Ιερομόναχος Χριστόφορος Καρουλιώτης (+1950)

6 Μαΐου 2019

Το φτωχοκάλυβό του στα φρικτά βράχια των Καρουλίων τ’ ονόμαζε παλατάκι, δίχως ν’ αστειεύεται. Υπήρξε διακριτικός Πνευματικός πατήρ. Είχε σοβαρή αναπηρία στα πόδια του, μα δεν τη λογάριαζε καθόλου. Κοπίαζε συνέχεια και ασταμάτητα. Ο μακαριστός Γέροντας Χερουβείμ, της μονής Παρακλήτου (+1979) τον γνώρισε το 1938.

Αγαπούσε την Αγία Γραφή, τους αγίους Πατέρες, τους οποίους αντέγραφε και μελετούσε προσεκτικά τακτικότατα. Στους υποτακτικούς που του έστελναν οι Γεροντάδες τους προς εξομολόγηση, τους ενέπνεε τον βαθύ σεβασμό που θα ‘πρεπε να τρέφουν πάντοτε προς εκείνους. «Ο Γέροντας», έλεγε, «είναι Θεός μετά τον Θεό, είναι ο μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Είναι ένας Μωυσής».

Ζούσε πολύ φτωχικά στο σχεδόν αιωρούμενο καλύβι τής Γεννήσεως του Κυρίου. Βγαίνοντας στην απλωταριά αισθανόσουν μεγάλο δέος. Η θάλασσα φαινόταν σκοτεινή και βαθιά. Το πέλαγος ανοιχτό και συχνά αγριεμένο. Τόπος απαράκλητος. Είχε μόνο φραγκοσυκιές και πικραμυγδαλιές. Η ακτημοσύνη βασίλευε σε αυτό το υπέροχο «παλατάκι». Από τότε που ζούσε στον Βόλο διακρινόταν για την ασκητικότητά του. Εξομολογούσε κι έκλαιγε μαζί με τον εξομολογούμενο. Στο ίδιο πνεύμα τής άκρας ταπεινώσεως, ησυχίας και ακτημοσύνης ζούσε και ο υποτακτικός του Συμεών. Τηρούσαν απαρασάλευτα τους αρχαίους και ιερούς μοναχικούς θεσμούς και δεν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν καθόλου από αυτούς.

Πήγες – Βιβλιογραφία
Χερουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας νοσταλγικές αναμνήσεις, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 78-85.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμ. Α΄ 1901-1955, εκδ. Μυγδονία, Άγιον Ορος 2011.