Τα λόγια του Ιησού ενώπιον του Μ. Συνεδρίου σε Ματθαίο (26, 59-68) και Λουκά (22, 63-71)

24 Απριλίου 2019

Η ανάκριση του Ιησού από το αρχιερατικό Συνέδριο ύστερα από τη σύλληψή Του στον κήπο της Γεθσημανή αποτελεί κοινό τόπο και των τεσσάρων ευαγγελιστών, όχι μόνο, γιατί είναι η απαρχή των γεγονότων που θα οδηγήσουν στη σταυρική θυσία και ΑνάστασήΤου, αλλά γιατί παράλληλα οι λόγοι του Ιησού ενώπιον του Συνεδρίου έχουν ένα βαθύτατο νόημα, το οποίο επεξηγεί κυρίως την επίγεια δράση Του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα των λόγων του Ιησού έναντι του αρχιερατικού Συνεδρίου παρουσιάζει η μελέτη των σχετικών κειμένων των δύο συνοπτικών ευαγγελιστών, του Ματθαίου και του Λουκά. Διαπιστώνουμε πως ο ευαγγελιστής Ματθαίος δεν παρουσιάζει καμία παραλλαγή στα διάφορα χειρόγραφα σε ο,τι έχει να κάνει με τις απαντήσεις του Ιησού στα ερωτήματα που θέτει ο Αρχιερέας. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία και μόνη απάντηση του Ιησού στην ερώτηση του Αρχιερέως: «εξορκίζω σε κατά τού Θεού τού ζώντος ίνα ημίν είπης ει σύ εί ο Χριστός ο υιός τού Θεού».Ο Ιησούς σε ο,τι άλλο ερωτάται αρκείται στο να σιωπά.

Η ίδια διήγηση αυτή τη φορά στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο παρουσιάζει κάποιες μικρές παραλλαγές μόνο σε μία φράση του Ιησού στους στίχους 67β –68, όπου διαβάζουμε: «εάν υμίν είπω, ου μη πιστεύσητε• εάν δέερωτήσω, ου μη αποκριθήτε».Οι παραλλαγές σχετίζονται καταρχήν με το «εάν δε» στο στίχο 68, καθώς σε ορισμένα χειρόγραφα προστίθεται το «και» κάνοντας τη φράση «εάν δε και» (Α, Θ, Ψ κ.α.), ενώ αλλού παρουσιάζεται το «εάν» μόνο του (D, itκ.α). Επίσης, στο στίχο 68 η φράση σε κάποια χειρόγραφα δεν τελειώνει με τη λέξη «αποκριθήτε», αλλά προστίθεται και η δοτική «μοι» (Θ, f1κ.α.) η ακόμη συναντάται η φράση«ουμή αποκριθήτέ μοι η απολύσητε·» (Α, D,Ψ κ.α.). Βέβαια, οι παραλλαγές αυτές είναι επουσιώδεις λόγω του ελάχιστου αριθμού τους και δεν αλλοιώνουν το σημαντικότατο νόημα αυτής της διήγησης.

Τα τραγικά γεγονότα, τα οποία διαδραματίζονται ενώπιον του ιουδαϊκού Συνεδρίου αποτελούν την απόληξη της περικοπής που σχετίζεται με τη σύλληψη του Ιησού στον κήπο της Γεθσημανή. Εντούτοις, είναι φανερές κάποιες ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δύο διηγήσεις, του Ματθαίου και του Λουκά και οι οποίες οφείλονται στην επιλογή διαφορετικών παραδόσεων από τις οποίες άντλησαν το υλικό τους προκειμένου να αναφερθούν στο γεγονός της ανάκρισης από το ιουδαϊκό Συνέδριο.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη σχετική διήγηση ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν κάνει λόγο για νυχτερινή συνεδρίαση του Μ. Συνεδρίου, όπως ο Ματθαίος, αλλά αντιθέτως τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα στην αφήγησή του κατά την πρωινή συνεδρία. Ο Ματθαίος απλώς κάνει μία αναφορά σε κάποια εωθινή συνεδρία, η οποία έπεται της νυχτερινής και αποτελεί τον προθάλαμο της οδήγησης του Ιησού στον Πόντιο Πιλάτο. Αυτή είναι η πιο βασική διαφορά μεταξύ των διηγήσεων του Λουκά και του Ματθαίου. Ακολουθούν, όμως και κάποιες άλλες, οι οποίες είναι οι εξής:

1. Η άρνηση του Πέτρου προηγείται της πρωινής συνεδρίας στο Λουκά (22,55-66), ενώ στο κατά Ματθαίον έπεται της νυχτερινής συνεδρίας (26,69-75).

2. Οι εμπαιγμοί του Ιησού στο κατά Λουκάν προηγούνται της συνεδρίας του Μ. Συνεδρίου (22,63-64), ενώ στο Ματθαίο έπονται αυτής (26,67-68).

3. Στο Λουκά η στάση του Ιησού απέναντι στο Συνέδριο και στις ερωτήσεις που του απευθύνουν είναι κάθε άλλο παρά σιωπηλή, μία κατάσταση που δε συμβαίνει στη διήγηση του Ματθαίου. Στο κατά Λουκάν ο Ιησούς όχι μόνο δε σιωπά, αλλά απαντά άμεσα και με ευθύτητα.

4. Στο Ματθαίο έχουμε την εμφάνιση τουλάχιστον δύο ψευδομαρτύρων που στηρίζουν την κατηγορία κατά του Ιησού (26,60-62), γεγονός που δε συντελείται στη διήγηση του Λουκά. Και αν ακόμη συντελείται δεν έχουμε ρητή αναφορά στο γεγονός.

Όλες αυτές οι αποκλίσεις του Λουκά από τη διήγηση του Ματθαίου δικαιολογούνται, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δύο ευαγγελιστές έχουν ως πηγή για την άντληση του υλικού τους δύο διαφορετικές παραδόσεις. Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποια παράδοση ακολούθησε ο κάθε ευαγγελιστής στην παρούσα διήγηση; Αρχικά, θα πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα οι δύο ευαγγελιστές να έχουν αντλήσει το υλικό τους από την πηγή των λογίων (Q). Και τούτο, γιατί η Q, ως γνωστόν, δεν περιέχει καθόλου διηγήσεις που σχετίζονται με το Πάθος του Κυρίου. Αφού, λοιπόν, αποκλείσαμε την Qως πηγή των δύο ευαγγελιστών στην εν λόγω διήγηση θα πρέπει να στραφούμε σε κάποια άλλη πηγή.

Αναφορικά με το Ματθαίο η εύρεση της πηγής του δε μας προξενεί κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Είναι εμφανής η ομοιότητά του με τη διήγηση του Μάρκου (14,53-65), σε τέτοιο σημείο που σχεδόν ταυτίζονται. Ως εκ τούτου, απορρέει το συμπέρασμα πως ο Ματθαίος στη συγκεκριμένη ενότητα έχει χρησιμοποιήσει τη διήγηση του Μάρκου ως πηγή του.

Τα πράγματα φαίνονται πιο περίπλοκα στην περίπτωση της διήγησης του Λουκά. Αφού αποκλείσαμε την πιθανότητα η Qνα είναι πηγή του Λουκά και διαπιστώνοντας τις πολυάριθμες αποκλίσεις του από το Ματθαίο, θα πρέπει να στραφούμε στην εξεύρεση μίας άλλης πηγής. Ο Λουκάς σύμφωνα με τις απόψεις πολλών ερευνητών κάνει χρήση στη συγγραφή του ευαγγελίου του και μίας ιδιαίτερης πηγής, της λεγόμενης L, η οποία παραδοσιακά συνδέθηκε με την εκκλησία που έδρασε ο Λουκάς, δηλαδή στην Έφεσο. Δε φαίνεται τυχαίο το γεγονός πως ο Λουκάς παρουσιάζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με τον τέταρτο ευαγγελιστή, τον Ιωάννη, ο οποίος έδρασε επίσης στην εκκλησία της Εφέσου. Γι’ αυτό το λόγο, οι ερευνητές συνηθίζουν να λένε πως ο Λουκάς παρουσιάζει στο ύφος του μία ανεξαρτησία ιωαννείου τύπου σε σχέση με τους άλλους συνοπτικούς ευαγγελιστές.

Από όσα ειπώθηκαν παραπάνω σε σχέση με τη συνάφεια του κειμένου είναι εμφανές ότι δεν μπορεί να γίνει ταυτόχρονα ερμηνεία και των δύο διηγήσεων, εξαιτίας των ουσιωδών διαφορών σε κάποια σημεία. Συνεπώς, θα γίνει μία ξεχωριστή ερμηνεία των δύο διηγήσεων με κάποιους παραλληλισμούς, όπου και όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Ξεκινώντας από το χωρίο του Ματθαίου (26,59-68) η πρώτη μας διαπίστωση σχετίζεται με το λόγο για τον οποίο ο Ιησούς βρίσκεται ενώπιον των ιουδαϊκών αρχών. Υπήρξαν δύο ψευδομαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες ο Ιησούς φέρεται να διεκήρυξε κάποια στιγμή κατά τη δημόσια δράση του ότι μπορεί να καταλύσει το Ναό και τον ανοικοδομήσει σε τρεις ημέρες. Αυτό που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό σε αυτή την περίπτωση είναι η στάση του Ιησού, όταν καλείται από τον Μ. Αρχιερέα να απαντήσει σε αυτή την κατηγορία που του προσάπτουν. Ο Ιησούς σιωπά. Ίσως η στάση αυτή να προκαλεί έκπληξη, αλλά έχει την εξήγησή της. Ο Ιησούς γνωρίζει πως είναι μάταιο να αποκριθεί σε αυτές τις κατηγορίες, αφού έχει επίγνωση του γεγονότος ότι είναι ο Πάσχων Δούλος του Θεού, αυτός που ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Εξάλλου, η μέχρι τότε επίγεια δράση του ήταν γνωστή σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των αρχιερέων. Γιατί, λοιπόν, να εξηγήσει κάτι το οποίο ήταν φανερό και γνωστό σε όλους;

Ο Μ. Αρχιερέας, εν συνεχεία, ρωτάει τον Ιησού, αν είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού. Πριν εξετάσουμε την απάντηση του Ιησού, είμαστε υποχρεωμένοι να προσέξουμε την ερώτηση του Μ. Αρχιερέα όσον αφορά στη διατύπωσή της και πιο συγκεκριμένα τη φράση «Χριστός, Υιός του Θεού». Πρέπει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο, πως η λέξη Χριστός αποτελεί την ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Μεσσίας, που σημαίνει τον κεχρισμένο, δηλαδή τον πολιτικό εκπρόσωπο του Θεού πάνω στη γη, όπως π.χ. υπήρξαν οι βασιλείς του Ισραήλ. Μας δημιουργείται, συνεπώς, το εξής ερώτημα: γιατί ο Μ. Αρχιερέας επεξηγεί τον όρο Χριστός με τη φράση «Υιός του Θεού», αφού σε κανένα ιουδαϊκό κείμενο ο Μεσσίας δεν κατονομάζεται ως Υιός του Θεού;

Πολλοί ερευνητές έκαναν κάποιες υποθέσεις. Θεωρήθηκε δηλαδή πως η φράση αυτή του Αρχιερέα δεν ειπώθηκε από τον ίδιο, αλλά απηχεί στην χριστολογικήορολογία και ομολογία της Εκκλησίας των 1ου αιώνα. Είναι πολύ πιθανόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο και ο Ματθαίος να χρησιμοποιεί την ορολογία που διαμορφώθηκε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Θα μπορούσε όμως αυτή η φράση να είχε ειπωθεί και από τον ίδιο τον Αρχιερέα αφενός μεν γιατί απλώς θα προβαλλόταν η άποψη που είχαν οι πιστοί του Ιησού γι’ Αυτόν, αφετέρου δε γιατί θα ήθελε να παγιδέψει τον Ιησού με μία πιθανή καταφατική απάντηση του και να τον χαρακτηρίσει ως βλάσφημο.

Η απάντηση του Ιησού είναι η γνωστή φράση «συ είπας». Αυτή δεν μπορεί να ληφθεί παρά μόνο ως καταφατική, αλλιώς δεν εξηγείται η καταδίκη του Ιησού σε θάνατο ως βλάσφημου. Εξάλλου, επαναλαμβάνεται από τους Ιουδαίους ειρωνικά κατά την ώρα της Σταύρωσης (27,43). Η απάντηση του Ιησού (26,64) είναι πολύ σημαντική, αν ληφθεί υπόψη μας το εξής: αποτελεί τη διακήρυξη της μεσσιανικότητάς Του και την πρόρρηση της ένδοξης επανόδου Του για πρώτη φορά δημόσια. Ο Ιησούς αρνείται την ιδιότητά Του ως πολιτικού Μεσσία, αλλά διακηρύσσει τη μέλλουσα δόξα Του με φράσεις παρμένες από την Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα από τον Ψαλμό 109,1 και το βιβλίο του Δανιήλ (7,13-14). Η αντίδραση του Αρχιερέα σε αυτή την απάντηση είναι γνωστή• διάρρηξη των ιματίων του. Ο Ιησούς κατά τη γνώμη του υπερέβη τα ανθρώπινα επιτρεπόμενα μέτρα και θεώρησε τον εαυτό του Υιό του Θεού, δηλαδή βλασφήμησε και είναι ένοχος θανάτου.

Η αντίστοιχη διήγηση που μας παραδίδεται από τον ευαγγελιστή Λουκά, ουσιαστικά δε διαφέρει από αυτή του Ματθαίου. Βέβαια, πρέπει να πούμε πως η στάση του Ιησού κάθε άλλο παρά σιωπηλή είναι. Όταν ερωτάται, αν είναι ο Χριστός, Αυτός δίνει μία απάντηση που έχει την ίδια ερμηνεία με το «συ είπας» στο κατά Ματθαίον (22.67-68). Εδώ πρέπει να πούμε πως στην ερώτηση, αν είναι ο Χριστός δεν ακολουθεί η φράση επεξηγηματική φράση Υιός του Θεού, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί στο κατά Ματθαίον. Και στο κατά Λουκάν ο Ιησούς διακηρύσσει τη μεσσιανικότητά Του, αλλά δε γίνεται αναφορά στη μελλοντική έλευσή Του πάνω σε νεφέλες, γεγονός που προκαλεί εντύπωση. Βέβαια, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την αντίληψη που έχει ο Λουκάς για το χρόνο και την ιστορία της σωτηρίας.

Οι λόγοι του Ιησού στην παρούσα διήγηση της ανάκρισής του από το Μ. Συνέδριο είναι από κάθε άποψη σημαντικοί, όπως εξάλλου όλοι οι λόγοι του Ιησού, για τον πρόσθετο λόγο όμως ότι αποτελούν τη διακήρυξη της δεύτερης έλευσής Του στη γη και η οποία τοποθετείται στα έσχατα των καιρών. Το θέμα των εσχάτων είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε στο παρελθόν την ανθρωπότητα και συνεχίζει να την απασχολεί και σήμερα, κυρίως σε περιόδους πολέμων ή άλλων παγκοσμίων καταστροφικών γεγονότων.

Ανεπιτυχής, αποδεικνύεται, εξάλλου η κατ’ επανάληψη προσπάθεια διαφόρων θρησκευτικών ομάδων να ορίσουν τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα συντελεστούν τα έσχατα. Αναφορικά με το θέμα αυτό ο κάθε Χριστιανός οφείλει να έχει στο νου του τρία δεδομένα. Κατά πρώτο λόγο, ο Θεός είναι ο μόνος, ο οποίος κατέχει την ώρα των εσχάτων, αφού είναι και Αυτός που την καθορίζει. Κατά δεύτερον, ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει τίποτα περί του χρόνου αυτού. Τέλος, αυτό το οποίο πρέπει να φροντίζει ο χριστιανός είναι να βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση, δηλαδή να επαγρυπνεί, ούτως ώστε να είναι έτοιμος κατά τη στιγμή που θα επανέλθει ο Κύριος.

Η σημασία συνεπώς των λόγων του Ιησού ενώπιον του Μ. Συνεδρίου την τραγική βραδιά της ανάκρισής του που οδήγησε στο Πάθος και την Ανάστασή Του έχει έναν διττό χαρακτήρα: πρώτα από όλα λειτουργούν ως μία επιβεβαίωση της μεσσιανικότητας του Ιησού Χριστού και του ρόλου του κατά τη διάρκεια της επίγειας δράσης του. Κατά δεύτερο λόγο, αποτελούν μία υπόσχεση για την επάνοδο του Χριστού εν δόξη κατά τις έσχατες μέρες αυτού του κόσμου, μία υπόσχεση πάνω στην οποία συνεχίζει να ζει και την οποία αναμένει να πραγματοποιηθεί η Εκκλησία μας. Αυτά τα λόγια καθοδηγούν και φωτίζουν κάθε πιστό χριστιανό πάντοτε και ειδικότερα στις μέρες αυτές που παρακολουθούμε με κατάνυξη το Άγια Πάθη του Κυρίου μας και την ένδοξον Ανάστασή Του.

 

Χρυσοβαλάντη Παπαναστασοπούλου,
Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ. -Αρχαιολόγος

Χριστιάννα Ιωαννίδου, Θεολόγος MSc