Ο ήχος του σύμπαντος ως μουσική από τον Joep Beving

25 Φεβρουαρίου 2019

Ο Ολλανδός Joep Beving σπούδασε δημόσια διοίκηση αλλά στη συνέχεια εργάστηκε για πολλά χρόνια σε διαφημιστική εταιρεία. Τότε ήταν που αποφάσισε να μετατρέψει την αγάπη αλλά και το ταλέντο του για την μουσική (σπούδασε πιάνο από μικρός και σύντομα άρχισε επίσης να συνθέτει) από αποκλειστικά προσωπική ενασχόληση σε μέρος της εργασίας του και έτσι να δημοσιοποιήσει την μουσική του για πρώτη φορά. Έγραψε δηλαδή την μουσική για πολλά διαφημιστικά της εταιρείας όπου εργαζόταν η οποία εκτός από τον αντικειμενικό σκοπό της – να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως δομικό στοιχείο της διαφήμισης – άφησε πολύ καλές εντυπώσεις και για την ασυνήθιστα (για μουσική αυτού του τύπου) υψηλή αισθητική της. Αποτέλεσμα αυτών των θετικών εντυπώσεων ήταν να δεχτεί προτάσεις για να γράψει τα soundtracks δύο ταινιών μικρού μήκους που, ως πιο ολοκληρωμένες και μη όντας υποχρεωμένες να δεσμεύονται από τις, όπως και να το κάνουμε, κερδοσκοπικές προδιαγραφές των διαφημίσεων έκαναν ακόμα περισσότερους να τον προσέξουν.

Ενθαρρυμένος από αυτές τις αντιδράσεις τόλμησε να στείλει κάποιες συνθέσεις του σε μορφή demo σε μιαν από τις πλέον έγκριτες ευρωπαϊκές δισκογραφικές εταιρείας στον χώρο της κλασικής μουσικής, την Deutsche Grammophon. Παράδοξα για κάποιον όχι απλά πρωτοεμφανιζόμενο αλλά σχεδόν άγνωστο μέχρι τότε οι υπεύθυνοι της φαίνεται ότι διέκριναν σε εκείνον ένα πολύ μεγάλο ταλέντο γιατί του πρότειναν αμέσως να υπογράψει συμβόλαιο. Έτσι κυκλοφόρησε το’15 το πρώτο album του «Solipsism» που το ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα το «Prehension». Αμφότερα περιλάμβαναν οργανικές συνθέσεις κατά βάση πιανιστικές (φυσικά έπαιζε ο ίδιος) με ένα μικρό σύνολο εγχόρδων σε ορισμένες περιπτώσεις να έχει έναν περισσότερο ατμοσφαιρικό παρά ενορχηστρωτικό ρόλο.

Σημείο εκκίνησης και βασική αναφορά του προφανώς η κλασική παιδεία του αλά δίχως να είναι δέσμιος ούτε αυτής ούτε συγκεκριμένων επιρροών. Με βασικό χαρακτηριστικό της την λιτότητα, των μέσων αλλά και της μορφής, η μουσική του αναπτύσσεται, τόσο μελωδικά όσο και αρμονικά, όχι απλά ελεύθερα αλλά ομαλά και αβίαστα, με τους δικούς της όρους, κανόνες, ακόμα και χρόνους, τόσο όσον αφορά στο tempo όσο και στην διάρκεια των συνθέσεων. Πρώτιστο μέλημα του η ατμοσφαιρικότητα της στην οποία δίνει πολύ μεγάλη έμφαση δίχως όμως ποτέ να πέφτει στην παγίδα του να την κάνει αυτοσκοπό καταλήγοντας έτσι είτε στον στείρο φορμαλισμό της λεγόμενης new simplicity (μιας ωχρής μίμησης της φόρμας αλλά καθόλου του ανανεωτικού πνεύματος του κάποτε κραταιού ρεύματος του μινιμαλισμού) είτε, ακόμα χειρότερα, σε «ανώδυνη», αδιάφορη, ρηχή, ίσως ακόμα και πληκτική εντέλει new age. Αντίθετα η υποβλητικότητα της δεν μπορεί να μην κερδίσει τον πεπαιδευμένο και συστηματικό ακροατή.

Όλα αυτά δεν είναι καθόλου συγκυριακά διότι πίσω τους βρίσκεται μια πολύ συγκροτημένη όχι μόνο μουσική αλλά και φιλοσοφική σκέψη. Όπως λέει ο ίδιος πιστεύει ότι υπάρχει μία συμπαντική και μεταφυσική πραγματικότητα πολύ μικρό τμήμα μόνο της οποίας είναι η υλική που βιώνουμε με τις αισθήσεις μας και με την μουσική του προσπαθεί να αποδείξει και ταυτόχρονα να αναδείξει ακριβώς αυτή την πεποίθηση του. Ανακαλεί έτσι, συνειδητά ή μη, την θεωρία του Πυθαγόρα για την «μουσική των ουρανίων σφαιρών» την οποία το ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί μεν να συλλάβει αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και δεν την νιώθουμε με άλλους τρόπους. Με βάση τις αρμονικές σχέσεις αυτής της μουσικής, όπως τις αντιλαμβανόταν και τις υπολόγισε ο ίδιος, ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος διατύπωσε στη συνέχεια του πρώτους νόμους της αστρονομίας, αρκετές αρχές των μαθηματικών και φυσικά εκείνες για την μελωδική και αρμονική δομή της μουσικής της εποχής του. Ίσως ένας ακόμα απόηχος της Πυθαγόρειας σκέψης να βρίσκεται και στα λόγια του Joep Beving όταν επεξηγεί ακόμα απλούστερα ότι «κάνω εύκολη στην ακρόαση μουσική για να περιγράψω δύσκολα, μπορεί και άφατα συναισθήματα».

Μόλις σαράντα τριών ετών ακόμα παρά την ήδη τόση διανοητική και μουσική ωριμότητα του ο δημιουργός ετοιμάζει αυτό τον καιρό τον τρίτο δίσκο του. Στο ενδιάμεσο όμως και παράλληλα προσκάλεσε οκτώ φίλους του, μεμονωμένους μουσικούς ή και σχήματα, γα να επανεκτελέσουν με όποιον τρόπο ήθελαν ισάριθμες συνθέσεις του από τους δύο πρώτους. Αυτοί/ές μπόρεσαν να διακρίνουν την ουσία μα και την κινητήρια δύναμη της μουσικής του και να μοιραστούν μαζί του, όπως άλλωστε και εκείνος μαζί τους (μετά από μία δική του εισαγωγή συμμετείχε σχεδόν σε όλες τις επανεκτελέσεις παίζοντας όχι μόνο πιάνο αλλά και ηλεκτρονικά) την αγάπη του για αυτήν η οποία πηγάζει από την αγάπη του για την ανθρωπότητα. Αποτέλεσμα αυτής της αληθινής και κυριολεκτικά αρμονικής συνεργασίας όλων τους είναι το album «Conatus» που κυκλοφόρησε τον περυσινό Σεπτέμβριο. Μια αληθινή μουσική μυσταγωγία που δεν χαλαρώνει και ηρεμεί όπως συνήθως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις αλλά αντίθετα διεγείρει και εμπνέει το μυαλό μα και την ψυχή!