Πριν από το Απόδειπνο

14 Φεβρουαρίου 2019

Σωτήριο έτος 1950. Χειμώνας. Βράδυ. Το τζάκι καίει. Το κρύο πολύ. Η βροχή δυνατή κροταλίζει στις στέγες των σπιτιών του χωριού. Το λιγοστό φως, από την τσιμπλόλαμπα, τρεμοπαίζει και κάνει και τις σκιές των ανθρώπων να κουνιούνται στους τοίχους σαν φιγούρες θεάτρου σκιών.

Η οικογένεια γύρω από το σοφρά ετοιμάζεται να φάει το ζεστό τραχανά για να συνέλθει λίγο από το κρύο. «Φάγονται, πένητες και εμπλησθήσονται…» και μετά «Εύφρανας ημάς, Κύριε, εν τοις ποιήμασί Σου…». Μαζεύουν τα πράγματα από το σοφρά και συζητούν όλοι τα νέα της ημέρας. Μετά αρχίζει σιγά-σιγά η διαδικασία των προσευχών για να κοιμηθούνε. Αρχίζει ο μικρότερος την βραδυνή προσευχούλα του. «Θεέ μου Εσύ, που αγαπάς τα καλά παιδιά, Σε παρακαλώ, στείλε τον Άγγελό Σου να με φυλάξει αυτή τη νύχτα, που θα κοιμάμαι, από κάθε κακό. Αμήν. Φύλα τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τ΄αδέρφια μου, το δάσκαλό μου και μένα κάνε με καλό παιδί». Η μικρή αδερφή λέει, σαν προσευχή, το ποίημα, που έχει το αναγνωστικό του Δημοτικού σχολείου: «Σε νοιώθω στης ζωής το κάθε βήμα, στην ανθοστόλιστη τ΄Απρίλη γη, μεσ΄τ΄αφρογάλανο το κύμα, μεσ΄τη ροδολουσμένη αυγή….». Ο άλλος αδερφός, με αργή και σταθερή φωνή, συνεχίζει με το «Σε νοιώθω τις νυχτερινές μου ώρες, όταν των άστρων τα μυστήρια μελετώ, όταν μεσ΄τις ουράνιες τις χώρες το φωτεινό Σου θρόνο αναζητώ…». Η μεγάλη αδερφή συμπληρώνει με το απολυτίκιο της Κοίμησης, «Εν τη Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας….». Η μάνα με σταυρωμένα χέρια κάτι ψιθυρίζει. Μικρή παύση και με αργή, χαμηλή φωνή, ο πατέρας, αρχίζει το απόδειπνο. «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…»

Υπάρχει κατάνυξη. Το κλασικό χειμωνιάτικο δωμάτιο, με τις ξύλινες μισάντρες, θυμίζει μικρό εκκλησάκι, στο οποίο κάθε βράδυ γίνεται μια ακολουθία. Το εκκλησίασμα είναι η οικογένεια. Είναι πάντα και Εκείνος παρών. Το είπε ξεκάθαρα: Όπου είναι δυο και τρεις μαζεμένοι και με θέλουν είμαι και εγώ ανάμεσά τους!!.