του γαμπρού με τη μετοχή της νύφης – ίσως τη γαμήλια νύχτα- για να λυτρωθεί αυτός από το νυκτερινό δαίμονα. Η Σεπφώρα, η γυναίκα του Μωυσή, αναφέρει: Σύζυγος αίματος είσαι για μένα.
2. Γι’ αυτό και οι Ιουδαίοι που ζούσαν στην Διασπορά, όπως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, ισχυρίστηκαν ότι μέσω της περιτομής αποτρέπονται ασθένειες, επιβοηθείται η γονιμότητα, βελτιώνεται η καθαρότητα/υγιεινή του σώματος. Επιπλέον η εισδοχή των εθνικών στη Συναγωγή δεν προϋπέθετε την περιτομή, αντίθετα προς την Παλαιστίνη όπου οι απερίτμητοι θεωρούνταν ότι μολύνουν τη χώρα (πρβλ. Ιωβηλ. 30, 12 κε.).

Ο Ιησούς όπως εντάχθηκε πλήρως στον χρόνο έτσι εκκεντρίσθηκε και στον χώρο. Η γέννησή του στη Βηθλεέμ οφείλεται στην ταπεινωτική απογραφή του Αυγούστου, ενώ με τη συγκεκριμένη πράξη του πολιτογραφείται μέλος ενός λαού «παρεξηγημένου» στο ελληνορωμαϊκό περιβάλλον. Η παρουσία μάλιστα του Ιησού συμβαίνει σε μια εποχή που αυτός (ο λαός) βρίσκεται ακόμη μετά από 500 χρόνια αιχμάλωτος σε μια παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορία, την Pax Romana του Οκταβιανού και διέρχεται και ο ίδιος εξαιρετική κρίση ταυτότητας εσωτερική και εξωτερική.

Ταυτόχρονα ο Ιουδαίος Ιησούς με την περιτομή αποτυπώνει ανάγλυφα τη συνέχεια μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Στο Γέν. 17, 1-27 ο ισχυρός Θεός διακηρύσσει ότι θέλει να συνάψει διαθήκη με τον Αβραάμ. Κατά τη σύναψη αυτής, ο Πατριάρχης λαμβάνει την υπόσχεση ότι θα γίνει πατέρας πολλών λαών και βασιλέων και θα λάβει ως αιώνια κληρονομιά ολόκληρη τη γη Χαναάν. Η επώδυνη για το βρέφος περιτομή και το αίμα που χύνεται, γίνονται σημείο της Διαθήκης και πρέπει να επιτελείται όταν το νεογέννητο βρέφος είναι μόλις οκτώ ημερών. Όποιος την αρνείται, διασπά τη διαθήκη και χάνει τη ζωή του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος αντισημίτης Χριστιανός Μαρκίων αναγνώριζε από τα Ευαγγέλια μόνον το Κατά Λουκάν από το οποίο όμως διέγραφε τις συγκεκριμένες περικοπές. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη περικοπή καταγράφεται όταν μετά από επώδυνες συγκρούσεις (που υπαινίσσεται και ο ίδιος ο Λουκάς στο Πρ. 15) η περιτομή δεν θεωρείται πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για να ενταχθεί κάποιος εθνικός στον λαό του Θεού, την Εκκλησία.

Η μοναδικότητα του Ιησού έγκειται στο ότι δεν εγκλωβίστηκε στον χώρο και στον χρόνο. Η εθνική του ταυτότητα δεν μετατράπηκε σε δείκτη αυτοσυνειδησίας και θεμέλιο της ζωής Του. Οι επαγγελίες του Θεού προς τον Αβραάμ που αφορούσαν σε έθνη πολλά, δεν σχετίστηκαν ούτε αποκλειστικά με τη Γη ούτε μόνον με τους εξ αίματος «κληρονόμους» του αλλά με όλους όσους επεδείκνυαν την αβραμιαία πίστη-εμπιστοσύνη στον Κύριο. Το όνομα Ιησούς, το οποίο λαμβάνει το βρέφος όταν γίνεται η περιτομή και πέφτουν σταγόνες αίματος, ανακαλεί τον μεγάλο στρατηλάτη κατακτητή της Γης της Επαγγελίας Ιησού του Ναυή. Ο νέος Ιησούς δεν είναι ούτε ο μαρμαρωμένος βασιλιάς ενός έθνους ούτε σωτήρας όπως επαγγελόταν ότι ήταν ο θείος/Σεβαστός «πλανητάρχης» Καίσαρας της Ρώμης. Όπως περιληπτικά συμπυκνώνει ο Πέτρος στις Πράξεις το Ευαγγέλιο, ο Ιησούς ο από Ναζαρέθ, ως έχρισεν αυτόν ο Θεός Πνεύματι Αγίω και δυνάμει, διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου (10, 38). Σώζει τον άνθρωπο από τον διάβολο, τον πόνο και τον θάνατο και όπως αμέσως μετά την περικοπή της περιτομής διακηρύσσει ο Συμεών στον ίδιο το Ναό των Ιεροσολύμων, γίνεται φως εις αποκάλυψιν εθνών (για να φωτισθούν τα έθνη-οι λαοί) και δόξαν λαού σου Ισραήλ (2, 32). Πρόκειται για τη σωτηρία την οποία ετοίμασε κατά πρόσωπον πάντων των λαών (2, 30-1).

Την πιστή εφαρμογή των πατρογονικών εθίμων και διατάξεων αποτυπώνει και η επισυναπτόμενη στο ευαγγελικό ανάγνωσμα περικοπή, της οποίας όμως στο Κατά Λουκάν προηγείται ο εκκλησιασμός του Ιησού σαράντα ημερών βρέφους στο Ναό. Παραδόξως και αυτή έχει ως επίκεντρό της το άγιον όρος της Σιών που θεωρούνταν από τους Ιουδαίους ο ομφαλός και ο άξονας της γης. Ενώ για το παιδίον Ιωάννης σημειώνεται στο εκπληκτικό Δίπτυχο του Λουκά ηύξανεν και εκραταιούτο Πνεύματι (1, 80), ο Ιησούς ο οποίος συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, σύμφωνα με τα αρχαιότερα χειρόγραφα, πληρωνόταν με σοφία ενώ σε αυτό ήταν και η χάρις/η εύνοια του Θεού [3]. Ο προφήτης του Υψίστου (1, 76) ην εν ταίς ερήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ. Ο Ιησούς ανατρέφεται στην άσημη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας των αλλοδαπών στο πλαίσιο μιας οικογένειας που εφαρμόζει πιστά τα πάτρια.

Το τριήμερο ταξίδι από τη πλουτοπαραγωγική Γαλιλαία στην ορεινή Ιερουσαλήμ, το οποίο ο Νόμος προέβλεπε τρεις φορές το χρόνο κατά τις αντίστοιχες ετήσιες κορυφαίες εορτές της άνοιξης και του φθινοπώρου, απαιτούσε και κόπο και οικονομική επιβάρυνση για έναν χειρώνακτα τέκτονα. Αυτή η ιεραποδημία, που παρότι ήταν υποχρεωτική για τους άνδρες, πραγματώνεται και από τη Μαριάμ, ανακαλεί την αντίστοιχη πορεία των γονέων του Σαμουήλ (Α’ Βασ. 1, 3.7.21. 2, 19) για τον οποίο επίσης αναφέρεται το προέκοπτεν [εν τη] σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις. Ας σημειωθεί, όμως, ότι ο Σαμουήλ, ο οποίος επίσης αναδεικνύεται σε μία αλλαγή σελίδας της ιστορίας του Ισραήλ αφού χρίει τους πρώτους βασιλείς, ανατράφηκε στο Ναό και όχι στη Γαλιλαία.

Το συγκεκριμένο Πάσχα (που στα εβραικά σημαίνει πέρασμα-διάβαση), στη ζωή του Ιησού σηματοδότησε την έξοδο από την παιδικότητα στην εφηβεία και την ωρίμανση. Στην αφήγηση του Λουκά αυτή η εξέλιξη «ζωγραφίζεται» αφού χρησιμοποιούνται προοδευτικά οι όροι βρέφος (στ. 16) παιδίον (στ. 40), παίς (στ. 43) και ο Ιησούς (στ. 52). Η τελετή της θρησκευτικής ενηλικίωσης, γνωστή ως Μπαρ Μιτζβά (בר מצוה, Υιός του Καθήκοντος), πραγματώνεται μέχρι σήμερα στην ηλικία των δεκατριών (στην περίπτωση του αγοριού). Γιορτάζεται στη Συναγωγή, το αγόρι διαβάζει το εδάφιο της ημέρας από την Τορά (τον ιερό «Νόμο») που έχει διδαχθεί από τον ραβίνο και διαβεβαιώνει ότι αναγνωρίζει τα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν αναλαμβάνοντας ως ενήλικος πλέον την ευθύνη των πράξεών του. Οι όρκοι θεωρούνται δεσμευτικοί, οι ποινές των γονέων αυστηρές, η νηστεία της ημέρας του εξιλασμού (Γιομ Κιππούρ) εφαρμόζεται τέλεια. Ο άνθρωπος που κατά τη νηπιακή ηλικία μαθήτευσε στη μητέρα του και κατά την παιδική στον πατέρα του, βρίσκεται πλέον υπό την καθοδήγηση του Νόμου και τις 613 διατάξεις (Mitzvot) και βάσει αυτού εναρμονίζει την πορεία (χαλαχά) της ζωής του.

Παραπομπές:

3. 40Το δε παιδίον ηύξανεν και εκραταιούτο πληρούμενον σοφία, και χάρις Θεού ην επ᾽ αυτό.

Η αρχικά ποιμενική γιορτή του Πάσχα διαρκούσε οκτώ ημέρες αφού συνδυαζόταν με τη γεωργική εορτή των Αζύμων [4]. Όταν ολοκληρώθηκε αυτό το διάστημα και ενώ οι γονείς υπέστρεφαν, υπέμεινεν Ιησούς ο παίς εν Ιερουσαλήμ. Όλη την ημέρα πεζοπορούσαν εν τη συνοδία που σημαίνει ότι συγγενείς και γνωστοί είχαν συγκροτήσει ένα καραβάνι όχι μόνο για να οικονομείται καλύτερα μια τέτοια διαδρομή που ακολουθούσε την οδό πέραν του Ιορδάνη, αλλά για την αποφυγή των επιθέσεων των ληστών (Επίκτητος 4.1.914). Το εσπέρας στο κατάλυμα ο Ιωσήφ και η μήτηρ αύτού (οι γονείς αυτού κατά τα αρχαιότερα χειρόγραφα) διαπιστώνουν ότι το τέκνο τους δεν τους ακολουθεί. Προφανώς δεν τους είχε συνηθίσει σε παρόμοια περιστατικά. Για πρώτη φορά ο δωδεκαετής πλέον Ιησούς διαφοροποιείται και αποστασιοποιείται από τον περιβάλλον των κατά κόσμον οικείων –και δη των γονέων- για να βρεθεί σε αυτόν του πραγματικού Πατέρα του. Αντίστοιχη αποστασιοποίηση από τη μητέρα Του πραγματοποιεί ο Ιησούς στο Κατά Ιωάννη στο γάμο της Κανά, μια περικοπή η οποία πρέπει να αναγνωσθεί σε συνδυασμό με την αμέσως επόμενη ανατρεπτική ζηλωτική παρουσία Του στον Οίκο του Πατέρα Του.

Τελικά ο Ιησούς ανευρέθη τρεις ημέρες μετά την αναχώρηση. Το τριήμερο αυτό της απώλειας μάλλον δεν προϊδεάζει για το αντίστοιχο διάστημα της εις Άδη καθόδου καθώς ο Λουκάς δεν αναδεικνύει αυτή τη διατύπωση στις πασχάλιες αφηγήσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αποτυπώνει ανάγλυφα την κορύφωση της αγωνίας. Το παράδοξο είναι ότι ο Ιησούς δεν απαντάται στη γνωστή στάση μαθητείας. Το σύνηθες ήταν οι μαθητές να βρίσκονται γύρω από έναν νομοδιδάσκαλο και μάλιστα στα πόδια του. Κέντρο της ομήγυρης ήταν ο ραββίνος και ουσιαστικά ο Νόμος του Μωυσή/η Τορά με τις 613 απαγορευτικές στην πλειονότητά τους διατάξεις της. Στην προκείμενη περίπτωση πυρήνας της Σύναξης είναι το παιδίον, ο Ιησούς, και μάλιστα καθεζόμενος (όπως κάποτε ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες. Α’ Βασ. 10, 10) χωρίς να είναι σαφές εάν οι δάσκαλοι του Ισραήλ ίστανται τριγύρω Του ή κάθονται. Σημειωτέον ότι αυτή η σκηνή εκτυλίσσεται στην καρδιά της ιουδαϊκής γης στο Ιερό. όχι βέβαια στον ίδιο το Ναό αλλά στις στοές που περιστοίχιζαν την τεράστια Αυλή των Εθνικών ή/και στα Προπύλαια που χρησιμοποιούνταν ως τόπος διδασκαλίας ιδίως τις μεγάλες γιορτές όταν και συνέρεαν στην Αγία Πόλη περί τους 250.000 προσκυνητές.

Η δυναμική παρουσία του παιδίου, η οποία «ζωγραφίζεται» μέσω του πολυσύνδετου, δεν συνίσταται στο ότι Αυτό επιτελεί παράδοξα σημεία και μάλιστα επιδεικτικά-καταστροφικά (όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες δημοφιλείς απόκρυφες αφηγήσεις των παιδικών χρόνων του Ιησού) ούτε καταρχάς στη διδασκαλία/το κήρυγμα που και στις Πράξεις (κεφ. 3) ακούγεται στο Ναό σε συνδυασμό με δυνάμεις/θαύματα. Η καταρχήν δραστηριότητα του Ιησού έγκειται στο να ακούει τους συνομιλητές του και επιπλέον στο να τους επερωτά. Αντιστοίχως όσοι τον ακούνε εξίστανται από τη σύνεση. Προφανώς αυτά τα στοιχεία οφείλονται στη σοφία και τη χάρη που τον κατέκλυζαν τα οποία, όμως, δεν οδηγούν ούτε σε προπέτεια και θράσος αλλά ούτε και σε επίδειξη. Ας σημειωθεί ότι ο Ιώσηπος καταγράφει στο Βίο του (κεφ. 10 κε.) ότι μετέβη από την παιδικότητα/την παιδεία στην πολιτεία στην ηλικία των δεκαέξι όταν και οι Έλληνες και Ρωμαίοι ενηλικιώνονταν φορώντας την toga virilis ή libera. Τότε αρχίζει να λαμβάνει εμπειρία των τριών «αιρέσεων» του Ιουδαϊσμού για να καταλήξει «δόκιμος» στον ερημίτη ασκητή Βάννου. Ο Ιησούς ήδη στα δώδεκα διαλέγεται ισότιμα με τους διδασκάλους, τη στιγμή μάλιστα που ο Ιωάννης ο Βαπτιστής λαμβάνει εμπειρία του θεϊκού ρήματος σε ώριμη ηλικία (3, 2).

Παραδόξως ο Λουκάς δεν αφηγείται τι ακριβώς διημείφθη μεταξύ των συνομιλητών (όπως αντιστρόφως συμβαίνει στο Ευαγγέλιο του Θωμά 19. 2. αραβ. Ευαγγέλιο παιδ. Ηλικίας 50-53) αλλά ότι πάντες οι ακούοντες υπόκεινται σε εκ-σταση, όπως θα συμβεί κατόπιν με τις ιάσεις του Ιησού αλλά και τις πράξεις των πνευματοφόρων μαθητών Του. Ας μην λησμονείται ότι μία από τις κορυφαίες δυνάμεις του Μεσσία ήταν η ανάσταση μιας δωδεκαετούς κόρης άνευ ονόματος αφού για τη μικρή κοινότητα είναι απλώς η κόρη του αρχισυναγώγου-«παπά» Ιαείρου. Με έκσταση θα αντιδράσουν και εκείνοι που θα ακούσουν για πρώτη φορά στη Συναγωγή της Δαμασκού το κήρυγμα του πορθητή Παύλου μετά τη μεταστροφή του (Πρ. 9, 21). Στο Κατά Ιωάννη (7, 14-15. 30) μεσούσης της φθινοπωρινής εορτής της Σκηνοπηγίας ανέβη Ιησούς εις το ιερόν και εδίδασκεν. 15εθαύμαζον ούν οι Ιουδαίοι λέγοντες· πως ούτος γράμματα οίδεν μη μεμαθηκώς; Εζήτουν ούν αυτόν πιάσαι, και ουδείς επέβαλεν επ᾽ αυτόν την χείρα, ότι ούπω εληλύθει η ώρα αυτού. Εν προκειμένω οι ακροατές Νομικοί και Γραμματείς του Ναού, οι οποίοι στο τέλος θα τον σταυρώσουν, δεν διερωτώνται εάν ο μικρός από τη Γαλιλαία με την παράξενη/ιδιάζουσα προφορά έχει δεχθεί παιδεία στο Νόμο ανώτερη από τη στοιχειώδη που προσφερόταν στη Συναγωγή. Αντιθέτως τον ακούνε χωρίς απαξίωση και ειρωνεία η/και διωγμό. Στο Κατά Λουκάν οι πρώτοι που τον απορρίπτουν είναι οι συντοπίτες του στη Ναζαρέτ (4, 16 κε.) όπως συνέβη με τους προφήτες της Γαλιλαίας Ηλία και Ελισσαίο.

 

Παραπομπές:

4. Η ποιμενική εορτή του Πάσχα συνδυαζόταν με τη γεωργική ανοιξιάτικη εορτή των Αζύμων. Οι Χαναναίοι καλλιεργητές ταυτόχρονα με τη συγκομιδή κριθαριού έτρωγαν ψωμί χωρίς προζύμι για να αποτρέψουν κάθε αρνητικό στη σοδειά.

Αντίθετα με τους παρισταμένους, οι γονείς όχι μόνον δεν εκπλήσσονται με το γεγονός ότι τα λόγια του Ιησού καθηλώνουν μεγάλους δασκάλους αλλά τον επιπλήττουν διότι με την ενέργειά Του να εγκαταλείψει τους οικογενείς του, τους υπέβαλε στη φοβερή βάσανο να τον αναζητούν (κάτι που επισημαίνεται δύο φορές) εναγωνίως επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο διάλογος με το παιδίον είναι επιτιμητικός: και είπεν προς αυτόν η μήτηρ αυτού· τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε. Ομιλεί η μητέρα (και το εξαίρει αυτό ο Λουκάς αφού δεν χρησιμοποιεί το όνομά της αλλά την ιδιότητά της) προφανώς διότι ήταν εκείνη που βίωσε για πρώτη φορά τη ρομφαία που της υποσχέθηκε προηγουμένως ο Συμεών (2, 35). Αντικρίζει τον γιο της να αποστασιοποιείται από αυτήν στον ίδιο χώρο που είχε προφητέψει ο γέρων πρεσβύτης. Στην αρχή χρησιμοποιεί μια ρητορική ερώτηση που επικεντρώνεται στο εμείς της «αγίας οικογένειας» που διαταράχτηκε από την απομάκρυνση του γιου. Στην επόμενη πρότασή της, που ξεκινά με το εμφαντικό ιδού, η Θεοτόκος προτάσσει (α) τον pater familias – Ιωσήφ, τον οποίο παραδόξως ονομάζει πατέρα του τέκνου [5] (σύμφωνα με τους Πατέρες για να μην υποψιάσει τους Ιουδαίους και επειδή από τον Ιωσήφ εγενεαλογείτο ο Ιησούς) ενώ (β) πριν από το ρήμα εζητούμέν σε (σε παρατατικό για να δηλωθεί η διάρκεια) χρησιμοποιεί τη μετοχή ενεστώτα οδυνώμενοι που υποδηλώνει διάρκεια. Με τον τρόπο της δεν διακόπτει μόνον τον Ιησού αλλά επιπλέον τον μειώνει στα μάτια των νομοδιδασκάλων καθώς ο μικρός σοφός από τη Γαλιλαία στην ηλικία κατά την οποία εγκαινιάζεται η πλήρης εφαρμογή του Νόμου φαίνεται να μην εφαρμόζει τη σημαντικότατη πέμπτη εντολή Τίμα τον πατέρα σου, την κορωνίδα της β’ πλάκας, αυτής που αναφερόταν στις υποχρεώσεις προς τον πλησίον.

Ακολουθεί ο πρώτος λόγος του Ιησού στο Κατά Λουκάν αλλά και συνολικά στο δίτομο έργο του Έλληνα ιατρού. Για πρώτη φορά ονομάζεται ο Θεός Πατέρας (αντί του συνηθισμένου στον Ιουδαισμό ονόματος Κύριος) και μάλιστα ειδικά του Ιησού: 49και είπεν προς αυτούς· τι ότι εζητείτέ με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του Πατρός μου δεί είναί με; Το παιδίον με ευγένεια, διορθώνοντας την επίπληξη της μητέρας του αλλά προφανώς και την άποψη των παρισταμένων, μέμφεται με τις δύο ερωτήσεις την άγνοια εκ μέρους τους. Ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι με την κίνηση της αποστασιοποίησης ουσιαστικά υπακούει στην εντολή Τίμα τον πατέρα σου.

Το εν τοις του Πατρός μου μπορεί να σημαίνει (α) στον οίκο-τον χώρο του Πατέρα μου ο οποίος είναι και ο Ναός αλλά και ο Ουρανός, (β) τους ανθρώπους που σχετίζονται με τη διακονία Του αλλά και (γ) τα πράγματα/τις υποθέσεις του Πατέρα μου (Μκ. 8, 33. Α’ Κορ. 7, 32-4. Α’ Τιμ. 4, 15). Μάλλον σημαίνονται και το (α) και το (γ) ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσεται ότι ο «εβραϊκός» Θεός που λατρεύεται στο Ναό των Ιεροσολύμων είναι ο Πατέρας του Ιησού και όχι κάποιος άλλος Θεός. Κατεξοχήν χαρακτηριστικό αυτού του Θεού δεν είναι η κυριότητα-κυριαρχικότητα όπως πίστευαν οι ραβίνοι ακροατές του Δωδεκαετούς αλλά η Πατρότητα. Οι ακροατές συνειδητοποιούν ότι ο Ιησούς δεν θα υιοθετηθεί κατά τη βάπτισή Του όπως συνέβη στο παρελθόν με τους βασιλείς και άλλες σπουδαίες μορφές-χριστούς του Ισραήλ αλλά και θα συμβεί μετά την Ανάστασή Του με τους πιστούς σε Αυτόν. Είναι ο φυσικός μονογενής Υιός του Πατέρα. Μάλιστα ο συγκεκριμένος Πατέρας (σε αντίθεση προς τους σαρκικούς γονείς) δεν διστάζει να αποχωριστεί και τέλος να θυσιάσει τον Μονογενή Του χάριν των ανθρώπων. Συνήθως η μονοσύλλαβη λέξη δεῖ χρησιμοποιείται στον Λουκά για να συμπυκνώσει όλο το έργο της θείας Οικονομίας. Εδώ αποτυπώνει το φυσιολογικό (να είναι κάποιος στην πατρική εστία) που στην περίπτωση του Πατέρα Θεού της ελευθερίας και αγάπης εν μέρει καταστρατηγείται για να σωθεί η ανθρωπότητα και κάθε άνθρωπος προσωπικά.

Εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Ιησούς, ο οποίος προκάλεσε έκ-σταση στους Ιεροσολυμίτες (η οποία όμως δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο έργο του Λουκά στην πίστη) αλλά ουσιαστικά και στους γονείς, δεν κατανοείται από αυτούς παρότι οι τελευταίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στην παράδοξη σύλληψη και γέννηση. Μάλιστα το χωρίο το και αυτοί ου συνήκαν (2, 50) που αφορά στους γονείς του Κυρίου, σκανδάλιζε τόσο ώστε κάποιοι ερμηνευτές δεν το συνδέουν με αυτούς αλλά με τους παρισταμένους Εβραίους! Στο σημείο, όμως, αυτό διακρίνεται η ειλικρίνεια του συγγραφέα, ο οποίος είναι ο μόνος Ευαγγελιστής που ως Έλληνας ιστορικός καταγράφει το γένος και την ανατροφή του Ιησού αλλά και ως ιατρός δείχνει ευαισθησία στο «ιστορικό», τη σύλληψη και την παιδική ηλικία Του. Παρότι τιμά ιδιαιτέρως την Θεοτόκο η οποία δεν αποκλείεται προσωπικά να του παρέδωσε αυτές τις μοναδικές στα Ευαγγέλια πληροφορίες για τη συγκεκριμένη φάση της ζωής του Ιησού στην Καισάρεια (57-59 μ.Χ.), δεν αποκρύπτει τις ανθρώπινες αντιδράσεις της που του εξομολογήθηκε μάλλον η ίδια.

 

Παραπομπές:

5. 26.13 αλλά διά την υποψίαν των Ιουδαίων νομιζόντων εκ πορνείας αυτόν γεγενήσθαι͵ φησί προς αυτόν͵ ότι ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε. 26.33 Ωριγένους. Ο μακάριος Λουκάς όσα φως ημίν παραστήσας ότι παρθένου υιός ο Σωτήρ ην͵ ουκ εξ ανδρός. Προς τι ούν πατέρα είπε τον μη σπείραντα μηδέ αίτιον αυτώ γενόμενον της γενέσεως; Απλούστερον μεν λέγοιτο αν͵ ότι ει ετίμησεν αυτόν το Πνεύμα το Άγιον τη του πατρός προσηγορία͵ επειδήπερ ανεθρέψατο αυτόν· ει δε δεί τι ειπείν και βαθύτερον͵ ερούμεν͵ επεί η γενεαλογία εγενεαλόγησε τον Ιωσήφ από Δαβίδ· έδοξε δε περιττή είναι η γενεαλογία ερχομένη επί τον Ιωσήφ μη γεννήσαντα τον Σωτήρα. ίνα η γενεαλογία λόγον έχη επιτήδειον͵ πατήρ ανηγορεύθη Ιωσήφ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 27.16 ου συνήκαν δε το ρήμα οι περί την αγίαν θεοτόκον͵ ο ελάλησεν αυτοίς ο Κύριος͵ επειδή ουκ ην ανθρωπίνης διανοίας το ούτω λεπτόν συνιδείν μυστήριον.

Ήδη επισημάνθηκε ότι πρόκειται για το στάδιο της διάβασης του Ιησού στην ωριμότητα, ένα στάδιο εξαιρετικά κρίσιμο για κάθε ανθρώπινη οντότητα. Πρόκειται για περίοδο κατά την οποία οι γονείς οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι τα τέκνα δεν συνιστούν ούτε ιδιοκτησία ούτε προέκταση του είναι τους αλλά ανήκουν στον Θεό της αγάπης και της ελευθερίας. Προφανώς αυτό το πρόβλημα αντιμετώπισε και η Μαριάμ με τον μονάκριβο Γιο της, ο οποίος για πρώτη φορά αποσκιρτά. Κατ’ ουσίαν βέβαια ο ίδιος «επιστρέφει» στον αυθεντικό του Πατέρα που συνάμα στην Α.Γ. θεωρείται και πατέρας κάθε παιδιού προσωπικά αφού αυτός διανοίγει τη μήτρα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όταν γεννάται ο πρώτος άνθρωπος στη γη, παρότι ο Αδάμ έγνω την γυναίκαν αυτού και αυτή τίκτει τον Κάιν (!) με τις ωδίνες της αράς, ακούγεται η εξής κραυγή από την Εύα (= ζωή): εκτησάμην άνθρωπον διά του Θεού! (Γεν. 4, 1) [6].

Τελικά ο Ιησούς επιστρέφει/κατέβη μετ᾽ αυτών και πάλι στην πεζή καθημερινότητα της Ναζαρέθ. Η σύνταξη ην υποτασσόμενος αυτοίς (πρβλ. 2, 7) υποδηλώνει χρονική διάρκεια. Στις τρεις αυτές λέξεις συμπυκνώνονται δεκαοχτώ ακόμη ολόκληρα χρόνια υποταγής σε έναν θετό πατέρα και σκληρής χειρωνακτικής εργασίας. Πλέον τα ρήματα έχουν ως υποκείμενο τον Ιησού κάτι που εκφράζει ανάγλυφα και την εκούσια ταπείνωση/συγκατάβαση Εκείνου του οποίου η «φυσική» θέση ήταν στο Ναό να συζητά και να επιλύει θεωρητικά το Νόμο.

Και η μήτηρ αυτού διετήρει πάντα τα ρήματα εν τη καρδία αυτής. Οι Πατέρες ερμηνεύουν ότι ο παρατατικός διετήρει στην περικοπή που κατακλείει την Πρωτοιστορία του Ιησού δεν αφορά μόνον στα πρώτα λόγια του Ιησού στο Κατά Λουκάν αλλά και όλα τα άλλα ρήματα που ακούστηκαν κατά τη σύλληψη, τη γέννηση και την ανατροφή Του: Διετήρει δε η μήτηρ αυτού η παναγία Παρθένος και Θεοτόκος͵ ποία ρήματα; όσα ο Άγγελος είπεν͵ όσα οι ποιμένες͵ όσα Συμεών και η Άννα͵ και όσα νυν αυτός προς αυτούς· ει γαρ και μη τελείως έγνωσαν τα ειρημένα παρ΄ αυτού͵ πλην συνήκεν η παναγία Θεοτόκος͵ ότι θεία υπήρχον και υπέρ αυτών. ουδέ γαρ ως παιδίου ήκουσε δωδεκαετούς͵ αλλ΄ ετήρει τα ρήματα ως τελείου. Είναι χαρακτηριστικό της Θεοτόκου ότι δεν συνέλαβε μόνον μία φορά τον Λόγο αλλά ότι διατηρούσε και γονιμοποιούσε σιωπηρά ως γη αγαθή πάντα (!) τα ρήματα που της απηύθυναν υπάρξεις όχι μόνον επώνυμες (όπως οι Συμεών και Άννα στο Ναό) αλλά και ακάθαρτες όπως οι ποιμένες αλλά και ο Ιησούς ως παιδίον. Η μνήμη στην Α.Γ. ως λειτουργία της καρδιάς που συνιστά το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης (και δεν έχει συναισθηματική διάσταση) είναι ζωτικής σημασίας για τη σωτηρία (πρβλ. το πρώτο στάδιο «επιστροφής» του ασώτου. 15, 17).

Και Ιησούς προέκοπτεν [εν τη] σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις. Με τον συγκεκριμένο επίλογο, που προσδιορίζει την ενηλικίωση και άλλων σπουδαίων μορφών της αρχαιότητας, ανακυκλώνεται η εισαγωγή. Με το πολυσύνδετο διατρανώνεται η προκοπή του Ιησού και όσον αφορά στο πνεύμα αλλά και στο σώμα αφού εν προκειμένω η ηλικία, όπως και στην περίπτωση του Ζακχαίου, υποδηλώνει την κορμοστασιά και δεν έχει μόνον τη νεοελληνική της σημασία (19, 3. πρβλ. 12, 25: τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται επί την ηλικίαν αυτού προσθείναι πήχυν;): Πάλιν προς την αύξησιν του σώματος προκοπήν λέγει ο Ευαγγελιστής͵ τουτέστι ότι «και ο Ιησούς προέκοπτεν»͵ ώσπερ ο πολλοίς εν γνώσει κατά προσθήκην γενόμενος της περί αυτού θεοπρεπούς υπολήψεως͵ ην συν ευδοκία του Πατρός επεδείκνυτο͵ συμπροσόντων των χρόνων της ηλικίας͵ την έλλαμψιν της θεότητος. Η πνευματική και σωματική ανάπτυξη (επίσης όπως συμβαίνει στη φιλολογία των ελληνορωμαικών χρόνων) αφορά στη διαδραστικότητα με τον Θεό (ευσέβεια) και τον συνάνθρωπο (δικαιοσύνη). Αυτή οφείλεται στη Χάρη, η οποία δεν εκφράζει απλώς την εύνοια αλλά τη δημιουργική αγάπη του Θεού. Στην πατερική θεολογία αυτή (η Χάρη) ταυτίστηκε με το Αγ. Πνεύμα.

Εάν η περικοπή διαβαστεί έχοντας ως υπόβαθρο την τελετή ενηλικίωσης, τότε εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο Ιησούς που ενηλικιώνεται δωδεκαετής (και όχι στα δεκατρία όπως μέχρι σήμερα είθισται ή δεκαέξι όπως στον ελληνορωμαϊκό κόσμο) δεν μεταλλάσσεται σε Υιό του Καθήκοντος/του Νόμου παρότι επισκέπτεται το Ναό τον οποίον, όμως, δεν θεωρεί ως χώρο θυσιών (που υποτάσσουν τη σχέση με τον Θεό στην εμπορική λογική του δούναι και του λαβείν) αλλά πατρική εστία. Ουσιαστικά δεν διδάσκεται από τους νομικούς Καθηγητές αλλά διδάσκει και μάλιστα με την ακοή και τα ερωτήματα που υποβάλλει. Κέντρο του Ιερού πλέον δεν είναι η Τορά αλλά το Πρόσωπο του του αιωνίως νέου Παιδίου, το οποίο στο τέλος της δημόσιας δράσης Του επίσης θα προβάλλει ένα κοινωνικά άσημο και νομικά μωρό παιδί ως μοντέλο των μαθητών Του. Το ίδιο το Παιδίον φαίνεται να παραγνωρίζει την εντολή Τίμα τον πατέρα σου και να απεμπλέκεται έστω και προς στιγμήν από τους πατρογονικούς και μητρικούς δεσμούς αφού αυτό είναι το πρώτο βήμα διάβασης (πάσχα) προς την εμπειρία της Βασιλείας/του Νέου Κόσμου του Θεού. Αυτού (του Θεού) χαρακτηριστικό είναι η πατρότητα συνδυασμένη, όμως, με την ελευθερία και την άνευ όρων αγάπη που φτάνει μέχρι και την προσφορά/τη θυσία του Μονογενούς Του χάριν των άλλων.

Κάθε πρωτοχρονιά σηματοδοτεί ένα πέρασμα-μια διάβαση. Έστω κι αν η ευχή που ακούγεται είναι η στερεότυπη φράση Καλή Χρονιά, όποιος έχει βιώσει την ενηλικίωση, γνωρίζει ότι ουσιαστικά με το «πάει ο παλιός ο χρόνος» ο ίδιος προσεγγίζει πλησιέστερα στο θάνατο, τον μόνο επί γης αθάνατο. Λαχταρά έτσι να ανακαλύψει εντός του το «χαμένο» παιδί. Η παιδική ηλικία είναι άλλωστε η κατεξοχήν πατρίδα κάθε ενθρώπου. Για τους Εβραίους η πρωτοχρονιά ταυτίζεται (όπως και για τους άλλους αρχέγονους λαούς) με την αρχή του φθινοπώρου (προηγείται το Χάος και έπεται η Δημιουργία!) και γιορτάζεται με αυστηρή νηστεία και την εμπειρία του Εξιλασμού (της συμφιλίωσης με τον Θεό) εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί η συγχώρεση των αδελφών. Το ζητούμενο είναι να γραφεί το όνομα εκάστου στο Βιβλίο της Ζωής (τον ληξιαρχικό Κατάλογο της αιώνιας Βασιλείας). Εν προκειμένω η ευαγγελική αφήγηση μας προτείνει να ανακαλύψουμε αυτήν τη χρονιά τον Ιησού διαφορετικά από τον τρόπο που Τον αντιμετωπίζαμε στο παρελθόν για να ακούσουμε επιτέλους και να κοινωνήσουμε Αυτόν που πέτυχε να συντρίψει τον θάνατο. Αυτό απαιτεί την περιτομή της καρδιάς όπως επισημαίνει ο Στέφανος (Πρ. 7, 51). Πρόκειται για το κάλυμμα των παθών (όπως υπογραμμίζει και η υμνολογία) που δεν μας επιτρέπει να δούμε τα αδιέξοδα στα οποία μας οδηγεί ο ναρκισσισμός αλλά και ενίοτε και το ίδιο το οικογενειακό-κοινωνικό περιβάλλον. Ίσως έτσι βιώσουμε και εμείς τη διάβαση στην πραγματική ωριμότητα που αντιστρέφει ή μάλλον καταργεί τον χρόνο ως κρόνο.

 

Παραπομπές:

6. Αντιστοίχως και οι μαθητές Του μετέπειτα δεν κατανοούν την αναγκαιότητα του να υποστεί ο Μεσσίας εξευτελιστικό και οδυνηρό (18, 34). Μόνον μετά την Ανάσταση διήνοιξεν αυτών τον νούν του συνιέναι τας Γραφάς (24, 45. πρβλ. Πρ. 1, 14: ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή συν γυναιξίν και Μαριάμ τη μητρί του Ιησού και τοις αδελφοίς αυτού).