«Ιδού αναβαίνομεν είς Ιεροσόλυμα»

22 Απριλίου 2019

Ο πιστός άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, ιδιαίτερα στην δυσανάβατη περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, ομοιάζει σαν ένα αθλητή του μαραθώνιου, που γνωρίζει καλά πως όταν φθάσει στην τελική ευθεία του αγωνίσματος και γίνεται ορατό το τέλος της διαδρομής, τότε νιώθει ότι πρέπει να εντείνει την προσπάθειά του αξιοποιώντας όλα τα πνευματικά και σωματικά αποθέματα του δυναμισμού του, ώστε να κατορθώσει να φτάσει στο τέρμα, στον σκοπό του αγωνίσματος που είναι ο στέφανος της δόξας.

Έτσι, ο πιστός αθλητής του πνευματικού αγώνα, ο κάθε πιστός χριστιανός, ο οποίος διέτρεξε αγωνιστικά την αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή, αντικρίζει με ελπίδα μέσα στη χαρμολύπη[1] της κατανυκτικής ατμόσφαιρας των ιερών ακολουθιών, να ανοίγεται μπροστά του η τελική ευθεία που οδηγεί στο τέρμα του νηπτικού δρόμου. Αφού, ως γνωστό, η Μ. Τεσσαρακοστή θεωρείται από τους Πατέρες ως οδός, που οδηγεί από την θλίψη της νηστείας και του θανάτου (των αμαρτιών μας) στην ένδοξο ανάσταση (ανάσταση ψυχής)[2]. Η οδός η οποία μέσω της Μ. Εβδομάδας οδηγεί στη συνάντηση με τον Αναστημένο Χριστό, τον δοτήρα της ζωής. Στο τέλος, λοιπόν, της Μ. Τεσσαρακοστής και στον τελευταίο κατανυκτικό εσπερινό, διατυπώνεται εύληπτα μια συγκεκριμένη πρόσκληση, αλλά και πρόκληση: «Την έκτην των σεπτών Νηστειών εβδομάδα, προθύμως απαρχόμενοι Κυρίω, προεόρτιον ύμνον των Βαΐων άσωμεν πιστοί, ερχομένω εν δόξη, δυνάμει Θεότητος επί την Ιερουσαλήμ, νεκρώσαι τον θάνατον˙ διό ετοιμάσωμεν ευσεβώς, τα της νίκης σύμβολα, τους κλάδους των αρετών, το Ωσαννά εκβοήσαι, τω ποιητή του παντός»[3].

Διά μέσου αυτού του εξαίσιου θεολογικά Προσομοίου, μας καλεί ο υμνογράφος να ξεκινήσουμε με προθυμία την έκτη εβδομάδα των σεπτών Νηστειών, ψάλλοντας προεόρτιο ύμνο για την Κυριακή των Βαΐων. Την ημέρα κατά την οποία θα έρχεται ένδοξος ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ προκειμένου να νεκρώσει τον θάνατο με την δύναμη της θεότητάς Του. Φαίνεται ήδη το τέρμα στον (πνευματικό) ορίζοντα και τα βήματα που θα ακολουθήσουν είναι προδιαγραμμένα. «Ιδού αναβαίνομεν είς Ιεροσόλυμα»[4]. Ιδού, λοιπόν, συνεχίζουμε οι άνθρωποι να ανεβαίνουμε την ανηφόρα της δυσανάβατης προσωπικής περιπέτειας της ζωής μας. Όμως, ξαφνικά, κατά παράδοξο τρόπο, μέσα στο φέγγος των προσδοκώμενων επιθυμιών μας, τα οδυνηρά και δυσβάστακτα, τα αφόρητα και απέλπιδα ή, τα τραγικά και αγωνιώδη τεκταινόμενα του βίου μας, αποκτούν πλέον καινούριο νόημα. Αφού η υποταγή στη φθορά και στο θάνατο δεν είναι πια ανυπέρβλητη, διότι, ξεπερνιέται ο στενός ορίζοντας που οριοθετείται από την απελπισία μας, καθώς αυτός σβήνει όταν συναντήσει το ευρύ και απεριόριστο ορίζοντα των δωρεών της Χάριτος του Θεού[5]. Άλλωστε, κατά τον Γρηγόριο Παλαμά, το θεμέλιο απελευθέρωσης της ανθρώπινης φύσης από την εξουσία του διαβόλου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου, τέθηκε ήδη με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, ενώ με την ανάσταση του Χριστού επισφραγίστηκε η οντολογική απελευθέρωση του ανθρώπου από την πολλαπλή δουλεία του[6].

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έφτασε ακριβώς σε αυτή την έσχατη απόγνωση και απελπισία, ώστε να πιστέψει στην καρδιά του ότι «ο Θεός είναι αδυσώπητος»[7](!), που τον βύθισε σε απερίγραπτη ψυχική αγωνία. Τότε, όμως, ήταν που «ο Κύριος εμφανίστηκε με ακατάληπτο τρόπο στον νεαρό δόκιμο μοναχό και όλη του η ύπαρξη, ακόμη και το σώμα του γέμισαν από την φωτιά της χάρης του Αγίου Πνεύματος»[8]. Πολύ αργότερα, μετά από δεκαπέντε χρόνια σκληρού πνευματικού αγώνα και άσκησης, «όταν δεν μπορούσε να προσευχηθεί καθαρά και έλεγε με θλιμμένη καρδιά την προσευχή», παίρνει «νέα απάντηση από τον Θεό στην καρδιά του: Κράτα τον νού σου στον άδη και μην απελπίζεσαι»[9]. Από εκείνη την στιγμή που άγιος Σιλουανός έγινε, θεία συνάρσει, εμπειρικός γνώστης της Χάριτος, δηλ. απέκτησε εμπειρία Θεού, η (ψυχική/πνευματική) οδύνη του μπορούσε ακόμη να έχει πολλές αφορμές, αλλά να έχει μία μόνο αιτία: τον πόνο της ψυχής, όταν βιώνει αυτή πως η θεία Χάρη δεν είναι αδιαλείπτως αισθητή, λόγω των εμποδίων που εγείρουν μέσα στη ψυχή τα πάθη[10]. Με άλλα λόγια, ο Γέροντας βίωσε πραγματικά στο βάθος της ψυχής (καρδίας) του, την (φαινομενική)[11] εγκατάλειψη του Θεού. Αυτή ήταν η πραγματική του οδύνη, γι’ αυτό προσευχόταν θερμά στον Χριστό να ξαναέρθει η Χάρις.

Υπάρχουν όντως πολλά βάσανα και ποικίλες μορφές πόνου στη ζωή των ανθρώπων. Ωστόσο, στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ένας αβάσταχτος (ψυχο-πνευματικός) πόνος, ο οποίος περικλείει και ανακεφαλαιώνει όλους τους άλλους πόνους. Είναι αυτός, το να μην είσαι άγιος. Σε αυτό το σημείο, ειδικά, ο πατερικός λόγος είναι ακριβής: «Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ασφαλής ένδειξη της άσκησης και συνάμα όρος προκοπής, είναι η οδύνη (άλγος), δηλαδή η αίσθηση της επαίσχυντης αμαρτωλότητάς μας, όταν με πένθος προσπίπτουμε μπροστά στον Ιησού, όπως η αμαρτωλή γυναίκα στα πόδια Του στην οικία του Σίμωνος του λεπρού στη Βηθανία»[12]. Άρα, η προσωπική μας συνάντηση με τον Χριστό και το άνοιγμα (πλατυσμός)[13] της καρδιάς για την θριαμβευτική του είσοδο, δεν στηρίζεται σε μια συγκινησιακή ψυχολογική φόρτιση, αλλά προϋποθέτει τον καθαρισμό[14] της καρδιάς από τα πάθη μας[15]. Προϋποτίθεται η μετατροπή των αποξηραμένων κλαδιών των παθών μας, σε αναζωογονημένα κλαδιά των αρετών, κατά την προτροπή του Προσομοίου που αναφέραμε πιο πάνω.

 

[1] Χαρμολύπη ή χαροποιόν πένθος, είναι το ψυχο-πνευματικό συναίσθημα που εμφορείται ταυτόχρονα από χαρά και λύπη. Μέσα στην Εκκλησία ο πιστός βιώνει εμπειρικά το μυστήριο της σωτηρίας του διά της θείας Χάριτος, δηλ. ενώ νιώθει την θλίψη και τον πόνο των Παθών του Κυρίου, μαζί κι αυτός την θλίψη των αμαρτιών του, ταυτόχρονα όμως νιώθει και την χαρά της Αναστάσεως, μαζί κι ο πιστός νιώθει την χαρά της αφέσεως των αμαρτιών του διά της μετανοίας και εξομολογήσεως. Ανάσταση ψυχής. Βλ. επίσης, υποσ. 18.
[2] Η αποκατάσταση της φύσης του ανθρώπου (ψυχοσωματικά και πνευματικά) στο αρχαίο κάλλος, βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος περί Ψυχής και Αναστάσεως, PG 46.
[3] «Στιχηρόν προσόμοιον», Κυριακή εσπέρας της Κυριακής Ε’ των Νηστειών, Τριώδιον, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1960, σελ. 313.
[4] Ματθ. 20, 18. Μάρκ. 10, 33.
[5] Βλ. π. Αδ. Αυγουστίδη, Παραμυθητική Θεολογία, εκδ. Δομή, Αθήνα 2008, σελ. 141-143.
[6] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 5, PG 151, 64 BC.
[7] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ο Γέροντας Σιλουανός του Άθω (1866-1938), εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1978, σελ. 23.
[8] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ο Γέροντας Σιλουανός του Άθω, όπ. παρ., σελ. 23-24.
[9] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ο Γέροντας Σιλουανός του Άθω, όπ. παρ., σελ. 41-42.
[10] π. Αδ. Αυγουστίδη, Παραμυθητική Θεολογία, όπ. παρ., σελ. 143-145.
[11] Φαινομενική εγκατάλειψη Θεού, αφού κατ’ ουσίαν, ποτέ δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο ο Θεός, αλλά φαίνεται ότι τον εγκαταλείπει η Χάρις για να φανεί ο αγώνας του. Δηλ. κατ’ αυτή την περίοδο της εγκαταλείψεως δεν κάνει φανερή (αισθητή) την παρουσία του ο Θεός διά της Ενέργειάς (Χάρης) Του, αλλά μένει φαινομενικά κρυπτόμενος, βλ. πειρασμούς του Μ. Αντωνίου. Βλ. περισσότερα Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σελ. 193 κ.εξ.
[12] Θεοφάνη Επίσκοπου, Νοερά άθλησις, Γέρ. Κλήμεντος, Άγιον Όρος 1987, σελ. 83.
[13] Βλ. πλατυσμός καρδίας, ή πλατυσμός ψυχής, βλ. Β’ Κορ. 6, 11: «Το στόμα ημών ανέωγεν, η καρδία ημών πεπλάτυνται· πάντας ένδον έχομεν· και ουδέ τούτο απλώς, αλλά μετ’ ευρυχωρίας πολλής». Κατά την Ψυχολογία της Θρησκείας, ως πλατυσμός ψυχής, θεωρείται ο «μέγας» ή πνευματικός εαυτός, ή ακόμα και το υψηλότερο κέντρο στον άνθρωπο (δηλ. πνεύμα ή νούς), που διαθέτει ένα αίσθημα ελευθερίας, ευρύτητας, άνεσης, μεγαλοκαρδίας, «αρχοντιάς» (βλ. άγιο Παΐσιο Αγιορείτη), ψυχικής ηρεμίας (γαλήνης, Ψαλμ. 117, 5), μακαριότητας (Ψαλμ. 118, 45. Σ. Σειρ. 47, 12), πλατυσμού, διεπικοινωνίας με άλλους εαυτούς, αλλά και την όλη πραγματικότητα. Ένας εαυτός, που σαν την πνευματική μήτρα του απ. Παύλου, συν-χωρεί όλη την οικουμένη: «πάντας ένδον έχομεν· και ουδέ τούτο απλώς, αλλά μετ’ ευρυχωρίας πολλής». Επίσης, στην Ορθόδοξη ανατολική Υμνογραφία, ο νούς ή η καρδία (ή/και η διάνοια ή όλη ψυχή) των Αγίων, των Μαρτύρων και των Οσίων αναφέρεται ότι με την Θεία Χάρη «πλατύνονται», «καταπλατύνονται», «εμπλατύνονται» ή «προσπλατύνονται» όσον αφορά στην «θεωρία» Θεού (φωτισμός, αγιασμός, θεογνωσία και Θεία θέα). Αρχέτυπο, βέβαια, Πλατυτέρας παραμένει αιώνια η «γαστήρ» της Υπεραγίας Θεοτόκου. (Βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Γνωσιακή Ψυχολογία της Θρησκείας, εκδ. Tremendum, Αθήνα 2018).
[14] Βλ. Ματθ. 5, 8.
[15] Α. Αυγουστίδη (πρωτοπρ.), Η ανθρώπινη επιθετικότητα. Ποιμαντική και Ψυχολογική προσέγγιση στην Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999, σελ. 181-186.

Δεν έχουμε την πολυτέλεια της επανάπαυσης σε μια ψυχαναγκαστική προσήλωση στο τυπικό (μόνο) της Μ. Τεσσαρακοστής, γιατί δεν αρκεί η εξωτερική συμμόρφωση στους τύπους της εκκλησιαστικής ζωής, όταν αυτή δεν οδηγεί στη συντριβή της καρδίας και στην θεομίμητη ταπείνωση[16]. Λόγου χάρη, η αρετή της νηστείας δεν είναι μια αλλαγή διαιτολογίου, αλλά είναι «βία φύσεως», η οποία καθίσταται απαραίτητη πνευματικά στον αγωνιζόμενο άνθρωπο[17]. Η προσωπική συνάντηση με τον Χριστό, τον θριαμβευτή της ζωής επάνω στον θάνατο, καλεί σε δοξολογική υποδοχή Του πλησιάζοντας στο τέλος του ετήσιου πνευματικού μαραθώνιου, όταν ακουμπάμε ήδη το κράσπεδο της Μεγάλης Εβδομάδας και ο υμνογράφος μας καλεί να κορυφώσουμε τις προσπάθειες, ώστε να «ετοιμάσουμε ευσεβώς τα σύμβολα της νίκης, τα κλαδιά των αρετών». Έτσι, ανοίγονται μπροστά στη θέα μας, από την μία πλευρά η ζοφώδης (σκοτεινή) άβυσσος των παθών και, από την άλλη, η λαμπροφόρα (φωτεινή) θάλασσα των αρετών[18], αλλά μεταξύ τους όμως στέκεται γέφυρα σωτηρίας, μία δοκιμασμένη πορεία αιώνων από τα χνάρια αμέτρητων αγίων διαμέσου της προσευχητικής επίκλησης του Ονόματος του Θεού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν»[19]. Διότι, η προσφερόμενη προσευχή στον Κύριο θεοπρεπώς, «εν πνεύματι και αληθεία»[20], είναι ενέργεια άφθαρτη και ακατάλυτη[21].

«Ιδού αναβαίνομεν είς Ιεροσόλυμα», και ανοίγεται εμπρός μας σίγουρο μονοπάτι, που οδηγεί από την δουλεία των παθών στην «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού»[22]. Γι’ αυτό ακριβώς μιλά προφητικά και εσχατολογικά το μέγα Προκείμενο του κατανυκτικού εσπερινού: «Έδωκας κληρονομίαν[23] τοις φοβουμένοις το όνομά σου Κύριε»[24]. Πάνω σε αυτό τον ύμνο, σχολιάζει ο Μ. Αθανάσιος, πως η κληρονομία ή η βασιλεία των ουρανών, είναι οι Χριστιανοί, οι ευλογημένοι του Θεού Πατρός, που κληρονομούν την ετοιμασμένη βασιλεία από καταβολής κόσμου, την βασιλεία του Θεού[25]. Η μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας, γνωρίζει ότι η σωτηρία υπάρχει «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, που σταύρωσαν οι άνθρωποι, όμως ο Θεός τον ανέγειρε από τους νεκρούς»[26]. Γνωρίζει, λοιπόν, η Ορθόδοξη Εκκλησία βιωματικά (εμπειρικά), με ανεξίτηλα στίγματα[27] και αποδείξεις χαραγμένες στις καθαρισμένες καρδίες των θεωμένων αγίων ανθρώπων πως, πράγματι, το όνομα του Υιού του Θεού καθίσταται μέγα και απεριόριστο στηρίζοντας την Οικουμένη[28]. Είναι οι άγιοι της Εκκλησίας, οι κατά χάριν θεοί, που ομόφωνα μέσω του στόματος του σύγχρονου αγίου Σιλουανού, διαβεβαιώνουν πως, «η εξουσία του κοσμικού κακού πάνω στον άνθρωπο είναι κολοσσιαία και κανένας απόγονος του Αδάμ δεν μπορεί να την νικήσει χωρίς τον Χριστό και έξω απ’ Αυτόν. Ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας με την κύρια και μοναδική σημασία της λέξης. Αυτή είναι η πίστη του ορθόδοξου ασκητή και γι’ αυτό η προσευχή της νοερής ησυχίας γίνεται με την αδιάλειπτη επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού, την «προσευχή του Ιησού»»[29].

Κληρονομία, επομένως, μοναδική και αδαπάνητος κλήρος είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ευλαβούνται (εφοβούντο) το όνομα του Θεού, και τώρα θα αξιωθούν (ικανωθούν) μέσω της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, να υπερνικούν ακόμη και τη φυσική τάξη, αφού στο όνομα του Χριστού θα εκβάλλουν δαιμόνια, θα μιλούν καινούργιες γλώσσες, δεν θα τους βλάπτει κανένα θανατηφόρο ποτό ή φίδι, αλλά θα γιατρεύουν και αρρώστους[30]. Άρα, ο πόνος του πνευματικού αγωνιστή και μαραθωνοδρόμου, καθώς και η οδύνη του πιστού χριστιανού που αγωνίζεται στο κλίμα του χαροποιού πένθους της Μ. Τεσσαρακοστής, είναι ο τρόπος που καλείται ο κάθε πιστός άνθρωπος να συστρατευθεί με τη στρατιά των αγίων και των μαρτύρων. Είναι χαρακτηριστική η παραίνεση του απ. Παύλου, πως το παράδειγμα (πρβλ. paradigm)[31] τόσων μαρτύρων που σαν σύννεφο μας περιστοιχίζουν, μας δίνει δύναμη να απελευθερωθούμε από τα δεσμά της αμαρτωλότητάς μας και να αγωνιστούμε με υπομονή τρέχοντας στον δρόμο που ανοίγεται εμπρός μας, με τα μάτια προσηλωμένα στον αρχηγό και τελειωτή της πίστης μας Ιησού[32], ο Οποίος για χάρη μας υπέμεινε τον σταυρό[33]. Γιατί, πάντα ο σταυρός συνοδεύεται από την Ανάσταση.

Στο τέλος, λοιπόν, της έκτης εβδομάδας των Νηστειών, ανοίγεται εμπρός μας η τελική ευθεία που οδηγεί στην ολοκλήρωση του αγωνιστικού δρόμου της Μ. Τεσσαρακοστής και διαφαίνεται ο ορίζοντας των αγίων Παθών και της Ανάστασης. Ανοίγεται η διέλευση από την Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών, προς το Πάσχα. Το πέρασμα (πάσχα) από τον θάνατο στη ζωή. Με άλλα λόγια, ανοίγεται η πορεία προς τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό και, συγχρόνως, ανοίγεται εμπρός μας η συνειδητοποίηση του πλήθους των αμαρτιών μας και ο άβυσσος της ευσπλαχνίας των κριμάτων του ψυχοσώστου Σωτήρος Χριστού[34]. Επομένως, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη, γι’ αυτή την ουσιαστική συνάντηση με τον Χριστό, να προετοιμάσουμε «τα της νίκης σύμβολα, τους κλάδους των αρετών»[35], και παράλληλα μέσα από την ψυχή μας να αναδυθεί η νοερά προσευχή. Ο λυγμός παράκλησης και δοξολογίας. Η προσευχή που διακατέχεται από τα δάκρυα της μετάνοιας και του κατά Θεόν χαροποιού πένθους[36]. Επιπλέον, ο Χριστός, που από άκρα συγκατάβαση «έλαβε μορφήν δούλου»[37] και έγινε άνθρωπος ταπεινώσας τον εαυτό Του γινόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και σταυρού[38], απαντά προσωπικά στον καθένα μας και, μας παρηγορεί στη θλίψη μας λέγοντας πως, θα έρθουν στιγμές που όταν οι άλλοι θα χαίρονται εσύ θα κλαίς. Αλλά μας διαβεβαιώνει ότι η λύπη μας θα γίνει χαρά, σαν την γυναίκα που όταν γεννήσει ξεχνά την θλίψη και τους πόνους του τοκετού και χαίρεται που έφερε άνθρωπο στον κόσμο[39]. Σε αυτή την ζωή θα έχεις θλίψεις, αλλά μην λιγοψυχάς, γιατί Εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο[40].

 

[16] Βλ. πλουτοταπείνωση, Ιωάννη Σιναΐτη, Κλίμαξ, PG 88. Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικά.
[17] «Ο νούς του νηστευτή προσεύχεται καθαρά, του δε ακρατούς είναι γεμάτος από ακάθαρτες εικόνες», Ιωάννη Σιναΐτη, Κλίμαξ, ΙΔ’, ιστ’, PG 88, 865C-868A.
[18] Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, όπ. παρ., σελ. 69 κ.εξ. Το πνευματικό πένθος είναι διαφορετικό στη φύση από το ψυχικό πένθος. Το πνευματικό πένθος συνδέεται με την αδιάλειπτη σκέψη της οδυνηρής θλίψης του χωρισμού του ανθρώπου από τον Θεό, το οποίο αυτό πένθος καθαρίζει τον άνθρωπο από τα θανατηφόρα πάθη και ζωοποιεί όλον τον άνθρωπο. Ενώ, αντίθετα, το ψυχικό πένθος σκοτώνει το σώμα και σβήνει την ζωηρότητά του (σελ. 77).
[19] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί Προσευχής, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1994, σελ. 123-196. Βλ. π. Αδ. Αυγουστίδη, Παραμυθητική Θεολογία, όπ. παρ., σελ. 145-147.
[20] Ιωάν. 4, 23.
[21] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, όπ. παρ., σελ. 61.
[22] Ρωμ. 8, 21.
[23] Βλ. Α’ Πέτρ. 2, 9.
[24] «Προκείμενον», Κυριακή εσπέρας της Κυριακής Ε’ των Νηστειών, Τριώδιον, όπ. παρ., σελ. 313.
[25] Αθανάσιου Αλεξανδρείας, Εξηγήσεις είς τους ψαλμούς, Ξ’, PG 27, 273D.
[26] Πράξ. 4, 9-12.
[27] Πρβλ. Γαλ. 6, 17.
[28] Ερμά, Ο ποιμήν, sim. IX, 14, R. Joly, SC, 53 bis, 1968, 324, 5-6.
[29] Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Γέροντας Σιλουανός του Άθω, όπ. παρ., σελ. 174.
[30] Μάρκ. 16, 17-18.
[31] Paradigm=ερμηνευτικό σχήμα ή «παράδειγμα» είναι τα εμπειρικά δεδομένα, βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η Ψυχολογία της Θρησκείας, Αθήνα 2011, σελ. 42. Το παράδειγμα, με την έννοια του πρότυπου προς μίμηση, σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο ενός προσώπου ανώτερου πνευματικά, λ.χ. άγιου.
[32] Βλ. Α’ Πέτρ. 2, 21: «Σ’ αυτό σας κάλεσε ο Θεός. Γιατί ο Χριστός πέθανε για σας, αφήνοντάς σας το υπόδειγμα για να βαδίσετε στ’ αχνάρια τα δικά Του». Βλ. επίσης, Ιάκ. 5, 10.
[33] Εβρ. 12, 1-2.
[34] Πρβλ. «Δοξαστικόν» των αποστίχων του Όρθρου της Μ. Τετάρτης, Ποίημα Κασσιανής μοναχής, Τριώδιον, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1960, σελ. 376.
[35] «Στιχηρόν προσόμοιον», Κυριακή εσπέρας της Κυριακής Ε’ των Νηστειών, Τριώδιον.., σελ. 313.
[36] Βλ. Χαρμολύπη, υποσ. 1 και 18.
[37] Φιλιπ. 2, 6.
[38] Όπ. παρ., 2, 6-8.
[39] Πρβλ. Κοσμά Αιτωλού, Διδαχές, Δ’, 107, 271: «Μια γυναίκα όταν γεννά έχει μεγάλους πόνους, όταν όμως γεννήσει λησμονά τους πόνους από την χαρά της στοχαζόμενη πως γέννησε άνθρωπο στον κόσμο. Έτσι και οι Χριστιανοί να χαίρεσθε όταν πληρώνετε και μην σκέφτεστε αυτά που δίνεται, αλλά να σκέφτεστε εκείνα που έχετε να πάρετε στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού μας».
[40] Ιωάν. 16, 20-33.

Σε κάθε ενιαύσιο λατρευτικό κύκλο, γίνεται ορατή στον ορίζοντα του πνευματικού μαραθώνιου η ανατολή της αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά στην απαρχή της έκτης εβδομάδας των νηστειών, καλούμαστε να εντείνουμε τις προσπάθειες και τον αγώνα μας, να συντάξουμε τις δυνάμεις μας για την αναμέτρηση με την καθηλωτική δύναμη των παθών. Καλούμαστε δηλαδή να ετοιμάσουμε τα πνευματικά Βάϊα των φοινίκων, τις αρετές μας, για να υποδεχτούμε επάξια τον νικητή του θανάτου και αρχηγό της ζωής, τον αναστημένο Χριστό. Απομένει, συνεπώς, ο αδελφικός ασπασμός από μέρους μας με την περιπόθητη ευχή στα χείλη και την καρδιά: «Μαράν Αθά», «Αμήν, ναί έρχου, Κύριε Ιησού»[41]. Διότι, ο άνθρωπος είναι ένα όν που «πεινάει» για Θεό. Πίσω από όλες τις κοσμικές πείνες της ζωής μας, βρίσκεται ο Θεός. Τελικά, κάθε ευσεβής πόθος, είναι πόθος για Εκείνον[42]. Εξάλλου, η υπαρξιακή ταυτότητα του πιστού ανθρώπου, καθορίζεται από το εσχατολογικό μέλλον του, την εσχατολογική προοπτική του[43], φωτισμένη και προσδιορισμένη από την ενανθρώπηση και την Ανάσταση του Θεού-Λόγου[44]. Έτσι, ο άνθρωπος εντός της Εκκλησίας, οδηγείται στην βεβαιότητα ότι ο θάνατος νικήθηκε μετά την ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωση κτιστού και ακτίστου στο Θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού[45], τον εκούσιο σταυρικό Του θάνατο, την «είς άδου κάθοδον»[46] και την τριήμερη έγερσή Του[47]. Όλα αυτά τα μεγάλα μυστήρια του Θεού (ο θάνατος, η κάθοδος στον άδη, η εκ νεκρών αναβίωσις κ.ά.), κατά τον Μέγα Αθανάσιο, πράττονται κρυφίως[48]. Τότε, πραγματικά, «μπορεί κανείς να προσπαθήσει να αγαπήσει. Γιατί δεν υπάρχει πια θάνατος. Γιατί κι ο θάνατος είναι πια γεμάτος από τον Θεό»[49].

[41] Αποκ. 22, 20. Βλ. π. Αδ. Αυγουστίδη, Παραμυθητική Θεολογία, όπ. παρ., σελ. 147-154.
[42] Α. Σμέμαν, Για να ζήσει ο κόσμος, Αθήνα 1970, σελ. 20.
[43] Πρβλ. Αυτοπραγμάτωση του Maslow, δηλ. η ανάγκη της ύπαρξης ή της ανάπτυξης ψυχολογικά του ανθρώπου, η δυνατότητα να αναπτύξει τις ικανότητές του και να αισθάνεται πλήρης. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, αυτοπραγμάτωση θα λέγαμε είναι η θέωση του ανθρώπου, η ένωσή του με τον Θεό μέσω της θείας Χάρης. Από το προπατορικό αμάρτημα, μέσω της μετάνοιας, ξαναγυρίζουμε στη θεοειδή εικόνα (Θεάνθρωπο Χριστό) του αυθεντικού «είναι», δηλ. στο καθ’ ομοίωσιν. Κατά τον Maslow, μπορούν να φτάσουν στην αυτοπραγμάτωση μόνο οι άγιοι, οι μύστες ή βαθύς φιλόσοφοι, οι οποίοι έχουν τις λεγόμενες peak experienses, μυστικές (προφητικές) εμπειρίες. Βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η Ψυχολογία της Θρησκείας, εκδ. Tremendum, Αθήνα 22011, σελ. 184 κ.εξ.
[44] Πρβλ. Α’ Κορ. 15, 14. «Εί δέ Χριστός ούκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δέ και η πίστις υμών». Βλ. Α’ Κορ. 15, 19. Βλ. π. Αδ. Αυγουστίδη, Παραμυθητική Θεολογία, όπ. παρ., σελ. 168.
[45] Ν. Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική. Η Θεολογία του Ομοουσίου, τόμ. Β’, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2006, σελ. 254.
[46] Αθανάσιου Αλεξανδρείας, Εξηγήσεις είς τους ψαλμούς, PG 27, 84.
[47] π. Αδ. Αυγουστίδη, Παραμυθητική Θεολογία, όπ. παρ., σελ. 178-180.
[48] Αθανάσιου Αλεξανδρείας, όπ. παρ.
[49] O. Clement, Ο άλλος ήλιος, μτφ. Ν. Γκατζιρούλης, εκδ. Σπορά, Αθήνα 1983, σελ. 101.