Προβλήματα κατά την πορεία των κοπαδιών των Βλάχων προς τον κάμπο

5 Απριλίου 2019

Υπήρχαν βέβαια κι οι κτηνοτρόφοι οι οποίοι χρημάτιζαν τους αγροφύλακες σε λεφτά, το λεγόμενο ουτουλάκι [91], ή σε είδος (κρέας, τυριά την άνοιξη), το λεγόμενο πεσκέσι, προκειμένου να κάνουν «τα στραβά μάτια» και να αφήσουν τα κοπάδια να βοσκήσουν σε εκτάσεις που δεν επιτρεπόταν (Nitsiakos, 1985) ή να παραμείνουν σε κοινοτικά λιβάδια πάνω από ένα εικοσιτετράωρο (Χατζημιχάλη, 2010). Άλλοι πάλι δίνανε για «διπλωματικούς» λόγους, για να τα έχουν καλά με τις «αρχές», ώστε να μην τους βγάλουν προβλήματα —δικαίως ή αδίκως. «Άμα τους δίναμε… κατάλαβες, δηλαδή με χαρτζιλίκι, «Ωπ, για περάστε φευγάστε»» (Β.Κ, ΣΥΝ.4, ΑΠ.142). Ο Β. Παυλίδης (1973, σ. 682) χαρακτηρίζει το «φιλοδώρημα» αυτό ως φόρο των κτηνοτρόφων προς τον αγροφύλακα ή τον πρόεδρο του χωριού για να μην τους επιβάλουν τις συνέπειες του νόμου λόγω των ζημιών που προκαλούσαν στους αγρούς. Συμπληρώνει επίσης «Σημειωτεόν ότι οι κτηνοτρόφοι παλαιότερον ελυμαίνοντο κυριολεκτικά τα ξένα σπαρτά, πληρώνοντας κάπου- κάπου γελοίες αποκοπές».

Κατά γενική ομολογία των πληροφορητών/τριων οι αγροφύλακες, τον καιρό εκείνο, δεν πληρώνονταν καλά, ως δημόσιοι υπάλληλοι, οπότε με τις παραπάνω «συναλλαγές» έκαναν και οι μεν κτηνοτρόφοι την δουλειά τους και οι δε αγροφύλακες συμπλήρωναν το πενιχρό τους εισόδημα. Ο Ν. Καρατζένης (1991, σ.169) αναφέρει ότι φτώχεια, μιζέρια και παραμέληση από τους κρατικούς μηχανισμούς χαρακτήριζε την ελληνική ύπαιθρο κι αυτό περνούσε στη νοοτροπία των αγροφυλάκων, οι οποίοι «περίμεναν με λαχτάρα τα κοπάδια των νομάδων φθινόπωρο κι άνοιξη «ν’ αρπάξουν» ό,τι μπορέσουν: τσαρούχια, κάπες, αρνιά, τυριά, χρήματα.»

«Τότες, άμα ερχόταν κανάς αγροφύλακας εκεί στο κονάκι το βράδυ και —παράδειγμα— είχαμε σφάξει επειδής ήταν λίγο άρρωστο ή αδιάθετο μια προβατίνα και τη σφάγαμε και έβλεπε, γιατί είχαμε το κακάβι… μπαρκάς, το κακάβι το λέγαμε, κι έβραζε το κρέας και το μύριζε, άμα δεν καθόταν ωσότου να τελειώσει το βράσιμο να φάει κι αυτός δεν έφευγε, γιατί είχε φτώχεια. Δεν είχε κρέας στο σπίτι ο άνθρωπος. Δεν είχε κι αυτός κρέας. Κατάλαβες; Και δεν έφευγε. Κι ένα τάλιρο ήταν 5 δραχμές, όχι… ήταν πολλά τα λεφτά, γιατί δεν έπαιρνε… μήπως τι μισθό παίρναν; Δεν παίρναν τίποτα, δεν παίρναν.» (Α.Τ, ΣΥΝ.5, ΑΠ.143)

«Τα χωριά; Παντού είχαν, όχι ένας και δύο αγροφύλακες τότε. (…) Εκεί ήταν όλοι τότε. (…) Οι αγροφύλακες ή εδώ ή εκεί φυλάγανε το μέρος του κάθε χωριού, τα λιβάδια όλα, τα βοσκότοπα όλα. Ο καθένας είχε το δικό του μερίδιο να πούμε και φύλαγε (…) προβλήματα υπήρχαν. Μπορεί να σου κάναν και καμιά μήνυση οι άνθρωποι, ε… Άνθρωποι ήταν κι αυτοί. Ήθελαν κι αυτοί να υποστηρίξουν και το χωριό τους. Ναι, βοηθούσαν κι αυτοί όσο ήταν δυνατόν να περάσουμε κι εμείς λίγο την βραδιά που λέμε. Πιο κάτω, πιο πάνω να βοσκήσουμε και λίγο τα πρόβατα. (…) Κοίταξε, μπορεί να του ‘δινες κι ένα κιλό τυρί, ή ξέρω ‘γω τι… Εντάξει, φιλικά. (…) Στην Ελλάδα, ήταν και είναι αυτά. (…) Υπήρχε, υπήρχε και φτώχεια τότες, και ο άλλος ήθελε και να ζήσει» (Κ.Μ, ΣΥΝ.19, ΑΠ.144)

Οι πληροφορητές/τριες επίσης συμφωνούν, ότι και οι ντόπιοι είχαν το δίκιο τους. Από την άλλη βέβαια υπερασπίζονται και το δικό τους δίκιο. Τα κοινοτικά εδάφη που είχαν παραχωρηθεί για το διάβα δεν επαρκούσαν για να θρέψουν τα πλήθη των προβάτων και φορτηγών ζώων που περνούσαν δυο φορές τον χρόνο, μια το φθινόπωρο και μια την άνοιξη. Ο Β. Λαμνάτος από τη μία δικαιολογεί τους βλάχους [92], αλλά από την άλλη αναφέρει ότι οι ντόπιοι των χωριών, που αποτελούσαν πέρασμα για τα χειμαδιά, σε συζητήσεις τους στα καφενεία αναφέρονταν στο πέρασμα των βλάχων από τα μέρη τους και στις καταστροφές που προκαλούσαν. «Έπεσε η βλαχουριά κι έγδαρε τον τόπο μας.» (2005, σ. 121).

«Απ’ έξω μας μαλώναν, γιατί είχαν κι αυτοί πρόβατα και ήθελαν να ξεχειμάσουν κι αυτοί. Και είχαν δίκιο κι αυτοί οι άνθρωποι, γιατί αυτοί κοιτούσαν να μην τα αφήσουμε εμείς τα πρόβατα δεξιά κι αριστερά να βοσκήσουν, γιατί θα τρώγαμε τα χορτάρια τα δικά τους που ήθελαν να ξεχειμάσουν κι αυτοί. Δίκιο το ‘χαν αυτοί οι ανθρώποι, αλλά κι εμείς το είχαμε δίκιο. Έπρεπε κι εμείς να περάσουμε, αλλά κι αυτοί…» (Α.Τ, ΣΥΝ.5, ΑΠ.145)

«Μπορεί να ‘μασταν και παρέα 2-3 άλλοι από ‘δω απ’ το Μέτσοβο, μπορεί να συναντούσες κι άλλους εκεί, αλλά είχαμε πρόβλημα… πρόβλημα δηλαδή με τα χωριά. Εκεί που μετακινόμασταν, γιατί είχαν δίκιο ο κόσμος, εμείς θέλαμε να βοσκήσουν τα πρόβατα πιο ελεύθερα, πιο αυτά, ε… δεν μας άφηναν τόσο, φώναζαν γιατί αυτοί ήθελαν να κάτσουν τον χειμώνα εκεί. Εμείς περνούσαμε και φεύγαμε.» (Κ.Μ, ΣΥΝ.19, ΑΠ.146)

«Ήταν πρόβλημα όταν κινούσες. (…) Και ‘μεις… κι αυτοί το ‘χαν δίκιο, αλλά και ‘μεις έπρεπε να περάσουμε. (…) Μέχρι το βράδυ πρέπει να έχεις μέρος να βοσκήσουν τα πρόβατα, πώς θα πας; Να περάσεις και να τα πας στο λιβάδι κάτω; Πώς θα φτάσουν; (…) Είχε παραχωρήσει το χωριό όμως κάπου… είχε, έπρεπε, υποχρεόταν το χωριό να αφήσει για διάβα, για να περάσει η διάβα, να αφήσει ένα μέρος, αλλά δεν έφτανε αυτό το μέρος. Και ξέρεις. Πηγαίναμε λίγο παραπάνω αυτοί επιτίθονταν εκεί απάνω μας… (…) Αυτοί που φεύγανε πρώτοι περνούσαν καλύτερα. Ναι, γιατί ήταν… δεν ήταν φαγωμένος ο τόπος, δεν ήταν… Ε… άμα έφευγες γληγορότερα κάπως περνούσες καλύτερα. Αλλά όταν (…) ήταν πρόβατα πολλά τότε. Θα ήταν 40.000 πρόβατα εδώ στο Μέτσοβο, περνούσαν … το ‘κοβαν το μέρος. (…) Ναι, μόλις δεν έβρισκες εκεί , «Α να πάμε παραπάνω να βοσκήσουν λίγο τα πρόβατα».» (Σ.Μ, ΣΥΝ.20, ΑΠ.147)

Μερικοί κτηνοτρόφοι φρόντιζαν να μην έχουν προβλήματα, «Δηλαδή δεν δίναμε δικαίωμα» (Α.Ν, ΣΥΝ.30, ΑΠ.148) ούτε με τους αγροφύλακες, ούτε με τους ντόπιους. «(…) Με τους χωριανούς άμα θα ήσουν ζαβός εσύ θα είχες, άμα δεν ήσουν ζαβός… (…) Ερχόταν, ερχόταν πχ. ο αγροφύλακας σου έλεγε «Σοφία, θα αφήσεις τα πρόβατα μέχρι εδώ, γιατί από πάνω είναι οι χωριανοί φωνάζουνε. Άμα δεν άκουγες εσύ και τ’ άφηνες ερχότανε ύστερα οι χωριανοί και σ’ έδιωχναν κι από ‘κει που ήσουν.» (…) Από πού περνούσαμε ρωτούσανε οι αγροφυλάκοι, γιατί μας ήξεραν, ήμασταν ανθρώποι καλοί. (…) Παραδείγματος χάρη, κι εμείς δεν τους αφήναμε έτσι τους αγροφυλάκους. Τους δίναμε τότε, παραδείγματος χάρη (…) Λεφτά, ναι.» (Α.Ν, ΣΥΝ.30, ΑΠ.149).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

91. Ουτουλάκι: Το φιλοδώρημα του αγροφύλακα. Ο Φ. Δασούλας το αναφέρει ως «utuláche: τέλος δικαιώματος βόσκησης» (σ. 229).
92. Ο συγγραφέας το γράφει με μικρό «β». Δεν έγινε κατανοητό από μέρους μας πώς εννοεί τη λέξη «βλάχος», με τη διακριτή εθνοπολιτισμική ομάδα ή με τη γενικότερη έννοια του μετακινούμενου κτηνοτρόφου.