Η φανέρωση της Χριστοκεντρικότητας της θεολογίας του αγίου Θεοφυλάκτου μέσα από την εμπειρία

12 Μαρτίου 2019

Εάν η Εκκλησία έχει αυτές τις διαστάσεις, ανάλογες είναι και οι διαστάσεις του λειτουργήματος των ποιμένων της. Η παρουσία τους αποτελεί παρουσία του ίδιου του Χριστού στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο [56]. Η διακονία τους εκλαμβάνεται ως θεία δωρεά από τον πρώτο Ποιμένα [57]. Για αυτό και αποτελούν σημείο της ενότητας του σώματος της Εκκλησίας.

Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να αναζητηθεί το υπόβαθρο των ενεργειών του. Αν και στο έργο του διαφαίνεται σαφώς η προτεραιότητα που δίνει στην οδό της νήψεως και της προσευχής, η δραστηριότητά του αποδεικνύει την αγωνιώδη μέριμνα για το ποίμνιό του, η οποία πηγάζει από την αυτοσυνειδησία του ως ιεράρχη και ποιμένα. Όπως το ενδιαφέρον του για την σωτηρία της ζωής των κατοίκων της Φιλαδελφείας τον ώθησε να αναλάβει κάθε είδους δραστηριότητα εναντίον των επιτιθεμένων ορδών, έτσι και η αγωνία του για την σωτηρία των ψυχών που διέβλεπε να κινδυνεύουν, τον έκαναν να μη θεωρήσει καμία δραστηριότητα άσχετη με το αξίωμα και την αποστολή του και έτσι να αναμιχθεί ενεργώς, όχι μόνο σε εκκλησιαστικές αλλά και σε πολιτικές διενέξεις, επιδεικνύοντας νηφαλιότητα και έντονη συναίσθηση ευθύνης [58].


Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθεί και η αντίδραση του αγίου Θεολήπτου στους συμβιβασμούς Πατριάρχη και Αρσενιατών. Το ερώτημα είναι τι χαρακτήρα είχε η δεκαετής απομόνωσή του από το σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και το «αν» και «κατά πόσον» αυτή η ενέργεια έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις του περί εκκλησιαστικής ενότητας, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω.

Πρέπει καταρχήν να ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο άγιος Θεόληπτος είναι ενήμερος των καταστάσεων στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζει ότι, όπως και στο παρελθόν, η τραγική πολιτική κατάσταση έχει επηρεάσει την διαμόρφωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση των Αρσενιατών ήταν βέβαιος για τις πιέσεις που θα είχαν ασκηθεί για να λυθεί το ζήτημα «πάση θυσία». Διαφωνώντας με τον Πατριάρχη, συνειδητοποιεί ότι εναντιώνεται σε μία εκκλησιαστική αρχή, η οποία έχει χάσει τον προσανατολισμό της, καθώς βλέπει να νομιμοποιούνται παραβιάσεις θεμελιωδών αρχών του Ορθόδοξου εκκλησιαστικού ήθους [59]. Aρνείται να δεχθεί την αλλοίωση της εκκλησιαστικής τάξεως εξ αιτίας κοσμικών συγκυριών. Αντιδρά σε συγκεκριμένα πρόσωπα και αποφάσεις. Γι’ αυτό η αποξένωσή του ποτέ δεν θεωρήθηκε από τον ίδιο αυτόματη έξοδος από τον χώρο της Εκκλησίας. Tρανή απόδειξη αυτού του γεγονότος αποτελεί, όπως προαναφέραμε, η συμμετοχή του στην ενδημούσα σύνοδο αν και ακόμη δεν είχαν λυθεί τα προβλήματα μεταξύ αυτού και του Πατριάρχη [60].

Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτή η ενέργεια του Θεολήπτου έχει τον χαρακτήρα μιας έσχατης μορφής διαμαρτυρίας μπροστά στον κίνδυνο να καθορίσουν την πορεία της Εκκλησίας κριτήρια κοσμικά. Αποδεικνύεται ότι ούτε ιδιοτροπία ούτε εμπάθεια αλλά μάλλον πόνο θα μπορούσε να αισθανόταν για την κατάσταση αυτή [61]. Μόνο ένα πράγμα έθεσε πάνω από την ειρήνευση, την ιεροσύνη αλλά και μία επιφανειακή εκκλησιαστική ενότητα: την γνησιότητα του δόγματος [62]. Είναι το μόνο σημείο όπου δεν μπορεί να ασκηθεί «οικονομία» αλλά μόνον «ακρίβεια» [63]. Επειδή λοιπόν η ενότητα δεν μπορεί να είναι επακόλουθο της «οικονομίας» αλλά μόνο της ομοφωνίας ως προς το δόγμα, και καθ’ ην στιγμήν οι Αρσενιάτες, κατά τον άγιο Θεόληπτο, το αμφισβητούσαν, η απόλυτη αντίθεσή του σε έναν συμβιβασμό αποτέλεσε διακήρυξη της ανάγκης για ενότητα «ἐν αληθείᾳ» [64]. Επιλέγει τον δρόμο της ρήξεως για να υπενθυμίσει ότι η ενότητα είναι ακόμη το ζητούμενο.

Όλες οι πηγές για τον άγιο Θεόληπτο αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο με πολλές ικανότητες, πολλές δραστηριότητες αλλά με έναν και μοναδικό σκοπό: να αποκαλύψει ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί ως Εκκλησία την ζωντανή παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Ίσως όμως πάνω από όλα τα γεγονότα και τις ενδείξεις, την ασφαλέστερη μαρτυρία για την προσωπικότητα του αγίου Θεολήπτου παρέχει η θέση του στην συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος. Διότι αυτή τελικά αποδεικνύει ότι την Χριστοκεντρικότητα της θεολογίας του την φανέρωσε εμπράκτως ως ορθόδοξος ποιμένας.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

56. Βλ. «Αιδέσθητι τοίνυν την του Χριστού χειροτονίαν. Σεβάσθητι την αυτού αποστολήν. Ει προσέλθης ορθοδόξω ιερεί και δεκτώ παρά του ιδίου ποιμένος, Χριστώ προσήλθες, Χριστόν ετίμησας, Χριστόν εδέξω, Χριστόν δε δεξάμενος δι’ αυτού εδέξω και τον Πατέρα και το Πνεύμα το άγιον» («Θεολήπτου μητροπολίτου Φιλαδελφείας περί του φεύγειν τους αποσχιζομένους…, 312, 14, 179).
57. Βλ. «Παρά γαρ του Χριστού του πρώτου ποιμένος απέσταλται και εγκεχείρισται το ποιμαίνειν…» (Ενθ΄ ανωτ. , 311, 11, 145).
58. Πρβλ. την στάση του απέναντι στον Πατριάρχη Γρηγόριο Β΄( Ν. Χούμνου, Επιτάφιος…, 10 κ. εξ.) καθώς και τη μεσολάβησή του στη διένεξη των δύο Ανδρονίκων (ενθ’ ανωτ. 15).
59. Μεταξύ άλλων τους κατηγορεί ότι είναι «φιλήδονοι, φιλάργυροι, κενόδοξοι, υβρισταί, πλήκται, φιλόνικοι, μνησίκακοι και παντελώς μαινόμενοι» (Δ1, 4, 54, 307). Πρβλ. Γρηγ. Α΄, 112-119.
60. Ν. Χούμνου, ενθ’ ανωτ., 14.
61. Ενδεικτικό γεγονός της ελλείψεως εμπαθείας αποτελεί η στάση του προς τον τότε πρωτονοτάριο τα μητροπόλεως της Φιλαδελφείας Μανουήλ Γαβαλά, εις τον οποίον επέβαλε αργίαν από τα μυστήρια επειδή δεν συμφώνησε με την ρήξη προς το Πατριαρχείο, αλλά και τον οποίον ο ίδιος χειροτόνησε ιερέα μετά την επαναπροσέγγιση. Ο Γαβαλάς γράφει: «…καν ο φθόνος το φίλτρον επεχείρησε διασπάσαι, τέλος δ’ ουδέν ουδαμού τη πονηρία επέθηκε» (L. Previale, Due monodie…, 31). Πρβλ. Σ. Κουρούση, Μανουήλ Γαβαλάς…, 316 κ. εξ.
62. Βλ. «Ει μεν από του ιερέως φεύγεις, ως μη ορθώς φρονούντος περί των της πίστεως δογμάτων, αλλ’ υπό αίρεσιν αλισκομένου, καλώς ποιείς, και δείξον πρώτον τούτο, και δέχομαι και αυτός και χάριτας ομολογώ…» («Του αυτού Θεολήπτου επισκόπου Φιλαδελφείας έτερος λόγος λαληθείς προς το κατά την Φιλαδέλφειαν χριστιανικώτατον πλήρωμα…, 342, 26, 548).
63. Ενθ΄ ανωτ., 331, 16, 297.
64. Βλ. «Όταν οι στοιχούντες τω εαυτών φρονήματι και τη πλάνη της διανοίας αυτών περιπατούντες θεωρήσωσιν υμάς, τους εν απλανεί γνώσει μένοντας, σχολάζοντας συνεχώς εν ταίς εκκλησίαις και τη διδασκαλία των αγίων πατέρων προσανέχοντας, τούτους δε ως πολεμίους αποστρεφομένους και μηδόλως, καν άκροις ωσί, καταδεχομένους την διδασκαλίαν αυτών, καταγνόντες εαυτών ως εβδελυγμένον φρόνημα έχοντες, καταλήψουσι την πλάνην του ιδίου φρονήματος και αποστήσονται των σχισμάτων και προσκολληθήσονται υμίν, ως μέλος σώματι, και κτήσονται το αυτό φρόνημα, και έσεσθε πάντες μία εκκλησία» (Ενθ΄ ανωτ., 323, 6, 98).