Οφειλόμενη απάντηση στους επικριτές του Ορατόριου της Παναγίας

3 Απριλίου 2019

H εφημερίδα που θέλει να καλείται «Ορθόδοξος Τύπος» δημοσίευσε στις 27 Μαρτίου 2019 στην ηλεκτρονική της ιστοσελίδα επιστολή/άρθρο με τίτλο: «Μέγας χορηγός η Ι. Μ. Βατοπαιδίου σε ορατόριο που συμπεριλαμβάνει ποίημα αρνητού της Παναγίας ως Θεοτόκου». Δεν είναι η πρώτη φορά που η εν λόγω εφημερίδα επιτίθεται με δημοσιεύματα εναντίον της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, αλλά και εναντίον της Πεμπτουσίας και του Ινστιτούτου μας «Άγιος Μάξιμος ο Γραικός», που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο παραγωγός και διοργανωτής του Ορατορίου (ας σημειώσουμε ότι συνδιοργανωτής ήταν και η «Αποστολή» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών). Για ακόμη μία φορά παρουσιάζει και ερμηνεύει γεγονότα με επιλεκτικό και μονομερή τρόπο, εξυπηρετώντας σκοπούς που μόνον η ίδια γνωρίζει.

Ο Β. Χαραλάμπους, θεολόγος, ο οποίος υπογράφει την επιστολή αναφέρεται στο ορατόριο “Παναγία – H Μητέρα του Φωτός”, του συνθέτη Γιώργου Θεοφάνους και σε κείμενα και σκηνοθεσία της Δέσποινας Γκάτζιου. Ενοχλείται από το γεγονός ότι ανάμεσα στους στίχους που υμνούν την Παναγία υπάρχουν και κάποιοι που την βλέπουν ως συμβόλου του ανθρώπινου πόνου, ιδιαίτερα του μητρικού.

Και εδώ έρχεται η στιγμή της δικής μας απορίας: μήπως το ίδιο το Ευαγγέλιο αρνείται την ανθρώπινη φύση και τον συνεπαγόμενο πόνο της Θεοτόκου; Μήπως ο δίκαιος Συμεών κατά την ημέρα της Υπαπαντής στον Ναό του Σολομώντος δεν προφητεύει στην Παρθένο τον βαθύτατο πόνο, ότι την ψυχή της θα την σκίσει η ρομφαία του Πάθους του Κυρίου Ιησού Χριστού; Μήπως δεν περιγράφεται εκτενώς αυτός ο πόνος στα αντίφωνα του όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής και στα εγκώμια του Μεγάλου Σαββάτου, στην κορωνίδα της ποιητικής δημιουργίας της Εκκλησίας; Μήπως η Παναγία δεν έγινε ανά τους αιώνες σύμβολο και καταφυγή των μητέρων όλου του κόσμου; Μήπως σε αυτήν την μόνη αγνή και άσπιλο δεν εξέτειναν και δεν εκτείνουν κάθε ημέρα από τους αιώνες ικετευτικά τα χέρια τους οι αναγκεμένες μανάδες όλου του κόσμου; Μήπως η Μητέρα του Θεού ημών δεν δέχεται αδιακρίτως τις παρακλήσεις των δακρυσμένων οφθαλμών από εκείνες τις μητέρες οι οποίες στη απόγνωσή τους έφθασαν στην αμαρτία εξαιτίας του πόνου για τα παιδιά τους;

Μάλλον ο ηθικισμός και η ευσεβοφάνεια άπλωσαν πυκνό πέπλο καπνού εμπαθείας στους οφθαλμούς του αρθρογράφου, ο οποίος προκειμένου να πλήξει για ακόμη μία φορά την Ιερά Μονή και την ιεραποστολική δραστηριότητά της, απέστρεψε το βλέμμα του από την τραγική μοίρα της ανθρωπότητας την οποία γλυκαίνει η παρουσία της Παναγίας. Σκανδαλίζεται από το ποιός διετύπωσε αυτήν την μοίρα ποιητικά. Δεν μπήκε κάν στον κόπο να δει ότι τα κείμενα του ορατορίου δεν έμειναν στις περιγραφές του ποιητή Βάρναλη, αλλά προχώρησαν στους ύμνους των Αγίων προς την Θεοτόκο, εξέφρασαν τα ζωντανά βιώματα των Αγιορειτών Πατέρων από την προστασία και την γλυκύτητα την οποία παρέχει σε όσους αφιέρωσαν την ζωή τους στην χάρη της, περιγράφουν τις εμπειρίες των προσκυνητών των ιερών εικόνων της.

Προσπαθεί ο συντάκτης να τεκμηριώσει τις απόψεις του με τρόπο δογματικό. Ωστόσο καθίσταται δέσμιος του δογματισμού και όχι γνώστης του Δόγματος της Εκκλησίας. Ασφαλώς διότι αγνοεί ότι το Δόγμα στην Εκκλησία δεν αποτελεί μία αποστεωμένη ιδεολογική θέση, αλλά πρώτιστα μία βιωμένη αλήθεια την οποία στη συνέχεια η Εκκλησία την διατυπώνει και θεωρητικά. Εκλαμβάνει το “επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσιν” ως αφετηρία φονταμενταλιστικών επιθέσεων και όχι ως πρόσκληση στην ζωή της Εκκλησίας που είναι ταπείνωση και αγάπη προς όλους, ειδικά τους αμαρτωλούς. Δεν μπορεί έτσι να διακρίνει ο θρησκευτικός φανατισμός ότι ο Θεός βρίσκει μυρίους τρόπους για να σώσει τον άνθρωπο, ακόμη και τον πιο αμαρτωλό, ακόμη και αυτόν που δηλώνει άθεος.

Μάλλον θα λησμονεί ότι στο Ιερό Ευαγγέλιο μία πόρνη προβάλλεται ως πρότυπο μετανοίας, ένας τελώνης παίρνει την βεβαίωση της σωτηρίας του οίκου του επάνω σε μία συκομορέα, ένας εθνικού εκατοντάρχου ο δούλος θεραπεύεται μόνον διά του λόγου, ένας αιρετικός Σαμαρείτης προβάλλεται ως πρότυπο αγάπης εις τον πλησίον, ένας ολιγόπιστος πατρικός στεναγμός δεν εμποδίζει την θεία αγάπη να εκβάλει τα δαιμόνια, μία ειδωλολάτρισσα Χαναναία επαινείται για την μεγάλη της πίστη και ένας ληστής λαμβάνει την βεβαιότητα της εισόδου στον Παράδεισο την ύστατη στιγμή του Σταυρού.

Η συστηματική ενασχόληση με την αναζήτηση σκανδάλων εκεί που δεν υπάρχουν δεν αφήνει τον συντάκτη αυτού του θλιβερού γράμματος να δει ότι η ιστορία αυτή του Ευαγγελίου, με τους αμαρτωλούς, τους “απίστους”, τους αμφισβητίες, τους ασθενείς συνεχίζεται έως σήμερα μέσα στην Εκκλησία. Θεωρεί την τελευταία ως τόπο ξηρού ανταγωνισμού για την προβολή μιας “υπερ-ορθοδοξίας” και όχι ως τον χώρο της φανέρωσης της Αγάπης του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο. Αποτελεί κλασικό παράδειγμα θρησκόληπτου ανθρώπου που βιώνει την θρησκειοποιημένη Εκκλησία, τον τυπικισμό, τον ηθικισμό και όχι βέβαια την Χάρη του Θεού. Βιώνει τον Θεό ως τιμωρό, ως κριτή, ως ελεγκτή. Γι’ αυτό και προτιμά τον “κιτρινισμό” που σε ένα έργο το οποίο παρακολούθησαν με ενθουσιασμό χιλιάδες κόσμος ο ίδιος δεν βρίσκει να πει έναν καλό λόγο. Όχι μόνον αυτό, αλλά χρησιμοποιεί με αστερίσκους τα θεσμικά πρόσωπα της Εκκλησίας ως απειλή εναντίον μας, δηλώνοντας ότι θα κοινοποιήσει την τόσο σπουδαία αυτή επιστολή σε Αρχιερείς και Ηγουμένους. Μάλλον έχει παντελώς λησμονήσει ότι ο πρώτος ρόλος των Αρχιερέων και των Ηγουμένων είναι αυτός του Πατέρα, με κύριο χαρακτηριστικό την αγάπη. Μάλλον και αυτή η ιδιότητα του φαίνεται πολύ ανθρώπινη για τα μέτρα του, αφού προτιμά καθ’ έξιν να εκφράζεται ως “κριτής της οικουμένης”.

Είναι πολύ εύκολο να επινοήσει κανείς φθηνές, θεολογικοφανείς κατηγορίες, παρά να μπει στον κόπο της αληθούς θεολογικής προσλήψεως. Η τελευταία προϋποθέτει ταπείνωση που να προηγείται της γνώσης. Η Εκκλησία ανά τους αιώνες προσέλαβε την τέχνη. Η πρόσληψη αυτή ήταν ουσιαστική και βαθειά και θεολογική. Γι’ αυτό και αντέδρασε στην καταστροφή της με μία ολόκληρη Οικουμενική Σύνοδο, την εβδόμη, η οποία στην διδασκαλία της συνόψισε όλες τις προηγούμενες.

Από τη θέση μας και πάντοτε με την ευλογία της Μονής Βατοπαιδίου ενισχύουμε την προσπάθεια των σύγχρονων καλλιτεχνών χωρίς πιεστικές παρεμβολές και λογοκρισία, αλλά με πνεύμα συνεργασίας και κατανόησης να δώσουν με τα έργα τους ένα μήνυμα στον σύγχρονο άνθρωπο. Η σκηνοθέτις του ορατορίου κυρία Δέσποινα Γκάτζιου, όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη για την επιλογή του Κώστα Βάρναλη ανάμεσα στα έργα των Πατέρων είπε χαρακτηριστικά: «Δεν διάλεξε ο Βάρναλης να γράψει αυτό το αριστούργημα, επελέγη να είναι το δοχείο χάριτος που θα το χωρέσει. Αυτό συμβαίνει πάντα με τον λόγο του Θεού και τους εκφραστές του. ΕΚΕΙΝΟΣ ξέρει ποιόν και γιατί διαλέγει. Γι’ αυτό πολλές φορές βλέπουμε από πιστούς ανθρώπους ασήμαντα, αδιάφορα έργα, ενώ από φανατικά άθεους δημιουργούς συγκλονιστικά θεολογήματα. Βλέπετε, πόσο διαφορετική από τη δική μας αντίληψη είναι η Θεία οικονομία;». Το συγκεκριμένο ποίημα «Οι πόνοι της Παναγιάς» το έχουν μελοποιήσει και τραγουδήσει πολλοί γνωστοί σοβαροί συνθέτες και τραγουδιστές, όπως οι Νίκος Ξυλούρης, Γιάννης Χαρούλης, Καίτη Κουλλιά, Λουκάς Θάνος κ.ά. και πλείστες Χριστιανικές Χορωδίες. Οι θέσεις που εξέφρασε ο ίδιος ο Βάρναλης σε γραπτά του και τις οποίες επικαλείται ο συντάκτης, φανερώνουν σαφώς την έλλειψη θεολογικής κατάρτισης από μέρους του ποιητή και δηλώνουν την ιδεολογική του αθεΐα. Η προσπάθεια όμως να βάλει ο κ. Χαραλάμπους τις απόψεις ενός μη-θεολόγου και κατά δήλωσή του αθέου στα καλούπια της δικής του στείρας και εμπαθούς απολογητικής, του αποστερούν την δυνατότητα να προσέξει μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια: ένα από τα ποιήματά του ο ποιητής το ονομάζει “Οι πόνοι της Παναγιάς”. Δεν χρησιμοποιεί Προτεσταντική ή γενικότερα δυτική ορολογία. Δεν την καλεί “Μαρία”, ως είθισται στην δυτική παράδοση. Την αποκαλεί “Παναγία”, όπως την αποκαλούν μόνον οι Ορθόδοξοι, και περισσότερο από όλους οι Έλληνες. Αυτό φανερώνει ότι ο ίδιος, όπως και άλλοι της γενιάς του, μολονότι υιοθέτησαν κοινωνικοπολιτικές θεωρίες που τους οδήγησαν την άρνηση της θρησκείας, δεν μπορούν να απομακρυνθούν στο βάθος της σκέψης τους από την ρωμαίικη, την ελληνορθόδοξη Παράδοση.

Ο συντάκτης του ιεροκατηγορητηρίου αυτού γράμματος επικαλείται την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπου οι Πατέρες της Εκκλησίας με επικεφαλής τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας καταδικάζουν τον Νεστόριο ο οποίος εμέριζε τον Χριστό σε δύο υποστάσεις, καλώντας την Θεοτόκο, ανθρωποτόκο. Λησμονεί όμως ότι με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, λίγες δεκαετίες αργότερα, η Εκκλησία καταδικάζει μία άλλη εξ ίσου επικίνδυνη αίρεση τον μονοφυσιτισμό και τα παρακλάδια του, τον μονοενεργητισμό και τον μονοθελητισμό. Χρειάσθηκαν τρεις Οικουμενικές Σύνοδοι ώστε να απομακρυνθεί η επικίνδυνη διδασκαλία της άρνησης της πλήρους, πλην αμαρτίας, ανθρωπότητος στο Πρόσωπο του Χριστού. Ο πόνος του ανθρώπου είναι στοιχείο που προσλαμβάνει ο Χριστός στην φύση Του, πράγμα που δηλώνεται σε Γραφή και Παράδοση με κάθε ευκαιρία. Τον πόνο αυτόν τον συναντά η Εκκλησία κάθε μέρα, στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου με όποιον τρόπο και εκφράζεται. Περισσότερο από οπουδήποτε η Εκκλησία εναποθέτει τον πόνο στα πόδια της Παναγίας, πιστεύοντας ότι “πολλή ισχύει η δέησις μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου”. Μήπως ακόμη και αυτή η τόσο ανθρώπινη παράσταση, να κάμπτεται ο Βασιλεύς στις παρακλήσεις της Μητέρας Του σκανδαλίζει τον συντάκτη του “Ορθοδόξου Τύπου;”

Βέβαια ο κάθε καλοπροαίρετος θεατής του Ορατορίου αλλά και αναγνώστης του παρόντος κειμένου καταλαβαίνει ότι το Ορατόριο «Παναγία – Η Μητέρα του Φωτός» δεν ήταν ένα Θεολογικό συνέδριο όπου θα αναλυόταν το δόγμα της Θεοτόκου, αλλά μία μουσικοθεατρική παράσταση όπου ως στόχο της ήταν να μας φέρει πιο κοντά με το πρόσωπο της Παναγίας, της Μητέρας του Φωτός. Η Παναγία έγινε και είναι η Μητέρα του Φωτός. Το δικό της φως, την αντίληψή της, την παρηγορία της, την παραμυθία της έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος που ζει με άγχος για τα βιοτικά και την καθημερινότητα, με ανασφάλεια και φοβίες για το μέλλον του. Η Παναγία ήταν το αποκούμπι, η καταφυγή, η ελπίδα και η χαρά για τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, ας γίνει το ίδιο και για εμάς σήμερα, που ζούμε σε μία τόσο δύσκολη και παράλογη εποχή. Αυτός ήταν ο σκοπός και ο στόχος της παραγωγής και παρουσιάσεως του ορατορίου αυτού, στο να αναζητήσουμε την μεσιτεία της Παναγίας, να προσέλθουμε με ελπίδα, με εμπιστοσύνη και αγάπη κοντά της. Και νομίζουμε ότι αυτό το πέτυχε. Όλοι όσοι το παρακολούθησαν (5.000 και τις δύο μέρες) έφυγαν κατασυγκινημένοι και για πολλές μέρες δεχόμασταν ευχαριστήρια…

Στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου, απεδόθη ο τίτλος “Μεγίστη”, τον οποίο φέρει έως σήμερα εδώ και αιώνες για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους. Εμείς ωστόσο θεωρούμε την Μονή Βατοπαιδίου όντως Μεγίστη και για έναν ακόμη λόγο: Διότι κοσμείται από την παρουσία της Θεοτόκου με επτά θαυματουργές εικόνες και σεμνύνεται με την Τιμία της Ζώνη. Οι εικόνες και η Τιμία Ζώνη δεν αποτελούν μόνο πηγή θαυμάτων. Είναι η ζωντανή παρουσία της Παναγίας στο μοναστήρι, η οποία γλυκαίνει και παρηγορεί την ζωή των μοναχών, των εργαζομένων και των ευλαβών προσκυνητών. Αυτήν την παρηγοριά και την γλυκύτητα που αισθανόμαστε κάθε μέρα που περνά είναι αδύνατον να την κρατήσουμε για τον εαυτό μας. Θέλουμε με κάθε τρόπο να την κοινωνούμε με τους ορθόδοξους αδελφούς μας στην πατρίδα μας, αλλά και σε όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό η Μονή εκτός την πνευματική της παρουσία ως Ορθόδοξο Μοναστήρι με μία μεγάλη αδελφότητα 130 μοναχών, οι οποίοι βιώνουν και ακολουθούν την γνήσια Αγιορειτική Ησυχαστική Παράδοση ως απόγονοι του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, επιδεικνύει και σημαντικό ιεραποστολικό έργο για τον σύγχρονο άνθρωπο κυρίως μέσω του Ινστιτούτου «Άγιος Μάξιμος ο Γραικός» με λειτουργικές εκδηλώσεις, εκδόσεις, συνέδρια, εκδηλώσεις, συναυλίες και άλλες δραστηριότητες. Μήπως ο φθόνος, ο οποίος άπτεται και των τελείων, κατά τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, πειράζει κάποιους οι οποίοι προσπαθούν να μειώσουν και να φαλκιδεύσουν αυτό το έργο; Οι καιροί όμως επιβάλουν ενότητα και αγάπη ειδικά στον χώρο της Εκκλησίας και όχι ζήλειες και μικροπρέπειες.

Εμείς προσκαλούμε τον εν λόγω αρθρογράφο του «Ορθοδόξου Τύπου» αλλά και όλους όσοι έχουν παρομοίους λογισμούς να επικοινωνήσουν μαζί μας, να έρθουν στο γραφείο μας, να συζητήσουμε, να μας διορθώσουν με τον λόγο τους τον «εν Χάριτι, άλατι ηρτυμένον» (Κολ. 4,6), έτσι ώστε να μας προλαμβάνουν να μην κάνουμε λάθη προς σκανδαλισμό των πιστών. Αν νομίζουν βέβαια ότι με αυτό τον τρόπο θα συμβάλλουν στην οικοδομή του πληρώματος της Εκκλησίας, στην ωφέλεια των πιστών και στην μετάνοια του κόσμου εκτός αν προτιμούν να συνεχίσουν την τακτική της δημοσίας διαπόμπευσης και συκοφαντίας.

Θα πρέπει να γνωρίζουν όμως οι αγαπητοί αναγνώστες και φίλοι μας ότι όσοι έταξαν εαυτούς στην αναζήτηση των σκανδάλων θα βρίσκουν σκάνδαλα παντού. Και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρακαλέσουμε την Παναγία μας να τους ελεήσει!

Νίκος Γκουράρος
Διευθυντής του Ινστιτούτου «Άγιος Μάξιμος ο Γραικός» και Διευθυντής του Διαδικτυακού Περιοδικού «Πεμπτουσία»