Οικοτοξικολογία και βιοδείκτες

15 Ιουλίου 2019

Χημικές ενώσεις, αποτέλεσμα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, διαχέονται στην βιόσφαιρα και ρυπαίνουν έδαφος, αέρα και νερό. Η ποσοτική και ποιοτική εκτίμηση των επιπτώσεων της ρύπανσης σε ζωντανούς οργανισμούς αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη.

Οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες, οι οποίες βασίζονται στις οικονομικές φιλοδοξίες του ανθρώπου και στην επιθυμία του για ευκολότερη και πιο άνετη ζωή, έχουν οδηγήσει στην ανάγκη για ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνολογίας. Ως αποτέλεσμα, χημικές ενώσεις, παλαιές και νέες, έχουν διαχυθεί και συνεχίζονται να διαχέονται στην βιόσφαιρα, ρυπαίνοντας έδαφος, αέρα και νερό. Στην Ελλάδα η ευρέως προβληθείσα περίπτωση του Ασωπού ποταμού αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα και είναι ικανό να ενσπείρει ανησυχία στον κάθε πολίτη.

Η μέτρηση των επιδράσεων τόσο μεμονωμένων ενώσεων (που καλούνται ξενοβιοτικά) όσο και των πολύπλοκων μειγμάτων τους (για παράδειγμα βιομηχανικά και αστικά λύματα) σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς ξεκίνησε δειλά από το 1960 και σήμερα έχει εξελιχθεί σε αυτόνομη επιστήμη (Blaise and Gagne, 2007). Πρόκειται για την οικοτοξικολογία, η οποία ασχολείται με τις επιδράσεις των περιβαλλοντικών ρυπαντών σε επίπεδο ομάδας, πληθυσμού η/και οικοσυστήματος χωρίς να αποκλείεται και η εξέταση επιπτώσεων σε ατομικό επίπεδο (τοξικότητα, τοξικοκινητική και υποτοξικά φαινόμενα) εάν αυτά κρίνονται σημαντικά και προγνωστικά για το μέλλον του πληθυσμού (Theodorakis, 2005).

Βασικό εργαλείο της Οικοτοξικολογίας αποτελούν οι μελέτες σε πραγματικές (φυσικές) συνθήκες, είτε χρησιμοποιώντας τους παρόντες οργανισμούς του οικοσυστήματος (οι οποίοι θεωρητικά έχουν ήδη εκτεθεί σε ρυπαντές), είτε μεταφέροντας οργανισμούς με γνωστό «πιστοποιητικό» (προηγούμενη εκτροφή σε φάρμες, ιχθυοκαλλιέργειες και φυτώρια) στο συγκεκριμένο οικοσύστημα και παρακολουθώντας εν συνεχεία την πορεία τους. Και οι δυό τακτικές είναι εξίσου σημαντικές, συχνά αποτελούν  τμήματα της ίδιας γενικότερης μελέτης και δίνουν πληροφορίες για διαφορετικά «τελικά σημεία αναφοράς», όπως για παράδειγμα για οξείες αντιδράσεις του οργανισμού ενάντια σε ρυπαντές σε σχέση με καθυστερημένες αντιδράσεις η/και φαινόμενα προσαρμοστικότητας.

Οι βιοδείκτες

Τι είναι όμως ακριβώς αυτό που μετράται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά σε αυτές τις μελέτες; Ο καιρός που αρκούσε να υπολογίζουμε το ποσοστό ψαριών που πεθαίνουν έπειτα από έκθεση στον Χ παράγοντα έχει περάσει ανεπιστρεπτί, όσον αφορά την έρευνα. Παραμένει ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για ρυθμιστικούς και νομικούς σκοπούς (για παράδειγμα, χορήγηση αδειών σε χημικά και φαρμακευτικά σκευάσματα και χαρακτηρισμός τους), εντούτοις άλλοι, πιο εξευγενισμένοι και λιγότερο τελεολογικοί δείκτες από τον θάνατο, έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούνται (Blaise and Gagne, 2007). Οι δείκτες αυτοί, επονομαζόμενοι βιοδείκτες, ξεκίνησαν να αναπτύσσονται την δεκαετία του 1980 και μέχρι και σήμερα γνωρίζουν συνεχή άνθηση και εμπλουτισμό.

Κατά βάση, οποιαδήποτε απτή και μετρήσιμη βιοχημική η φυσιολογική αλλαγή σε κύτταρα, εκκρίσεις η ιστούς, η οποία υποδεικνύει παρουσία ρυπαντών στον οργανισμό η αντισταθμιστική αντίδραση του οργανισμού, μπορεί να θεωρηθεί εν δυνάμει βιοδείκτης (McCarthy and Shugart, 1990). Οι βιοδείκτες μπορεί να αναφέρονται σε υποκυτταρικό επίπεδο και να μελετούν αλλαγές σε μικροσκοπικά οργανίδια του κυττάρου που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι η μπορεί να μελετούν διεξοδικά τις επιδράσεις του εκάστοτε ρυπαντή σε επίπεδο οργάνου (νέκρωση η τραυματισμός ιστού, ανατομική η φυσιολογική δυσλειτουργία οργάνου) η ακόμα και οργανισμού ως συνολικής μονάδας, ανάλογα με το εάν η ευαισθησία του σε συνηθισμένες λοιμώξεις έχει αυξηθεί, εάν έχει αλλάξει η αναπαραγωγική του κατάσταση και το προσδόκιμο επιβίωσής τους και άλλα πολλά. Οι βιοδείκτες μπορούν να χωριστούν στις παρακάτω τρεις βασικές κατηγορίες κυρίως για πρακτικούς σκοπούς. Έτσι μπορεί να έχουμε:

Βιοδείκτες έκθεσης οι οποίοι μετρούν κατά πόσον ο οργανισμός έχει εκτεθεί σε κάποιο (ορισμένο) ξενοβιοτικό. Οι δείκτες αυτοί μπορούν να αφορούν σε μέτρηση συγκεκριμένων μεταβολιτών η συμπλόκων μεταβολιτών με κυτταρικά οργανίδια.

Βιοδείκτες επίδρασης οι οποίοι μετρούν τα πρώιμα αποτελέσματα της έκθεσης, τα οποία ίσως και ταυτόχρονα να αποτελούν και τα πρώτα βήματα στην διαδικασία τοξικότητας, ασθένειας η καρκινογένεσης που πιθανόν θα ακολουθήσει.

Βιοδείκτες ευαισθησίας, οι οποίοι μετρούν τους παράγοντες εκείνους που καθιστούν ορισμένα άτομα η πληθυσμούς πιο ευαίσθητους στις βλαβερές επιδράσεις των ξενοβιοτικών από άλλους. Οι βιοδείκτες αυτοί μπορεί να μετρούν διαφορές στους προστατευτικούς μηχανισμούς, όπως για παράδειγμα στην δραστικότητα αντιοξειδωτικών ενζύμων η ενζύμων επιδιόρθωσης DNA (Kolankaya, 2001).

Κυτταρικές μεμβράνες

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να κάνουμε σύντομες αναφορές σε χαρακτηριστικούς και συχνά χρησιμοποιούμενους βιοδείκτες από κάθε τομέα, αποφεύγοντας ιδιαίτερα τεχνικούς όρους και με τις καλύτερες προθέσεις να μην επαναφέρουμε δυσάρεστες αναμνήσεις πανεπιστημιακής βιοχημείας.

Ξεκινώντας από τα μικροσκοπικά μεγέθη, πρέπει να πούμε πως οι βιοδείκτες που αναφέρονται σε κυτταρικές μεμβράνες μπορούν να δώσουν μία άμεση εκτίμηση της καταστροφής που προκλήθηκε από ένα ξενοβιοτικό η συνδυασμό ξενοβιοτικών. Έτσι -για παράδειγμα- τα λυσοσώματα, μια σειρά από οργανίδια που λαμβάνουν μέρος σε πέψη και αποδόμηση άχρηστων και επικίνδυνων συστατικών και σε προστασία του κυττάρου, αποτελούν εύκολους στόχους για μία πληθώρα ξενοβιοτικών. Το αποτέλεσμα της έκθεσης λοιπόν μπορεί να είναι διάταση, ρήξη και διάχυση των συστατικών των λυσοσωμάτων μέσα στο κύτταρο. Η καταστροφή αυτή, η οποία μετράται ως αυξημένη διαπερατότητα της εξωτερικής τους μεμβράνης, αποτελεί ένα αξιόπιστο σήμα κινδύνου.

Ως παράδειγμα αναφέρουμε τα μεσογειακά μύδια (Mytilus galloprovincialis) που μεταφέρθηκαν προς εγκατάσταση στον Πατραϊκό Κόλπο και παρουσίασαν αυξημένη λυσοσωματική βλάβη σε σχέση με μάρτυρες σε μη ρυπασμένη περιοχή έπειτα από έκθεση ενός μήνα, πιθανότατα λόγω των επιβλαβών ουσιών του ρυπασμένου κόλπου (Kalpaxis et al, 2004).

Αντίστοιχα τα ουδέτερα λίπη, που αποτελούν και αυτά συστατικά κυτταρικών μεμβρανών, είναι ακόμα ένας εύκολος στόχος για ξενοβιοτικά που λειτουργούν μέσω πρόκλησης οξειδωτικού στρες. Συνηθισμένα προϊόντα της οξείδωσης των λιπών είναι οι αλδεΰδες μαλονδιαλδεϋδη και trans-4-υδροξυ-2-νονενάλη, οι οποίες πέρα από διατάραξη της λειτουργικότητας της μεμβράνης μπορούν επιπλέον να αντιδράσουν με το DNA, προκαλώντας δυνητικά καρκινογόνα σύμπλοκα (Bartsch and Nair, 2004).

Η μέτρηση αυτών των οξειδωμένων παραγώγων ίσως πλέον να αποτελεί ακόμα και υπόθεση ρουτίνας για πολλές οικοτοξικολογικές μελέτες και αρκετές φασματοφωτομετρικές και χρωματογραφικές μέθοδοι καθορισμού τους είναι πλέον διαθέσιμες. Επιπλέον ένας ακόμα παράγοντας οξείδωσης λιπιδίων (αλλά και πρωτεϊνών, υδατανθράκων και μετάλλων), η φθορίζουσα χρωστική λιποφουσκίνη, αποτελεί και αυτή ένα καλό σημάδι εκσεσημασμένης βλάβης λυσοσωμάτων (Viarengo et al, 2007).

Το DNA

Οι βλάβες στο DNA, λόγω του νευραλγικού του ρόλου ως μεταβιβαστή γενετικών πληροφοριών, τυγχάνουν ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και μία σειρά από βιοδείκτες έχουν αναπτυχθεί, ο καθένας ανάλογα με το είδος της βλάβης – αν είναι «σπάσιμο» αλυσίδας, σύμπλοκο με αυτήν η μη φυσιολογική «επανακόλλησή» της, αν είναι τροποποίηση στο σάκχαρο η την αζωτούχο βάση του νουκλεοτιδίου, αν οδηγεί σε αλλαγή μιας αζωτούχου βάσης μετά την αντιγραφή του DNA η σε απώλεια ολόκληρου τμήματος του χρωμοσώματος.

Ενδεικτικά θα αναφέρουμε μερικές μεθόδους, όπως την μέτρηση μονών αλυσίδων (θραυσμάτων), μιας εύκολα επιδιορθώσιμης και «καθημερινής» βλάβης, αλλά ταυτόχρονα ενδεικτικής της γενοτοξικότητας ενός ξενοβιοτικού και την μέτρηση τροποποιημένων (οξειδωμένων η αλκυλιωμένων) αζωτούχων βάσεων, η οποία -παρά τα ψευδώς θετικά που μπορεί να δώσει- είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστική όσον αφορά τα επίπεδα οξειδωτικής και αλκυλιωτικής καταπόνησης αντίστοιχα που υφίσταται ο οργανισμός.

Επιπλέον, τα ογκώδη συμπλέγματα DNA με ηλεκτρονιόφιλους μεταβολίτες ξενοβιοτικών, όπως του κοινού πετροχημικού παραγώγου βενζοπυρένιο, δίνουν και αυτά μια ένδειξη του μεταλλαξιογόνου δυναμικού συνηθισμένων ρυπαντών της ξηράς και της θάλασσας (McCoull et al, 1999). Τέλος, η παρουσία μικρών τεμαχίων DNA (μικροπυρήνων) έξω από την σωστή, συνηθισμένη του θέση στον πυρήνα του κυττάρου, μετά την μίτωση και έπειτα από ειδική χρώση, είναι σαφής ένδειξη γενοτοξικότητας (Bolognesi et al, 1999).

Τα ένζυμα

Η αυξημένη (από άποψη κινητικής) δράση ορισμένων ενζύμων που λαμβάνουν μέρος σε αντιοξειδωτικές και αποτοξινωτικές διαδικασίες -όπως της καταλάσης, της υπεροξειδικής δισμουτάσης, της τρανσφεράσης, της γλουταθειόνης και άλλων- έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως βιοδείκτης σε πολλές μελέτες για ρυπαντές ικανούς να προκαλέσουν οξειδωτική καταπό­νηση, παρά τις έντονες εποχιακές τους διακυμάνσεις (Vlahogianni et al, 2007). Άλλα «ειδικά» ένζυμα τα οποία επάγονται από ορισμένα μέταλλα (κάδμιο, ψευδάργυρο), η από ξενοβιοτικά με οιστρογονική δρα­­ση (π.χ. οιστραδιόλη, DTT) η από ξενοβιοτικά με δράση στον υποδοχέα AhR (π.χ. διοξίνες, πολυχλωρι­­ωμένα διφαινύλια) είναι η μεταλλοθιονεΐνη, η βιτελλογε­νίνη και το κυτόχρωμα 1Α1 αντίστοιχα (Boelsterli, 2003).

H επαγωγή αυτή έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών εκτεταμένων οικοτοξικολογικών μελετών προσανατολισμένων σε αυτούς τους ειδικούς ρυπαντές. Έτσι, για παράδειγμα, η πλειονότητα των θαλάσσιων ασπόνδυλων παρουσιάζει μορφές μεταλλοθειονεΐνης που επάγονται αποτελεσματικά από βαρέα μέταλλα (Amiard et al, 2006), ενώ ρυπασμένα δέλτα της Μεγάλης Βρετανίας παρουσίασαν ψάρια με υψηλά ποσοστά βιτελλογενίνης και άλλες ορμονικές ανωμαλίες (Matthiesen et al, 2002). Τέλος, ξενοβιοτικά όπως πολυχλωριωμένα διφαινύλια προκάλεσαν μία σειρά από διαταραχές στο κυτόχρωμα 1Α1 σε ψάρια, ερπετά, πουλιά και κατώτερα θηλαστικά (Schlezinger et al, 2000).

Υπερπλαστικές αντιδράσεις

Καμιά φορά βέβαια το προφανές βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου εξαιρετικά επιβλαβείς ουσίες η ουσίες σε μεγάλες ποσότητες έχουν προκαλέσει καταστρεπτικές η αντισταθμιστικά υπερπλαστικές αντιδράσεις στους ιστούς οργανισμών που αναγκάστηκαν να ζήσουν σε ένα ρυπασμένο περιβάλλον. Η ιστοπαθολογική εξέταση σε αυτήν την περίπτωση είναι πολύ κατατοπιστική.

Έτσι, για παράδειγμα, εάν λάβουμε υπόψη ουσίες με ορμονική (οιστρογονική) δράση, το ποσοστό ερμαφρόδιτων ζώων η ορθότερα, αρσενικών ζώων στα οποία έχουν προστεθεί θηλυκά χαρακτηριστικά (intersex) μπορεί να αυξηθεί έπειτα από έκθεση σε αυτήν. Αυτή ήταν και η περίπτωση πληθυσμών του ψαριού Catostomus commersoni σε μικρή απόσταση από επεξεργασμένα αστικά λύματα στο Colorado, όπου θηλυκά εμφάνισαν ασύγχρονη ανάπτυξη ωοθηκών και υψηλό ποσοστό ινώδους ιστού, ενώ ορισμένα αρσενικά είχαν χαρακτηριστικά intersex με μικρές σπερματογόνες κύστεις ανάμεσα σε υψηλά ποσά ινώδους ιστού με ωογόνια και παραμορφωμένα άωρα ωοκύτταρα (Woodling et al, 2006). Το φυλετικό αυτό μπέρδεμα στα ψάρια -δυστυχώς- δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, με πολλά από τα είδη που παρουσίασαν υψηλά ποσά βιτελλογενίνης στην βρετανική έρευνα που αναφέρθηκε παραπάνω να παρουσιάζουν και θηλυκοποίηση σε τουλάχιστον τέσσερα μεγάλα δέλτα (Matthiessen et al, 2002).

Το αντίθετο, δηλαδή η εμφάνιση ανδρικών χαρακτηριστικών σε θηλυκά γαστερόποδα (imposex), αποτελούσε και αυτό μια καθημερινή πραγματικότητα για πολλούς πληθυσμούς τους (Ellis and Pattisina, 1990) μέχρι την οριστική απαγόρευση οργανοκασσιτερικών βαφών η οποία τέθηκε σε καθολικά εφαρμογή στον Δυτικό κόσμο το 2007. Έκτοτε, αργά αλλά σταθερά, οι πληθυσμοί αυτοί ανανήπτουν, δυστυχώς όμως οι καινούργιες βαφές που τις αντικατέστησαν δεν έχουν και αυτές δοκιμαστεί ακόμα σε ικανοποιητικό βαθμό (Okamura et al, 2002). Η ύπαρξη νεοπλασιών σε ζωικούς πληθυσμούς αποτελεί ένα μη αμφισβητήσιμο σημάδι εκσεσημασμένης ρύπανσης με επικίνδυνα και καρκινογόνα ξενοβιοτικά. Δυστυχώς, σε αντιστοιχία με προοπτικές μελέτες (cohort studies) σε ανθρώπους, παράγοντες που δεν μπορούν να προβλεφθούν η να ποσοτικοποιηθούν επιτυχώς, μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα και να εμποδίσουν την διατύπωση σαφούς σχέσης αιτίας-αποτελέσματος.

Εντούτοις, ορισμένες ενδείξεις για την πρόκληση λευχαιμίας σε μαλάκια λόγω ρύπανσης από αστικά λύματα έχουν διατυπωθεί (St-Jean et al, 2004). Αντίστοιχα, έκθεση του ψαριού πλευρονήκτης (Platichthys flesus) σε επιγενετικά καρκινογόνα -όπως τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια και το DTT- προκάλεσε διάφορες ηπατικές νεοπλασίες, με σαφή επηρεασμό από το φύλο του ψαριού (Koehler, 2004), ενώ ανώτερα θηλαστικά όπως ο θαλάσσιος λέοντας παρουσίασαν και αυτά καρκινώματα λόγω των παραπάνω ουσιών (Ylitalo et al, 2005).

Προβλήματα και προοπτικές

Η πρόοδος της τεχνολογίας έχει προσφέρει και συνεχίζει να προσφέρει πολλά όσον αφορά το μέλλον των βιοδεικτών. Πρωτοπόρες μοριακές τεχνικές -όπως οι μέθοδοι των transcri­ptomics, proteomics και metabolomics- μπορούν να απεικονίσουν διαφορές στην μετάφραση συγκεκριμένων γονιδίων, στην έκφραση ορισμένων πρωτεϊνών η στις διαφορές κάποιων μεταβολιτών αντίστοιχα, έπειτα από έκθεση σε ρυπαντές και συνδυασμούς τους.

Το απώτερο πρόβλημα πάντως, το οποίο ίσως να διαφαίνεται και από όλα τα προηγούμενα, είναι η σύνδεση του εκάστοτε βιοδείκτη με την πραγματικότητα – το πόσο προγνωστικός είναι για το μέλλον του οργανισμού, του πληθυσμού η ακόμα και του είδους που εκπροσωπεί.

Η επαγωγή της μεταλλοθειονεΐνης, η δημιουργία συμπλόκων με μεταβολίτες, οι αλλαγές στην «μετάφραση» γονιδίων ακούγονται δυσοίωνα, πόσο ικανά είναι όμως να πείσουν τις ιθύνουσες αρχές για ύπαρξη σημαντικού προβλήματος; Ποιό είναι το «cut-off»σημείο που διαφοροποιεί το επίπεδο έκτακτης ανάγκης από την μεταβατική κατάσταση που προηγείται της δαρβινικής προσαρμοστικότητας; Μήπως με το να περιμένουμε να αυξηθούν τα ποσοστά νεοπλασιών σε έναν πληθυσμό είναι ήδη πολύ αργά; Από μελέτες έχει φανεί πως ακόμα και λιγότερο ηχηρά γεγονότα, όπως η μείωση της βιοποικιλότητας πληθυσμών (η κυριαρχία ενός ορισμένου γονότυπου σε βάρος άλλων, λιγότερο ικανών να αντέξουν την επικρατούσα ρύπανση) θα προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στο μέλλον του είδους και θα αυξήσει τον κίνδυνο αφανισμού του (Depledge, 1996). Τι από αυτά λαμβάνεται υπόψη νομικά και τι παραπάνω πρέπει να ληφθεί στο μέλλον; Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε πως οι κλασικές τοξικολογικές δοκιμασίες (πειράματα ακινητοποίησης Daphnia, βιοφωταύγειας Vibrio κ.λπ.) προτείνονται, αλλά δεν επιβάλλονται στην Οδηγία 60/2000 από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και είναι πλέον υποχρεωτικές για τις βιομηχανικές εκροές στην Ιταλία και για τα υγρά και στερεά απόβλητα στην Ισπανία (Κούγκολος, 2005).

Αυτό το παραπάνω που πρέπει να γίνει στο μέλλον πρέπει σίγουρα να περιλαμβάνει μία στρατηγική εκτίμηση κινδύνου (risk assessment), η οποία θα υπολογίζει την διάρκεια και την ένταση της έκθεσης, καθώς και το ποσό του ξενοβιοτικού που θεωρητικά θα κριθεί βιοδιαθέσιμο. Επίσης η εκτίμηση αυτή πρέπει να έχει τα εργαλεία να αντιληφθεί τα πρώιμα συμπτώματα: παρατήρηση επιλεγμένων βιοδεικτών έκθεσης, προσαρμογές σε δομή και λειτουργία κυτταρικών παραμέτρων και εκδηλώσεις σχετικών ασθενειών θα πρέπει να αποτελέσουν σημεία-κλειδιά της στρατηγικής εκτίμησης κινδύνου (Galloway, 2006). Το επόμενο βήμα θα πρέπει πάντοτε να είναι η λήψη μέτρων περιορισμού η εξάλειψης της ρύπανσης έτσι ώστε να μπορέσουμε τόσο εμείς όσο και οι απόγονοί μας να χαρούμε το φυσικό περιβάλλον που τόσο επίμονα καταστρέφουμε.

Βιβλιογραφία
 
Amiard Α. et al (2006), Aquatic Toxicology, 76:160-20.
 
Bartsch H. and Nair J. (2004), Cancer Detection and Prevention, 28(6): 385-391.
 
Blaise C. and Gagne F. (2007), Proceedings of First International Conference on Environmental Management Engineering Planning and Economics, 24-28 June, Skiathos.
 
Boelsterli U. (2003), Mechanistic Toxicology, Taylor and Francis Pbl, London, UK.
 
Bolognesi C. et al (1999), Environmental and Molecular Mutagenesis, 33(4): 287-92.
 
Depledge M.H. (1996), Journal of Experimental Marine Biology and Ecology,  200: 57-66.
 
Ellis D.V. and Pattisina L.A. (1990), Marine Pollution Bulletin, 21: 248-253.
 
Galloway T.S. (2006), Marine Pollution Bulletin, 53:606-613.
 
Kalpaxis D.L. et al (2004), Environmental Research, 94:211-220.
 
Koehler A. (2004), Aquatic Toxicology, 70:257-276.
 
Kolankaya A.E. (2001), Proceedings of Environmental Risks & the Global Community: Strategies for Meeting the Challenges, 14-18 May, Illinois.
 
Matthiessen P. et al (2002), Marine Environmental Research, 54:645-649.
 
McCarthy J.F. and Shugart L.R. (1990) Biomarkers of environmental contamination. Lewis Pbl, Florida, USA.
 
McCoull K.D. et al (1999), Chemical  Research in Toxicology, 12(3): 237-246.
 
Okamura H. et al (2002), Chemosphere, 46:945-951.
 
Schlezinger J.J. et al (2000), Comparative Biochemistry and Physiology,125:273-286
 
St-Jean S.D. et al (2004), Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences, 62:2055-2066.
 
Theodorakis C. (2005), Encyclopaedia of Toxicology 116-120.
 
Viarengo A. et al (2007), Comparative Biochemistry and Physiology, 146:281-300.
 
Vlahogianni T. et al (2007), Marine Pollution Bulletin, 54(9):1361-71.
 
Woodling J.D. et al (2006), Comparative Biochemistry and Physiology C, 144:10-15.
 
Ylitalo G.M. et al (2005), Marine Pollution Bulletin, 50: 30-39.
 
Κούγκολος Α. (2005), Εισαγωγή στην Περιβαλλοντική Μηχανική, Εκδόσεις Τζιόλα, Θεσσαλονίκη.