Ο Επίσκοπος ως τύπος Χριστού

15 Απριλίου 2019

Κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής είναι πράγματι ο Επίσκοπος, ο οποίος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού» (θα πω παρακάτω τι σημαίνει αυτό για τον Γέροντα). «Ουδέν κρυπτόν από του Επισκόπου», μου έχει πει ο πατήρ επανειλημμένως. Και μάλιστα, δεν πρέπει να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες από μόνοι μας, έστω και αν φαίνονται πολύ καλές, χωρίς αυτός να το γνωρίζει. (Και εν γένει, η παρουσία του ιερέως κρίνεται απαραίτητη σε όλες τις πνευματικές πράξεις). Κάποτε, λοιπόν, τον ρώτησα αν μπορώ με ένα φίλο να διαβάζουμε από κοινού την Αγία Γραφή και να κάνουμε παρατηρήσεις στα αναγιγνωσκόμενα, για να ασχολούμαστε με κάτι καλό. Μου είπε ότι αυτό δεν είναι σωστό, ότι καλύτερο είναι να την διαβάζει καθένας μόνος του, με ερμηνεία (του αρέσει μάλιστα η μετάφραση του αείμνηστου Καθηγητή Π. Τρεμπέλα). Ωστόσο, τελείως διαφορετικό πράγμα είναι ο λεγόμενος «κύκλος Αγίας Γραφής», που γίνεται στα πλαίσια της ενορίας, είναι γνωστός στον τοπικό ιερέα, και δι’ αυτού, στον Επίσκοπο, οπότε έχει και ευλογία.

Ο κληρικός, διδάσκει ο Γέροντας επίσης, πρέπει να κάνει υπακοή στον Επίσκοπο, όπου και αν αυτός τον στέλνει. Ωστόσο, δεν υπάρχει περίπτωση να παρουσιαστούν κίνδυνοι κατά την αποστολή του αυτή; Ακόμη και να συμβεί αυτό, αν έχει γνήσια υπακοή, μου είπε ο πατήρ, ο Θεός θα τον διαφυλάξει.

Παρεμπιπτόντως, ο Γέροντας μου έχει πει ότι, αν ένας Ιερέας κάνει κάτι που π.χ. δεν είναι σωστό, και εμείς το αντιληφτούμε, οφείλουμε με σεβασμό να του το υποδείξουμε κατ’ ιδίαν, λέγοντας: «πάτερ, επιτρέψτε μου, κατά την γνώμη μου…». Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ελέγξουμε τον ιερέα «δημοσία», γιατί, πέρα από το ότι αυτό συνιστά θράσος, αποτελεί και μεγάλη αμαρτία, καθώς υπάρχει κίνδυνος να σκανδαλίσουμε το πλήρωμα της Εκκλησίας. Αν ωστόσο το σφάλμα είναι μεγάλο και δεν διορθώνεται, οφείλουμε να το ανακοινώνουμε στον Επίσκοπο και μόνο σε αυτόν. Πουθενά αλλού. Αν ωστόσο και ο Επίσκοπος επιδείξει αδιαφορία, το θέμα τελειώνει εκεί, μου είπε κατηγορηματικά ο Γέροντας. Δεν επιτρέπεται κανένας σχολιασμός εις βάρος του επισκόπου. Από κει και πέρα, το λάθος αναλαμβάνει να το διορθώσει ο Ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος είναι και ο αληθινός Κυβερνήτης της Εκκλησίας. Ας μην νομίζουμε λοιπόν, με το φτωχό μας μυαλό, ότι τάχα εμείς θα σώσουμε την αγία Εκκλησία.

Τι γίνεται όμως όταν ο Επίσκοπος κηρύττει ανακρίβειες; Από ό,τι κατάλαβα, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, ο Γέροντας δεν θα έκανε διακοπή μνημοσύνου στον Επίσκοπο. Ωστόσο, όπως μου είπε ο ίδιος, αν ο Επίσκοπος τον διέταζε «βγες και συ κήρυξε τα ίδια», ο ίδιος δεν θα έκανε υπακοή και θα του απαντούσε: «Σεβασμιότατε, αυτά να τα κηρύξετε εσείς. Εγώ θα κηρύττω τα του Ευαγγελίου και μόνον αυτά». Δηλαδή, δεν θα υπάκουε στα δογματικά θέματα. Η αντίστασή του, με άλλα λόγια, θα έγκειτο στο ότι ποτέ δεν θα σταματούσε να κηρύττει την αλήθεια (τα θέματα αυτά τα εξηγεί παρά πολύ ωραία ο ήδη αναφερθείς π. Επιφάνιος Θεοδωρακόπουλος, στα σχετικά του βιβλία). Η στάση του αυτή, να μη θέλει εν γένει να διακόπτει το μνημόσυνο του εγχωρίου αρχιερέως, υπαγορεύεται κυρίως, από το ό,τι, όπως κατάλαβα, πολλοί δυστυχώς έσχισαν σήμερα την Εκκλησία, και μάλιστα για διοικητικά θέματα, ή πάντως όχι δογματικά (π.χ. το περίφημο ημερολογιακό). Ο Γέροντας, από ό,τι έχω διαπιστώσει, δεν συμπαθεί, ή μάλλον φοβάται όσο τίποτε άλλο το σχίσμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει και εκπτώσεις στην δογματική ακρίβεια.

Ειδικά όσον αφορά το παλαιοημερολογητικό ζήτημα, ο πατήρ είναι πολύ σαφής στις θέσεις του: θεωρεί ότι η Εκκλησία είχε το δικαίωμα να αλλάξει το ημερολόγιο (μολονότι, όπως εξηγεί ο π. Επιφάνιος και πάλι, καλύτερα θα ήταν να είχε υπάρξει από κοινού απόφαση όλων των επιμέρους Εκκλησιών), και μάλιστα, τολμώ να πω, θεωρεί ότι έπρεπε να αλλάξει. Ο λόγος είναι ότι το παλαιό ημερολόγιο είχε πραγματικά απόκλιση κάποιων ημερών, οπότε και μπορούσε να διορθωθεί. Περαιτέρω, θεωρεί ότι οι παλαιοημερολογίτες είναι το λιγότερο σχισματικοί, εκτός Εκκλησίας. Δεν μου το είπε ρητά, αλλά μάλλον τους κατέτασσε στις αιρέσεις. Δεν γοητεύεται σε καμία περίπτωση από αυτούς και δεν διατηρεί την παραμικρή σχέση μαζί τους.

Άλλο είναι ο σεβασμός προς τον Επίσκοπο και άλλο η κολακεία. Αυτή κατά τον Γέροντα είναι αμαρτία. Μου έχει τύχει επανειλημμένως να παρευρεθώ σε λειτουργίες, όπου διάφοροι κληρικοί επαινούν με παχιά λόγια τον Επίσκοπό τους, λέγοντας και ξαναλέγοντας πομπωδώς πολλά κοσμητικά επίθετα, όσα εκείνη την στιγμή τους φαίνονται πρόσφορα. Αν μεν τα πιστεύει κανείς, έχει καλώς, σε διαφορετική όμως περίπτωση είναι λάθος να λέγονται όλα αυτά. Μια φορά, όμως, σε κάποια γιορτή ο Μητροπολίτης, εμφανώς ευχαριστημένος και συγκινημένος από το έργο του υφισταμένου του, ο οποίος μάλιστα είναι και αρκετά μεγαλύτερός του, επαίνεσε τον Γέροντα πολύ. Στο κάτω-κάτω, αυτός που έχει το δικαίωμα στην Εκκλησία να επαινέσει ή να ελέγξει, είναι ο Επίσκοπος. Συνέβη όμως το εξής: μόλις τελείωσε τον λόγο του ο Δεσπότης, περίμενα ότι ο Γέροντας κατ’ ανάγκην θα ανταποδώσει τα καλά λόγια, λέγοντας και αυτός πολλά για τον Ποιμενάρχη του. Αρκέστηκε όμως μόνο να πει τα εξής: «Ευχαριστώ τον Σεβασμιότατο που είπε τόσο καλά λόγια για μένα. Μακάρι να έχει την ίδια γνώμη και ο Χριστός». Και το είπε αυτό ο Γέροντας, που έχει απίστευτο σεβασμό για τον Μητροπολίτη. Ωστόσο, γνωρίζει ότι πρωτίστως πρέπει να τιμάμε τον Δεσπότη μας με τις πράξεις μας, να προσευχόμαστε για αυτόν, να του κάνουμε υπακοή με ένα απλό «ναι» στα λόγια του. Θα πρέπει, επίσης, όπως απλοί είμαστε μπροστά στον Θεό εν ώρα προσευχής, την ίδια απλότητα να έχουμε όταν απευθυνόμαστε και στον Δεσπότη. Με αυτό παίρνουμε ένα γενικότερο μάθημα, τολμώ να πω, όλοι μας, απλοί πιστοί και ιεροψάλτες και κατηχητές, να μην κάνουμε τίποτε πομπώδες και φορτικό, μέσα στην Εκκλησία, που τόσο πολύ κουράζει τους ανθρώπους. Όλα πρέπει να γίνονται απλά για να δοξάζεται ο Θεός, και όχι τα όποια ταλέντα μας, οι γνώσεις μας, η ικανότητά μας ίσως στο να διδάσκουμε, η ωραία φωνή μας κλπ.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ