Οι δυσκολίες των Βλάχων κατά τη πορεία προς τα χειμαδιά

1 Μαρτίου 2019

Στο διάβα ήταν τουλάχιστον 3-4 άτομα: τα δυο για το κοπάδι κι άλλο ένα ή δυο άτομο/α για τα μουλάρια και τα άλογα. «Ο ένας πήγαινε με τα πόσα ζώα είχε. Δύο- τρία άλογα, τέσσερα, πόσα έχει κι ο άλλος πήγαινε με τα πρόβατα, με το κοπάδι του.» (Α.Τ, ΣΥΝ.5, ΑΠ.125). Την πιο απαιτητική δουλειά είχε εκείνος που ήταν με τα μουλάρια, γιατί κάθε μέρα έπρεπε να βρει το κονάκι, να ετοιμάσει ένα υποτυπώδες γρέκι (πρόχειρο περίφραγμα) για να μην φύγουν τα πρόβατα, να βρει ξύλα για να ανάψει φωτιά, να κόψει κλαδιά για να φτιάξει γιατάκι για να μην τους πάρει από κάτω το νερό μες στον ύπνο τους, να μαγειρέψει, να ξεφορτώσει από τα φορτηγά ζώα όλη την κατούνα και την επόμενη μέρα να τα ξαναφορτώσει και να επαναλάβει την ίδια διαδικασία σε κάθε κονάκι, ως ότου φτάσουν στο χειμαδιό. Εκείνοι που ήταν με το κοπάδι είχαν υπό την μέριμνά τους να μετακινηθούν με ασφάλεια —και χωρίς να υπάρξουν απώλειες— όλα τα ζωντανά από το ένα κονάκι στο άλλο και δίχως να προκαλέσουν —κατά το δυνατόν— ζημιές στα ιδιόκτητα λιβάδια ή χωράφια, έως ότου φτάσουν στον τελικό προορισμό τους, στα χειμαδιά.

«Όταν λέγαμε κονάκι, κοίταξε τι κάναμε στο κονάκι, στο κονάκι πήγαινε αυτός με τα άλογα είχε το τσεκούρι του, έκοβε δέντρα και μάζευε ξύλα, κι έκοβε τα ξύλα, έκοβε κλαδιά και έκανε κρεβάτι. Αυτό ήταν το κρεβάτι μας. Αυτά τα κλαδιά γιατί τα βάζαμε, ας ήμασταν αγράμματοι, για να αποφύγουμε την υγρασία από κάτω. Και κοιμόμασταν πάνω στα κλαδιά. Άλλα κλαδιά είχανε φύλλα, άλλα δεν είχανε φύλλα. Ανάλογα το δέντρο από τι δέντρο είχε η περιοχή. Γιατί υπήρχε περιοχή που είχε δέντρα που είχαν φύλλα και ήταν και τα φύλλα. Υπήρχε περιοχή και ήταν μόνο το ξύλο.(…) Ε, φθινόπωρο ήταν. Είχαν πέσει τα φύλλα από άλλα δέντρα. Δεν ήταν … Και φτιάχναμε μια φωτιά πολύ ωραία όλη τη νύχτα. Αυτή η φωτιά μας ζέσταινε όλη τη νύχτα. (…) Δεν ρίχναμε δυο- τρία ξύλα. Γινόταν να… θημωνιά μέχρι απάνω. Κι έκαιγαν αυτά σιγά-σιγά. Ήταν και χλωρά τα ξύλα και γι’ αυτό δεν καιγόταν γλήγορα. Δεν ήταν να πεις ότι ήταν κομμένα. Τότες κόβαμε εμείς τα δέντρα και είχαν υγρασία. Δεν καιγόταν εύκολα, γι’ αυτό ρίχναμε πολλά, ούτε η βροχή να τα σβήσει, αλλά κι εμείς ζεσταινόμασταν από αυτά. Είχαμε φως όλη την νύχτα με αυτά. (…) Ήταν πολύ, ήταν δυνατή φωτιά. Ήταν δυνατή φωτιά. Δεν της έβαζες χέρι, γιατί ήταν πολλά τα ξύλα. Μπορεί να ήταν και ένα τόνο ξύλα.» (Α.Τ, ΣΥΝ.5, ΑΠ.126)

«Κι αυτός που είχε τα άλογα έπιανε τ’ άλογα, τους έβαζε τον ντρουβά με κριθάρι κι έτρωγαν το κριθάρι τ’ άλογα και μετά τα φόρτωνε. Φόρτωνε τα πράγματα που είχαμε: κάπες, κριθάρι για τα ζώα —για τ’ άλογα, όχι για τα πρόβατα κριθάρι— για τ’ άλογα κριθάρι, το ψωμί για τους ανθρώπους, το ψωμί για τα σκυλιά, το κρασάκι, αυτά που… αυτά που είχαμε για φαγητό, και ξεκινούσε αυτός με τ’ άλογα και πήγαινε και τα περίμενε τα πρόβατα στο επόμενο κονάκι που θα γινότανε. Απόψε παράδειγμα φύγαμε εμείς από ‘δω, να σου δώσω έτσι να καταλάβεις ένα παράδειγμα. Και φτάσαμε στον προφήτη Ηλία, μέχρι εκεί ήταν ο προορισμός. Εκεί στήσαμε για να κοιμηθούμε απόψε εκεί. Τώρα αύριο σαν ξημερώσει εσείς με τα πρόβατα οι δυο σας, εγώ θα πάρω τα άλογα και θα πάμε για το Μαυροβούνι, θα κάνουμε το επόμενο κονάκι. Την άλλη μέρα. Από το Μαυροβούνι φτάνουμε στο Περιβόλι, στο επόμενο, ως ότου να φτάσουμε στον προορισμό μας. (…) Ξεκινούσαν πρώτα τα πρόβατα. Μετά. Αυτός πήγαινε πιο μπροστά. Αυτός με τα μουλάρια, αυτός τραβούσε τον δρόμο. Δεν σταματούσε πουθενά να βοσκήσουν τα μουλάρια. Μόλις θα έφτανε για παράδειγμα… έφευγες από του Προφήτη Ηλία για παράδειγμα, για να φτάσεις στο Μαυροβούνι ήθελες δυο ώρες, ενώ τα πρόβατα ήθελαν έξι ώρες να φτάσουν. Κατάλαβες; Υπήρχε εκείνη η διαφορά. Στο Μαυροβούνι ξεφόρτωνε τα ζώα και τα άλογα τα άφηνε για να βοσκήσουν μετά, μέχρι την επόμενη, τ’ άλλο το πρωινό, μέχρι τ’ άλλο το πρωί. Κι έφτιαχνε το κονάκι , το γιατάκι. Έκοβε τα ξύλα. Έφτιαχνε την μαγειρική τι είχανε, τι είχαν κανονίσει.(…) Φασόλι, τραχανά, πατάτα. Ό,τι είχαν κανονίσει, κατάλαβες; Έτσι γινότανε.» (Α.Τ, ΣΥΝ.5, ΑΠ.127)

«Το ταξίδι για τα χειμαδιά παίρναμε τα πρόβατα. Αυτοί με τα μουλάρια παίρναν τα μουλάρια. Πηγαίναν αυτοί εδώ μια- δυο ώρες σταματούσαν. Ξεφόρτωναν τα μουλάρια, ανάβαν φωτιές για να παν τα πρόβατα… Πηγαίναμε εμείς με τα πρόβατα το βράδυ. Τα μαζεύαμε εκεί. Κοιμόνταν τα πρόβατα κι εμείς τρώγαμε ‘κει και φέρναμε γύρα και ξεκινούσαμε πάλι πιο πέρα. Ήμασταν δύο, ένας μπροστά. Ακολουθούσαν τα πρόβατα. Ερχόταν από πίσω. Άμα έβλεπαν άνθρωπο ερχόταν από πίσω. Κι ο άλλος από κοντά , μη μείνει κανένα πρόβατο … αυτό από πίσω. Δυο νοματαίοι.» (Β.Κ, ΣΥΝ.4, ΑΠ.128)

«Ο καθένας είχε τη δουλειά του. Εκείνος που είχε να μετακινήσει τα πρόβατα, μπορεί να ήταν δυο να μετακινήσουν τα πρόβατα. Σκαρνούσαν τα πρόβατα και πήγαιναν και οι δυο, ο ένας μπροστά κι ο άλλος από πίσω, για να μην μείνει καμιά προβατίνα ή από κανένα λύκο. Έτσι ήταν η συνήθεια. Και φεύγαν αυτοί οι δύο με τα πρόβατα, με το κοπάδι.» (Α.Τ, ΣΥΝ.5, ΑΠ.129)

Όταν τα πρόβατα δεν ακολουθούσαν τον βοσκό, έδιναν στο μανάρι, το πρόβατο δηλαδή που είναι εξοικειωμένο με τον άνθρωπο, ένα κομμάτι ψωμί για να ακολουθήσει και το υπόλοιπο κοπάδι. «Το μανάρι είναι αυτό που ζυγώνει τον άνθρωπο, του δίνει μια μπουκιά ψωμί «Ε, προύς προύς!», έρχεται αυτό και ακολουθούν και τ’ άλλα.» (Β.Τ, ΣΥΝ.31, ΑΠ.130).

Αν και οι κτηνοτρόφοι επιδίωκαν τα πρόβατα να γεννήσουν στα χειμαδιά εντούτοις συνέβαινε συχνά να γεννούν οι προβατίνες καθ’ οδόν. Τότε, επειδή τα νεογέννητα αρνιά δυσκολεύονταν να περπατήσουν τα φόρτωναν πάνω στα μουλάρια μέσα σε μάλλινα ταγάρια. Οι γέννες αυτές αποτελούσαν μια παραπάνω έγνοια για τους βοσκούς.

«Κοίταξε να δεις, αν γεννήσουν στον δρόμο τι τα κάνεις τα αρνιά; Κάπου καμιά φορά μπορεί. (…) Στον ντρουβά και κρέμασμα στο μουλάρι. Μικρό, ώσπου να το πάρει λίγο απάνω του. Ε, και μετά ξεκινούσε με τη μάνα του κει.» (Δ.Μ, ΣΥΝ.9, ΑΠ.131)

«Ανάλογα πότε τους γεννούσαν τα πρόβατα φεύγανε. Δηλαδή αν τους γεννούσαν τα πρόβατα 20 νοε… Άντε κι αυτό! Τι να σου πω τώρα! Είχαμε και γαϊδούρια εμείς και πάντοτε γεννούσαν (τα πρόβατα) στον δρόμο. Και μια φωτογραφία δεν ξέρω πού την … είναι αυτή η φωτογραφία, είναι ένα γαϊδούρι και είναι φορτωμένο με 15 ντρουβαδάκια μικρά μικρά και προέχουνε αρνάκια, κεφάλια, κεφάλια. (…) Χαμός. Γι’ αυτό και θέλαν εμάς τα παιδιά, γιατί ας πούμε περπατούσαν τα πρόβατα, ήμασταν από πίσω εμείς, είχαμε τον θείο μου τον Μήτσο, ο οποίος πήγαινε με τα πρόβατα. Αυτός είχε έναν γάιδαρο μπροστά. Εγώ από πίσω είχα άλλον έναν γάιδαρο και ήταν όλο ντρουβαδάκια ντρουβαδάκια μικρά πολύ μικρά που να χωράνε τα αρνιά μέσα. Και όταν βρίσκαμε τα πρόβατα τα γεννάνε και όταν γεννούσαν τα πρόβατα τα ‘φερνε γύρω γύρω ο Μήτσος, τα ‘φερνε γύρω γύρω έτσι για να μην φύγει το μεγάλο κοπάδι για να ξεγεννήσει. Παίρναμε τα αρνιά τα βάζαμε μέσα στο ντρουβαδάκι. Και το βράδυ όταν πηγαίναμε ήξερε ο θείος μου ο Μήτσος ότι είχε γεννήσει αυτή η προβατίνα αυτό το αρνί. Κατάλαβες; Το κρατούσαμε λίγο εκεί να το μυρίσει η προβατίνα για να το αναγνωρίσει μετά.» (Α.Τ, ΣΥΝ.26, ΑΠ.132)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ