Η έννοια της Μεταμόρφωσης στο έργο του Γιώργου Τσιάκκα με αναφορά στην τηλεoπτική σειρά Λύκε, λύκε είσ’ εδώ;
19 Μαρτίου 2019Πιθανόν ο μεγαλύτερος φιλόσοφος, μαζί και δραματουργός, που έζησε ποτέ, ο Πλάτων, μας υποδεικνύει μέσω του δασκάλου του, Σωκράτους, στο τέλος του περίφημου Συμποσίου, ότι η συγγραφή τραγωδίας και κωμωδίας είναι έργο ενός και του αυτού δημιουργού. Γνωρίζουμε ότι κατά την αρχαιότητα οι δραματουργοί που ελάμβαναν μέρος σε διαγωνισμούς, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αθηναϊκής εορτής των «ἐν ἄστει» (μεγάλων) Διονυσίων, ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάσουν στο κοινό τους μια τετραλογία αποτελούμενη από τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα, μορφή χαρακτηριζόμενη από χιούμορ, αλλά πιο ελαφριά από μια κωμωδία και χωρίς απαραίτητα το βάθος των συνυποδηλώσεων που συναντούμε σε ένα αριστοφανικό έργο. Ο Γιώργος Τσιάκκας (στο εξής Γ.Τ.), οικοδομώντας με το έργο του ένα πνευματικό κεφάλαιο του Νέου Ελληνισμού, συνεχίζει την χορεία αυτών των μεγάλων δραματουργών της αρχαιότητας, έχοντας την δυνατότητα να συνθέτει απαράμιλλες τόσο τραγωδίες, όσο και κωμωδίες. Αυτό είναι το πρώτο πρωτεϊκό του στοιχείο, η δυνατότητα να μεταμορφώνεται από κωμωδό σε τραγωδό και τανάπαλιν, αλλά όχι το μόνον. Στην συνέχεια του κειμένου θα παρουσιάσω διάφορους άξονες και χαρακτηριστικές περιπτώσεις του πρωτεϊκού στοιχείου, δηλ. της μεταμόρφωσης, με ιδιαίτερη αναφορά στην κωμωδία Λύκε, λύκε είσ’ εδώ;, καθώς είναι η τηλεοπτική σειρά του Γ.Τ. η οποία θεματοποιεί ποικιλοτρόπως τον τόπο της μεταμόρφωσης.
Θα ξεκινήσω με τον κεντρικό άξονα, τις ανθρώπινες σχέσεις, σκιαγραφώνας τα καθέκαστα τεσσάρων ζευγαριών. Πρώτη χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν το ντουέτο των Άλεξ Γκρέιτ και Πένυς. Κατά την διάρκεια της περιστασιακής συνύπαρξής τους ως ζεύγους τούς παρακολουθούμε συνεχώς να μεταμφιέζονται εν είδει παιδιάς, αναπαριστώντας φανταστικά σενάρια, προκειμένου να αναζωογονούν και να φρεσκάρουν αδιάλειπτα την ερωτική σχέση τους, όπως η Πένυ θα εξομολογηθεί, εν είδει συμβουλής, στην φίλη της, Ειρήνη. Ο δε Άλεξ Γκρέιτ παρουσιάζεται στην σειρά ως ένας πραγματικός χαμαιλέων, ένας τυχοδιώκτης, ημιαποτυχημένος Δον Ζουάν, ο οποίος προσεγγίζει τη μια γυναίκα μετά την άλλη, προκειμένου να ικανοποιήσει είτε τα ηδονικά πάθη του, είτε προς οικονομικό προσπορισμό και οδό προς υλοποίηση ματαιόδοξων ονείρων επαγγελματικής αναγνώρισης και καλλιτεχνικής επιτυχίας, είτε απλά για να αυτοεπιβεβαιωθεί.
Είναι πραγματικά ένας αντι-ήρωας στο μέτρο που ενώ παρουσιάζεται ως ένας ηθοποιός, δηλ. ένας άνθρωπος του οποίου επάγγελμα είναι η υποκρισία, η στοχοθεσία του δεν είναι αλτρουιστική, αλλά καθαρά εγωκεντρικής τάξεως. Αν η Σώτια του Βουράτε Γειτόνοι, δηλ. της άλλης γνωστής αριστουργηματικής κωμικής σειράς του Γ.Τ., διατρανώνει στο τραγούδι των τίτλων ότι «ηθοποιός σημαίνει φως», κατά τη μουσική ρήση του Μάνου Χατζιδάκι, σίγουρα το φως του Άλεξ δεν είναι αναστάσιμό τε και ανατατικό. Ο ανθρωπολογικός αυτός τύπος αποτελεί μια θαυμάσια καρικατούρα και διαστρεβλωμένη (δηλ. μεταμορφωμένη με αρνητικό πρόσημο) εκδοχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σκοπός του Άλεξ είναι η κατάκτηση για την κατάκτηση (όχι για να κοινωνηθεί ένας πολιτισμός σε άλλους ανθρώπους και λαούς), και η δικαίωση της επονομασίας του ως Γκρέιτ (ενώ στην περίπτωση του Αλεξάνδρου ήταν μάλλον ο οικουμενικός ελληνισμός που προήλθε από τις κατακτήσεις του, ο οποίος απέδωσε την προσωνυμία στον αρχαίο μαθητή του Αριστοτέλους). Πέραν οποιουδήποτε ελληνοκεντρικού ρομαντισμού πάντως, τα ιδανικά του Άλεξ δεν απέχουν πολύ από την ατμόσφαιρα που συναντάει κανείς σε αμερικάνικες ταινίες του Hollywood, (τις λεγόμενες «αμερικανιές», αν και βέβαια ο αμερικανικός πολιτισμός έχει πολλαπλές πτυχές και προσφορές).
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άλεξ επαναλαμβάνει διηνεκώς ότι έπαιξε σε ταινίες όπως ο Τιτανικός και το Avatar (αποσιωπώντας το ότι ήταν απλός κομπάρσος), ταινίες καθαρά εμπορικού κινηματογράφου (και απότοκά ενός και του αυτού σκηνοθέτη, James Cameron). Μάλιστα, χωρίς να υπεισέλθει κανείς στο σενάριο της ταινίας Avatar, αξίζει να θυμόμαστε ότι «αβατάρα» σύμφωνα με τον Ινδουισμό είναι μια από τις πολλές μορφοποιήσεις (μεταμορφώσεις) που μπορεί να έχει μια ινδική θεότητα. Δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη, βεβαίως, το γεγονός ότι με έναν τέτοιο χαμαιλέοντα-υποκριτή, που -ας μην κρυβόμαστε- μπορεί να κρύβουμε με διαφόρους τρόπους και σε διαφορετικούς βαθμούς και εμείς μεσα μας εν είδει προβατόσχημου λύκου, δύσκολα διατηρείται ή ακόμη περισσότερο ανθίζει μια ανθρώπινη και ειδικότερα ερωτική σχέση. Αν και η Πένυ δεν ανταγωνίζεται τον Άλεξ της σε μεταμορφώσεις, ωστόσο σαγηνεύεται από την επιφανειακή και επιδερμική σχέση που έχει με τον κατά καιρούς σύντροφό της, γι’αυτό και στο τέλος του σήριαλ «μένουν μπουκάλα» και οι δυο.
Διαβάστε την συνέχεια εδώ