Στους πρώτους χρόνους της Χριστιανικής Εκκλησίας η εκκλησιαστική μουσική ήταν καθαρά φωνητική, όχι μόνο γιατί ο φόβος του διωγμού από τους ειδωλολάτρες πολιτικούς άρχοντες ανάγκαζε τους πρώτους χριστιανούς να κρύβονται σ΄ ερημικά μέρη κι εκεί, χωρίς δυνατούς ήχους που θα πρόδιναν τον τόπο της σύναξης, να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, αλλά και γιατί ο φανατικός διωγμός, από την πλευρά των χριστιανών, κάθε ειδωλολατρικής εκδήλωσης απέκλειε τη χρήση οργάνων που, αναμφισβήτητα, θύμιζαν ειδωλολατρικές εορτές και θεατρικές παραστάσεις.
Ωστόσο, και μόνο σαν εξαιρέσεις, θα μπορούσαν να αναφερθούν η περίπτωση ενόργανης συνοδείας της ψαλμωδίας στους εσπερινούς της «αγάπης» από τους πρώτους χριστιανούς, η χρησιμοποίηση του αυλού από τους χριστιανούς της εκκλησίας της Αλεξανδρείας, τον οποίο όμως λίγο αργότερα ο Αλεξανδρείας Κλήμης αντικατέστησε με την άρπα, κι ακόμη η χρήση κουδουνιών που συνόδευαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους των εγκατεστημένων στην Αίγυπτο χριστιανών της Μιλήτου.
Από την άλλη πλευρά, οι Πατέρες της Εκκλησίας, θέλοντας να δικαιολογήσουν και να συσχετίσουμε τα όσα αναφέρονται στη Γραφή για σάλπιγγες, ψαλτήρια, τύμπανα, κιθάρες κ.λ.π. με την απαγόρευση της χρήσης τους στη χριστιανική λατρεία, επιχείρησαν να δώσουν συμβολικές ερμηνείες τόσο στα διάφορα όργανα, πόσο και στο ηχόχρωμά τους. Έτσι, Μ. Βασίλειος βλέπει στο δεκάχορδο ψαλτήρι τον συμβολισμό των δέκα εντολών. Ο Μ. Αθανάσιος θεωρεί ότι οι σκέψεις της ψυχής ενεργούν όπως τα κύμβαλα. Για τον Ωριγένη πάλι, το τύμπανο αντιπροσωπεύει τον εκμηδενισμό της φιληδονίας, ενώ για τον άγιο Αυγουστίνο, τόσο το τύμπανο πόσο και το ψαλτήρι υποδηλώνουν τη σταυρωμένη σάρκα. Όμως, και ο ήχος της σάλπιγγας συμβολίζει τη δύναμη του θείου λόγου, ενώ, κατά τον άγιο Αυγουστίνο, ο ίδιος ήχος συμβολίζει τον άνθρωπο που υποφέρει υπομονετικά σαν τον Ιώβ.
Αυτές οι ελάχιστα πειστικές ερμηνείες για τα μουσικά όργανα της Γραφής σε σχέση με την κατοπινή απαγόρευση της χρήσης τους, συχνά αντικαταστάθηκαν με άλλες ερμηνείες, όπως εκείνη του Ιωάν. Χρυσοστόμου, σύμφωνα με την οποία ο Θεός επέτρεπε στους Ιουδαίους τη χρήση των οργάνων «ένεκα των αξέστων αισθημάτων αυτών και της αδυναμίας προς παρέκκλιση αυτών από τον ειδώλων και των θορυβωδών εθνικών εορτών», ενώ, κατά τον Θεοδώρητο, ο Ιεχωβά επέτρεψε τα όργανα στον Ισραήλ «ίνα έξ ευάρεστων και εθνικών πραγμάτων αναγάγει αυτόν προς τα σοβαρά».
Όπως και να έχουν οι ερμηνείες που δόθηκαν, κατά καιρούς, στα όργανα της Γραφής και στη χρήση τους, γεγονός είναι ότι, τελικά, δεν επικράτησε «το δι΄ αψύχων οργάνων και κροτάλων υμνείν τον Θεόν, ως τι ίδιον της παισίν, ή τοις ατελέσι την διάνοιαν», όπως γράφει ο μάρτυρας Ιουστίνος (+ 166 ), στην Ανατολική Εκκλησία, ενώ στη Δυτική Εκκλησία μέχρι τουλάχιστον τον Η΄ αιώνα, όταν για πρώτη φορά ο Κάρολος ο Μέγας (768 – 814) εισήγαγε τη χρήση του εκκλησιαστικού οργάνου στους ναούς της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Το γεγονός ότι στην Ανατολή η εκκλησιαστική μουσική διαμορφώθηκε σε καθαρά φωνητική δεν σημαίνει ότι αγνοήθηκε ολοκληρωτικά η οργανική συνοδεία από τη θρησκευτική και τελετουργική ζωή των χριστιανών αυτής της περιοχής. Κατά τον Ε. Wellesz, η ενόργανη μουσική αντηχούσε στο ναό την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν η αυτοκρατορική ορχήστρα που την αποτελούσαν σαλπιγκτές, αυλητές, κεραύλεις και κυμβαλιστές συνόδευε τους τραγουδιστές που έψαλλαν στην αυτοκρατορική οικογένεια τα πολυχρόνια, ενώ σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, η ορχήστρα του θεάτρου μετέβαινε στο ναό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και ετόνιζε τους εκκλησιαστικούς ύμνους, μέχρι που ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός απαγόρευσε την οργανική συνοδεία των λατρευτικών ύμνων. Στην εποχή μάλιστα της ακμής της βυζαντινής μουσικής, στον Η΄ και Θ΄ αιώνα, κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά τα μεγάλα εκκλησιαστικά όργανα από έλληνες και Σύρους τεχνίτες, που χρησίμεψαν για να λαμπρύνουν τις τελετές και τα συμπόσια των βυζαντινών αυτοκρατόρων, αλλά και να γυμνάζονται οι ψάλτες του ναού της Αγ. Σοφίας και των Αγ. Αποστολών, χωρίς όμως ποτέ να χρησιμοποιηθούν στη λειτουργία.
Τελικά, το βυζαντινό εκκλησιαστικό όργανο πέρασε στη Δύση, όταν ο Κωσταντίνος, ο Κοπρώνυμος, χάρισε ένα από αυτά στο βασιλιά της Γαλλίας Πιπίνο, το 757, για να το χρησιμοποιήσει, ο τελευταίος, στην αυλή του και όχι βεβαίως στη διάρκεια της θείας λειτουργίας. Στη λειτουργία χρησιμοποιήθηκε, λίγα χρόνια αργότερα, από τον Κάρολο το μέγα, όπως αμέσως παραπάνω αναφέρθηκε.
Πολλούς αιώνες αργότερα, στην Κωνσταντινούπολη και πάλι, κατασκευάστηκε στα 1882, ύστερα από εντολή της Πατριαρχικής Επιτροπής, ένα άλλο όργανο, το γνωστό «ψαλτήριο», για να υποβοηθούνται οι ψάλτες στη μελέτη τους, αφού το όργανο αυτό είχε τη δυνατότητα ν΄ αποδίδει τα μικροδιαστήματα της βυζαντινής μουσικής, και όχι φυσικά για να χρησιμοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο στη θρησκευτική λατρεία.
Τις προσπάθειες για κατασκευή οργάνου, κατάλληλου ν΄ αποδίδει τα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής, κλείνει, στην Ανατολική Εκκλησία, ο Κων. Ψάχος, στα 1921, με το ειδικό πνευστό του όργανο, που θα βοηθούσε χωρίς άλλο – κατά τη γνώμη του – τους ψάλτες αποκλειστικά στις ώρες της μελέτης τους και μόνο.¬_
Από το βιβλίο «Εισαγωγή στην Ελληνική πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική», σ. 174-178 .