Ο Χορός. Κορυφαία τέχνη και οικείος συνομιλητής με την ορθόδοξη ανθρωπολογία

10 Ιουνίου 2019

ΧΟΡΟΣ: Η ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

Χωρίς αμφιβολία, ο χορός και ιδιαίτερα ο παραδοσιακός χορός, αποτελεί την επιτομή της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Θεατρική πράξη μέσω της κίνησης, λογοτεχνική έκφραση μέσω του ομαδικού τραγουδιού που χορεύεται, εικαστική έκφραση μέσω των χρωμάτων και των σχημάτων των χορευτικών κουστουμιών, μουσική έκφραση μέσω της μελωδία και της οργανοπαιξίας ενσωματώνονται και συναποτελούν την χορευτική πράξη. Εάν η κάθε Τέχνη εκφράζει την ανθρώπινη αναζήτηση ενός κόσμου κάλλους, που ξεπερνά την φθαρτή πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας ένα ιδιαίτερο στοιχείο του ορατού κόσμου, η Τέχνη του χορού επιστρατεύει όλα τα υλικά, προκειμένου να τα συνδέσει και να τα συν-αρμονίσει σε έναν κοινό ρυθμό. Ήχος και εικόνα, ως τα βασικά υλικά της ανθρώπινης αντιληπτικότητας, καλούνται να βρουν τον κοινό τους ρυθμό, ικανοποιώντας βαθύτατες υπαρξιακές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές ανάγκες του ανθρώπου.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

Αυτό όμως που κάνει ξεχωριστή την Τέχνη του χορού και την καθιστά τον πιο οικείο συνομιλητή της Ορθόδοξης ανθρωπολογίας είναι η θέση που κατέχει το ανθρώπινο σώμα στην χορευτική έκφραση. Σε όλες τις μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, το ανθρώπινο σώμα έρχεται ως ένα εργαλείο σύνδεσης της ψυχής του καλλιτέχνη με την πρώτη ύλη του που καλείται να πάρει μορφή: Το χέρι του ζωγράφου θα κρατήσει τον χρωστήρα, προκειμένου τα χρώματα, ως πρώτη ύλη, να διαμορφωθούν ως ένα πρωτότυπο εικαστικό δημιούργημα. Τα χέρια του μουσικού ή και η φωνή του θα αποτελέσουν το μέσον σύνδεσης της ψυχής του με τους ήχους, οι οποίοι ως πρώτη ύλη, θα διαμορφωθούν σε πρωτότυπο μουσικό δημιούργημα. Τα χέρια του γλύπτη θα κρατήσουν την σμίλη προκειμένου η ψυχή του να αποτυπωθεί πάνω στο σκληρό μάρμαρο, που ως πρώτη ύλη, θα γίνει γλυπτό. Στον χορό όμως, η πρώτη ύλη είναι το ίδιο το σώμα. Η χορευτική πράξη ενοποιεί στον ύψιστο βαθμό ψυχή και σώμα, σε σημείο που να αποτελούν ένα σχεδόν αδιαίρετο σύνολο. Ο χορευτής, περισσότερο από κάθε άλλον καλλιτέχνη, είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει και να κοινοποιήσει προς τούς θεατές πως είναι ΚΑΙ σώμα. Για τον λόγο αυτό, καμιά άλλη καλλιτεχνική δραστηριότητα δεν είναι τόσο αποκαλυπτική της ανθρώπινης ψυχής. Το μουσικό έργο, ο ζωγραφικός πίνακας, το γλυπτό, το λογοτεχνικό έργο, αποκαλύπτουν, αλλά και κρύβουν τον καλλιτέχνη, ο οποίος επιλέγει το τι και κατά πόσον θα αποκαλύψει. Το σώμα όμως ξεκινά να εκφράζει από το σημείο που εξαντλείται το στόμα, ο χρωστήρας και η σμίλη.

Αποτελεί πλέον κοινό τόπο στην εποχή μας το πόσο αποκαλυπτική είναι η γλώσσα του σώματος. Πολλώ μάλλον, η γλώσσα του σώματος που χορεύει είναι σε θέση να αποκαλύψει όχι μόνον στο κοινό αλλά και στον ίδιο τον χορευτή, βαθύτατες πτυχές της ύπαρξης που αφορούν όλο το φάσμα της ψυχοσωματικής του ιδιοσυγκρασίας, αλλά και τον βαθύτατο πόθο να συνενώσει ψυχή και σώμα ως διεστώτα. Καμιά άλλη καλλιτεχνική έκφραση δεν προσπαθεί με εντονότερο τρόπο να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στα δύο θελήματα, που με τόσο γλαφυρό αλλά και τραγικό τρόπο περιγράφει ο Απόστολος Παύλος:
«Βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσίν μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου». (Ρωμ. 7,23)

Η αντικατάσταση του όρου «νόμος» με τον όρο «ρυθμός» διασώζει πλήρως το νόημα, ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μένει εκστατικός μπροστά σε αυτή την διολασταση:

«Εχθρός εστιν (το σώμα) ευμενής και φίλος επίβουλος. Ω της συζυγίας και της αλλοτριώσεως! Ό φοβούμαι περιέπω, και ο στέργω δέδοικα. Πριν πολεμήσαι, καταλάσσομαι. και πριν ειρηνεύσαι, διίσταμαι». (Περί Φιλοπτωχίας, ζ΄)

Χαρακτηριστική είναι και η ρήση του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτη:
« Και συνεργός εστι (το σώμα) και πολέμιος, και βοηθός και αντίδικος, αντιλήπτωρ ομού και επίβουλος…τον αυτόν και περιπτύσσομαι και αποστρέφομαι» (Κλίμαξ, λόγος ΙΕ).

Μέσα σε αυτό το θεολογικό-πνευματικό πλαίσιο, ο χορός συμβάλλει με τον δικό του τρόπο στην αύξηση της σωματικής πειθαρχίας, συγκεντρώνοντας τις σωματικές δυνάμεις προς την επιτέλεση της χορογραφίας, παραδοσιακής ή έντεχνης, μεταβάλλοντας το σώμα σε ενιαίο αρμονικό σύνολο, υπήκοο σε έναν ανώτερο σκοπό φανέρωσης κάλλους, που ανατίθεται στην ανθρώπινη έμφυτη τάση της διάσπασης και της αποχαύνωσης. Ακόμη και η πιο ενστικτώδης κινητική εκτόνωση έχει από την φύση της την τάση να αναζητήσει μια υποτυπώδη χορευτική τάξη, όπως παρατηρείται στην χορευτική παράδοση των πρωτογόνων φυλών.

Ακόμη περισσότερο, ο χορός διατηρεί την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα. Για να κατανοήσουμε πλήρως το γεγονός αυτό, θα ήταν καλό να θυμηθούμε πως, κατά τους Νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας μας, η Πρακτική, ως πρώτο στάδιο της πορείας προς την Θεωρία, που επικεντρώνεται στα έργα της αγάπης άλλα και στη συμμετοχή του σώματος στην νηπτική άσκηση, δεν βλέπει το σώμα μόνον ως εργαλείο ασκήσεως αλλά και ως πρόξενο πνευματικής προκοπής. Έτσι εξηγείται η επιμονή των έμπειρων Γερόντων για την απαρέγκλιτη τήρηση όλων των πτυχών των έργων της λατρευτικής ζωής και της σωματικής άσκησης (μετάνοιες, εργόχειρο κλπ), έστω και εάν η ψυχή διακατέχεται από τάσεις αμέλειας και ακηδίας. Κατ’ αναλογίαν, η χορευτική κίνηση του σώματος συμπαρασύρει την ψυχή και πολλές φορές συμβάλλει στην θεραπεία και ανόρθωση της, όπως μαρτυρούν τα καταγεγραμμένα ευεργετικά θεραπευτικά αποτελέσματα τής χορευτικής πράξης σε περιπτώσεις ψυχικών νοσημάτων.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Πέρα όμως από την υπαρξιακή διάσταση του χορού, εξίσου σημαντικά είναι και τα αποτελέσματα σε κοινωνικό επίπεδο. Για να συνειδητοποιήσει κανείς τη συμβολή του χορού στη κοινωνικοποίηση του ατόμου και στην σύσφιξη των δεσμών της κοινότητας, αρκεί να ανατρέξει στις πρωταρχικές πηγές του χορού. Η Τέχνη του χορού πηγάζει από τα στοιχειώδη της ανθρώπινης επιβίωσης στα πρώτα κιόλας στάδια του ανθρώπινου πολιτισμού. Τα πρώτα ερεθίσματα στις Τέχνες προσφέρουν οι εικόνες και οι ήχοι του περιβάλλοντος του πρωτόγονου ανθρώπου. Η μουσική ξεκινά ως μίμηση των φυσικών ήχων. Το ίδιο συμβαίνει και με την ομιλία. Η ζωγραφική μιμείται τα φυσικά χρώματα και αναπαριστά εικόνες από την πρωτόγονη καθημερινότητα, όπως το κυνήγι. Όλες όμως αυτές οι δραστηριότητες είχαν πάντοτε ως βασικό παράγοντα την προσωπική δημιουργία και αφορούν μεμονωμένα άτομα. Ο χορός όμως έχει ως πρώτη ύλη την ίδια την κοινότητα. Ουσιαστικά συγκεντρώνει το σύνολο της προσωπικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθιστώντας την γεγονός της κοινότητας, η οποία δίνει συνεχώς ερεθίσματα και στους δημιουργούς. Φερ΄ ειπείν, είναι γνωστό στους ιστορικούς της Τέχνης, πως το σύνολο σχεδόν της μουσικής των πολιτισμών αποτελεί αρμονικό ήχο με τελικό σκοπό να συν-κινήσει την κοινότητα, δηλαδή με σκοπό να χορευτεί. Η αίθουσα συναυλιών, ως χώρος αποκλειστικής ακρόασης ατόμων καθηλωμένων και ακίνητων σε ένα κάθισμα, που ενίοτε χειροκροτούν ρυθμικά, ως μία μακρινή ανάμνηση ομαδικής κίνησης, αποτελεί Ευρωπαϊκή κατασκευήν με ιστορία όχι μεγαλύτερη των τριακοσίων ετών.

Ο χορός, έχει ως πρώτη ύλη τις βασικές κοινές κινήσεις της ομάδας που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των συλλογικών αναγκών. Είναι δεδομένο πως, από πολύ νωρίς, ο άνθρωπος διαπιστώνει την πολλαπλασιασμένη αποτελεσματικότητα των κινήσεων της ομάδας, όταν αυτές πραγματοποιούνται συντονισμένα: Το δίχτυ ανεβαίνει ευκολότερα στη βάρκα όταν οι κινήσεις του πληρώματος συντονιστούν με βάση έναν κοινό ρυθμό. Το κυνήγι έχει περισσότερη αποτελεσματικότητα όταν η ομάδα δράσει συντονισμένα. Οι συγκρούσεις και οι μάχες φέρνουν το νικηφόρο αποτέλεσμα όταν οι οπλίτες συνδυάσουν τις κινήσεις τους. Αυτά όλα αποτελούν την πρώτη ύλη της χορευτικής δράσης. Η κοινότητα που χορεύει επιβεβαιώνει τα κοινά της κατορθώματα αλλά και ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς των μελών της, εμπεδώνοντας στον καθένα την ανάγκη του «ανήκειν». Δεν είναι λοιπόν μόνον πρακτική αλλά και βαθύτατα ψυχολογική επιλογή να μυηθεί η κοινότητα στον ομαδικό χορό. Επιπλέον, τα παραδεδομένα βήματα και οι χορευτικές κινήσεις συνδέουν το παρόν της κοινότητας με το παρελθόν, ενισχύοντας την ιστορική μνήμη και εντάσσοντας όλα τα μέλη της σε μια ιστορική συνέχεια που θα υπάρχει και μετά το τέλος της ζωής του καθενός.

ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Από την Αναγέννηση και μετά (15ος αιώνας), στην δυτική Ευρώπη, η Τέχνη του χορό, όπως και οι άλλες Τέχνες, καλλιεργήθηκε συστηματικά και με δεδομένη την ραγδαία ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι αυξημένοι πόροι και ο ελεύθερος χρόνος της αναδυόμενης αστικής Ευρωπαϊκής τάξης οδήγησε και το χορό σε υψηλότατα επίπεδα. Έτσι, ο λαϊκός χορός εξελίχθηκε στο γνωστό καλλιτεχνικό μπαλέτο, μέσα από το οποίον αναδείχτηκαν τα μεγάλα έργα και οι κορυφαίοι χορευτές της ιστορίας του χορού. Η προσωπική καλλιτεχνική επίδοση, απότοκος της αυξημένης θέσης του ατόμου, την οποία επέβαλλε, κυρίως ο Ρομαντισμός και κατόπιν όλα τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα, εκτόπισε βεβαίως την συλλογικότητα και κυρίαρχο ζητούμενο έγινε η πρωτοτυπία και ολοένα μεγαλύτερος βαθμός καλλιτεχνικής δυσκολίας. Ακόμη όμως και μέσω αυτή της οδού, ο έντεχνος χορός, μέχρι και σήμερα, δίνει διέξοδο στο ταλέντο εκατομμυρίων παιδιών σε όλο τον κόσμο, ικανοποιώντας παράλληλα όλο το φάσμα των αναγκών που προαναφέραμε, με διαφορετικές βέβαια αναλογίες.

Η εξέλιξη αυτή είχε και τις αρνητικές της επιπτώσεις: Όπως συνέβη και σε όλες τις Τέχνες, κατά την νεώτερη εποχή, με δεδομένη την εκπληκτική και ταχύτατη εξέλιξη της χορευτικής Τέχνης, οι παραδοσιακότητα, αν και πανθομολογουμένως απετέλεσε την δεξαμενή του χορευτικού υλικού που εξελίχθηκε σε τόσο θαυμαστό επίπεδο, υποτιμήθηκε. Επιπροσθέτως, της καταλογίστηκε στασιμότητα και έλλειψη πρωτοτυπίας, μομφές που εξακοντίζονται προς όλα τα προνεωτερικά καλλιτεχνικά ρεύματα, μεταξύ των οποίων και η δική μας Βυζαντινή αγιογραφία και υμνωδία. Και στην περίπτωση του χορού, ανέκυψε το μεγάλο ερώτημα:
Τι είναι τελικά η Παράδοση;

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ ΣΤΟΝ ΧΟΡΟ

Εάν το ερώτημα αυτό δεν απαντηθεί πειστικά ή –το χειρότερο- απαντηθεί λανθασμένα, η ανθρώπινη κοινωνία θα τρέχει διαρκώς πίσω από το εντυπωσιακό και εφήμερό χωρίς σταθερές, καταδικασμένη να καταναλώνει διαρκώς το εφέ και τους σταρ εγκαταλείποντας τους στην λήθη όταν θα έρθει το επόμενο νέο και πρωτοποριακό. Πρέπει να γίνει κοινή συνείδηση πως η Παράδοση αποτελεί την κοίτη μέσα στην οποίαν καλούνται να κινηθούν οι άνθρωποι του εκάστοτε παρόντος. Η κοίτη αυτή, όχι μόνον δεν εμποδίζει την εξέλιξη και την ανανέωση, αλλά τους δίνει και διάρκεια στον χρόνο, ενσωματώνοντάς τες στο σώμα της. Το γεγονός αυτό δεν είναι μόνον αναμφισβήτητο, αλλά και αναπόφευκτο, λόγω ενός καταλυτικού παράγοντα: Της μοναδικότητας του ανθρώπινου προσώπου, η οποία καθιστά την πρωτοπορία και την πρωτοτυπία κάτι απολύτως φυσιολογικό και αυτονόητο.

Τι σημαίνει αυτό στην περίπτωση του χορού; Ο παραδοσιακός χορευτής που ακολουθεί τα βήματα χορών που η γένεσή τους χάνεται στον χρόνο, όπως στην περίπτωση των παραδοσιακών Ελληνικών χορών, δεν μιμείται απλώς, διότι κανείς δεν μπορεί να αντιγράψει απολύτως μια τόσο προσωπική ανθρώπινη πράξη, όπως η χορευτική. Τα βήματα που ακολουθεί, όντως προκαθορισμένα και παγιωμένα, θα χορευτούν με τον δικό του ιδιαίτερο, μοναδικό και προσωπικό τρόπο. Όπως οι κυματισμοί του ποταμού που κυλούν στην προκαθορισμένη κοίτη, ποτέ δεν είναι όμοιοι, έτσι και οι χορευτές δεν αποτελούν αντίγραφα ενός προτύπου αλλά δύναμη εμπλουτισμού της συλλογικής καλλιτεχνικής εμπειρίας της κοινότητας.

Όπως λοιπόν ο ποταμός που κυλά, όχι μόνον περιορίζεται από την κοίτη, η οποία περισώζει την ορμή του, αλλά και την διαμορφώνει με την διάβρωση ή και διανοίγει νέες κοίτες, έτσι και ο παραδοσιακός χορός καθοδηγεί, αλλά και διαμορφώνεται, όταν οι κοινωνικές δυνάμεις και οι συλλογικές ανάγκες το επιβάλλουν. Έτσι, και ο παραδοσιακός χορός, όπως και όλες οι παραδοσιακές Τέχνες, εκ των πραγμάτων εξελίσσονται, μόνον που ακολουθούν ρυθμούς πολύ πιο αργούς από την φρενίτιδα των σύγχρονων καιρών.

Στην δική μας περίπτωση, οι Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί συνεχίζουν να εκπληρώνουν όλους τους προαναφερθέντες ύψιστούς υπαρξιακούς, κοινωνικούς και καλλιτεχνικούς τους στόχους. Καλούν την κάθε νέα γενιά να μυηθεί στην μαγεία του ψυχοσωματικού συντονισμού, ενώ συγχρόνως ωθεί σε συν – κίνηση και σύν – τονισμό με τον συν-χορευτή συν-άνθρωπο, του οποίου κρατά το χέρι. Την στιγμή της κοινής χορευτικής πράξης, ένας απίστευτος ιστορικός πλούτος διαχέεται στα μέλη του σώματός του χορευτή, φέρνοντάς τον σε επαφή με ήχους και κινήσεις που γεννήθηκαν μέσα από την ιστορική διαδρομή ενός ιδιαίτερου τόπου και ενός ολόκληρου λαού. Πέρα όμως από αυτά, σε εποχές αποξένωσης, ατομισμού και ιδιοτροπίας, ο παραδοσιακός χορός αποτελεί μύηση ταπεινοφροσύνης και προσωπικής συγκατάβασης στους ρυθμούς της κοινότητας. Υπέροχα εκφράζει την «κάθοδο» αυτή ο στίχος του Διονύση Σαββόπουλου:

«Έλα στο χορό
Πάρε με και εμένα λίγο να χαρώ
Έλα στο χορό
Θέλω να κατέβω θέλω να ενωθώ».

Σε αντιπαράθεση με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αποθεώνει την ατομική επίδοση και που έχει διαβρώσει πλήρως ακόμα και τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, οι παραδοσιακοί χοροί σε συνδυασμό με τη δημιουργία παραδοσιακών μουσικών συνόλων προσφέρει στη νεανική ψυχή αντισώματα κοινωνικότητας και διάσπασης της απομόνωσης και της ατομιστικής μοναχικής πορείας σε όλους τους τομείς της ζωής.

Η ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ

Το κορυφαίο ζητούμενο της πίστης μας, που δεν είναι άλλο από την εκκλησιαστικοποίηση του βίου μας, θα βρει στην παραδοσιακή χορευτική πράξη μια δύναμη ψυχοκινητική, συναισθηματική και βαθύτατα υπαρξιακή προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλωστε, η δύναμη της συν-κίνησης δεν είναι άγνωστη και στην Ορθόδοξη λατρεία. Η κοινή κλίση της κεφαλής προς τον ιερέα που θυμιατίζει, η κοινή έγερση σε συγκεκριμένα σημεία της Θείας Λειτουργίας, η κοινή διενέργεια του σταυρού σε άλλα αντίστοιχα, η κοινή γονυκλισία, η συντεταγμένη πορεία προς το Άγιο δισκοπότηρο και η συντεταγμένη αποχώρηση, δεν αποτελούν δείγματα μιας ιδιότυπης λατρευτικής χορογραφίας;

Η ομαδική χορευτική δράση απευθύνεται στον καθένα, ανεξαρτήτως ιδιαίτερων ταλέντων και χαρισμάτων. Απόδειξη αυτού αποτελεί η, κατ΄ ουσίαν, ανυπαρξία ά-ρυθμου ανθρώπου. Όποιος μετέχει σε αυτήν, αργά ή γρήγορα, θα συντονιστεί, σε αντίθεση με όλες τις άλλες μορφές Τέχνης, στις οποίες απαιτείται μία ελάχιστη ύπαρξη συγκεκριμένου ταλέντου. Αυτό το γεγονός καθιστά τον χορό, ιδιαίτερα τον παραδοσιακό, την πιο μαζική συλλογική δράση, ικανή να οδηγήσει τον κάθε άνθρωπο σε βαθύτατες συν–κινησιακές εμπειρίες, με ένταση και πλούτο, που προσεγγίζουν το θρησκευτικό βίωμα._