Κ. Παλαμάς: και ω λόγος πρωταγροίκητος! του Γολγοθά το σύγνεφο πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα.

20 Μαρτίου 2019

Και γνώρισα τους ιλαρούς θεούς και στεφανώθηκα
την αγριλιά της Αττικής, τη δάφνη απ’ την Ελλάδα,
και ω λόγος πρωταγροίκητος! του Γολγοθά το σύγνεφο
πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα.

Ο απόστολος παραμένει στην Αθήνα, και εκεί αναπόφευκτα γνωρίζει τις παλαιές θεότητες που είχαν επικρατήσει, δείχνοντας έτσι, πως επί μακρό διάστημα ο Χριστιανισμός συνυπήρξε με την ειδωλολατρία στο «κλεινόν άστυ», μέχρι την οριστική παρακμή της δεύτερης. Εκεί στεφανώθηκε την ελιά, το σύμβολο της νίκης δηλαδή, το οποίο έφεραν οι ολυμπιονίκες. Αυτός είναι ένας πνευματικός νικητής, είτε διότι τελικά η αποστολή του καρποφόρησε και ο Χριστιανισμός κατέκτησε όλη την οικουμένη είτε διότι η πίστη του ξεπερνά τον κόσμο, όπως αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (Α’ Ιω. Ε’, 4). Εκεί όμως, αντικρίζει και ένα θέαμα πρωτόγνωρο και παράξενο, το σύννεφο του Γολγοθά να εξαφανίζει την λαμπρότητα του Ολύμπου. Οι αρχαίες θρησκείες οδηγούσαν τον κόσμο προς μία τρυφηλή ζωή, χωρίς εγκράτεια, όπως μαρτυρούν και οι πανηγύρεις της αρχαίας εποχής. Αντιθέτως, ο Χριστιανισμός προτάσσει την ζωή του Σταυρού και κάνει λόγο για το χαραποιόν πένθος, δηλαδή την λύπη που πρέπει να έχει ο άνθρωπος για τις αμαρτίες του, η οποία ελκύει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, και οδηγεί στην χαρά του Χριστού. Αυτό λοιπόν είναι το αξιοπερίεργο που παρατηρεί εδώ ο απόστολος. Πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι να επέλεξαν τον δύσκολο δρόμο του Σταυρού και του μόχθου, ενώ μπορούσαν να παραμείνουν στην τρυφή και την κοσμική χαρά; Σαφώς το ερώτημα αυτό είναι ρητορικό για εκείνον, αφού γνωρίζει πως αυτό συνέβη με την δύναμη του Θεού.

Τα είδωλα τ’ αφρόντιστα και τα πασίχαρα έφυγαν,
αλλ’ ούτε πια μεθάει τη γη το ασκητικό μεθύσι,
ας λάμπη η μυστική χαρά στα γαλανά υπερκόσμια•
ειν’ εδώ κάπου μια ζωή, και είν’ άξια για να ζήσει.

Τελικά η θρησκεία των ειδώλων κατέπεσε, μαζί με αυτήν και τα ευτελή είδωλα που εκπροσωπούσαν τα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου, τα οποία πλέον είχαν μείνει παρατημένα, από λατρευτική άποψη. Επίσης, παρήλθε και η εποχή των μεγάλων πανηγύρεων, όπως τα Διονύσια, στα οποία οι άνθρωποι παραφέρονταν, μεθούσαν και διέπρατταν πολλές ανομίες. Αντί αυτών ο απόστολος προτείνει στον κόσμο την ύπαρξη της εν Χριστώ ζωής, χαρακτηρίζοντάς την «μυστική χαρά». Ο λόγος που της δίδει αυτήν την ονομασία είναι, όπως σημειώθηκε και σε προηγούμενη στροφή, ότι αν κανείς θέλει να ζήσει σύμφωνα με τον Λόγο του Θεού, αυτό επιτυγχάνεται μόνο εντός της Εκκλησίας, με τα Άγια Μυστήριά Της, με τον άνθρωπο να αισθάνεται την χαρά αυτή και την σχέση του με τον Θεό εντός του. Τέλος, ο απόστολος λέει πως αυτή η ζωή, η ζωή της Εκκλησίας, ο Χριστιανισμός, αξίζει και πρέπει να ζήσει και να υπάρχει, διότι αυτή είναι η αλήθεια, και οδηγεί στην μοναδική Αλήθεια, τον Θεό. Σε αυτό το σημείο προλέγει και το ακατάβλητο του Χριστιανισμού, ότι δηλαδή από την στιγμή που αναστήθηκε ο Υιός του Θεού και επικράτησε η Εκκλησία επί της γης, δεν πρόκειται ποτέ αυτή να εκλείψει.

Με τα κλαδιά της φοινικιάς νέα ωσαννά λαχτάρισα
σ’ εσένα, ω Γη Πανάγια και ω πρώτη μου πατρίδα.
Σ’ εσέ γυρνώ, Ιερουσαλήμ, κ’ ένα τραγούδι φέρνω σου•
Είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!

Αφού ο απόστολος ολοκλήρωσε την αποστολή του και είδε την επικράτηση του Χριστιανισμού, γυρίζει πίσω εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, στην Ιερουσαλήμ. Επιστρέφει πίσω με κλαδιά φοίνικα, όπως ο Χριστός, ως νικητής, και επιθυμεί μια νέα δόξα. Όταν ο Κύριος εισήλθε στα Ιεροσόλυμα, είχε σκοπό να πάθει και να αναστηθεί. Η νέα δόξα έχει να κάνει με το χαρμόσυνο μήνυμα της διάδοσης του Ευαγγελίου. Ο απόστολος γυρίζει πίσω για να αναγγείλει την νίκη του Χριστιανισμού, αλλά και για να κηρύξει ξανά στους άπιστους Εβραίους. Τα έθνη εισήλθαν στην Εκκλησία του Θεού, επομένως θα πρέπει και οι Εβραίοι να πιστέψουν στον Χριστό, διότι αυτό αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις που όρισε ο Χριστός για να επιστρέψει και να γίνει η Δευτέρα Παρουσία Του. Αυτό είναι λοιπόν το τραγούδι που φέρνει στην Αγία Πόλη ο απόστολος, το μήνυμα ότι η νέα ζωή ξεκίνησε στην γη, εκπορευόμενη από τον Τάφο του Κυρίου, το οποίο είναι φτιαγμένο από ψυχή και φωνή Ελληνίδα. Με την αναφορά αυτή ο απόστολος φανερώνει ξεκάθαρα την καταγωγή του, καταδεικνύοντας και την γενικότερη σχέση που απέκτησε ο Χριστιανισμός με τον Ελληνισμό. Έλληνες ήταν στην πλειονότητά τους οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, καθώς κι εκείνοι οι οποίοι συνεκάλεσαν τις Αγίες Οικουμενικές Συνόδους, στα ελληνικά γράφτηκε το Ευαγγέλιο και στην εξελληνισμένη από τον Μ. Αλέξανδρο ανατολή εξαπλώθηκε για πρώτη φορά. Ο απόστολος παραδέχεται πως το επίκεντρο του Χριστιανισμού είναι η εβραϊκή πόλη της Ιερουσαλήμ, γι’ αυτό την αποκαλεί και «πρώτη του πατρίδα», αλλά γνωρίζει πως όταν ο Λόγος του Θεού ξεπέρασε τα γεωγραφικά της όρια, συνάντησε τον Ελληνισμό, τον οποίον υπερύψωσε, αναγέννησε και εν τέλει συμπορεύτηκε μαζί του. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός κάνει μια εξαίσια αναφορά στην σχέση αυτή, επισημαίνοντας πως όπως ο Χριστός έχει δύο φύσεις, την θεϊκή και την ανθρώπινη, την οποία έλαβε από το τελειότερο Πλάσμα Του, την Παναγία, κατά ανάλογο τρόπο και ο Λόγος του Θεού ερχόμενος στον κόσμο, έχει εκ φύσεως την θεϊκή φύση, ενδεδυμένος όμως και την ανθρώπινη, η οποία είναι ο Ελληνισμός, που αποτελεί την ύψιστη μορφή πολιτισμού στον κόσμο.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Ερμηνεία: Βαγγέλης Δημόπουλος, Μανώλης Καρακώστας