Ο άγιος Θεόληπτος μία ζωντανή μαρτυρία και διακονία της μακραίωνης εμπειρικής θεολογίας

26 Φεβρουαρίου 2019

Ως μητροπολίτης Φιλαδελφείας, ο άγιος Θεόληπτος υπήρξε μέχρι του θανάτου του η κεφαλή της πόλεως, κεφαλή όχι μόνο εκκλησιαστική, αλλά ενίοτε και δικαστική [17], πολιτική [18], ακόμη και στρατιωτική [19]. Από όσα έργα του διασώθηκαν μπορούμε να σκιαγραφήσουμε την φωτισμένη πνευματική καθοδήγηση που άσκησε ως ποιμένας. Παραλλήλως, ο Νικηφόρος Χούμνος ομιλεί για μία πολύπλευρη και συστηματική κοινωνική δράση, με σκοπό τήν δικαιότερη κατανομή των αγαθών και την ανακούφιση των απόρων [20].

Οι ραγδαίες εξελίξεις σε συνδυασμό με την πολιτική και εκκλησιαστική αστάθεια του Βυζαντινού κράτους κλόνισαν την εμπιστοσύνη του λαού προς την επίσημη εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως και τον συσπείρωσαν γύρω από την χαρισματική προσωπικότητα του ιεράρχη, τον οποίον κατέστησαν έσχατο κριτή σε οποιαδήποτε διένεξη [21]. Σταδιακά αναλαμβάνει το έργο της άμυνας της πόλεως, καθώς οι πολιορκίες διαδέχονται η μία την άλλη [22]. Οι μαρτυρίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η προσπάθειά του πέτυχε [23]. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να διακινδυνεύσει την ζωή του για την σωτηρία της πόλεως, παραδίδοντας τον εαυτό του όμηρο στους πολιορκητές [24].

Η αφοσίωση του λαού της Φιλαδελφείας προς το πρόσωπό του εκδηλώθηκε με την εμπιστοσύνη που τον περιέβαλε, όταν αποφάσισε να διακόψει την επικοινωνία με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, εξαιτίας των συμβιβασμών που έγιναν, προκειμένου να αρθεί το σχίσμα των Αρσενιατών [25]. Δίνοντας προτεραιότητα στην «ακρίβεια» της εκκλησιαστικής τάξεως παρά στην «οικονομία», βάσει της οποίας κινήθηκαν οι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί κύκλοι της Κωνσταντινουπόλεως, αρνήθηκε να επιδοκιμάσει τις επιλογές του Πατριαρχείου [26]. Από δύο ομιλίες του προς τον λαό της Φιλαδελφείας σχετικά με τους αποσχιζομένους από το σώμα της Εκκλησίας [27], φαίνεται να κατηγορεί τους Αρσενιάτες για πολύ σοβαρότερα θέματα από απλές διαφωνίες σέ ζητήματα εκκλησιαστικής αρχής. Εκτός των κατηγοριών που τους προσάπτει, σχετικά με το ήθος και την συμπεριφορά τους, καταλογίζει σε αυτούς και ευθυνες συγχύσεως και σχισμάτων [28]. Ήδη από το 1298 η αντίθεση του αγίου Θεολήπτου προς τους Αρσενιάτες είχε εκδηλωθεί στη σύγκρουση του με τον στρατηγό Ιωάννη Ταρχανειώτη, ο οποίος ήταν επικεφαλής ομάδας Αρσενιατών [29]. Η επίσημη όμως διάσπαση μεταξύ Πατριαρχείου και αγίου Θεολήπτου συντελείται το 1310, όταν τον θρόνο καταλαμβάνει ο Νήφων (1310-1314). Το όνομα του Πατριάρχη παύει να μνημονεύεται στις εκκλησίες της Φιλαδελφείας. Μία ελάχιστη μειοψηφία εναντιώθηκε σε αυτήν την τακτική [30]. Μπροστά σέ αυτές τις εξελίξεις η Κωνσταντινούπολη δεν αντέδρασε δυναμικά. Από τη μία ο σεβασμός προς το πρόσωπό του και από την άλλη η επίγνωση ότι η άμυνα της πόλεως θα επηρεαζόταν από μία οξεία αντιπαράθεση, υπαγόρευσαν μία μετριοπαθή αντιμετώπιση της καταστάσεως. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ποτέ δεν αμφισβητήθηκε το κύρος των πράξεων του αγίου Θεολήπτου ως επισκόπου [31]. Αλλά και η δική του στάση είναι χαρακτηριστική της αμοιβαίας ηπιότητας που επικράτησε: Ενώ οι διαφωνίες δεν έχουν ακόμη εξαλειφθεί, ο άγιος Θεόληπτος μετέχει στην ενδημούσα σύνοδο (Σεπτέμβριος 1317-Αύγουστος 1318) χωρίς η συμμετοχή του να εμποδιστεί. Η διάσταση αυτή είχε διάρκεια δέκα ετών και το χάσμα γεφυρώθηκε μετά την αποχώρηση του Πατριάρχη Ιωάννου του Γλυκέος (1319).

Ο άγιος Θεόληπτος εδίδαξε στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά τον Ησυχασμό [32], πράγμα το οποίον είναι πιθανόν να συνέβη κατ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη [33]. Ο άγιος Γρηγόριος είναι ένα από τα πολλά πνευματικά τέκνα του αγίου Θεολήπτου [34], μεταξύ των οποίων και η Ειρήνη Χούμναινα Παλαιολογίνα, κόρη του Νικηφόρου Χούμνου, η οποία εκάρη από αυτόν μοναχή το 1307 με το όνομα Ευλογία [35].

Ως «ανήρ ου μόνον αρεταίς παντοίαις κοσμούμενος και πάσαν αιδώ τοις εντυγχάνουσι προπέμπων, αλλά και βαθείαν αύλακα διά φρενός καρπούμενος»[36] διαδραματίζει ρόλο καθοριστικό στη διένεξη Ανδρονίκου Β΄ και Ανδρονίκου Γ΄ και συμβάλλει σε μία προσωρινή ειρήνευση. Και σε αυτήν την περίσταση ενεργεί με θάρρος και αποτελεσματικότητα [37].

Ο θάνατος [38] τον βρίσκει εξαντλημένο από πολυήμερη ασθένεια τους τελευταίους μήνες του 1322. Την αναγγελία του τέλους του ακολουθεί πρωτοφανής πάνδημος θρήνος [39], γεγονός ενδεικτικό και αυτό της βαθιάς επιδράσεως που άσκησε η παρουσία του στις ψυχές των ανθρώπων που γεύθηκαν την άοκνη μέριμνά του στη διάρκεια των σαράντα ετών που υπήρξε ποιμενάρχης τους.

Ο άγιος Θεόληπτος άφησε έργα ποιμαντικού χαρακτήρα, μετασχηματίζοντας καταρχήν στον ίδιο του τον εαυτό μία μακραίωνη εμπειρική θεολογία σε ζωντανή μαρτυρία και διακονία. Εικονίζει έτσι ολόκληρη την Εκκλησία να επιστρέφει στις ρίζες της, για να μπορέσει να μεταβάλει το επερχόμενο τέλος σε νέα αρχή.

 

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Παραπομπές:

17. Βλ. Γρηγ. Α΄, 163-4
18. Ενθ’ ανωτ., 134-143.
19. Ενθ’ ανωτ., 82-85, 92-95 και 123.
20. Ν. Χούμνου, Επιτάφιος…., 226.
21. Ν. Χούμνου, ενθ’ ανωτ., 225. Πρβλ. «Νόμος γαρ και κανών προ των κειμένων αυτός και τοις της Εκκλησίας και της πολιτείας προύκειτο πράγμασι» (Μανουήλ Γαβαλά, Επιστολαί, στο J. Gouillard, Après le schisme arsenite. La correspondance inédite du Pseudojean Chilas, Académie Roumaines, Bull de la sect. hist XXXV (1944), 174-210).
22. Ήδη το 1304 η Φιλαδέλφεια γνώρισε θανάσιμο κίνδυνο από τους Καραμάνους και σώθηκε και από τους Καταλανούς. Σχετικά με τις πολιορκίες της Φιλαδελφείας βλ. P. Schreiner, Zur Geschichte Philadelpheias im 14. Jahrhundert (1293-1390), OCP 35, (1969), 373-431.
23. «Και τούτο μεν τούργον κάλλιστά τε και ανδρικώτατα κετεπράξαντο της άνωθεν δεξιάς συνεργούσης διά το της αρετής μέγεθος του της πόλεως ιερώς προεδρεύοντος θείου ανδρός Θεολήπτου». Νικηφόρου Γρηγορά, Ρωμαική Ιστορία, εκδ. L. Schopen (Βόννη 1829), Ι. 221. Πρβλ. επιστολές νβ΄ και ξβ΄ του Μιχαήλ Γαβρά, στον Σ. Κουρούση, Ι. Μανουήλ Γαβαλάς είτα Ματθαίος Μητροπολίτης Εφέσου (1271/2-1355/60). Α΄ – Τα βιογραφικά, («ΑΘΗΝΑ». Σύγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας. Σειρά διατριβών και μελετημάτων 12), Αθήναι 1972, 72-74.
24. Βλ. Ν. Χούμνου, ενθ’ ανωτ., 231.
25. Πρόκειται για τους οπαδούς του Πατριάρχη Αρσενίου, (1254-1260 και 1261-1264), ο οποίος επαύθη το 1264 από τον Μιχαήλ Η΄, εξαιτίας της υποστηρίξεώς του προς τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη. Βλ. σχετικά Ι. Συκουτρή, Περί του σχίσματος των Αρσενειατών, Ελληνικά, 2 ( 1929) 257-332, 3 (1930), 15-44 και 258-260, 5 (1932), 107-117 όπου τονίζεται και η πολιτική διάσταση του σχίσματος.
26. «Ο γαρ Φιλαδελφείας εκείνος…δύο των επ’ εκείνω πατριαρχών της κοινωνίας απερρωγώς και μηδόλως ιερουργών ουδ’ όνομα τούτων αναφέρων κατά τας αγιστείας τας ιεράς ουκ επί δογμάτων μέμψει ή κανονικών αιτίων άλλων προφάσει, αλλ’ επ’ οικονομία συνοδική, ειρήνην μεγίστην βραβευσάση τη εκκλησία, …και ο την εκκλησίαν τω λατινισμώ κλονουμένην στηρίξας βασιλεύς σπουδή μεγίστη συνευδόκησεν…» (Αρσενίου Τύρου, Επιστολή προς τον Ι. Καντακουζηνό, στο V. Laurent, Les crises religieuses à Byzance). Τον συγγραφέα υπέδειξε ο J. Meyendorff (Introduction à l’ étude de Grégoire Palamas, Paris 1959, 409).
27. Βλ. Γρηγ. Β΄, 305-345.
28. Βλ. «Τούτο ποιούσι και οι απατεώνες άνθρωποι και ψευδοδιδάσκαλοι, οι ευλάβειαν μεν υποκρινόμενοι και σχήμα πτωχείας περικείμενοι, έσωθεν δε εν τοις διαλογισμοίς αυτών εσκοτισμένοι όντες, φιλήδονοι, φιλάργυροι, κενόδοξοι, υβρισταί, πλήκται, φιλόνικοι, μνησίκακοι και παντελώς μαινόμενοι· βουλόμενοι γαρ ποιείν τας ιδίας επιθυμίας εισέρχονται εις πόλεις και χώρας και ωρύονται ως λύκοι. Διδάσκουσι γαρ απέχεσθαι τον του Θεού λαόν από της εκκλησίας, αποφεύγειν εκ των αγιασμάτων, μη υποτάσσεσθαι τοις των εκκλησιών ποιμέσι…» («Θεολήπτου μητροπολίτου Φιλαδελφείας περί του φεύγειν τους αποσχιζομένους των ορθοδόξων χριστιανών, προσεδρεύειν εν τοις θείοις ναοίς υπείκειν τε τοις αρχιερεύσι και τους λειτουργούς Κυρίου αιδείσθαι και τιμάν», 307, 4, 51). Πρβλ. Γρηγ. Α΄, 112-119. O I. Συκουτρής, μάλλον άδικα, δεν λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν αυτού του είδους τα σχόλια. Θεωρεί αφ’ ενός ότι κατά την εποχή αυτή το κίνημα των Αρσενιατών έχει εκφυλισθεί, αφ’ ετέρου εντάσσει τον άγιο Θεόληπτο στην ευρύτερη μερίδα του ανωτάτου κλήρου, η οποία είχε συμφέρον να υποβιβάσει τους Αρσενιάτες, καθώς αμφισβητείτο από αυτούς το έγκυρο της χειροτονίας τους. Βλ. σχετικά, Ελληνικά 3 (1930), 259-260.
29. Βλ. Γ. Παχυμέρη, Ανδρόνικος…, ΙΙ, 257-262
30. Μεταξύ αυτών και ο Μανουήλ Γαβαλάς (μετέπειτα Ματθαίος, μητροπολίτης Εφέσου). Βλ Σ. Κουρούση, Μανουήλ Γαβαλάς… Πρβλ. Γρηγ. Α΄, 119-129.
31. Από την αλληλογραφία του Γαβαλά αποδεικνύεται ότι η αργία και οι κυρώσεις που του επέβαλε εξαιτίας της διαφωνίας του στο θέμα των Αρσενιατών ήταν σέ ισχύ όλη αυτή την περίοδο. Βλ. σχετικά ένθ’ ανωτ., 220 κ. εξ.
32. «Ταύτα και Θεόληπτος ο μέγας εκείνος όντως της Φιλαδελφείας φωστήρ, συν τοις άλλοις εδίδασκε τον Γρηγόριον, εκ της ιεράς εκείνης ησυχίας τε και ξυναυλίας του της αγιότητος όρους μεταβάς ή αναβάς και πατήρ και μυσταγωγός των καλλίστων εκ πατέρων άνωθεν αυτώ χρηματίσας, υφ’ ου και την ιεράν νήψιν και την νοεράν άριστα μυηθείς προσευχήν, εις έξιν θαυμαστώς αυτής εληλάκει, εν τοις θορύβοις έτι και τω κόσμω διάγων» (Φιλοθέου, Εγκώμιον Γρηγορίου Παλαμά, PG 151, 561 A).
33. Βλ. Σ Κουρούση, Μανουήλ Γαβαλάς…, 327.
34. Ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον αναφέρει πρώτον από τους κορυφαίους δασκάλους και προδρόμους του Ησυχασμού: «Και τι λέγω τους παλαιούς των αγίων; Άνδρες γαρ μικρώ προ ημών μεμαρτυρημένοι και αποδεδειγμένοι εν δυνάμει Πνεύματος αγίου ταύθ’ ημίν διά στόματος οικείου παρέδωκαν, το τε θεολόγον τούτον, (σ.σ. τον Νικηφόρον), ως αληθώς θεολόγον και της αληθείας των Θεού μυστηρίων επόπτην ασφαλέστατον εφ’ ημών ανεκήρυττον· τον φερωνύμως Θεόληπτον εκείνον ακούεις, τον Φιλαδελφείας πρόεδρον, μάλλον δ’ από ταύτης ως από λυχνίας τον κόσμον φωτίσαντα… ημείς δε και των αγίων εκείνων έστιν οις αυτοπροσώπως ωμιλήσαμεν και διδασκάλοις εχρησάμεθα» (Τριάδες 1, 2, 12, 405). Πρβλ. Γρηγ. Α΄, 108. Πρβλ. επίσης Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄ (1994), 498.
35. Ο άγιος Θεόληπτος απευθύνει επιστολές του «προς βασίλισσαν Ειρήνην την διά του θείου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσαν εις Ευλογίαν και γνησίαν πνευματικήν θυγατέρα αυτού χρηματίσασαν, ην και οικείαις χερσίν απεκείρατο». Πρβλ. S. Salaville, Une lettre et un discours inédits de Théolepte de Philadelphie, REB 5 (1947) σ. 105-106 Πρβλ. V. Laurent, Une princesse byzantine au cloitre, EO 29 (1930), 44-58.
36. Ν. Γρηγορά, Ρωμαική…, Ι, 320 Πρβλ. Ιωάννου Καντακουζηνού, Ιστοριών βιβλία, εκδ. L. Schopen (Βόννη 1828), Ι, 67.
37. Βλ. ενθ’ ανωτ., Ι 14, 19 και 67, 94. Bλ. επίσης Ν. Γρηγορά, ενθ’ ανωτ. VIII σ. 6.
38. Ν. Χούμνου, Επιτάφιος…, 236.
39. Ενθ’ ανωτ., 237 κ. εξ.