Ο Απόστολος Παύλος ως Νηπτικός Πατήρ της Εκκλησίας

30 Ιουνίου 2019

Ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Απόστολο Πέτρο είναι οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι της Εκκλησίας. Η ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Παύλου ήταν εκπληκτική και ανεπανάληπτη για τα δεδομένα της εποχής. Νομίζουμε ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί κάτι αντίστοιχο ακόμα και σήμερα. Χιλιάδες ερευνητές έχουν ασχοληθεί με το πρόσωπο και το έργο του Αποστόλου Παύλου. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς εντυπωσιασμένοι από την δράση του μένουν στα εξωτερικά και δεν μπορούν να ανακαλύψουν και να εκτιμήσουν την εσωτερική νηπτική ζωή του Παύλου1.

Ο Απόστολος Παύλος ήταν ο μεγάλος «απόστολος των εθνών», αλλά και ο μεγάλος νηπτικός Πατέρας της Εκκλησίας. Μάλιστα είναι ο πρώτος νηπτικός Πατέρας, που στην συνέχεια ενέπνευσε την νηπτική ησυχαστική ζωή και την εσωστρέφεια σε όλους τους ασκητές της ερήμου και στους μεταγενεστέρους Πατέρες. Βέβαια στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των λεγομένων Νηπτικών και Κοινωνικών Πατέρων. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν νηπτικοί. Ο Απόστολος Παύλος, οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός που έκαναν τεράστιο κοινωνικό, ιεραποστολικό έργο ήταν ταυτόχρονα και φορείς της ησυχαστικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Ασκούσαν και σύστηναν την νήψη, και αυτό φαίνεται στο πρόγραμμα και στον τρόπο ζωής τους, στα κείμενά τους και τις ομιλίες τους.

Αυτός που «προέκοπτε εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας του, ο περισσοτέρως ζηλωτής των πατρικών του παραδόσεων»2 και ο τόσο κατηρτισμένος στην ελληνική σοφία, όταν συναντήθηκε με τον Κύριο στον δρόμο προς Δαμασκό, όπου πήγαινε για να διώξει και πιθανώς να σκοτώσει τα νέα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, άλλαξε αντιδιαμετρικά την ζωή του3. Η συνάντηση με τον Χριστό, η εκθαμβωτική και άρρητη θέα του φωτός που έκπεμπε το πρόσωπο του Χριστού και που έκανε τον τότε Σαούλ να τυφλωθεί, έγινε η αφορμή, αλλά και το θεμέλιο της νέας εν Χριστώ ζωής του Παύλου. Παρόλο τον διάλογο με τον ίδιο τον Χριστό, την θεραπευτική επέμβαση από τον Απόστολο Ανανία, την διαβεβαίωση από τον Χριστό ότι αυτός είναι «σκεύος εκλογής»4 Του, έπρεπε και ο ίδιος να προετοιμαστεί για το μεγάλο γεγονός της αποστολικής του δράσεως. Αμέσως μετά από αυτήν την θεοπτία, την συγκλονιστική εμπειρία της Δαμασκού και τις αποκαλυπτικές αλήθειες που θα άκουσε από τον Απόστολο Ανανία, που είχε θέση Γέροντος για τον τότε Σαούλ, πήγε στην έρημο της Πετραίας Αραβίας5. Βέβαια δια της επιθέσεως των χειρών του Ανανία «επλήσθη Πνεύματος Αγίου»6 συνετελέσθη η δική του προσωπική Πεντηκοστή, έπρεπε όμως να πάει στην ησυχία της ερήμου για να αποκτήσει καλύτερη επίγνωση του τι του συνέβη και της αποστολής του, για να αφήσει και παράδειγμα μίμησης στους μεταγενεστέρους. Στην ησυχία της ερήμου αγωνίστηκε, ασκήθηκε σωματικά και πνευματικά για να αφομοιώσει το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού.

Η έρημος ανέκαθεν ήταν καταφύγιο και τροφός των μεγάλων Προφητών, όπως του Προδρόμου και του Ηλία. Αλλά και τώρα στην Καινή Διαθήκη θα γίνει για τους Πατέρες της Εκκλησίας ο τόπος και ο τρόπος καθάρσεως της ψυχής από τα πάθη. Ο Μέγας Βασίλειος την ησυχία της ερήμου, την θεωρεί ως αρχή καθάρσεως της ψυχής7. Στην έρημο είχε όλες τις προϋποθέσεις για εσωστρέφεια, την στροφή προς τον εαυτό του και δι’ εαυτού προς τον Θεό8, για προσευχή, θεωρία, αυτογνωσία και Θεογνωσία.

Στην έρημο απέκτησε εμπειρικά την εσωτερική εν Χριστώ ζωή. Έβαλε τα θεμέλια για την μετέπειτα ιεραποστολική του δράση, που δεν είναι τίποτε άλλο από την συνεχή μυστική ένωση με τον Χριστό, την βίωση της θείας Χάριτος. Αν δεν υπάρχει αυτή η ένωση, η βίωση της παρουσίας του Χριστού, πως είναι δυνατόν να επακολουθήσει η ιεραποστολή; Πως στην συνέχεια μπορείς να κηρύττεις έναν Χριστό, που δεν έχεις ζήσει και βιώσει; Ο Απόστολος Παύλος εφάρμοσε απόλυτα την εντολή του Χριστού, «ποιείν τε και διδάσκειν»9. Η έρημος μεταμόρφωσε τον πρώην ζηλωτή, τον πλανεμένο και θυμώδη σε ταπεινό, ησύχιο και μέτοχο της απόλυτης αληθείας και ζωής του Χριστού. Και ας μην νομίσει κάποιος ότι ήταν λίγα αυτά τα τρία χρόνια για την ασκητική προετοιμασία του Αποστόλου Παύλου. Οι Πατέρες λένε ότι αν θελήσει ο άνθρωπος «από πρωί έως εσπέρας»10 φθάνει σε μέτρα θεία. Και βέβαια ο Απόστολος Παύλος αυτό το ασκητικό φρόνημα το διατήρησε έως το τέλος της ζωής του, όπως φαίνεται και από τις Επιστολές του.

Θα σταθούμε στην συνέχεια στα στοιχεία αυτά, που αναδεικνύουν τον Απόστολο Παύλο ως Νηπτικό Πατέρα της Εκκλησίας με γνήσιο ασκητικό μοναχικό φρόνημα.

Ο ίδιος έδινε μεγάλη βαρύτητα στην υπακοή και την πνευματική εξάρτηση. Αμέσως μετά την προτροπή του Χριστού, στον δρόμο προς την Δαμασκό, πήγε στον Απόστολο Ανανία και έκανε ακριβώς ο,τι του είπε ο Χριστός και ο Ανανίας. Αφού αναχώρησε από την έρημο της Αραβίας πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γνωριστεί και να συμβουλευθεί τους Αποστόλους11. Εξιστόρησε στον Απόστολο Πέτρο πως διήγε και έμεινε μαζί του δεκαπέντε ημέρες. Επίσης συνομιλούσε και συμβουλευόταν τον Αδελφόθεο Ιάκωβο αυτές τις ημέρες12. Αλλά και μετά τις μεγάλες περιοδείες του πήγαινε πάλι στα Ιεροσόλυμα και ενημέρωνε τους «προκρίτους των Αποστόλων», αναφερόταν δηλαδή σε αυτούς για την αποστολική του δραστηριότητα, τον ευαγγελισμό των εθνών, εμφορούμενος από το πνεύμα της εν Χριστώ εξαρτήσεως και ταπεινώσεως, όπως έλεγε ο ίδιος, «μήπως εις κενόν τρέχω η έδραμον»13. Γι’ αυτό και συστήνει μέσω των επιστολών του στους μαθητές του να αιχμαλωτίζουν «παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού»14. Να υπακούουν και να πείθονται στους ηγουμένους των, γιατί αυτοί αγρυπνούν για τις ψυχές τους και αυτοί θα αποδώσουν λόγο. Για αυτό η υπακοή σε αυτούς θα πρέπει να γίνεται «μετά χαράς», ώστε και αυτοί «μετά χαράς» να αναλαμβάνουν το βάρος της πνευματικής πατρότητος και να μην στενάζουν, να μην στενοχωρούνται, γιατί διαφορετικά δεν συμφέρει αυτό στα πνευματικά τέκνα, «αλυσιτελές γαρ υμίν τούτο»15.

1.Βλ. Βασιλείου Ιωαννίδη, Ο μυστικισμός του Αποστόλου Παύλου, Αθήναι 21957, σ. 33-35. Μία καλή μελέτη όπου φαίνεται η ασκητικότητα του Αποστόλου Παύλου είναι αυτή του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ησυχία και θεοπτία στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, Ναύπακτος 2011.
2.Βλ. Γαλ. 1,14.
3.Βλ. Πραξ. 9,4-20.
4.Πραξ. 9,15.
5.Βλ. Γαλ. 1,17.
6.Βλ. Πραξ. 9,17.
7.Βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολὴ 2, Γρηγορίω, PG 32, 228ΑΒ.
8.«Νους μεν γαρ μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει». Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολὴ 2, Γρηγορίω, PG 32, 228BC.
9.Πραξ. 1,1.
10.Αποφθέγματα, Αββά Αλωνίου 3, PG 65, 133AB.
11.Βλ. Πραξ. 9,26-30.
12.Βλ. Γαλ. 1,18-19.
13.Βλ. Γαλ. 2,2.
14.Β Κορ. 10,5.
15.Βλ. Εβρ. 13,17.

Επέμενε στην καλλιέργεια της εσωτερικής ζωής. Γνώριζε εμπειρικά ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και καταξιώνεται ως ύπαρξη μόνο όταν βρει την εσωτερική του υπόσταση, βαθιά καρδιά του. Από εκεί αρχίζουν όλα. Αν ο άνθρωπος δεν έχει εσωτερική εν Χριστώ ζωή, αν δεν ζει εν Χριστώ είναι κούφιος, υποκριτής, ψεύτικος και αδύναμος. Είναι σαν ένα φύλλο στον άνεμο, δεν έχει πνευματική δύναμη για να υπομένει τις δοκιμασίες, τις θλίψεις, τον σταυρό της ζωής. Προέτρεπε όλη η προσοχή μας να είναι στον «έσω άνθρωπο»16. Να δίνουμε την προτεραιότητα στον έσω άνθρωπο και όχι στα εξωτερικά. Να μην σπαταλούμε τον χρόνο μας και όλη την ενέργεια και δραστηριότητά μας στα υλικά, στα γήινα που φθείρονται και δεν μένουν στον αιώνα. Όλη η έφεση της ψυχής μας και ο αγώνας μας να επικεντρώνεται στο πως ο εσωτερικός μας άνθρωπος να βελτιώνεται και να ανακαινίζεται. «Ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ᾽ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα»17.

Η κοινωνία, η ένωση του Αποστόλου Παύλου με τον Χριστό του έδινε διαρκώς αυτή την πνευματική δύναμη και ανακαίνιση. Είχε συνεχώς τον Χριστό μέσα του, ώστε δεν φοβόταν καμμία θλίψη και δοκιμασία. Γι’ αυτό με παρρησία μπορούσε να ομολογεί: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις, η στενοχωρία, η διωγμός, η λιμός, η γυμνότης, η κίνδυνος, η μάχαιρα; Πεπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Xριστώ Ιησού τω Kυρίω ημών»18.

Ο χριστιανός για να επιτύχει την εσωτερική εν Χριστώ ζωή θα πρέπει να διεξάγει έναν αγώνα κατά των αμαρτωλών επιθυμιών και θελημάτων του. Ο Απόστολος τονίζει: «Οι δε του Xριστού, την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασιν και ταις επιθυμίαις»19. Γιατί, όπως λέει ο ίδιος ο Απόστολος, υπάρχει ένας άλλος νόμος «εν τοις μέλεσίν μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου, και αιχμαλωτίζοντά με τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσίν μου»20. Ο ίδιος ο Απόστολος ταλαιπωρούσε και δουλαγωγούσε το σώμα του «μήπως, άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένηται»21, ακόμη και εργόχειρο έκανε, εργαζόταν με τα ίδια του τα χέρια παρόλο που είχε την εξουσία ως Απόστολος να μην εργάζεται σωματικά22. Ο άνθρωπος πρέπει να προσέχει και να βιάζει τον εαυτό του στην εργασία των αρετών, γιατί το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα θα έχει αιώνιες διαστάσεις, αιώνια κόλαση η αιώνιο παράδεισο• δεν θα υπάρχει κάτι ενδιάμεσο.

Ο αείμνηστος Γέροντας Ιωσήφ από την Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος της Μονής Κουτλουμουσίου σε μία πανήγυρη της Ιεράς Μονής Καρακάλλου στην μνήμη των Αγίων Αποστόλων είδε σε όραμα τον Απόστολο Παύλο να στέκεται στον δεσποτικό θρόνο και να του λέει: «Και μία ημέρα να ζήσει ο άνθρωπος πάνω στην γη, αν δεν προσέξει, δύναται να κολασθεί»23. Τόση βαρύτητα έδινε ο Απόστολος στην αγωνιστικότητα, στην προσοχή που πρέπει να έχει ο πιστός και ιδιαίτερα ο μοναχός.

Ο άνθρωπος πρέπει να ελευθερωθεί από τα δεσμά της αμαρτίας, πρέπει να μεταμορφωθεί από «σαρκικός σε πνευματικός άνθρωπος». Η σάρκα, το σώμα, η ύλη δεν είναι κακά πράγματα, αφού είναι δημιουργήματα του Θεού. Στα έσχατα ο άνθρωπος θα είναι μία ενιαία τέλεια ψυχοσωματική οντότητα. Κακό είναι το σαρκικό φρόνημα, οι αμαρτωλές, οι εμπαθείς εκδηλώσεις, ενέργειες και πράξεις της σάρκας. Γράφει ο Απόστολος Παύλος προς τους Κορινθίους ότι ακόμη είναι σαρκικοί, και αυτό το δικαιολογεί όταν τους λέει: «Όπου γαρ εν υμίν ζήλος και έρις και διχοστασίαι, ουχί σαρκικοί εστε, και κατά άνθρωπον περιπατείτε»24; Οι σαρκικοί άνθρωποι «κατά σάρκα όντες τα της σαρκός φρονούσι», ενώ οι πνευματικοί φρονούν «τα του Πνεύματος»25. «Το φρόνημα της σαρκός θάνατος• το δε φρόνημα του Πνεύματος ζωή και ειρήνη»26.

Πως όμως ξεχωρίζει ο σαρκικός άνθρωπος από τον πνευματικό; Απαντά ο ίδιος ο Απόστολος ότι σε όποιον ενοικεί το Άγιο Πνεύμα τον κάνει πνευματικό, τόσο απλά27. Η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος συνιστά την πεμπτουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής και της Πατερικής Παραδόσεως. Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ τονίζει ότι «ο πραγματικός σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι να αποκτήσομε το Άγιο Πνεύμα»28. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει ότι για αυτόν που δεν έχει το Άγιο Πνεύμα, που δεν γεύτηκε την Χάρη του Αγίου Πνεύματος από αυτήν εδώ την ζωή, διακυβεύεται η σωτηρία του. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης θεωρούσε ότι όλα στην ζωή του ανθρώπου για να έχουν νόημα πρέπει να γίνονται εν Πνεύματι Αγίω.

Ο Απόστολος Παύλος ήταν άνθρωπος της προσευχής, της νοεράς και χαρισματικής προσευχής. Πίστευε ότι εμείς οι ίδιοι ουσιαστικά δεν ξέρουμε να προσευχόμαστε, αλλά θα πρέπει να ζητάμε από το Άγιο Πνεύμα να μας διδάξει πως να προσευχόμαστε. «Το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει, ουκ οίδαμεν, αλλ᾽ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις»29. Επέμενε στην επίκληση του ονόματος του Χριστού, γιατί με αυτή την εργασία έρχεται κάθε ευλογία στον πιστό. Έλεγε, «ουδείς δύναται ειπείν, Κυριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω»30. Δηλαδή κάθε φορά που προφέρουμε το όνομα του Χριστού είτε με το στόμα μας είτε νοερώς είναι μαζί μας το Άγιο Πνεύμα. Τι άλλο πιο όμορφο και ανώτερο να θελήσουμε; Έτσι μέσα στις καρδιές μας το Πνεύμα το Άγιο κράζει «αββά ο Πατήρ»31. Μέσα στην καρδιά, η οποία αποτελεί το κέντρο της πνευματικής υποστάσεως του ανθρώπου, συντελείται το γεγονός της αληθινής και εν πνεύματι λατρείας του Θεού. Εκεί είναι ο φυσικός τόπος της προσευχής. Οι πραγματικοί πιστοί «άδουν και ψάλλουν εν τη καρδία τω Κυρίω… λαλούν εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς»32. Ο χριστιανός πρέπει να εντείνει την προσπάθειά του στο να προσεύχεται όσο το δυνατόν περισσότερο σύμφωνα με την Παύλεια εντολή «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»33. Ο Απόστολος Παύλος με αυτή την προτροπή του αναφέρεται κυρίως στην νοερά προσευχή, στην επίκληση του ονόματος του Χριστού, η οποία μπορεί να γίνεται αδιάλειπτα αυτοενεργούμενη μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.

16. Ρωμ. 7,22.
17. Β Κορ. 4,16.
18. Ρωμ. 8,35-39.
19. Γαλ. 5,24.
20. Ρωμ. 7,23.
21. Α Κορ. 9,27.
22. Βλ. Α Κορ. 4,11 και Α Κορ. 8,6-14.
23. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τομ. 3, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 1335.
24. Α Κορ. 3,3.
25. Βλ. Ρωμ. 8,5.
26. Ρωμ. 8,6.
27. Βλ. Ρωμ. 8,9.
28. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ Βίος, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 71.
29. Ρωμ. 8,26.
30. Α Κορ. 12,3.
31. Γαλ. 4,6.
32. Βλ. Εφεσ. 5,19.

Ο Απόστολος Παύλος ζούσε ως μοναχός, φορονούσε ως μοναχός, δίδασκε ως μοναχός. Το Παύλειο λόγιο «εμοί κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω»34 αποτελεί την συνοπτικότερη αλλά και πληρέστερη περιγραφή της μοναχικής ζωής. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ερμηνεύοντας το συγκεκριμμένο αυτό χωρίο του Αποστόλου Παύλου λέει ότι σε αυτό το χωρίο εμπερικλείονται δύο μυστήρια του Σταυρού για την μοναχική ζωή. Το πρώτο, που αναφέρεται στο «εμοί κόσμος εσταύρωται», συντελείται όταν ο μοναχός κάνει την αποταγή του και φεύγει από τον κόσμο και σταυρώνεται για αυτόν ο κόσμος και η αμαρτία. Κατά το δεύτερο μυστήριο του Σταυρού, που αναφέρεται στο «καγώ τω κόσμω», ο μοναχός σταυρώνεται για τον κόσμο και τα πάθη, αυτά φεύγουν από αυτόν35. Υπάρχει μία εικόνα του «Εσταυρωμένου Μοναχού», ίσως οι περισσότεροι να την έχετε δει, που απεικονίζεται ο μοναχός εσταυρωμένος, ενώ γύρω του τον τοξεύουν τα επτά πάθη της κακίας και στην βάση του σταυρού είναι γραμμένο το εν λόγω λόγιο του Αποστόλου Παύλου, «εμοί κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω». Πολύ χαρακτηριστική και εκφραστική απεικόνιση!

Ο Απόστολος Παύλος είναι αυτός που κοπίασε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ώστε να συγκροτηθεί η Εκκλησία. Αλλά και του αποκαλύφθηκε με τόσο έντονο θεολογικό τρόπο, ότι η Εκκλησία αποτελεί το σώμα του Χριστού, ότι με την «κλάσιν του άρτου», δηλαδή την Θεία Ευχαριστία γινόμαστε μέλη του Χριστού, σύναιμοι και σύσσωμοι Αυτού. Όμως η μυστηριακή αυτή Θεία Κοινωνία δεν είναι απροϋπόθετη. Χρειάζεται και η ανάλογη εσωτερική προετοιμασία από τον πιστό για να προσέλθει στην κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων. Δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική συμμετοχή στην ζωή της Εκκλησίας, η οποία βέβαια «σημαίνεται εν τοις Μυστηρίοις»36, δίχως άσκηση. Η Θεία Ευχαριστία προϋποθέτει την πίστη στην Θεότητα του Χριστού, την αποδοχή της διδασκαλίας του Χριστού και της Εκκλησίας Του, την προσευχή, την νηστεία, την τήρηση των εντολών του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι «ος αν εσθίη τον άρτον τούτον η πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως του Κυρίου, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου»37. Γι’ αυτό «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω, και εκ του ποτηρίου πινέτω»38. Χρειάζεται πολλή προσοχή στην προετοιμασία μας πριν από την Θεία Κοινωνία, για να μην συμβεί αυτό που στην εποχή του σε μερικούς Κορινθίους συνέβαινε, όπως το ομολογούσε και ο ίδιος, «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι, και κοιμώνται ικανοί»39.

Η ασκητική ζωή και η Θεία Ευχαριστία οδηγούν τον χριστιανό όχι μόνο στην κάθαρση από τα πάθη αλλά και στον πνευματικό φωτισμό. Έτσι ο χριστιανός υπερβαίνει την παρά φύση κατάσταση και φθάνει στην κατά φύση, αλλά και κατευθύνεται στην υπέρ φύση κατάσταση. Ο φωτισμός που λαμβάνει ο άνθρωπος κατά την συνεχή κοινωνία και ένωσή του με τον Χριστό δεν είναι αποτέλεσμα διανοητικής μελέτης, όπως τον νομίζουν μερικοί, αλλά οντολογικός και ενυπόστατος. Γίνεται «εν προσώπω του Ιησού Χριστού». Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι ο Θεός «έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού»40. Όπως θα γράψει και αργότερα ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, θέλοντας να μας μεταφέρει την δική του ανάλογη εμπειρία για την φωτιστική αυτή ενέργεια της θείας Χάριτος: «Κατ’ αυτήν (εννοεί την κατάσταση του φωτισμού) λαμβάνει φως γνώσεως, ανάγεται εις θεωρίαν Θεού. Όχι φώτα, όχι φαντασίες, όχι εικονισμοί• αλλά διαύγεια του νοός, καθαρότης λογισμών, βάθος εννοιών»41. Ο πιστός τότε αρχίζει να οδεύει προς την θέωση, να γεύεται την άκτιστη μακαριότητα και δόξα του Θεού. Να ανεβαίνει «από δόξης εις δόξαν». Δίδασκε ο Απόστολος Παύλος τους αγαπημένους του Κορινθίους, «ημείς πάντες, ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι, την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος»42. Έτσι ανέβη και ο Απόστολος Παύλος «έως τρίτου ουρανού… ηρπάγη εις τον παράδεισον, και ήκουσεν άρρητα ρήματα»43. Ο Παύλος παρώτρυνε τους μαθητές του, ότι δεν έλαβαν «πνεύμα δουλείας, αλλά πνεύμα υιοθεσίας»44. Γεύεται και βιώνει ο πιστός την υιοθεσία του από τον ίδιο τον Θεό. Έχουμε τώρα τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος, όμως στενάζουμε την «υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι»45. Ο Θεός Πατέρας έστειλε τον μονογενή Υιό Του, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, «ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν»46. Προ καταβολής κόσμου μας έχει εκλέξει ο Θεός και μας έχει προορίσει «εις υιοθεσίαν δια Ιησού Χριστού εις Αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος Αυτού»47. Η κατάληξη του ανθρώπου, ο εσχατολογικός προορισμός του είναι η υιοθεσία του από τον Θεό. Η ζωή του Θεού θα γίνει και ζωή του ανθρώπου, και ο,τι ο Θεός είναι κατά φύση, θα γίνει και ο άνθρωπος κατά Χάρη.

Η ασκητική και ησυχαστική εμπειρία του Αποστόλου Παύλου εξασφάλισε, όπως τονίσαμε και στην αρχή, την τεράστια επιτυχία στην ιεραποστολική του δράση. Εξάλλου δεν προέβη στο εγχείρημα αυτό από μόνος του, αλλά εντελλόμενος από τον ίδιο τον Χριστό, από τον Απόστολο Ανανία, από τους προκρίτους των Αποστόλων. Κάτι που πρέπει να γίνεται και σήμερα. Κανείς να μην αναλαμβάνει μία ιεραποστολική δραστηριότητα αν δεν έχει ευλογία είτε από τον πνευματικό του, είτε από τον επίσκοπό του, είτε από τον Γέροντά του. Ο ίδιος θα πρέπει να ζει την εσωτερική εν Χριστώ ζωή, να έχει καθαριστεί από τα πάθη η τουλάχιστον να καθαρίζεται, όπως τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος48. Όλη η προσπάθεια, ο αγώνας του Αποστόλου Παύλου στον ευαγγελισμό των εθνών, στην ιεραποστολή δεν ήταν να αυξηθούν τα μέλη της νεοσύστατης Εκκλησίας του Χριστού, αλλά ήταν κυρίως αυτά τα μέλη της Εκκλησίας να αποκτήσουν εσωτερική εν Χριστώ ζωή. Έργο που καταδεικνύει τον Απόστολο ως ένα γνήσιο ασκητικό, νηπτικό Πατέρα της Εκκλησίας. Ο πόθος του για τους μαθητές του ήταν να δώσει ο Θεός «κατά τον πλούτον της δόξης Aυτού, δυνάμει κραταιωθήναι δια του Πνεύματος Αυτού εις τον έσω άνθρωπον, κατοικήσαι τον Χριστόν δια της πίστεως εν ταις καρδίαις αυτών»49. Ήθελε να μορφωθεί ο Χριστός μέσα τους και οδυνόταν γι’ αυτό. Με πόνο τους έγραφε: «τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρι ου μορφωθή Χριστός εν υμίν»50. Ήθελε να παραστήσει «πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού»51, γιατί και ο ίδιος ήταν τέλειος στην εν Χριστώ ζωή.

Περιγράψαμε, κατά δύναμη, τον Απόστολο Παύλο ως Νηπτικό Πατέρα της Εκκλησίας μέσα από τα δεδομένα του βίου του και των επιστολών του και ευχόμεθα το ασκητικό, ησυχαστικό αλλά και ανιδιοτελές φρόνημα του μεγάλου και Πρωτοκορυφαίου αυτού Αποστόλου να εμπνέει τους Ποιμένες της Εκκλησίας μας, αλλά και κάθε αγωνιζόμενο, ποιμενόμενο χριστιανό.

33. Α Θεσ. 5,16.
34. Γαλ. 6,14.
35. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 11, ΕΠΕ, τομ. 9, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 288-291.
36. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, PG 150, 452CD.
37. Α Κορ. 11,27.
38. Α Κορ. 11,28.
39. Α Κορ. 11,30.
40. Β Κορ. 4,6.
41. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, Επιστολή 2, εκδ. Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Άγιον Όρος 62003, σ. 41.
42. Β Κορ. 3,18.
43. Βλ. Β Κορ. 12,2-4.
44. Βλ. Ρωμ. 8,15.
45. Ρωμ. 8,23.
46. Γαλ. 4,5.
47. Εφεσ. 1,4-5.
48. «Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι• σοφισθήναι, και ούτω σοφίσαι• γενέσθαι φως, και φωτίσαι• εγγίσαι Θεώ, και προσαγαγείν άλλους• αγιασθήναι, και αγιάσαι». Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής 2,71, PG 35, 480.
49. Βλ. Εφεσ. 3,16-17.
50. Γαλ. 4,19.
51Βλ. Κολοσ. 1,28.