Η Α´ Επιστολή Κλήμεντος Ρώμης: Η διδασκαλία της Επιστολής

19 Μαΐου 2019

Η Α´ επιστολή του Κλήμεντος προς Κορινθίους είναι ένα μεγάλο κήρυγμα με εκτενή ηθική διδασκαλία περί αγάπης, ταπεινώσεως, μετανοίας και υπακοής. Αλλά χρειάζεται προσοχή μη χάσουμε το κεντρικό θέμα και μήνυμα της Επιστολής, όπως πάλι να μη χάσουμε την δογματική και εκκλησιολογική της διδασκαλία. Αναφέρουμε τα εξής σημεία, ως διδασκαλία της επιστολής:

Περί των εκκλησιαστικών αρχόντων. Τους εκκλησιαστικούς άρχοντες ο Κλήμης τους ονομάζει άλλοτε μεν αόριστα «ηγουμένους» (1,3) και «προισταμένους» (21,6), άλλοτε δε συγκεκριμένα «επισκόπους και διακόνους» (42,4 εξ.), συχνότερα δε χρησιμοποιεί τον όρο «πρεσβύτεροι» (3,3. 21,4. 44,5. 47,6. 54,2. 57,1). Πως εξηγείται αυτό; «Ο τρόπος με τον οποίο αναφέρει ο Κλήμης τους λειτουργούς μαρτυρεί αστάθεια στην χρήση των όρων επίσκοπος, πρεσβύτερος και διάκονος και μάλιστα δυσχέρεια στην διάκριση επισκόπου και πρεσβυτέρου, κάτι που εκφράζει το κλίμα του τέλους του Α´ αιώνα» (Παπαδόπουλος, Πατρολογία τομ. Α´, σελ. 162).

Η θέση των Επισκόπων στην Εκκλησία. Η θέση των Επισκόπων στην Εκκλησία είναι μόνιμη και δεν εξαρτάται από την θέληση μερικών, πολλών ή ολίγων μελών της Εκκλησίας. Και είναι μόνιμη η θέση των Επισκόπων γιατί, όπως είπαμε, έχουν Αποστολική Διαδοχή. Εδώ ο Κλήμης αναφέρει στην Επιστολή του το σχετικό περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη, κατά το οποίο μεταξύ των Ισραηλιτών παρουσιάστηκε φιλονικία για την ιερωσύνη (κεφ. 43). Και ο Θεός τότε μίλησε διά σημείου. Από τα δώδεκα ραβδιά, που ετέθησαν στην Σκηνή του Μαρτυρίου, βλάστησε μόνον η ράβδος του Ααρών, του καταγομένου από την φυλή του Λευί, δείγμα αυτό ότι από αυτήν την φυλή ήθελε ο Κύριος να Τον ιερατεύουν. Έτσι και οι ποιμένες στην Εκκλησία της Κορίνθου έχουν από τον Θεό την κλήση τους. Γιατί ο Θεός Πατέρας έστειλε τον Ιησού Χριστό στον κόσμο. Ο Χριστός έστειλε τους Αποστόλους• οι Απόστολοι χειροτόνησαν Επισκόπους και εκείνοι άλλους Επισκόπους, για να ποιμάνουν στα διάφορα μέρη την Εκκλησία του Χριστού (κεφ. 42). Έτσι και οι Πρεσβύτεροι της Εκκλησίας της Κορίνθου: Έχουν από τους αγίους Αποστόλους την προέλευση, έχουν την λεγομένη «Αποστολική Διαδοχή». Ώστε η συμβάσα στάση στην Εκκλησία της Κορίνθου δεν στρέφεται απλώς εναντίον ορισμένων προσώπων, αλλά εναντίον αυτού του Θεού, γιατί ο Θεός είναι που έταξε τα πρόσωπα αυτά στη θέση αυτή που βρίσκονται, όπως ο Θεός κάλεσε τον Ααρών για την αρχιερωσύνη. Τους λειτουργούς που κατέστησαν οι Απόστολοι ή οι διάδοχοί τους, δεν μπορεί να τους αντικαταστήσει κανένας. Αυτή η θέση είναι η σωστή και η πραγματική λύση στο εκκλησιαστικό πρόβλημα της Κορίνθου, για το οποίο ο Κλήμης έγραψε την Επιστολή του.

Στην Επιστολή αυτή γίνεται για πρώτη φορά και με πολύ σαφήνεια η διακήρυξη του δόγματος της Αποστολικής Διαδοχής. Τονίζεται η αλήθεια ότι οι Επίσκοποι δεν μπορούν να εκτοπιστούν από τα μέλη της Εκκλησίας, γιατί αυτοί δεν έχουν από τους εαυτούς τους την εξουσία. Η εξουσία των Επισκόπων προέρχεται από τους Αποστόλους, οι οποίοι Απόστολοι χορήγησαν αυτή την εξουσία στους Επισκόπους υπακούοντες στον Χριστό, ο Οποίος απεστάλη από τον Θεό Πατέρα (βλ. κεφ. 42. 44,1-3).

Το μήνυμα της Επιστολής είναι: Ενότητα στην Εκκλησία, υπακοή στην Εκκλησία. Οι λαικοί πρέπει να δέχονται ως νομίμους Επισκόπους τους αυτούς που τους αποστέλλει η Εκκλησία. Και είναι μεγάλη αμαρτία, είναι «ου μικρά αμαρτία», όπως το λέγει το κείμενο (44,4), να μην τους δέχεται.

Επίσκοποι και Θεία Ευχαριστία. Κύριο έργο των Επισκόπων είναι η τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Τα αναγκαία δώρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, τον άρτο και τον οίνο, ο άγιος Κλήμης τα ονομάζει «δώρα επισκοπής» (44,4). Και λέγονται έτσι, γιατί προσφέρονται διά του Επισκόπου στον Θεό. Η Θεία Λειτουργία κατά βάση είναι του Επισκόπου έργο. Και φαίνεται αυτό και από τον άλλο λόγο του αγίου Κυπριανού, που λέγει: «Ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία και η Εκκλησία στον Επίσκοπο» (Επιστολή 66,8). Αλλά, όπως λέγει ο άγιος Ιγνάτιος, ᾽Εκκλησία είναι «το Θυσιαστήριο» (προς Εφεσ. 5,2. Προς Τραλλιανούς 7,2), πάνω στο οποίο προσφέρεται η Θεία Ευχαριστία. Και ο παραπάνω λοιπόν λόγος του αγίου Κυπριανού, «ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία και η Εκκλησία στον Επίσκοπο», σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι ο προσφέρων την Θεία Ευχαριστία. Γιατί αυτό, πραγματικά, η προσφορά της Θείας Ευχαριστίας, αυτό είναι Εκκλησία. Εκκλησία είναι η σύναξη των πιστών να προσφέρουν διά του Επισκόπου τους την Θεία Ευχαριστία, την Θεία Λειτουργία. Την σύναξη αυτή των πιστών ο απόστολος Παύλος πρώτος, εις Α´ Κορ. 11,18, την ονομάζει «Εκκλησία». Οι Επίσκοποι, αυτοί τελούσαν πρώτα την Θεία Ευχαριστία. Αργότερα όμως, με την αύξηση των πιστών, παραχωρήθηκε από τους Επισκόπους και στους Ιερείς να τελούν και αυτοί την Θεία Ευχαριστία.

Η Εκκλησία ως σώμα. Η Εκκλησία στον άγιο Κλήμεντα παριστάνεται σαν ένα σώμα (46,7. 38,1), όπως έτσι παριστάνεται και από τον απόστολο Παύλο (βλ. Α´ Κορ. 12,12 εξ.). Όλοι οι πιστοί είμαστε μέλη του σώματος αυτού του ιερού και πρέπει να ζούμε με πειθαρχία, κρατώντας καθένας την τάξη του, όπως το ίδιο συμβαίνει και στα μέλη του σάρκινου σώματός μας. Όλα στην σκέψη του Κλήμεντος ιεραρχούνται και εναρμονίζονται: Τα ουράνια σώματα λειτουργούν με τάξη και ακρίβεια και όλα τα ουράνια φαινόμενα ακολουθούν πιστά τους όρους που καθόρισε γι᾽ αυτά ο Θεός. Έτσι και στην Εκκλησία υφίσταται μία καθορισμένη θεία τάξη, την οποία δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να την παραβιάσουμε. Λέγει ο άγιος Κλήμης: «Έκαστος ημών εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω Θεώ, εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον της λειτουργίας αυτού κανόνα εν σεμνότητι» (41,1).

Η εικόνα της Εκκλησίας σαν σώμα, κατά τον άγιο Κλήμεντα, υποδηλώνει ότι οι πιστοί πρέπει να πολιτεύονται με τάξη και πειθαρχία, με υπακοή στους Επισκόπους, που έχουν Αποστολική Διαδοχή. Αλλά η εικόνα αυτή της Εκκλησίας, ως σώματος, υποδηλώνει πάλι ότι οι χριστιανοί πρέπει να ζούν εν αγάπη μεταξύ τους, γιατί είναι «μέλη αλλήλων» (46,7).

Χριστολογία της Επιστολής. Η επιστολή κλείνει με μία μεγάλη και ωραία προσευχή (κεφ. 59-61). Η προσευχή αυτή δεν φαίνεται να είναι αυτοσχέδια, να έγινε δηλαδή τότε από τον Κλήμεντα για την περίπτωση της Εκκλησίας της Κορίνθου. Η προσευχή φαίνεται να είναι ένα ωραίο λειτουργικό κείμενο, προσευχή με γενικά αιτήματα και θα λεγόταν από τους χριστιανούς της Ρώμης στην κοινή λατρεία και στις ιδιωτικές τους προσευχές. Σ᾽ αυτή την προσευχή μνημονεύονται οι θαυμαστές ενέργειες του Θεού κατά την δημιουργία και την συντήρηση του κόσμου και παρακαλείται ο Θεός να διαφυλάξει ακέραιο τον αριθμό των εκλεκτών του σ᾽ ολόκληρο τον κόσμο. Το κείμενο της προσευχής έχει μεγάλη σημασία, γιατί είναι από τα αρχαιότερα λειτουργικά κείμενα και είναι χριστολογικό κείμενο: Διακηρύσσει την θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (59,4). Και ακόμη τον ονομάζει «ηγαπημένον παίδα του Πατρός» (59,2) και «αρχιερέα και προστάτην των ψυχών ημών» (61,3).

Αλλού ο άγιος Κλήμης εκφράζει πάλι την χριστολογία του κηρύττοντας τον Ιησού Χριστό ως τον ένα της Τριάδος, ως το «απαύγασμα της μεγαλωσύνης» του Θεού (36,2• βλ. και Εβρ. 1,3-4), τον Αρχιερέα (36,1), που έδωσε για ᾽μας το Αίμα Του. Έδωσε την σάρκα Του για την σάρκα μας και την ψυχή Του για την ψυχή μας (49,6). Το λυτρωτικό Αίμα του Χριστού είχε συμβολιστεί στην Παλαιά Διαθήκη διά σημείων, όπως είναι, λέγει ο άγιος Κλήμης, το κόκκινο σημείο που κρέμασε η αμαρτωλή Ραάβ στον οίκο της, για να σωθεί από την καταστροφή της πόλης της (βλ. Ιησ. Ν. κεφ. 2). Για το θέμα αυτό ο Κλήμης λέει ότι οι κατάσκοποι της Ιεριχούς είπαν στην πόρνη Ραάβ να κρεμάσει στον οίκο της κόκκινο σημείο «πρόδηλον ποιούντες ότι διά του Αίματος του Κυρίου λύτρωσις έσται πάσι τοις πιστεύουσιν και ελπίζουσιν επί τον Θεόν» (12,7).

Σε μια ωραία του περικοπή ο άγιος Κλήμης κηρύσσει τους πλούσιους καρπούς του έργου του Χριστού. Λέγει:

«Διά τούτου (του Χριστού) ατενίζομεν εις τα ύψη των ουρανών,
διά τούτου ενοπτριζόμεθα την άμωμον και υπερτάτην όψιν αυτού,
διά τούτου ηνεώχθησαν ημών οι οφθαλμοί της καρδίας,
διά τούτου η ασύνετος και εσκοτωμένη διάνοια ημών
αναθάλλει εις το θαυμαστόν αυτού φως,
διά τούτου ηθέλησεν ο Δεσπότης της αθανάτου γνώσεως ημάς γεύσασθαι»
(36,2).

Περί αναστάσεως νεκρών. Η ανθρωπότητα ευεργετείται πλούσια από τον Θεό, όχι μόνο κατά το παρόν, σ᾽ αυτόν εδώ τον κόσμο μόνο, αλλά ευεργετείται και με επαγγελίες στο μέλλον. Και μια μεγάλη επαγγελία για το μέλλον είναι η ανάσταση των νεκρών, η οποία θα γίνει οπωσδήποτε. Για την ανάσταση των νεκρών ο άγιος Κλήμης φέρει ωραία επιχειρήματα (κεφ. 24-25): Η ημέρα και η νύκτα κηρύττουν την ανάσταση. Η νύκτα είναι θάνατος. Αλλά ανατέλλει ο ήλιος και έχουμε ημέρα. Έχουμε ανάσταση! Τα φυτά και τα δέντρα κηρύττουν και αυτά την ανάσταση. Όταν ρίπτουμε τους σπόρους στην γη, είναι σαν να θάπτουμε έναν πεθαμένο. Διαλύονται οι σπόροι στην γη, όπως διαλύονται και τα σώματα των νεκρών στα μνήματα. Αλλά από τους θαμμένους και διαλυμένους στην γη σπόρους ξεπετάγονται θάμνοι και δέντρα. Κηρύττουν και αυτά την ανάσταση!

Στην σειρά των αποδείξεών του για την ανάσταση των νεκρών ο Κλήμης αναφέρει και το παράδοξο σημείο, που συμβαίνει στην Αραβία και στις γύρω χώρες. Στην περιοχή αυτή υπάρχει ένα όρνεο, που λέγεται Φοίνικας. Όταν πρόκειται να πεθάνει το όρνεο αυτό κάνει μόνο του ένα σηκό από λίβανο, σμύρνα και διάφορα άλλα αρώματα και μπαίνει μέσα σ᾽ αυτό και πεθαίνει εκεί. Όταν το σώμα του αρχίζει να σαπίζει, γεννιέται απ᾽ αυτό ένα σκουλήκι, το οποίο τρέφεται από το σώμα του σαπισμένου ορνέου. Και τρεφόμενο βγάζει αργότερα φτερά και γίνεται σαν το όρνεο από το οποίο προήλθε. Το παράδοξο αυτό φαινόμενο κηρύττει την ανάσταση των νεκρών (κεφ. 24). Τον Φοίνικα, ως σημείο αναστάσεως, θα το χρησιμοποιήσουν αργότερα και άλλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς: Ο Τερτυλλιανός, ο Ωριγένης και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων.

Στωική επίδραση στην Επιστολή. Στο κεφ. 20 έχουμε μία περιγραφή της σκοπιμότητας, της ωραιότητας και της τάξεως του κόσμου, η οποία όμως προδίδει στωική επίδραση.

Μία σπουδαία ιστορική πληροφορία. Στα κεφ. 5 και 6 της Επιστολής βρίσκουμε την παλαιότερη μαρτυρία για τον επί Νέρωνος διωγμό πολλών χριστιανών, για το μαρτύριο των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και πολλών χριστιανών της Ρώμης («εν ημίν», 6,1). Επίσης από την πληροφορία εις 5,7 μαθαίνουμε ότι ο Παύλος για το κήρυγμα του Ευαγγελίου έφθασε «μέχρι το τέρμα της δύσεως» (μέχρι την Ισπανία), επιθυμία του την οποία εκφράζει στην προς Ρωμαίους του επιστολή (βλ. 15,24).

Πρωτείο αληθείας. Η επέμβαση του Επισκόπου Ρώμης στα πράγματα της Εκκλησίας της Κορίνθου αποτελεί πρόβλημα και έδωσε αφορμές για διάφορες υποθέσεις. Θα μπορούσε να πεί κανείς ότι εδώ έχουμε απλώς μία εκδήλωση αγάπης και ενδιαφέροντος ενός Επισκόπου προς μία ταλαιπωρούμενη από κάποιο πρόβλημα τοπική Εκκλησία. Γιατί, πραγματικά, ένας Επίσκοπος δεν πρέπει να είναι αδιάφορος για τα συμβαίνοντα στις άλλες τοπικές Εκκλησίες, πέρα από την δική του επισκοπή. Κάθε τοπική Εκκλησία είναι έκφραση της καθόλου, της καθολικής Εκκλησίας, όπως το ίδιο συμβαίνει με κάθε ενορία, αφού στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που τελείται στην ενορία, είναι παρών όλος ο Χριστός. Αλλά στην περίπτωσή μας εδώ, στην Α´ επιστολή Κλήμεντος, δεν έχουμε παραίνεση, αλλά επέμβαση. Γιατί ο Κλήμης ζητάει από τους χριστιανούς της Κορίνθου να υπακούσουν στα γραφόμενά του: «Χαράν και αγαλλίασιν ημίν παρέξετε, εάν υπήκοοι γενόμενοι τοις υφ᾽ ημών γεγραμμένοις» (63,2), τους λέγει. Πραγματικά, εδώ έχουμε επέμβαση του Επισκόπου της Ρώμης σε άλλη μακρυνή επισκοπή. Αυτό οι Ρωμαιοκαθολικοί το επικαλούνται ως επιχείρημα υπέρ του πρωτείου του Πάπα. Αλλά το πράγμα έχει άλλη ερμηνεία: Είναι πολύ φυσικό και λογικό ένας Επίσκοπος, με βαθειά συναίσθηση της ορθοδοξίας του και με ισχυρό χαρακτήρα, να θέλει να ελέγχει και τα παρατηρούμενα στις άλλες τοπικές Εκκλησίες κακά και να υποδεικνύει τρόπους θεραπείας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θέλει να εξασκήσει εξουσία στις Εκκλησίες αυτές. Έτσι θα συνέβαινε και με ένα καλό οικογενειάρχη αδελφό, αν άκουγε για ταραχές στην οικογένεια του αδελφού του. Προς καλή ερμηνεία του φαινομένου περί της επεμβάσεως του Επισκόπου Ρώμης Κλήμεντος στην Εκκλησία της Κορίνθου διά της Επιστολής που μελετούμε παραθέτουμε την θέση του πατρολόγου Καθηγητού κ. Παπαδοπούλου:

«Η κατάσταση νομίζουμε έχει ως εξής: Η αποστολική Εκκλησία της Κορίνθου συγκλονίζεται από φοβερή κρίση. Στην Ρώμη, που δεν έχουμε παρόμοια κρίση, επισκοπεύει ένας αποστολικός, παραδοσιακός και θεληματικός άνδρας, ο Κλήμης, με βαθειά συνείδηση της γνησιότητός του. Αυτή, συνδυασμένη με την αυταρχικότητα του χαρακτήρα του, τον ωθεί στην επέμβαση. Η γνησιότης λοιπόν της αληθείας που εξέφραζε του έδινε το θάρρος της επεμβάσεως. Ήταν δε επέμβαση και όχι απλώς παραίνεση, διότι στο τέλος της Επιστολής ο Κλήμης ζητά άμεσα να του απαντήσουν μέσω των απεσταλμένων του, εάν συμμορφώθηκαν (“υπήκοοι γενόμενοι”, κεφ. 63) με τις υποδείξεις του. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και λίγο αργότερα με τον Διονύσιο Κορίνθου, ο οποίος, ακριβώς διότι είχε συνείδηση της αληθείας που εξέφραζε, έγραφε και ζητούσε να συμμορφωθούν προς τις απόψεις του άλλες τοπικές Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και της Ρώμης. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για ένα είδος “πρωτείου αληθείας” στην Εκκλησία, το οποίο, όταν έχει κάποιος Επίσκοπος αισθάνεται ηυξημένη ευθύνη και μάλιστα ηυξημένο κύρος έναντι εκείνων που δεν έχουν την αλήθεια ή την Παράδοση όσο αυτός. Το πρωτείο δε τούτο δεν έχει σχέση με πρωτείο εξουσίας. Άλλωστε και αν ακόμη ο Κλήμης θεωρηθεί εκφραστής πρωτείου εξουσίας, αυτό αποτελούσε για την Εκκλησία παρέκκλιση, κάτι ξένο προς το πνεύμα της, γι᾽ αυτό και το απέρριψε» (Πατρολογία, τομ. A’ , σελ. 162.163).

Ωραίο λόγιο. Τέλος, από τα άλλα ωραία της Επιστολής του αγίου Κλήμεντος, ας μου επιτραπεί να εκφράσω την εντύπωσή μου σ᾽ αυτόν τον σύντομο λόγο του: «Δίκαιόν εστιν μη λιποταχτείν ημάς από του θελήματος του Θεού» (21,4)!