Οικουμενικές Σύνοδοι: η έκφραση της αληθείας της Εκκλησίας

11 Φεβρουαρίου 2019

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν τις χαρισματικές συνάξεις ολόκληρου του εκκλησιαστικού σώματος που συνεκλήθησαν κατά καιρούς, προκειμένου να δηλωθεί η ενότητά του στην παραδεδομένη πίστη της Εκκλησίας. Λειτουργούν ως μηχανισμός εξισορρόπησης των διαφορών των τοπικών εκκλησιών σε θέματα κοινωνίας και πίστης αλλά και ως μηχανισμός διακήρυξης της ενότητας και πίστης ολόκληρου του εκκλησιαστικού σώματος και ανάδειξής του σε Καθολική Εκκλησία.

Η συνοδική συνείδηση υπήρξε μια μόνιμη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, κορυφαία έκφραση της ήταν η ενεργοποίηση του θεσμού της Οικουμενικής Συνόδου για την αποκατάσταση της αλήθειας και της ορθής πίστης στην Εκκλησία. Η σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων υπήρξε έκτακτο γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας και συνδέθηκε με την έγερση κάποιου σοβαρού ζητήματος, που απειλούσε την αυθεντικότητα της Παράδοσης ή την πνευματική αποστολή της Εκκλησίας.

Ο θεσμός της Οικουμενικής Συνόδου υπήρξε για την Εκκλησία το ανώτατο διδακτικό, νομοθετικό, διοικητικό και δικαστικό όργανο της. Βέβαια, η Οικουμενική Σύνοδος δεν αποτελεί μόνιμο θεσμό της Εκκλησίας, όπως είναι οι Τοπικές Σύνοδοι, αλλά περιστασιακό, και συγκαλείται όπως αναφέραμε όταν παρίσταται ανάγκη και δυνατότητα. Γενικά, ο συνοδικός θεσμός συνέβαλε στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της διοικητικής και κανονικής δομής της Εκκλησίας.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως ο αυθεντικός ερμηνευτής της Αποστολικής Παράδοσης, αλλά και το μέσο διευθέτησης θεμάτων κανονικού δικαίου και εκκλησιαστικής ευταξίας. Από εκκλησιολογικής απόψεως οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν ύψιστο γεγονός κοινωνίας και ενότητας των τοπικών εκκλησιών σε ολόκληρη την Οικουμένη. Ασφαλώς κάθε Σύνοδος, είτε τοπική είτε οικουμενική, σημαίνει την παρουσία όλου του πληρώματος της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις μιας τοπικής Συνόδου αυτονόητα μπορεί να έχουν οικουμενικό χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει ότι αναγνωρίζονται κι από άλλες τοπικές Εκκλησίες και ότι μπορούν να αναγνωριστούν επίσημα από μια Οικουμενική Σύνοδο.

Πρώτη Σύνοδος υπήρξε η Σύνοδος των Αποστόλων. Στην ζωή της Εκκλησίας συνεκλήθησαν επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, μεταξύ των ετών 325 και 787. Αιτίες συγκλήσεως ήταν οι κατά καιρούς εμφανιζόμενες αιρέσεις και κακοδοξίες στους κόλπους της Εκκλησίας. Έργο τους ήταν η ακριβής διατύπωση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και η αυθεντική και αλάθητη ερμηνεία της θείας Αληθείας. Ο χαρακτήρας των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων είναι διττός. Άλλες αναφέρονται στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και στη διατύπωση των Όρων της Ορθοδόξου Πίστεως, και ονομάζονται δόγματα, όροι, τόμοι και εκθέσεις, ενώ άλλες αναφέρονται στη διοίκηση, διαποίμανση, ευταξία, στο εσωτερικό πολίτευμα της Εκκλησίας, όπως και στη χριστιανική ζωή των πιστών και ονομάζονται κανόνες. Οι αποφάσεις του ανωτάτου αυτού οργάνου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υποχρεωτικές για κάθε επί μέρους Ορθόδοξη Εκκλησία, ως προς τα δογματικά αμετάβλητες και αλάθητες, ως προς τα διοικητικά – ποιμαντικά αμετάκλητες, και οποιαδήποτε τροποποίηση τους ως προς τους Κανόνες είναι δυνατή μόνον κατόπιν αποφάσεως νέας Οικουμενικής Συνόδου.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετρά στην επί γης ιστορική της πορεία επτά Οικουμενικές συνόδους, οι οποίες διατύπωσαν ερμηνευτικά την καθολική πίστη της Εκκλησίας και συνέταξαν τους ιερούς κανόνες που διέπουν την εκκλησιαστική ζωή και ευταξία. Στη συνέχεια του άρθρου μας θα προσπαθήσουμε συνοπτικά μα παρουσιάσουμε τις Οικουμενικές Συνόδους που σε έκτακτες και σημαντικές στιγμές συνεκάλεσε η Εκκλησία για να διαφυλάξει την διδασκαλία της και το ποίμνιο της από τις αιρέσεις και για κανονίσει τα του οίκου της ως προς την λειτουργική και ποιμαντική της ζωή.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διακήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Θεοδόσιο Α’ τον Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν 150 ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος (πνευματομάχοι), για ακόμη μια φορά τον Άρειο και τις διδασκαλίες του, και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο το 431 από τον Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Μαρκιανό και τη σύζυγό του Πουλχερία στις 8 Οκτωβρίου 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού. Συγκεκριμένα ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη. Το μεγαλύτερο μέρος των πιστών υιοθέτησε τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αποδοκίμασε τις απόψεις του Μονοφυσιτισμού. Ένα άλλο μέρος πιστών, οι οπαδοί του Μονοφυσιτισμού, δεν αναγνώρισαν αυτές τις αποφάσεις και αποκόπηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, γνωστοί σήμερα ως Προχαλκηδόνιοι ή Αντιχαλκηδόνιοι.

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Την συγκάλεσαν ο Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδoς και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους αιρετικούς συγγραφείς.

Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη από το 680 μέχρι το 681 από τον Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Η Σύνοδος επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθινή ενανθρώπηση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση. Yπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρωπίνη, υπάρχουν και δύο φυσικές θελήσεις και δύο φυσικές ενέργειες, η θεία και η ανθρωπίνη, που ενεργούσαν «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως», χωρίς να επικρατεί αντιπαλότητα μεταξύ τους.

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία «Εν Τρούλλω Σύνοδος». Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε’ και ΣΤ’ Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό ονομάσθηκε «Πενθέκτη».

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία. Η Σύνοδος εξέφρασε το δόγμα ότι η εικονογράφηση του Χριστού και των Αγίων εδράζεται στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού και διευκρινίστηκε ότι η τιμή προς τις εικόνες αναφέρεται στο πρόσωπο που αυτή απεικονίζει και όχι στο υλικό από το οποίο είναι αυτή φτιαγμένη.

Τέλος υπάρχουν άλλες δύο Σύνοδοι, που συγκεντρώνουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ώστε να αναγνωριστούν ως οικουμενικές. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 879-880 μ.Χ. στη Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλος Φωτιος (858-867, 877-886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, και καταδίκασε το Φιλιόκβε, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται.

Η δεύτερη έλαβε χώρα το 1351 μ.Χ. Δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Έτσι η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συνεκλήθη από αυτοκράτορα, εξέδωσε τον Συνοδικό Τόμο του 1351 και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία.

Έργο των Οικουμενικών Συνόδων ήταν και είναι ο καθορισμός του δόγματος επί τη βάσει των κανόνων της Αγίας Γραφής και της εκκλησιαστικής Παράδοσης, ο καθορισμός της διοίκησης της Εκκλησίας, η άσκηση της δικαστικής εξουσίας επί εκκλησιαστικών προβλημάτων και η επίλυση ποιμαντικών ζητημάτων. Σκοπός, επομένως, των Οικουμενικών συνόδων είναι η κοινωνία όλων των τοπικών Εκκλησιών ανά την Οικουμένη (διοίκηση, ευταξία αλλά κυρίως ανανέωση της εν Χριστώ σχέσης των Εκκλησιών με κοινή έκφραση της ορθής πίστεως) και δεύτερον η μορφοποίηση του δόγματος της Εκκλησιαστικής Πίστεως (κοινή εξαγωγή Όρων πίστεως) και η διατήρηση αυτής ανόθευτης από αιρέσεις και δοξασίες.

Στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας λοιπόν, ο συνοδικός θεσμός είναι εξαιρετικά θεμελιώδης, καθώς έτσι φανερώνεται σαφέστατα ο χαρακτήρας της ως κοινωνίας. Είναι η συγκέντρωση των επισκόπων της Εκκλησίας προς εξέταση και ρύθμιση γενικών εκκλησιαστικών ζητημάτων. Μέσα από τον συνοδικό θεσμό, την σύναξη αυτή των Επισκόπων της Εκκλησίας, λύνονται όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα, με τη μνήμη της υποσχέσεως του Κυρίου προς τους μαθητές Του, ου γαρ εισι δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών. Με πρότυπο κάθε συνοδικής σύναξης την Αποστολική Σύνοδο και έχοντας συνείδηση της θείας συμπαραστάσεως, τα μέλη της συνόδου διεκήρυτταν πάντοτε, αυτό που πρώτοι οι άγιοι Απόστολοι διεκήρυξαν, έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν.