Προσεγγίζοντας το ποίημα του Κ. Παλαμά «Το Τραγούδι του Σταυρού»

22 Μαρτίου 2019

Ο απόστολος του ποιήματος φαίνεται να είναι ένα άτομο το οποίο βρίσκεται κάτω από τον Σταυρό του Χριστού και είναι αυτόπτης μάρτυρας του Πάθους του Κυρίου. Θα μπορούσε να είναι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος ή ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος κήρυξε στην Αθήνα ή οποιοσδήποτε εκ των 12 Αποστόλων. Όμως, ο άνθρωπος αυτός δεν είναι κανένας συγκεκριμένος Απόστολος, ούτε καν ο ίδιος ο ποιητής. Ο απόστολος αυτός αντιπροσωπεύει όλους τους Χριστιανούς όλων των εποχών.

Ο άνθρωπος όταν γνωρίσει τον Χριστό αλλάζει, και συμβαίνει στην ζωή του ό,τι και στην πορεία της ιστορίας, χωρίζεται σε προ Χριστού και μετά Χριστόν εποχή. Από «μαύρος» εξ’ αιτίας των παθών και της αμαρτίας γίνεται «πάλλευκος» με την Χάρη και το Έλεος του Θεού, και τότε ξεκινά την ιεραποστολή του στον κόσμο, αφού αυτό που γνώρισε και πλέον βιώνει, ποθεί να το μεταδώσει και στους συνανθρώπους του, έκαστος κατά το μέτρο της δύναμης που κατέχει και με τον τρόπο που δύναται. Το ιερό κείμενο της Αποκαλύψεως αναφέρει, ότι ο Χριστός κατέστησε τους πιστούς Του «βασιλείς και ιερείς» (Αποκ. Ε’, 10). Βασιλείς γιατί τους έδωσε εξουσία να κυριαρχούν επί των παθών και ιερείς διότι βαπτίστηκαν στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Η ιερωσύνη διακρίνεται στην μυστηριακή, την οποία φέρουν οι ιερείς και την πνευματική που φέρουν οι μοναχοί και οι λαϊκοί. Όλα αυτά αποτυπώνουν την εξουσία που έδωσε ο Θεός στους Χριστιανούς έναντι του κόσμου.

Κατόπιν, βλέπουμε τον ποιητή να αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία έχουν μεταξύ τους ιστορική ανακολουθία, όπως για παράδειγμα το κήρυγμα του Ευαγγελίου στην Αθήνα με τους Αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό μπορεί να δείχνει πως βλέπει όλους τους πιστούς όλων των αιώνων ως ένα σώμα, όπως είναι άλλωστε η Εκκλησία, που ως κεφαλή της έχει τον Χριστό (Κολ. Α’, 18). Όμως, παρ’ όλα αυτά δεν λησμονεί και την ελληνική καταγωγή του. Με αυτό το δεδομένο είναι δυνατόν να εικάσουμε, πως ο απόστολος ίσως να θέτει τον εαυτό του μεταξύ των Ελλήνων, που αναφέρονται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου (Ιω. ΙΒ’, 20-23), οι οποίοι ζήτησαν να συναντήσουν τον Χριστό και βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα για την γιορτή του Πάσχα, γι’ αυτό και βρίσκεται στον Γολγοθά την ώρα της Σταυρώσεως. Από την άλλη, μπορεί να εκπροσωπεί όλο τον Ελληνισμό, θέλοντας να δείξει την ιδιαίτερη σχέση του με τον Χριστιανισμό. Γι’ αυτό και ξεχωρίζει αυτές τις τρεις πόλεις. Η Ιερουσαλήμ είναι το κέντρο του Χριστιανισμού, η Αθήνα η βάση του ελληνικού πολιτισμού, και αυτές οι δύο συναντώνται στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της Ρωμιοσύνης.

Ο ποιητής είναι περήφανος για την καταγωγή του, μεταξύ άλλων διότι γνωρίζει αυτό που αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ότι η Ελλάς δόθηκε προθύμως στον Χριστό. (σημ.: «Ελλάς εμή, νεότης τε φίλη, κι όσσα πέπασμαι και δέμας ως Χριστώ είξατε προφρονέως»). Αυτή η σχέση υπερτονίζεται και στην νεότερη εποχή, από μεγάλες προσωπικότητες της Ορθοδοξίας. Ο μεγάλος Ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, είχε πει πως «για να γίνουμε πραγματικοί Χριστιανοί πρέπει να γίνουμε περισσότερο Έλληνες», αλλά και ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, δίδασκε τους Σέρβους Ορθοδόξους να αγαπούν τους Έλληνες, γιατί είναι οι ανάδοχοί τους. Για να δούμε και να εννοήσουμε πλήρως την σχέση μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών, είναι ανάγκη να προσφύγουμε σε έναν λόγο του Αγίου Νεκταρίου, που αναφέρεται στην ελληνική φιλοσοφία, και μεταξύ άλλων αναφέρει πως «η Ελληνική φυλή πρώτη ησπάσθη τον χριστιανισμόν» και προσθέτει ότι «Η Ελληνική φιλοσοφία εδίδαξεν την πρόνοιαν του Θεού προς την ανθρωπότητα και εγένετο διά των υγιών αυτής θεωριών παιδαγωγός της ανθρωπότητος εις Χριστόν».

Σε αυτό το πνεύμα κινείται ο ποιητής, όντας ευτυχισμένος που όλη η γη επληρώθη της δόξης του Θεού, αλλά είναι μακάριος βλέποντας την πατρίδα του να προσκυνεί τον Αληθινό Θεό, Τον Οποίον εκείνος είδε υψωμένο στον Σταυρό, «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας» (Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου). Μάλιστα ο απόστολος προβαίνει σε μία διάκριση την οποία προτείνουν οι Άγιοι Πατέρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Μ. Βασίλειο, όπως φαίνεται στο έργο του «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», δεχόμενος το ελληνικό πνεύμα, απορρίπτοντας μόνο ό,τι είναι βλαβερό, δηλαδή την ειδωλολατρία, και όσα εκείνη πρέσβευε.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Ερμηνεία: Βαγγέλης Δημόπουλος, Μανώλης Καρακώστας