Μαρτυρίες από την κτηνοτροφική ζωή των Βλάχων, καθ’οδόν για τα χειμαδιά

15 Μαρτίου 2019

Κάθε βράδυ διανυκτέρευαν σε άλλο κονάκι, γιατί απαγορευόταν να παραμείνουν περισσότερο [87] (Καρατζένης, 1991). «Άμα βρίσκαμε χορτάρια καθόμασταν και τα κονάκια τα φτιάχναμε πιο κοντινά, γιατί δεν σ’ επέτρεπαν και να καθίσεις δυο μέρες σ’ ένα κονάκι.» (Σ.Μ, ΣΥΝ.20, ΑΠ.133) [88]. Έρχονταν οι δραγάτες (αγροφύλακες), ο ρόλος των οποίων ήταν να ενημερώνουν τους κτηνοτρόφους πού θα μπορούσαν να διανυκτερεύσουν ή για τυχόν ζημιές που θα συναντούσαν καθ’ οδόν. «Ήταν υποχρεωμένοι να σε (…) να σου δείξουν τον δρόμο να πεις… να σου πουν πού θα κοιμηθείς το βράδυ, πού θα πας, εκεί υπάρχει ζημιά, εκεί υπάρχει…» (Σ.Μ, ΣΥΝ.20, ΑΠ.134). Επίσης ήταν καθήκον τους να φροντίζουν να μην καταπατούν οι κτηνοτρόφοι με τα ζώα τους στο πέρασμά τους τα ιδιωτικά χωράφια, καλλιεργημένα ή βοσκολίβαδα.

Κάποιοι κτηνοτρόφοι προκειμένου να αποφύγουν τους αγροφύλακες περπατούσαν με τα κοπάδια τους και τη νύχτα. Έπρεπε να προσέχουν ιδιαιτέρως, γιατί υπήρχαν σε κάποια μέρη παγίδες, τις οποίες τις είχαν στήσει οι ιδιοκτήτες των εκτάσεων αυτών. Με τις παγίδες αυτές κάποιοι κτηνοτρόφοι είχαν χάσει πρόβατα.

«Συνεχίζαμε και την νύχτα, γιατί σε πολλές περιοχές, σε πολλά μέρη ήταν ιδιωτικό το δάσος, ήταν κάποιος Δεπανόπουλος, είχε ξυλείες αυτός, είχε … πολύ οικονομημένος (…) και μας απαγόρευε να περνάμε την ημέρα. (…) Και την νύχτα πηγαίναμε λαθραία. Δίναμε κάτω απ’ το χέρι στο δασ… στον δασικό, σ’ αυτόν πώς τον λένε τώρα, ή στον δασικό ή σ’ αυτόν που το φύλαγε…» (Δ.Μ, ΣΥΝ.9, ΑΠ.135)

«Και σε πολλά σημεία κάναν και παγίδες αυτοί εκεί πέρα. (…) Κάνανε, έσκαβαν μέσα, έβαζαν χορτάρια, ξέραν που περνάν τα πρόβατα οι διάβες, έπεφταν μέσα και πήγαιναν την άλλη μέρα να πούμε και τα πιάνανε, παίρνανε στα χωριά.» (Δ.Μ, ΣΥΝ.9, ΑΠ.136)

Λόγω του ότι τα χωράφια δεν ήταν περιφραγμένα κι ως εκ τούτου ήταν δύσκολο για τους κτηνοτρόφους να κρατήσουν το κοπάδι τους μακριά από τα ιδιωτικά χωράφια, και επιπλέον επειδή κάποιοι κτηνοτρόφοι πάνω στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την καλύτερη δυνατή τροφή για το κοπάδι τους —αδιαφορώντας παράλληλα για τις απαγορεύσεις και αρνούμενοι να δωροδοκήσουν τους αγροφύλακες— κατέληγαν σε τσακωμούς, μηνύσεις, δικαστήρια είτε με τους αγροφύλακες είτε με τους ντόπιους κατοίκους .[89] Οι κτηνοτρόφοι το θεωρούσαν προσβολή να τους κυνηγήσουν ή να τους χτυπήσουν τα πρόβατα (Campbell, 1976).

«Δικαστήριο είχα πάει μια φορά στην Καλαμπάκα… Είχα πάει στην Καλαμπάκα μια φορά… (…) Αδίκως με έφερε αυτός. Έτσι ήθελε αυτός ο αγροφύλακας. Δεν του ‘δωσα κανά τάλιρο. Τότες, άμα έδινες 5 δραχμές σ’ ένα αγροφύλακα ήταν πολλά τα λεφτά. (…) Κι έτσι μου ‘φυγαν λίγο τα πρόβατα έτσι, γιατί πέρασε ένα αυτοκίνητο, φοβήθηκαν τα πρόβατα, έφυγαν… γιατί δεν είχε ούτε χορτάρι, κι έτσι θέλησε αυτός με έφερε στη Καλαμπάκα. Αθωώθηκα εν πάση περιπτώσει, αλλά… μ’ έφερε στο δικαστήριο.» (Α.Τ, ΣΥΝ.5, ΑΠ.137)

«Ε, χαλνούσες τον τόπο που ήθελαν να ξεχειμάσουν αυτοί με τα πρόβατα (…) Που ήταν χωριό, που ήταν χωριό και είχαν τα χωριανικά πρόβατα. Φασαρίες, δεν σ’ άφηναν τα πρόβατα «Πού τα πας Βλάχε τα πρόβατα!; Μας κατέστρεψες.» Μαλώματα. (…) σου κυνηγούσαν τα πρόβατα ερχόταν ‘κει (…). Το ‘χαμε για προσβολή να μας κυνηγήσουν, να κυνηγηθούν τα πρόβατα. (…) Τα κυνηγούσαν, μπαίναν μες στα πρόβατα, τα κυνηγούσαν. Σκυλιά, με ανθρώπους εκεί και με αυτό γίνονταν της κακομοίρας. (…) Πήγαιναν πολύ στα δικαστήρια.» (Σ.Μ, ΣΥΝ.20, ΑΠ.138)

«Έχει και ξυλοδαρμό έχει πέσει … (…) Προπαντός ετούτα τα χωριά ήταν πολύ… και ‘μείς οι Μετσοβίτες, είμαστε, ήμασταν λίγο αγρόσκυλοι, το ξέρεις. Το λέω λίγο έτσι, αγρόσκυλοι είμαστε εμείς, αλλά εδώεα ξεκινάς από την Παναγία, Τρυγόνα, Ορθοβούνι (…) Κορυδαλλό. Αυτοί ήταν… άμα μας κοιτούσαν, ώσπου να περάσουμε, ενώ ήταν κι αυτοί από το Περιβόλι, αλλά αυτοί όμως καλή ταχτική είχαν, είχανε πολιτική απάνω τους, περνούσαν μια χαρά και φτάνανε, γιατί αυτοί ξεχειμάζανε στο Βόλο, είχαν εκεί μαντριά, στον Βόλο. [90]» (Γ.Π, ΣΥΝ.6, ΑΠ.139)

«Εμείς, δεν μας ένοιαζε για το χωριό. Μας ένοιαζε να βρούμε λίγο μέρος να βοσκήσουμε τα πρόβατα, να μαζευτούνε, να περάσει η νύχτα για να προχωρέσουμε για να πάμε εκεί που έπρεπε να πάμε, δεν είχαμε άλλο. Αλλά ‘κει τώρα φωνάζανε, γιατί τους παίρναμε το χορτάρι που είχαν τα μανάρια, πώς το λένε.» (Γ.Π, ΣΥΝ.6, ΑΠ.140)

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ: «Ε, και πηγαίναμε με αυτούς μια φορά και ήρθαν εκεί , ήρθαν… ήρθε το χωριό ολόκληρο και μας κυνήγησε τα πρόβατα, ήρθε αστυνομία την νύχτα, πήραν τηλέφωνο, μας χτύπησαν και κάνα δυο πρόβατα. Πήραμε εμείς τηλέφωνο γιατί μας χτύπησαν τα πρόβατα. (…) Ε, ήταν χωριό εκεί. Πήγε ένας στο χωριό και πήρε τηλέφωνο την αστυνομία και ήρθε η αστυνομία την νύχτα μας τι… είχαν δώσει και κάνα δυο , κανά δυο με την κλίτσα σε έναν από μας, όχι σε μένα, αυτόν που βρήκαν με τα πρόβατα που ήταν εκεί του έδωσαν. «Μας χτύπησαν» είπε αυτός, «Μου χτύπησαν και δύο πρόβατα». Τα συμβιβαστήκαμε ύστερα. (…) Σε ποιο χωριό ήμασταν; Εις την Κεραshιά. Εδώα στην Κεραshιά. (…) Κεραshιά Καλαμπάκας. Αλλά μας συμβιβαστήκαμε τότε δεν μας… δεν έκαναν μήνυση, γιατί αυτοί χω… γιατί βοσκήσαμε το χωράφι και γι’ αυτό επιτήθηκαν. Τώρα, «ούτε εμείς ζητήσαμε απ’ τα πρόβατα, ούτε ‘σεις απ’ τα χωράφια» είπαμε και συμβιβαστήκαμε. Ναι, είχαμε φασαρίες.» (Σ.Μ, ΣΥΝ.20, ΑΠ.141)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

87. Ο Β. Παυλίδης (1973, σ. 680) αναφέρει ότι υπήρχαν περιοχές στις οποίες ήταν αυστηρή η απαγόρευση βόσκησης από βλάχικα και περαστικά χωριάτικα κοπάδια. Κατά τη γνώμη του ήταν σωστή η απαγόρευση αυτή καθώς τα ντόπια πρόβατα ήταν «μαθημένα σε καθαρό τόπο, μόλις έπεφταν σε μέρος βοσκημένο από βλάχικα έχαναν την όρεξιν δια βοσκήν. Η απαγόρευσις κατεδεικνύετο δι’ ειδικού σήματος και ως τοιούτο εχρησιμοποιείτο μια σειρά από θηλειές, φτειαγμένες σε θάμνους, με άχυρο βρίζας κατά προτίμησιν». [Έχει τηρηθεί η ορθογραφία του Β.Π].
88. «Είκοσι- τέσσερες ώρες έχουμε δικαίωμα εμείς οι Βλάχοι να μείνουμε στο ίδιο μέρος, όταν περνούμε τη στράτα για να πάμε. Περνώντας οι είκοσι- τέσσερες φορτώνουμε και φεύγουμε. Έτσι μας διατάζουν οι αγροφυλάκοι από τα χωριά.» (Λουκόπουλος, 1930, σ. 90).
89. «Σε κάποια σημεία ο πρατάρης που πήγαινε μπροστά από το κοπάδι, αν έβλεπε προκλητική χλωρασιά, «αναμέραγε επίτηδες» τα πρόβατα ν’ αρπάξουν καμιά χαψιά, ώσπου να καταφτάσει ο δραγάτης ή να βάλουν τις φωνές οι ντόπιοι χωριάτες που υπερασπίζονταν την ιδιοκτησία τους.» (Καρατζένης, 1991, σ. 164) και «Οι διαφορές ανάμεσα στους ποιμένες και τους χωρικούς δεν είναι σπάνιες, κατά τις μετακινήσεις των κοπαδιών από τα βουνά προς τα χειμαδιά και αντιστρόφως.» (Γκόλιας, 2004, σ. 40).
90. «Στο Περιβόλι παραθέριζαν τσελιγκάτα. Το 1700 κτίσθηκε από τους ποιμένες και από άλλους Βλάχους νομάδες. Τον χειμώνα μετανάστευαν όλοι οι κάτοικοι. Τα τσελιγκάτα τους διαχείμαζαν στην Θεσσαλία.» (Αρσενίου, 2005, σ. 59).