Η καρποφορία της πνευματικής ζωής

17 Μαΐου 2019

«Από εκείνους που διανυκτερεύουν στα πανδοχεία, μερικοί βρίσκουν κρεβάτια· άλλοι δεν έχουν κρεβάτι· κοιμούνται στο πάτωμα και εντούτοις ροχαλίζουν όπως και εκείνοι που κοιμούνται σε κρεβάτι. Κι όταν περάσει η νύχτα, πρωί – πρωί αφήνουν το κρεβάτι τους και το πανδοχείο και φεύγουν όλοι μαζί, έχοντας μόνο τα πράγματά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι όσοι γεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο, και οι φτωχοί και οι πλούσιοι και επίσημοι, βγαίνουν από τη ζωή σαν από πανδοχείο, χωρίς να παίρνουν μαζί τους από τις απολαύσεις του βίου και από τα πλούτη τους, παρά μόνο τα έργα τους, καλά ή κακά, όσα έκαναν στη ζωή τους» (Μέγας Αντώνιος)…

«Εμφανίσθηκε ο Ιησούς στον ύπνο του οσίου Σιλουανού καθηλωμένος επάνω στο Σταυρό και του είπε: “Από τον Σταυρό δεν κατεβαίνουν, αλλά τους κατεβάζουν”» (Αρχιμ. Σωφρόνιος).

Ενώ στον παράδεισο το ζητούμενο ήταν η υπακοή του Αδάμ στην εντολή του Θεού, μετά την πτώση, ζητούμενο είναι η μετοχή στο απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Ενώ στον παράδεισο το ζητούμενο ήταν συνέχιση της κοινωνίας του Αδάμ με το Θεό, μετά την πτώση ζητούμενο είναι η αποκατάσταση αυτής της κοινωνίας και η ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Ενώ στον παράδεισο το ζητούμενο ήταν η στερέωση του Αδάμ στην κατάσταση της αναμαρτησίας και της τέλειας ελευθερίας, μετά την πτώση ζητούμενο είναι η θεραπεία και η ανακαίνιση της πεπτωκυίας ανθρώπινης φύσης διότι η αμαρτία είναι νόσος, που δεν τιμωρείται αλλά θεραπεύεται και εφόσον η σωτηρία είναι στην ουσία της θεραπεία, απαιτείται ανάλογη θεραπευτική αγωγή. Αυτή η θεραπευτική αγωγή είναι η άσκηση και οι εντολές του Θεού είναι οι ιατρικές οδηγίες και τα φάρμακα.

Αν και με την έλευση του Ιησού Χριστού άρχισε ο νέος αιώνας, ο αιώνας της χάριτος μέσα στον οποίο τα «αρχαία» παρήλθαν, τα πάντα έχουν γίνει «καινά», όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος (Β΄Κορ. 5,17), παράλληλα όμως συνεχίζει να υπάρχει και ο παλαιός αιώνας με τις δυνάμεις του, την αμαρτία και το θάνατο, ο οποίος αν και καταλύθηκε από το Χριστό όμως συνεχίζει να επενεργεί στους ανθρώπους. Μέσα στα βάθη της πεσμένης φύσεώς μας εδρεύει η αμαρτητική ροπή, «η οικούσα εν εμοί αμαρτία», όπως αναφέρει ο Απ. Παύλος (Ρωμ. 7,17). Η δύναμη του κακού, παρόλο που δεν έχει ουσιαστική εξουσία πάνω στους ανθρώπους μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου, έχει εντούτοις περισσότερη δύναμη επιρροής από την αρετή, γιατί το κακό είναι πιο εύκολο και η ανθρώπινη φύση δύσκολα δέχεται το καλό.

Ο άνθρωπος ζει αυτήν την ένταση και βιώνει το διαλεκτικό αγώνα μεταξύ του παλαιού ανθρώπου και του νέου, του ανθρώπου του αλλοτριωμένου από το Θεό και του ανθρώπου της Χάριτος που εγκαινιάστηκε με τον Χριστό. Δύο δυνάμεις, δύο κόσμοι συγκρούονται όπως ο Απ. Παύλος εκφράζει χαρακτηριστικά: «βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου» (Ρωμ. 7,23 – 24). Δεν σημαίνουν όμως αυτοί οι δύο κόσμοι, την ύλη και το πνεύμα, αλλά την αμαρτητική ροπή που υπάρχει μέσα μας εξαιτίας της ασθένειας της φύσεως μας από τη μια και τη θέληση της κοινωνίας μας με το Θεό από την άλλη, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια «μνήμη» της αρχικής παραδείσιας κατάστασής μας, θέληση βίωσης του αληθινού. Ένας αδυσώπητος εσωτερικός πόλεμος διεξάγεται και είναι πολύ δύσκολη η αντίσταση στις επιθυμίες και την απάτη της εμπαθούς προσκόλλησης στα αισθητά όπως με τραγικό τρόπο εκφράζεται από τον Απόστολο Παύλο ο οποίος λέγει ότι «ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω, αλλ’ ο μισώ τούτο ποιώ» (Ρωμ. 7,15).

Η πνευματική άσκηση είναι ακριβώς η έκφραση αυτού του αγώνα, είναι αυτή η επίμονη και επίπονη πορεία και εργασία μέσα από την οποία ο άνθρωπος ελευθερώνει τον εαυτό του από τις δυνάμεις που τον συνδέουν με το κακό. Η άσκηση είναι η πιο γνήσια και αυθεντική και αδιάφθορη ζωή της Εκκλησίας, είναι η άθληση της ελευθερίας μας, το αγώνισμα της ελευθερίας μας.

Με την άσκηση καλούμαστε να συντρίψουμε το οικοδόμημα της ατομικής μας δικαιώσεως. Περιεχόμενο της άσκησης είναι η απάρνηση του ατομικού φρονήματος και θελήματος, της αυτάρκειας και αυτονομίας. Η φιλαυτία, ο εγκλεισμός στον εαυτό μας, η αυταρέσκεια μάς εγκλωβίζουν μέσα στα δίχτυα της αμαρτίας, διότι αμαρτία είναι η θεοποίηση του εγώ. Η άσκηση δεν αποβλέπει σε ηθικά πρότυπα, δηλαδή σε αντικειμενικά πιστοποιημένες αρετές, οι οποίες ίσως οδηγούν στην υπερηφάνεια και την αυτοδικαίωση, αλλά στην δοκιμασία της ανθρώπινης ελευθερίας. Αποτελεί το αγώνισμα της ελευθερίας του ανθρώπου. Αποτελεί την κατάφαση του ανθρώπου στην πρόσκληση του Θεού για σωτηρία. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής: «“το αίμα Ιησού Χριστού του υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας” (Α’ Ιωάν. 1,7), όχι τα ιδικά μας έργα. Η αντίσταση προς την αμαρτία και αμαρτωλότητα, δεν είναι προς εξαγορά της σωτηρίας, αλλά είναι στο να δείξωμε χαρακτηριστικά την προσωπικότητά μας, ότι είμεθα λογικά όντα και δεν υποκύπταμε στην παρά φύση ζωή».

Η πατερική παράδοση συμφωνεί ότι η πνευματική ζωή δεν είναι κάποια μετέωρα ευσεβιστικά συναισθήματα, κάποιος απόκοσμος θρησκευτικός ρομαντισμός, αλλά στάδιο ή μια οδός ασκήσεως. Η Βασιλεία του Θεού είναι κάτι το οποίο κατακτάται. Δεν δίνεται σε εκείνους που χαλαρά και με οκνηρία την περιμένουν να έρθει. Η ασκητική παράδοση βεβαιώνει ότι «πρέπει να δώσεις αίμα για να λάβεις πνεύμα» χωρίς να σημαίνει ότι η άσκηση επιδιώκει την τιμωρία και το βασανισμό της ανθρώπινης φύσεως, δεν εργάζεται την άρνηση και την κατάλυση της ανθρώπινης φύσεως, αλλά τη θεραπεία και την κάθαρση της, την αποδέσμευση και την απελευθέρωσή της από κάθε πράγμα που εμποδίζει την αληθινή ζωή, από την αμαρτία και τα πάθη.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ