«Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος και η νέα Έκδοση των πρακτικών της»

28 Ιουνίου 2019

Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  αναγορεύτηκε ο Erich Lamberz, Επίτιμος Καθηγητής του Ludwig-Maximilians-Universität του Μονάχου (LMU). Η Τελετή Αναγόρευσης πραγματοποιηθηκε την Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019, στις  στην Αίθουσα Τελετών «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» του Παλαιού Κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.  Ακολουθεί η αντιφώνηση και ομιλία από τον τιμώμενο με θέμα «Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος και η νέα Έκδοση των πρακτικών της. Αποτελέσματα και συμπεράσματα»

Ελλογιμώτατε Πρύτανη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

Ελλογιμώτατε κύριε Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής,

Ελλογιμώτατε κύριε Πρόεδρε του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας,

Ελλογιμώτατοι κύριοι Πρόεδροι άλλων τμημάτων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

Κυρίες και κύριοι καθηγητές του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας και άλλων Τμημάτων του Πανεπιστημίου,

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι στην παρούσα τελετή,

Κυρίες και κύριοι, Αγαπητοί φίλοι

Ομολογώ ότι είμαι βαθιά συγκινημένος. Την αναγόρευση σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τη νιώθω όχι μόνο ως μεγάλη τιμή και πηγή αισθημάτων χαράς και ευγνωμοσύνης, αλλά και σαν μια ιδιαίτερη στιγμή στη ζωή μου. Ο χώρος, τα μέλη της γενικης συνέλευσης του Τμήματος, καθώς και αρκετά πρόσωπα που βλέπω στο ακροατήριο ξυπνούν αναμνήσεις πέντε σχεδόν δεκαετιών, κατά τις οποίες η ζωή μου είναι συνδεδεμένη με τη Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος και τη Χαλκιδική σαν δεύτερη πατρίδα. Οι αναμνήσεις ξεκινούν με το έτος 1970, όταν, αμέσως μετά την αναγόρευσή μου σε διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης, ήρθα ως απεσταλμένος επιστημονικός συνεργάτης του πανεπιστημίου αυτού στη Θεσσαλονίκη στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών της Μονής Βλατάδων, ένα Ίδρυμα με το οποίο διατήρησα και στις επόμενες δεκαετίες μια συνεχή σχέση επιστημονικής συνεργασίας. Καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν μεταξύ άλλων η δημοσίευση του πρώτου τόμου του νέου καταλόγου των χειρογράφων της Μονής Βατοπεδίου στη σειρά του Ιδρύματος Κατάλογοι ελληνικών χειρογράφων Αγίου Όρους το 2006.

Χαίρομαι πολύ που αναγνωρίζω ανάμεσα στους παρόντες σήμερα τον τότε Διευθυντή του Ιδρύματος καθηγητή Απόστολο Γλαβίνα, με τον οποίο με συνδέουν και κοινές εγκληματολογικές εμπειρίες την εποχή που ήταν πολιτικός διοικητής του Αγίου Όρους. Και μόλις πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2018, είχα την ευκαιρία να δώσω, κατά τον εορτασμό της πεντηκοστής επετείου του Ιδρύματος, μια διάλεξη με θέμα τη Διερεύνηση των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους. Η πρόσκληση είχε έλθει από τον νυν διευθυντή του Ιδρύματος και Πρόεδρο του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής, καθηγητή Συμεών Πασχαλίδη, στον οποίον οφείλω τη χαρά και την τιμή της παρουσίας μου στη τελετή αυτή. Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω από τη θέση αυτή με όλη μου την καρδιά για τους κόπους και τις φροντίδες που κατέβαλε για την προετοιμασία της ύψιστης αυτής στο πρόσωπό μου τιμής.

Τις θερμές ευχαριστίες μου εκφράζω και στον καθηγητή Κωνσταντίνο Χρήστου για την τόσο θετική και κολακευτική παρουσίαση και αποτίμηση του επιστημονικού μου έργου. Το πρόσωπό του ξυπνά και πάλι αναμνήσεις από το παρελθόν· διότι είναι γιος του αειμνήστου καθηγητή Παναγιώτου Χρήστου, του ιδρυτή και πρώτου Διευθυντή του Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, υπό τον οποίο διετέλεσα συνεργάτης του Ιδρύματος. Δεν μπορώ να μην αναφέρω εδώ και δύο άλλα πρόσωπα, που συνδέονται στενά με τα πρώτα χρόνια του Ιδρύματος και την δική μου δραστηριότητα εκεί, τον αείμνηστο καθηγητή της πατρολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης, Wilhelm Schneemelcher, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη παραμονή μου στο Ίδρυμα και φρόντισε και για τη συνέχεια των εργασιών μου τα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς και τον νυν ομότιμο καθηγητή της Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευάγγελο Χρυσό, έφορο τότε του Ιδρύματος, με τον οποίο με συνδέει μια διαρκής επιστημονική ανταλλαγή και προσωπική φιλία, που διευκολύνεται μάλιστα από την γειτνίαση των σπιτιών μας στη Σιθωνία. Λυπούμαι ιδιαίτερα που δεν είχε τη δυνατότα να έρθει σήμερα λόγω υποχρεώσεων στο εξωτερικό.

Και ο χώρος της παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής, στον οποίο πραγματοποιείται η σημερινή τελετή, φέρνει στο νου μου ζωντανές αναμνήσεις. Σε αυτό το κτήριο, σε ένα κοντινό γραφείο, έκανα τα χρόνια που έμενα στη Θεσσαλονίκη τις τακτικές μου επισκέψεις στους τότε ομότιμους καθηγητές Λίνο Πολίτη και Ιωάννη Κακριδή, που με φιλοξενούσαν και στα σεμινάριά τους στο ίδιο κτήριο. Οι επαφές με καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής διατηρήθηκαν και στις επόμενες δεκαετίες, και χαίρομαι πολύ, που αναγνωρίζω στο ακροατήριο φίλους και συναδέλφους και αυτής της Σχολής. Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω και ένα οικογενειακό γεγονός: η κόρη μου Ειρήνη γεννήθηκε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Είναι μεγάλη χαρά για μένα ότι ήρθε με τον σύζυγό της από τη Γερμανία, για να μετάσχει μαζί με τη σύζυγό μου σε αυτή την τελετή.

Θα ήθελα τώρα να σας παρουσιάσω κάποια αποτελέσματα και συμπεράσματα της τρίτομης κριτικής μου έκδοσης των Πρακτικών της Οικουμενικής Συνόδου του έτους 787, μίας συνόδου στην οποία οφείλουμε, ως γνωστόν, την ισχύουσα μέχρι σήμερα διδαχή της εκκλησίας σχετικά με τη τιμή και προσκύνηση των εικόνων. Με την έκδοση αυτή ολοκληρώνεται η σειρά „Acta Conciliorum Oecumenicorum“ (ACO), τον πρώτο τόμο της οποίας είχε εκδώσει το 1914 ο Eduard Schwartz και η οποία τελούσε από το 1967 υπό την αιγίδα της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών.

Σχετικά με την έκδοση των Πρακτικών της εβδόμης Συνόδου, με την οποία τελειώνει η πρώτη φάση της εικονομαχίας (730–786), είναι απαραίτητες, καταρχάς, δύο βασικές επισημάνσεις:

  1. Τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι ένα ομοιογενές κείμενο, το οποίο έχει συνταχθεί από έναν συγγραφέα, αλλά απαρτίζονται από πληθώρα ετερογενών κειμένων: Τα πρακτικά των επιμέρους πράξεων περιέχουν, εκτός από τις συνήθεις τυπικές αναφορές στους αυτοκράτορες, στην ημερομηνία και στο προεδρείο της Συνόδου, τους καταλόγους των παρόντων επισκόπων και παρουσιάζουν τις τοποθετήσεις των συνέδρων στη συζήτηση που συντονίζει στην Ζ’ σύνοδο ο πατριάρχης Ταράσιος. Ένα κατά πολύ εκτενέστερο μέρος των πράξεων καταλαμβάνει όμως η ανάγνωση κειμένων: σε αυτά συγκαταλέγονται, από τη μια, κείμενα τα οποία αποτελούν τεκμήρια για την έναρξη και την εξέλιξη της εικονομαχίας στον όγδοο αιώνα, κυρίως η σχετική αλληλογραφία πατριαρχών καί πάπων, από την άλλη, πληθώρα παραθεμάτων (Testimonia), τα οποία αποσκοπούν στο να καταδείξουν τη τιμή και προσκύνηση των εικόνων από τις απαρχές του Χριστιανισμού. Πολλά από τα κείμενα αυτά παραδίδονται αποκλειστικά από τα Πρακτικά της συνόδου και, συνεπώς, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη νέα έκδοση σύμφωνα με τις αρχές της σύγχρονης εκδοτικής.

  1. Δεν σώζονται ούτε το πρωτότυπο των Πρακτικών του 787, από το οποίο διατηρούνταν αντίτυπα στη αυτοκρατορική και στην πατριαρχική γραμματεία, ούτε κανένα από τα πιστοποιημένα αντίγραφα (ισότυπα), τα οποία εστάλησαν στα άλλα Πατριαρχεία (δηλαδή της Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων). Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας μόνο αντίγραφα των Πρακτικών σε χειρόγραφα, τα οποία χρονολογούνται από τον 11ο ως τον 13ο αι., δηλαδή από μια αρκετά μεταγενέστερη εποχή. Τα τέσσερα βασικά χειρόγραφα αυτής της άμεσης χειρόγραφης παράδοσης διαφοροποιούνται μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τις εναλλακτικές γραφές, που είναι πολλές στον αριθμό, αλλά και ως προς το σώμα των κειμένων. Για τον λόγο αυτό, ο εκδότης βρίσκεται αντιμέτωπος με το δύσκολο ερώτημα: ποιά μέρη του σώματος των κειμένων πρέπει να θεώρησε ότι ανήκουν στην αρχική μορφή των Πρακτικών και ποιά όχι; Οφείλει, συνεπώς, να προσπαθήσει να διερευνήσει πώς διαμορφώνεται η παράδοση του κειμένου ανά τους αιώνες. Αυτό απαιτεί την εξακρίβωση και τη διερεύνηση όλων των πηγών που μπορούν να συμβάλουν στη διαλεύκανση της υπόθεσης και στην αποκατάσταση του κειμένου των Πρακτικών. Μια εξονυχιστική παλαιογραφική και κωδικολογική εξέταση των φορέων του κειμένου και των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ τους δεν μας οδηγεί μόνο στην κατανόηση και ανασύνθεση της παράδοσης του κειμένου, αλλά μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την ιστορία της πρόσληψης της Συνόδου. Θα ήθελα να το διασαφηνίσω αυτό μέσα από ένα παράδειγμα.

Ψάχνοντας για χειρόγραφα των Πρακτικών της εβδόμης συνόδου ανακάλυψα το χφ. Harleianus 5665 της Βρετανικής Βιβλιοθήκης του Λονδίνου, που παρέμενε άγνωστο στην έως τότε έρευνα.  Προφανώς, η χρονολόγηση της γραφής στον 13ο η 14ο αι., που δίνουν οι τυπωμένοι κατάλογοι της βιβλιοθήκης, είναι εσφαλμένη. Διότι πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής της αυτοκρατορικής ή πατριαρχικής γραμματείας, την οποία συναντάμε σε έγγραφα του τέλους του 11ου και των αρχών του 12ου αιώνα. Ο νοτάριος που έγραψε το βιβλίο χρησιμοποιούσε, όπως παρατηρούμε και στα έγγραφα της εποχής, ανατολικό (βομβύκινο) χαρτί, όχι περγαμηνή. Ο κώδικας είναι σε πολύ κακή κατάσταση, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του, όπου λόγω εκτεταμένου «φαγώματος» από το μελάνι πολλές σελίδες δε διαβάζονται σχεδόν καθόλου. Προφανώς, ο νοτάριος έγραφε και υπό μεγάλη πίεση χρόνου. Διότι όσο προχωρούσε προς το τέλος, περιέκοπτε το κείμενο των Πρακτικών όλο και περισσότερο. Υπάρχει, άραγε, συγκεκριμένη αφορμή για τη βεβιασμένη δημιουργία του κώδικα; Η απάντηση είναι· «ναι». Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τη μελέτη της τελευταίας σελίδας του χειρογράφου, η οποία περιέχει τις πρώτες γραμμές ενός κειμένου που δεν ανήκει στα Πρακτικά της συνόδου. Η γραφή της σελίδας αυτής είναι ιδιαίτερα δυσανάγνωστη, αλλά η αρχή του κειμένου μπορεί να διαβαστεί με τα σύγχρονα μέσα φωτισμού και με μερικές δικές μου συμπληρώσεις ως εξής  [Μηνὶ Ὀκτωβρίῳ  … ἰνδ(ικτιῶνος) ιβ´ προκαθημέν]ou Νικολάου τοῦ [ἁγιωτά]του ἡμῶν | δε[σπότου] καὶ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου ἐν τῷ μικρῷ σεκρέτῳ  συνε|δριαζόντων αὐτῷ μητροπολιτῶν Κωνσταντίνου Νικομηδ(είας), Ἰωάννου Σίδ(ης), Ἰωάννου Ἀμασείας | Μιχαὴλ Λαοδικείας, Μιχαὴλ Συλ(αίου),  Λέοντος Κρήτ(ης), Βασιλ[είου]   Λαρίσσης, Μιχαήλ | Πομπηϊουπόλεως, Κοσμᾶ Τιβεριουπόλεως καὶ ἀρχιεπισκόπου Κυριακοῦ Λευκάδ(ος) κτλ.

Πρόκειται λοιπόν για αντίγραφο ενός άγνωστου ως τώρα πατριαρχικού εγγράφου, το οποίο εκδόθηκε από τον πατριάρχη Νικόλαο Γ΄ Γραμματικό (1084–1111) πιθανότατα κατά τον Οκτώβριο του έτους 1093. Από τους δέκα επισκόπους που αναφέρονται στο πρωτόκολλο, οι πέντε βρίσκονται και στα Πρακτικά της συνόδου των Βλαχερνών του έτους 1094/95, σύνοδος που ασχολήθηκε με την υπόθεση του Λέοντος της Χαλκηδόνος, για την οποία παραπέμπω στην εξαιρετική διδακτορική διατριβή του Απόστολου Γλαβίνα. Ως γνωστόν, το διάταγμα του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄, να κατασχεθούν για την χρηματοδότηση της εκστρατείας του κατά των Νορμανδών τα ιερά σκεύη των εκκλησιών, μεταξύ των οποίων και εικόνες με πολύτιμη επένδυση, βρήκε ένα μέρος του κλήρου αντίθετο, με κύριο εκπρόσωπο τον Λέοντα της Χαλκηδόνος. Επικαλούμενος την έβδομη σύνοδο, ο Λέων υποστήριζε ότι η εικόνα είναι ιερή και ως υλική οντότητα (και όχι μόνο ως απεικόνιση ενός προσώπου), και ότι δεν επιτρέπεται να υποστεί κατάχρηση για τους σκοπούς του αυτοκράτορα. Σε αυτό το ιστορικό περιβάλλον εντάσσεται και η αντιγραφή των πρακτικών της 7ης συνόδου και του εγγράφου που σώζεται στον Harleianus. Προφανώς, το χφ. γράφτηκε κατά την προπαρασκευή της συνόδου των Βλαχερνών και πρέπει να χρονολογηθεί μετά το 1093, δηλαδή αμέσως πριν από αυτή τη Σύνοδο, πράγμα που εξηγεί και τη βιασύνη του νοταρίου.

Και η κατοπινή τύχη του Harleianus μπορεί να φωτιστεί και έχει αρκετό ενδιαφέρον. Πώς βρέθηκε στη Δύση; Το ίδιο το χειρόγραφο δεν περιέχει καμία ένδειξη. Εδώ όμως μας βοηθάει η μελέτη των πηγών της συνόδου της Φερράρας/ Φλωρεντίας. Στη συνεδρία της συνόδου που έλαβε χώρα την 16η Οκτωβρίου 1438 στη Φερράρα Έλληνες και Λατίνοι παρουσίασαν βιβλία ως τεκμήρια υπέρ ή κατά της προσθήκης του „filioque“ στο Σύμβολο της Πίστεως, μεταξύ άλλων και χειρόγραφα των Πρακτικών της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Στο Σύμβολο Πίστεως της Συνόδου, που διαβάστηκε από την ελληνική πλευρά, δεν υπήρχε, φυσικά, καμία προσθήκη που να αποδίδει το filioque (π.χ. „κἀκ τοῦ υἱοῦ“). Από τη λατινική πλευρά, ο καρδινάλιος Cesarini παρέθεσε το αντίστοιχο κείμενο από έναν λατινικό κώδικα που περιείχε τη μετάφραση του Αναστασίου Βιβλιοθηκαρίου. Το χφ. παρέδιδε στο συγκεκριμένο σημείο το αμφιλεγόμενο filioque. Η αντίδραση των Ελλήνων οδήγησε τον Cesarini να στείλει την επομένη της συνεδρίασης στον Ambrogio Traversari μια επείγουσα επιστολή, στην οποία μνημονεύει έναν ελληνικό κώδικα των Πρακτικών της 7ης Συνόδου του Νικολάου Κουζάνου, τον οποίον δυστυχώς δεν είχε στη διάθεσή του κατά τη συνεδρίαση της 16η Οκτωβρίου. Σε αυτόν τον κώδικα υπήρχε, κατα τόν Cesarini, η αμφιλεγόμενη προσθήκη στο Σύμβολο της πίστεως, την οποία μπόρεσε, όπως γράφει, να διαβάσει με τα ίδια του τα μάτια, παρόλο που ήταν σβησμένη στο χειρόγραφο. Αν εξετάσει κανείς τώρα το χειρόγραφο του Λονδίνου στο σημείο του Όρου που αναφέρει ο Cesarini, δεν βρίσκει εκεί σβησμένες λέξεις, που θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται στο filioque, αλλά μια τρύπα στο χαρτί μεταξύ των λέξεων „τό ἐκ τοῦ“ και „ἐκπορευόμενον“. εἰς τό πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον καί ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ [πατρός ἐκπορευό]μενον, τό σύν πατρί καί υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον). Τυχαίο; Δεν νομίζω! Υποπτεύομαι ότι αυτή η τρύπα υπήρχε ήδη τον καιρό του Cesarini και μπορούσε κανείς απλώς να «υποψιαστεί», ότι περιείχε κάποτε την επιθυμητή προσθήκη. Πάντως, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Harleianus είναι το χειρόγραφο που ο Cesarini ζητούσε από τον Κουζάνο. Πρέπει να προστεθεί στην ήδη εκτενή λίστα των χειρογράφων του Κουσάνου, που κατέληξαν στη συλλογή του Harley και απο εκεί στη Βρετανική Βιβλιοθήκη.

Στη άμεση χειρόγραφη παράδοση των Πρακτικών έρχεται να προστεθεί ως δεύτερη πηγή η έμμεση παράδοση σε μορφή παραθεμάτων σε άλλα έργα. Πρόκειται αφενός για τις συλλογές Κανόνων, κυρίως το „Σύνταγμα 14 τίτλων“ και τον λεγόμενο „Νομοκάνων του Φωτίου“, στα οποία ήδη κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα ενσωματώθηκαν κείμενα της Ζ΄ Συνόδου, κυρίως ο Όρος πίστεως, οι 22 Κανόνες και μια επιστολή του πατριάρχη Ταρασίου. Αρκετά χειρόγραφα των συλλογών αυτών είναι πολύ αρχαιότερα των χειρογράφων της άμεσης παράδοσης και επιβάλλεται να ληφθούν υπ’ όψιν στην έκδοση των Πρακτικών. Μια επιπλέον παράλληλη πηγή προσφέρουν τα ανθολόγια σχετικά με τη προσκύνηση των εικόνων, το πιο γνωστό αντίτυπο των οποίων είναι ο Παρισινός κώδικας 1115. Περιέχουν σχεδόν όλα τα παραθέματα (Testimonia), που συναντάμε και στα Πρακτικά. Έχω εξετάσει το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ Πρακτικών και ανθολογίων διεξοδικά στην εισαγωγή του δεύτερου τόμου της έκδοσης.

Μια άλλη, πολύ σημαντική πηγή για την κατανόηση και ανασύνθεση της παράδοσης των Πρακτικών είναι οι λατινικές μεταφάσεις. Μια πρώτη, γλωσσικά ανεπαρκής μετάφραση προέκυψε μετά από εισήγηση του πάπα Αδριανού, μόλις παρελήφθη το ελληνικό αντίτυπο (ισότυπον) των Πρακτικών, δηλαδή το 788 ή αμέσως μετά. Η μετάφραση έχει μεν απολεσθεί ως σύνολο, απαντά όμως μέσω πολλων παραθεμάτων σε άλλα έργα (μεταξύ άλλων στους περίφημους Libri Carolini του Καρλομάγνου και στο Dossier της Συνόδου των Παρισίων του 825). Τα παραθέματα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ανασυγκρότηση της αρχικής μορφής των Πρακτικών, επειδή τεκμηριώνουν και την ύπαρξη κειμένων, η γνησιότητα των οποίων έχει αμφισβητηθεί από μερικούς επιστήμονες.

Περίπου 85 χρόνια μετά, το 873, ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος αφιερώνει μία σαφώς καλύτερη λατινική μετάφραση στον πάπα Ιωάννη Η΄. Εμφανίζεται τώρα σε νέα κριτική έκδοση παράλληλα, όπως και στις παλαιότερες εκδόσεις, με το ελληνικό κείμενο.  Η μετάφραση, που βασίζεται σε έναν ελληνικό κώδικα του 9ου αιώνα, είναι μία ως επί το πλείστον κυριολεκτική και ακριβής απόδοση και προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στην αποκατάσταση του ελληνικού κειμένου.

Αν συγκρίνει κανείς την παράδοση των Πρακτικών, όπως την έχουμε τώρα αντιληφθεί σε όλο της το εύρος, με αυτό που είχαν ως βάση οι παλαιότερες εκδόσεις, γίνονται αμέσως φανερές οι ελλείψεις τους. Καταρχάς, οφείλουμε να τονίσουμε ότι όλες οι μέχρι τώρα εν χρήσει εκδόσεις των Πρακτικών της Ζ΄ Συνόδου – δηλαδή οι συλλογές των Labbe/Cossart, Hardouin, Mansi και Migne– ανατυπώνουν το κείμενο του τρίτου τόμου των Concilia generalia, που δημοσιεύτηκαν το 1612 στη Ρώμη [[Τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἅπαντα. Concilia generalia ecclesiae catholicae Pauli V. Pont. Max. auctoritate edita)]]. Αυτή η Editio Romana ήταν, πρίν ξεκίνησε ο Eduard Schwartz τα Acta Conciliorum Oecumenicorum, η μοναδική έκδοση των Οικουμενικών Συνόδων η οποία στηρίχτηκε στη χειρόγραφη παράδοση. Τη βάση της αποτελούσαν όμως αποκλειστικά τα χειρόγραφα που ήταν τότε διαθέσιμα στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Ως πρότυπο για την έκδοση του ελληνικού κειμένου χρησίμευσε ένα αρκετά συμφυρμένο χειρόγραφο του 16ου αιώνα, ενώ ως βάση για την έκδοση της μετάφρασης του Αναστασίου χρησίμευσε ένα χειρόγραφο του 15ου αιώνα από τη βιβλιοθήκη του Πάπα Νικολάου Ε΄.

Αναπόφευκτα, οι εκδότες αγνοούσαν το πιο παλαιό σωζόμενο χειρόγραφο της μετάφρασης, τον σημερινό Parisinus lat. 17339, του τέλους του 9ου αιώνα, γεγονός που οδήγησε σε σοβαρές ελλείψεις του λατινικού κειμένου της έκδοσης. Αναφέρω ένα μικρό, αλλά σημαίνον παράδειγμα: Στο λατινικό κείμενο του Συμβόλου Πίστεως της Συνόδου απαντά στην editio Romana το αμφιλεγόμενο filioque, για το οποίο όμως δεν υπάρχει ανταπόκριση στο ελληνικό κείμενο της έκδοσης. Στον παλαιό Παρισινό κώδικα δεν απαντά, ωστόσο, το filioque. Επομένως, πρόκειται για μια μεταγενέστερη προσθήκη στη λατινική παράδοση, που εμφανίζεται και στην editio Romana, όχι φερ᾿ειπείν για αυθαίρετη προσθήκη των εκδοτών της.

Από τη διερεύνηση των αναφερομένων πηγών μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τώρα την ιστορία της παράδοσης των Πρακτικών:

Το πρωτότυπο, το οποίο συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη και του οποίου το ισότυπον στάλθηκε μαζί με μια συνοδευτική επιστολή του Ταρασίου στη Ρώμη, περιελάμβανε τα πρακτικά των επτά συνεδριών που πραγματοποιήθηκαν στη Νίκαια και τα κείμενα που ακολουθούν μέχρι τους Κανόνες. Αυτό τεκμηριώνεται ικανοποιητικά με τη βοήθεια των παραθεμάτων της πρώτης λατινικής μετάφρασης.

Η διασκευή που σώζεται στην άμεση χειρόγραφη παράδοση και στη μετάφραση του Αναστασίου Βιβλιοθηκαρίου ανάγεται σε μία παραλλαγή των Πρακτικών, η οποία χρονολογείται στις αρχές του 9ου αιώνα (μεταξύ 805 και 814). Στην παραλλαγή αυτή το σώμα των κειμένων διευρύνεται έτσι, ώστε το πρόσωπο και η συμβολή του Ταρασίου προβάλλονται ακόμα περισσότερο από ό,τι στην αρχική μορφή. Προσθέτονται, μεταξύ άλλων, δύο εισαγωγικά κείμενα πριν από την πρώτη πράξη (ο „Απολογητικός“ του Ταρασίου και η „Συγγραφὴ σύντομος τῶν πραχθέντων πρὸ τῆς συνόδου“), καθώς και δύο επιστολές του Ταρασίου στο τέλος των Πρακτικών, οι οποίες λειτουργούν ως δικαιολόγηση της οἰκονομίας που απέδειξε ο πατριάρχης απέναντι στους τέως εικονομάχους επισκόπους.

Μια εκ νέου διευρυμένη διασκευή, που παραδίδεται σε τρια χειρόγραφα της άμεσης παράδοσης, χρονολογείται μετά το τέλος της δεύτερης φάσης της εικονομαχίας, δηλαδή μετά το 843. Σε αυτήν την διασκευή συμπεριλαμβάνονται η λεγόμενη «όγδοη πράξις» και όλα τα κείμενα που έπονται της επιστολής του Ταρασίου προς τον πρεσβύτερο Ιωάννη. Όλα τα επιπλέον κείμενα αυτής της διασκευής απουσιάζουν από τη μετάφραση του Αναστασίου Βιβλιοθηκαρίου και έχουν με βεβαιότητα προστεθεί μόλις κατά το τέλος του 9ου αιώνα.

Στη νέα έκδοση έχουν συμπεριληφθεί όλα τα κείμενα που απαντούν στη χειρόγραφη παράδοση. Ήταν, ωστόσο, αναγκαίο στις περιπτώσεις όπου οι διάφορες εκδοχές της παράδοσης συναγωνίζονται η μία την άλλη στο ίδιο σημείο, να ληφθεί μια απόφαση σχετικά με το ποιά εκδοχή έχει προτεραιότητα.

Ειδικά σε μια περίπτωση, την οποία θέλω να παρουσιάσω εν τάχει, ο χρήστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αισθητή απόκλιση της νέας έκδοσης από τις παλαιότερες εκδόσεις: Η νέα έκδοση δέχεται μόνο επτά και όχι οκτώ πράξεις. Το κείμενο που εμφανίζεται στις παλαιότερες εκδόσεις πριν από τους Κανόνες ως όγδοη πράξις, που υποτίθεται ότι έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, παραδίδεται μόνο από τρία χειρόγραφα της τελευταίας διασκευής, ενώ το σπουδαίο ελληνικό χειρόγραφο Marcianus gr. 166 και η λατινική μετάφραση του Αναστασίου Βιβλιοθηκαρίου παραδίδουν στο σημείο αυτό ένα εγκώμιο του Πατριάρχη Ταρασίου, των αποφάσεων της Συνόδου, καθώς και της πόλης της Νίκαιας, γραμμένο από τον Επιφάνιο της Κατάνιας.

Ο εκδότης αναγκάζεται να πάρει μια απόφαση σχετικά με ποιό από τα δύο κείμενα θα συμπεριλάβει στο σημείο αυτό στην έκδοση. Αυτό δεν μπορεί να είναι παρά το Εγκώμιο του Επιφανίου, επειδή παραδίδεται από δύο ανεξάρτητους μάρτυρες μιας προγενέστερης διασκευής των Πρακτικών. Εκτός τούτου, στο κείμενο της λεγόμενης όγδοης πράξεως συναντά κανείς πολυάριθμα «αγκάθια», σε επίπεδο τόσο περιεχομένου όσο και τύπου. Πρόκειται λοιπόν, στο μεγαλύτερο μέρος, για μια ιστορική διήγηση, η οποία απαντά σε παρόμοια μορφή και στον Θεοφάνη και σε άλλους ιστορικούς και στην οποία έχουν ενσωματωθεί μερικά στοιχεία ενός πρωτοκόλλου συνοδικής πράξεως. Το κείμενο τοποθετείται τώρα σε ένα παράρτημα της έκδοσης.

Θα αναρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο προστέθηκε αυτο το κείμενο της ογδόης πράξεως. Μάλλον επειδή στην παράδοση των Πρακτικών ο ρόλος των αυτοκρατόρων απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από το προσκήνιο. Ο κυρίαρχος ρόλος του Πατριάρχη Ταρασίου ενισχύθηκε μάλιστα στις διάφορες διασκευές των Πρακτικών. Αυτή η εξέλιξη δείχνει ότι, όσον αφορά στα εκκλησιαστικά ζητήματα, το Πατριαρχείο είχε κερδίσει μέσω του Ταρασίου μια αρκετά πιο ανεξάρτητη θέση σε σχέση με το παρελθόν απέναντι στον αυτοκράτορα, μια θέση την οποία διατήρησαν οι πατριάρχες Νικηφόρος, Μεθόδιος και Φώτιος έως τα τέλη του 9ου αιώνα. Ο ρόλος του Ταρασίου είχε τονιστεί ιδιαίτερα εμφατικά στο εγκώμιο του Επιφανίου. Η αντικατάσταση του εγκωμίου αυτού με την προσθήκη μιας όγδοης πράξεως ήταν προφανώς μια προσπάθεια να προβληθεί και πάλι η σημασία του αυτοκράτορα. Τοποθετείται χρονολογικά με βεβαιότητα μετά το 886, δηλαδή μετά το τέλος της δεύτερης Πατριαρχίας του Φωτίου.

Βλέπουμε λοιπόν ότι στην ιστορία της χειρόγραφης παράδοσης και της πρόσληψης των Πρακτικών, όπως αυτή παρουσιάζεται στη νέα έκδοση, αντανακλάται και η εξέλιξη της εκκλησιαστικής πολιτικής κατά τον 8ο και 9ο αιώνα.

Σας ευχαριστώ θερμά για την υπομονή και την προσοχή σας.

 

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα 

Ο κ. Erich Lamberz γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1943 στη Βόννη. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία (1963-1970) στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και το 1970 ανακηρύχθηκε Διδάκτορας (Dr. Phil.) του ίδιου Πανεπιστημίου.

Κατά τα έτη 1970-1975, ήταν επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου της Βόννης στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, στη Θεσσαλονίκη, και διεξήγαγε παλαιογραφικές έρευνες στις μονές του Αγίου Όρους. Εργάστηκε ως επιστημονικός βοηθός (1975-1983) και ως επιστημονικός συνεργάτης (1983-1986) στο Ινστιτούτο Κλασικής Φιλολογίας του LMU, όπου διδάσκει από το 1975. Κατά τα έτη 1987-1990 διετέλεσε υπότροφος της Görresgesellschaft.

Από το 1990 είναι επιστημονικός συνεργάτης στην Επιτροπή για τη δημοσίευση μίας δεύτερης σειράς των Acta Conciliorum Oecumenicorum, δραστηριότητα η οποία από το 2009 αποτελεί επιμέρους έργο της Kommission für gräzistische und byzantinistische Studien στη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών. Από το 1993 αποτελεί μέλος της Comité international de paléographie grecque.

Κατά τα έτη 2008-2016 πραγματοποίησε τη μνημειώδη τρίτομη κριτική έκδοση των Πρακτικών της Ζ ́ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (Concilium Universale Nicaenum Secundum, Concilii Actiones I-VII, [Acta Conciliorum Oecumenicorumser. II, vol. III, pars I-III], Berlin/New York 2008-2016). Διετέλεσε, επίσης, μέλος του διδακτικού προσωπικού του μεταπτυχιακού κολλεγίου για την «Κειμενική κριτική» του LMU (1995-2002), στο οποίο από το 2012 είναι Επίτιμος Καθηγητής.