Κ. Παλαμάς: τον άγνωστο έφερα Θεό, και, απόκοτος, αψήφησα την πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ’ τον Παρθενώνα.

15 Μαρτίου 2019

Κ’ ύστερα υψώθηκα σ’ εσένα, ω Πόλη, εφτάλοφο όραμα,
κ’ έγινα φως των ουρανών, το θάμα του Ιορδάνη,
τους Κωνσταντίνους φώτισα και τους Ηράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι.

Μετά την Ιερουσαλήμ ο απόστολος φθάνει στην Κωνσταντινούπολη και γράφει πως εκεί υψώθηκε. Με το ρήμα αυτό δείχνει την δόξα που έλαβε ο Χριστιανισμός την εποχή των Αγίων Βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, με τον πρώτο να μεταφέρει την πρωτεύουσα από την Ρώμη στο Βυζάντιο. Ήταν η εποχή εκείνη όπου έπαψαν οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας και σφραγίστηκε η νίκη της, αφού η εκχριστιανισμένη πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διέδωσε το Ευαγγέλιο σε όλον τον κόσμο. Στην Πόλη πληρώθηκε η δόξα του Ευαγγελίου, εκεί είναι σαν να κατήλθε η Αγία Τριάδα, όπως στα Θεοφάνεια, αφού η πόλη αυτή ήταν γεμάτη με ναούς και λείψανα Αγίων. Αυτή την πόλη ποίμαναν Άγιοι Ιεράρχες και σε αυτήν μαρτυρούνται τόσα θαύματα, που η παρουσία του Θεού, της Παναγίας και των Αγίων ήταν ολοφάνερη. Άλλωστε ο Μ. Κωνσταντίνος αφιέρωσε την πόλη του στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως «η νέα επίγεια Σιών» και ως «η Βασιλεία του Θεού επί της γης». Αυτό ήταν το ασύγκριτο μεγαλείο της, που την ανέδειξε στην κατ’ εξοχήν Πόλη, εξ’ ου και το κεφαλαίο αρχικό γράμμα. Εκεί δοξάσθηκαν οι μεγάλοι και περιώνυμοι Αυτοκράτορες, αναφέροντας χαρακτηριστικά δύο ονόματα. Το πρώτο είναι το όνομα του Μ. Κωνσταντίνου, του Αγίου και ιδρυτού της Πόλης και το δεύτερο του Ηρακλείου, ο οποίος ανέκτησε τον Τίμιο Σταυρό από τους βαρβάρους. Ένας λόγος ακόμα που αναφέρει τον Ηράκλειο, είναι πως το όνομά του παραπέμπει στον μυθικό ήρωα Ηρακλή, ο οποίος ήταν πρότυπο ανδρείας και αρετής. Με τον τρόπο αυτό, δείχνει την σχέση μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού, η οποία αναπτύχθηκε στην Επτάλοφο, με αποτέλεσμα την δημιουργία του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού, δηλαδή της Ρωμιοσύνης. Την Κωνσταντινούπολη πολλές φορές την πολιόρκησαν και έβαλαν εναντίον της πολλοί πολέμιοι, χωρίς όμως να καταφέρουν να την πλήξουν. Ακόμα, και όταν έπεσε στα χέρια των Τούρκων, αυτή δεν σβήστηκε από τις μνήμες των Ελλήνων, ούτε αλλοιώθηκε η αδούλωτη Ελληνική Χριστιανική Ψυχή στα 400 χρόνια σκλαβιάς. Αντιθέτως, αυτή η Ψυχή επαναστάτησε και νίκησε, λαμβάνοντας την δύναμή της από το κέντρο ύπαρξής της, την Κωνσταντινούπολη.

Και ύστερα, ταξιδευτής, ήρθα σ’ εσένα, ασύγκριτη,
Αθήνα, των ωραίων πηγή, των εθνικών κορώνα,
τον άγνωστο έφερα Θεό, και, απόκοτος, αψήφησα
την πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ’ τον Παρθενώνα.

Έπειτα ο απόστολος βρίσκεται στην Αθήνα, την οποία χαρακτηρίζει ασύγκριτη και ωραίων πηγή. Πώς να μην την χαρακτηρίσει κανείς με τέτοια ή ανάλογα κοσμητικά επίθετα, αφού αυτή είναι το λίκνο του παγκοσμίου πολιτισμού; Στην Αθήνα άνθισαν οι τέχνες, ο πολιτισμός, η παιδεία, η φιλοσοφία, με αποτέλεσμα να είναι η προσωποποίηση της πανανθρώπινης διανόησης. Σε αυτήν έζησαν και μεγαλούργησαν τόσοι σπουδαίοι άνδρες, που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην παγκόσμια ιστορία. Όμως, η Αθήνα είναι και το καύχημα των ειδωλολατρών, κι αυτό διότι όσοι ακόμα ασπάζονταν την εθνική θρησκεία, επικαλούντο το ένδοξο παρελθόν, που κέντρο είχε την Αθήνα, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, ο απόστολος ως άλλος Απ. Παύλος γνωστοποίησε τον άγνωστο Θεό στους Αθηναίους, και ευθύς παραμέλησε την παλαιά θρησκεία. Στο σημείο αυτό, βαρύνουσα και βαθύτερη σημασία έχει η λέξη «απόκοτος», που σημαίνει τον τολμηρό.

Με το λήμμα αυτό δείχνει το θάρρος που είχαν όλοι οι Χριστιανοί όταν διέδιδαν την πίστη τους, χωρίς να φοβούνται τους ισχυρούς του κόσμου και τα βάσανα που επακολουθούσαν. Ο απόστολος γνωρίζει ότι η αποστολή που έχει αναλάβει, μπορεί να τον οδηγήσει στο μαρτύριο και τον θάνατο, αλλά όπως και όλους τους Αγίους Μάρτυρες, έτσι κι αυτόν δεν τον αποθαρρύνει το γεγονός αυτό, αντιθέτως ο μαρτυρικός θάνατος θεωρείται η γέφυρα για τον Ουρανό. Επίσης, με αυτήν την λέξη φαίνεται και η αγάπη του αποστόλου προς τον Χριστό, ο οποίος αποστασιοποιήθηκε από κάθε πατρώο έθος για τον Κύριο, και δεν έβαλε τίποτα πάνω από Εκείνον. Αυτό άλλωστε εννοούσε ο Κύριος όταν έλεγε πως «῾Ο φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν η θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. Ι’, 37). Παραμερίζοντας λοιπόν την παλαιά θρησκεία, κάνει μια αναφορά στον Παρθενώνα. Αυτή η αναφορά γίνεται, διότι ο Παρθενώνας ήταν ναός της Αθηνάς, ο οποίος με την επικράτηση του Χριστιανισμού μετατράπηκε σε ναό της Παναγίας, επονομαζόμενος «Παναγία η Αθηνιώτισσα». Έτσι, αναφέρεται έμμεσα στο γεγονός της αφιέρωσης του Παρθενώνα στην Υπεραγία Θεοτόκο. Οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν την Αθηνά και είχαν ορίσει ότι είναι μια θεότητα παρθένα. Έτσι, από την στιγμή που έγιναν Χριστιανοί, τιμούν την αληθώς Παρθένο και Θεομήτορα, αφιερώνοντάς Της το πλέον περίλαμπρο οικοδόμημα του αρχαίου κόσμου. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, το σημείο που ονομάζει την Αθηνά «πολεμόχαρη». Τονίζει αυτή της την πτυχή για να δείξει, ότι ο Θεός με την διδασκαλία του Ευαγγελίου φέρνει ειρήνη στον κόσμο, ως «άρχων ειρήνης» (Ης. Θ’, 6) κατά τον προφήτη Ησαΐα, σε αντίθεση με την θρησκεία των ειδώλων, στην οποία οι θεότητές της βασάνιζαν και εχθρεύονταν πολλές φορές τους ανθρώπους.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Ερμηνεία: Βαγγέλης Δημόπουλος, Μανώλης Καρακώστας