Ελλάς, η χώρα των πτυχίων

10 Ιουλίου 2019

Εκείνη στα 85. Μοναχή από εκείνους τους καιρούς, που το καλογέρικο ράσο, ακόμη και στο τελευταίο μοναστήρι της Ελληνικής γης, μύριζε θυμίαμα και φρεσκοσκαμμένο χώμα απ’ τις δουλειές στο περιβόλι, στα ζώα, στα δέντρα. Τότε που έμπαινα σε μοναστήρι, παιδάκι, και μια καλογερίστικη αγκαλιά με διαβεβαίωνε πως υπάρχει παράδεισος.

Δίπλα της, η τελευταία Αδελφή της από μια κοινότητα εικοσιπέντε καλογραιών στο πρώτο τους μοναστήρι. Άλλες μείνανε εκεί, άλλες τις πήρε ο Θεός, αυτή ήταν η τελευταία, με κλεισμένα πια τα ογδόντα εννιά.Σκυφτή στο καροτσάκι,ανήμπορη, χωρίς δύναμη να σταθεί, αν δεν την στηρίξει κάποιο χέρι.Εξήντα χρόνια μαζί,από τότε, που το αγαπημένο μοναστήρι τους βούιζε απ΄ το φουρφούρισμα των ράσων των νεών Μοναχών που έτρεχαν απ΄ τα διακονήματα στο καθολικό και πάλι πίσω. Από τότε, που οι επισκέπτες δεν άφηναν το μοναστήρι σε ησυχία, που κατέφθαναν με τα πεσκέσια τους και τα΄ αυτοκίνητα δεν χώραγαν να παρκάρουν στο πλάτωμα, μπροστά στην είσοδο της Μονής με την εικόνα του Άη Δημήτρη να τους υποδέχεται. Τώρα, και οι δυο, αποτραβηγμένες στο ταπεινό τους ησυχαστήριο, ξεχασμένες ακόμη και από εκείνους που θα ΄πρεπε να της είχαν για εικονίσματα και να τις δείχνουν σε νέους και νέες,που αποφασίζουν να βάλουν το ράσο. Ξεχασμένες από όλους μα σίγουρα όχι απ’ το Θεό,που συνεχίζει απλόχερα να σκορπάει στο πρόσωπό τους την ακατανόητη για τον κόσμο χαρά, την προορισμένη για τους ασήμαντους αυτού του κόσμου.

Πριν λίγες μέρες, κι οι δυο μαζί, στον προθάλαμο μεγάλου νοσοκομείου στην κοντινή πόλη, για τις απαραίτητες εξετάσεις της μεγαλύτερης μοναχής. Πιασμένες χέρι χέρι, περιμένοντας με υπομονή τη σειρά τους.Κάποτε το νούμερο τους έφτασε.Σηκώθηκαν κι οι δυο και έφτασαν μέχρι το γκισέ της προϊσταμένης.

«Να περάσει μέσα μόνον η ασθενής», είπε εκείνη, νέα σχετικά κοπέλα, με τον αέρα της ατσαλάκωτης λευκής στολής, σύμβολο της εξουσίας, που πατά πάνω στην ανημποριά του ασθενούς και τον φόβο του συγγενή που περιμένει μισή κουβέντα ελπίδας.

«Αφήστε με να περάσω μαζί της», την παρακάλεσεη… νεότερηΜοναχή.«Γνωρίζω ακριβώς τα προβλήματα της και είμαι εγώ αυτή που την περιποιείται καθημερινά. Μπορώ να σας πω ακριβώς τι έχει για να τελειώσουμεκαιγρηγορότερα,γιατίχωρίςεμένααισθάνεται και μια ανασφάλεια».

«Καθίστε έξω σας παρακαλώ,δεν επιτρέπονται άλλοιστοεξεταστήριο», χάραξε τον αέρα κοφτερή η φωνή τής λευκοφορεμένης αρχόντισσας του ορόφου.

Η Μοναχή ευγενικά επέμεινε,για να εισπράξει, στον ενικό αυτή τη φορά,

«Κάθισε έξω σε παρακαλώ και μη μας δυσκολεύεις».

«Κορίτσι μου», της είπε εκείνη, «κάτω από το μαύρο βλέπεις, φοράω λευκά σαν τα δικά σου.Αυτή εκεί μέσα είναι αδελφή μου και δεν μπορώ να την αφήσω».

«Δεν έχεις καμία δουλειά εκεί», απάντηση η λευκοφορεμένη αρχόντισσα και έφυγε προς τα μέσα κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

Ο κύκλος των εξετάσεων θα ολοκληρωνόταν σε μια δεύτερη επίσκεψη, μετά από μια εβδομάδα.

«Ηλία μου, μάρτυράς μου η Παναγιά, 60 χρόνια Μονάχη και για τον εαυτό μου δεν μίλησα ποτέ. Αυτή όμως τη φορά, γύρισα στο κελί μου, άνοιξα το παλιό μου μπαουλάκι και έβγαλα από μέσα αυτό που χρειαζόμουν, καταχωνιασμένο κάτω από ρούχα και κάποια ξεχασμένα κειμήλια».

Σε μια εβδομάδα, ξανά, στο μεγάλο νοσοκομείο, στον μακρύ διάδρομο, πιασμένες χέρι χέρι, να περιμένουν τη σειρά τους.

«Ελάτε, η σειρά σας», αντιβούισε στον διάδρομο η αεράτη φωνή.
Σηκώθηκαν και οι δυο.

«Εσείς είπαμε όχι»,ακούστηκε ρητή η διαταγή.

 

Και η Μοναχή των 85 χρονών, εκ των οποίων τα 15 τελευταία μέσα στην ερημιά και τη λησμοσύνη, έβγαλε σιωπηλή από το ράσο της το πλαστικοποιημένο της πτυχίο.Πτυχίο αδελφής νοσοκόμας από την Σχολή του Ερυθρού Σταυρού, τριετούς διάρκειας με χρονολογία αποφοίτησης το 1959 και με υπογραφές γιατρών που τα βιβλία τους ακόμη διδάσκονται στην Ιατρική Σχολή. Βαθμός, εννέα και έξι δέκατα, μία από τις τρεις αριστούχες της τάξης των 70 συμφοιτητών της.Διακριτικά, χωρίς ίχνος έπαρσης, το ακούμπησε στο γκισέ.

Η λευκοφορεμένη αρχόντισσα, άφωνη, ακίνητη, σήκωσε κάποια στιγμή τα μάτια, και της είπε χαμηλόφωνα ένα

«Περάστε»!

Ό,τι δεν κατάφερε η εικόνα δύο εξαϋλωμένων καλογραιών, πιασμένων χέρι χέρι, ό,τι δεν κατάφερε των δύο μαυροφορεμένων μορφών η λαμπράδα απ΄ την καρτερία και την προσευχή, ό,τι δεν κατάφερε η παράκλησή για βοήθεια και συμπαράσταση στην ανήμπορη αδελφή, ό,τι δεν επέβαλε η κάποτε αυτονόητη ευγένεια της οικογενειακής ανατροφής, ό,τι δεν επέβαλε η στοιχειώδης ανθρωπιά,ό,τι δεν κατάφερε, τουλάχιστον, η συστολή μπροστά στις δύο υπερήλικες, το κατάφερε ένα παλιό πτυχίο του ΄59 με χειρόγραφο το όνομά της και, φαρδύ- πλατύ, τον κόκκινο σταυρό.

Ούτε προγράμματα, ούτε μνημόνια,ούτε μέτρα, ούτε μεταρρυθμίσεις! Θα ξεκινήσουμε πάλι για τα μπροστά όταν θα ξαναρχίσουμε να εκτιμάμε την καλοσύνη, την ανθρωπιά και την αγιότητα. Όταν η μέση δεν θα κάμπτεται ενώπιον των τίτλων αλλά ενώπιον του μεγαλείου των καλών ανθρώπων που για χάρη τους συνεχίζει ο Θεός να μας λυπάται.

Οι δυο τους επέστρεψαν στο ξεχασμένο ησυχαστήριό τους. Στις τρεις η νεότερη αδελφή θα σηκωθεί μέσα στη νύχτα για να γυρίσει πλευρό την μεγάλη της αδελφή. Τα υποστρώματα φτάνουν ακόμη για έξι – εφτά ήμερες.

«Ηλία μου, κάθε τέτοιες μέρες του μήνα που τελειώνουν, η Αγία στέλνει. Αύριο, μεθαύριο τα περιμένω. Τρακόσια πενήντα ευρώ χρειάζομαι κάθε μήνα για τη γυναίκα που έρχεται και με βοηθά να τη σηκώνουμε λιγάκι να περπατάει και να μας μαγειρεύει κάτι.Απ΄ τους επισκέπτες της Κυριακής, ούτε τα πενήντα ευρώ του ιερέα πια δε βγαίνουν, που τον φέρνω απ΄ την Αθήνα για τη Λειτουργία. Τι να κάνω; Γίνεται χωρίς Θεία Λειτουργία; Δεν ανησυχώ όμως. Θα έρθουν και αυτά στην ώρα τους. Ποτέ δε μείναμε.Είδες, πιάσαμε την κουβέντα και δεν σας έφερα ακόμη να προσκυνήσετε το λείψανο της Αγίας».

Πήγε μέσα και γύρισε με την μικρή ασημένια λειψανοθήκη, ψέλνοντας σιωπηλά το απολυτίκιο της. Έβγαλε το πορφυρό στρογγυλό κάλυμμα, το άπλωσε και με ευλάβεια απόθεσε πάνω του, σαν πολύτιμο θησαυρό, τη θήκη με τα άγια λείψανα. Την άνοιξε. Γέμισε το μικρό αρχονταρίκι με ευωδία που νόμιζες θα λιποθυμήσεις.

«Μοσχοβολάει η χάρη της. Χάρηκε που ήρθατε»!_