Μία ψυχαναλυτική και θεολογική προσέγγιση των βασανιστηρίων

26 Ιουλίου 2019

Το πρόβλημα των βασανιστηρίων, κρινόμενο από ψυχολογική και θεολογική πλευρά, μας φέρνει αναπόφευκτα αντιμέτωπους με το ερώτημα του μίσους και του σαδισμού. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να επινοεί τρόπους για να προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο σε έναν άλλο άνθρωπο;

Προφανώς μόνο αν τον θεωρεί εχθρό του. Θεολογικά η απάντηση πρέπει να περιλάβει το γεγονός της πτώσεως του ανθρώπου από την αρχική παραδεισιακή ενότητα που είχε με τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Άρχισε να τους βλέπει ως απειλή. Έκτοτε η ανθρώπινη φύση παραμένει διχασμένη και προς τον εαυτό της και προς τους άλλους. Το μίσος και ο σαδισμός σηματοδοτούν μία από τις αποκλειστικότητες του ανθρώπινου όντος. Οι Χριστιανοί γεύθηκαν αυτές τις δραστηριότητες επάνω τους ήδη από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους.

Το θέμα που μας απασχολεί πηγαίνει πιο πέρα από την ατομική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία, εφ’ όσον αναφέρεται σε συλλογικές συμπεριφορές, Τί είναι αυτό που ωθεί ορισμένες ομάδες (κυβερνήσεις, αστυνομικές ή στρατιωτικές αρχές) να εφαρμόζουν βία σε ανθρώπους και, μάλιστα, πολλές φορές να την δικαιολογούν; Ποιοί συναισθηματικοί και νοητικοί δρόμοι έχουν διανυθεί προκειμένου να φθάσει κάποιος σε αυτό το κατάντημα που απαξιώνει την αξία άνθρωπος;

Αρκετή συζήτηση έχει γίνει πάνω στο ερώτημα αν το μίσος αυτό κατοικεί μέσα στην ανθρώπινη φύση ή αν εμφυτεύεται απ’ έξω, από τις δομές και νοοτροπίες. Και ακόμη, όλοι διαθέτουμε την προδιάθεση να ασκήσουμε τόσο έντονη σωματική ή ψυχολογική βία και απλώς μας προστατεύουν οι περιστάσεις; Ή, μήπως, είναι «προνόμιο» ορισμένων μόνο οι οποίοι χαρακτηρίζονται από σοβαρή ψυχοπαθολογία ;

Ο Robert Jay Lifton στο βιβλίο του The Nazi doctors προσπάθησε να απάντησει στα ερωτήματα αυτά. Θεωρεί ότι «κανένας δεν είναι εγγενώς κακός, δολοφονικός, γενοκτόνος. Αλλά κάτω από ορισμένες συνθήκες ο καθένας είναι ικανός να γίνει τέτοιος». Συνεπώς θέτει ως προϋπόθεση την αλληλεπίδραση μεταξύ του ενδοψυχικού κακού και των οργανισμών ή φορέων με τις ιδεολογίες τους. Η ιστορία δεν δημιουργεί το κακό αλλά του επιτρέπει να ανέλθει την επιφάνεια. Ιδεολογίες και κινήματα ουσιαστικά παίζουν με τη φωτιά, διότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις να βγει στην επιφάνεια η εσωτερική αγριότητα.

Στην εξέλιξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας ήταν η Μelanie Nlein που, επηρεασμένη και αυτή από τα δεινά του 2ου παγκοσμίου πολέμου, επεξεργάσθηκε την έννοια του εσωτερικού κακού και μίσους. Εντελώς περιληπτικά καταγράφω τήν θεωρία της για την σχιζοειδή- παρανοειδή θέση του βρέφους, κατά την οποία αυτό βιώνει την ένταση των δικών του επιθετικών ενορμήσεων που δεν έχουν ακόμη απαρτιωθεί σε ένα όλο με τις καλές μαζί, όσο και των ερεθισμάτων στέρησης ή πόνου που έρχονται απ έξω και τα οποία βιώνει ως επιθέσεις. Καθοριστικό ορόσημο για την ομαλή ψυχική ανάπτυξη αποτελεί η κατάκτηση της επόμενης θέσης, της καταθλιπτικής, όπου ο ψυχισμός ενσωματώνει καλές και κακές ενορμήσεις και τις ομαλοποιεί οργανώνοντάς τες, με αποτέλεσμα το κακό να αναγνωρίζεται και ως εσωτερική πραγματικότητα. Αυτό θα επιτρέψει αργότερα τις εξελίξεις της ωριμότητας: ανάληψη ευθύνης, ενοχή, μετάνοια.

Οι περισσότεροι από εκείνους που εφαρμόζουν συστηματική βία στην πραγματικότητα δεν έχουν κατακτήσει επιτυχώς την καταθλιπτική θέση. Η αναπηρία αυτή της ψυχικής εξελίξεως οδηγεί σε δύο συνέπειες: αφ’ ενός, συντηρεί ένα μίσος ισχυρό και ικανό προς δράση χωρίς να αναχαιτίζεται από αισθήματα καλοσύνης· αφ’ ετέρου, το προβάλλει προς τα έξω, στους άλλους, οι οποίοι είναι και οι υπαίτιοι για όλα τα προβλήματα και γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθούν. Έκτος αυτού εμποδίζει την εκ των υστέρων μεταμέλεια: ποιός από τους δικτάτορες ή βασανιστές ζήτησε ποτέ ειλικρινά συγγνώμη;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κατά κανόνα τα βασανιστήρια εφαρμόζονται στο πλαίσιο μιας κρατικής ή εμπόλεμης ιδεολογίας η οποία αναφέρεται σε εχθρούς, ο κίνδυνος εκ των οποίων δήθεν τα νομιμοποιεί. Απαιτείται ένα συλλογικό εποικοδόμημα το οποίο άλλωστε θα πείσει και τους μελλοντικούς βασανιστές να προσχωρήσουν. Έδώ βρίσκεται ο κρίσιμος ρόλος της διανοητικοποιήσεως προκειμένου να εξωραϊσθεί το ατομικό μίσος. Κανένας μηχανισμός βίας δεν στέκεται χωρίς αυτό.

Σε άρθρο του με τίτλο The organization of evil ό πολιτικός ψυχολόγος C. Fred Alford εξηγεί την εν λόγω διαδικασία. «Η ιδεολογία δίνει στο άγχος ένα όνομα και ένα νόημα. Λυτά μειώνουν το άγχος, το καθιστούν περισσότερο διαχειρίσιμο και δεν του επιτρέπουν να αποδιοργάνωση τον εαυτό. Το πρόβλημα είναι πως οι ιδεολογίες τα πράττουν όλα αυτά ενισχύοντας τις παρανοειδείς- σχιζοειδείς άμυνες (σχάση, προβολή, εξιδανίκευση) και όχι τις καταθλιπτικές ». Αυτά απαιτούν και ανάλογη διαστρέβλωση του λόγου. Ο Θουκυδίδης το επεσήμανε από πολύ νωρίς σπουδάζοντας τον πόλεμο: «Για να ταιριάξουν με τις μεταβολές των γεγονότων έπρεπε και οι λέξεις να αλλάξουν τα συνηθισμένα τους νοήματα. Αυτό που συνηθιζόταν να περιγράφεται ως μία απερίσκεπτη επιθετική πράξη τώρα εθεωρείτο θάρρος». Για να πράξουμε κάτι πολύ κακό δεν αρκεί να αγνοήσουμε το καλό. Πρέπει με κάποιο τρόπο να μετασχηματίσουμε το κακό σε καλό. Σε μερικές περιπτώσεις (Ναζί, Ιράν, ελληνική δικτατορία) αυτή η αλλοίωση της πραγματικότητος έφθασε στο σημείο να εξομοιώνεται η κρατική βία με αναγκαία και σωτήρια ιατρική παρέμβαση!

Όσο περισσότερο σαδιστική είναι η υποδομή του υποκειμένου τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει από ιδεολογικά προσχήματα, προκειμένου να μην προλάβει να νοιώσει την εύλογη ενοχή. Ο σαδιστής που αισθάνεται ένοχη αναζητεί ψυχοθεραπεία, γεγονός που σηματοδοτεί πρόοδο προς την κατάσταση της καταθλιπτικής θέσης. Αύτη η προβληματική ιδεολογικοποίηση εγείρει πελώρια ερωτήματα γύρω από το πώς δομείται η εθνική ταυτότητα, δηλαδή στη βάση ενός «επικίνδυνου» εχθρού.

Θεωρώ πως ο συνδυασμός ψυχαναλυτικών και κοινωνικοπολιτικών παραγόντων ως ερμηνεία για τη ενδοψυχική και εξωτερική βία αντίστοιχα είναι λειτουργικός και για έναν πρόσθετο λόγο: εξηγεί με επάρκεια το φαινόμενο κατά το οποίο κάποια πολιτική αλλαγή αντιστρέφει τα στρατόπεδα θυτών και θυμάτων. Όπως έγινε και με πολλές επαναστάσεις που επικράτησαν και υιοθέτησαν εξίσου αυταρχικές μεθόδους με το καθεστώς το οποίο ανέτρεψαν. έτσι παρατηρούμε και ομάδες που διώχθηκαν και βασανίσθηκαν όταν καταλαμβάνουν την εξουσία να προχωρούν σε βασανιστήρια των πρώην αντιπάλων τους. Και τούτο διότι κανείς άνθρωπος δεν διαθέτει ανοσία απέναντι σε παθολογικές ενδοψυχικές δομές και κανένας φορέας δεν μπορεί εξ ορισμού να είναι απρόσβλητος από τον πειρασμό της ίδεολογικοποιήσεως.

Η γενίκευση αυτή μπορεί να προαγάγει, αν το θέλουμε, και μία ταπεινότερη αντιμετώπιση του προβλήματος που συζητούμε. Η ψυχική εξέλιξη δεν χαρακτηρίζεται από σχήματα του τύπου «άσπρο- μαύρο». Γνωρίζει αποχρώσεις και κλιμακώσεις, γεγονός που μας καθιστά όλους λιγότερο ή περισσότερο ευάλωτους στο μίσος και τα συνεπακόλουθά του. Ο C. Fred Alford καταλήγει ρωτώντας: «Η πραγματική ερώτηση δεν είναι αν υπάρχει ένας Άιχμαν μέσα στον καθένα από εμάς, διότι υπάρχει. Οι πραγματικές ερωτήσεις είναι: Πόσο καλά έχει ενσωματωθεί με το τμήμα μας εκείνο που νοιάζεται και αγαπά; Πόσο καλά μπορεί να αντέχουμε την αμφιθυμία που αυτές οι δύο εσωτερικές δυνάμεις μας προκαλούν; Και πώς οι θεσμοί και φορείς μπορούν να ενισχύουν την ωριμότητα των μελών τους;».

Ακριβώς επειδή ο προβληματισμός γενικεύεται η θεολογική μας παράδοση ενδιαφέρεται όχι μόνο για τις εξωτερικές μας συμπεριφορές αλλά κυρίως για τον εσωτερικό άνθρωπο. μέρος του οποίου είναι ακόμη και το ασυνείδητο. Η ωριμότητα των μεγάλων αγίων της Εκκλησίας είχε φθάσει σε υψηλή κατάκτηση της προσωπικής ευθύνης, τονίζοντας ιδιαίτερα την προσεκτική και έντιμη αυτοεξέταση και την μετάνοια. Αυτη η εκλέπτυνση των κινήτρων αποτελεί προϊόν των λόγων του Χριστού: «Στην Παλαιά Διαθήκη η εντολή ήταν «μη φονεύσης». Εγώ σας λέγω να μη μισητέ και να αγαπάτε, διότι από την καρδιά του ανθρώπου βγαίνουν οι φόνοι» (Ματθ. 5.22- 23 καί 15,19). Στη συνέχεια αυτής της στάσης ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Κάθε ένας που μισεί τον αδελφό του είναι ανθρωποκτόνος»(Α’ Ιω. 3. 15). Για τον ίδιο λόγο παρατηρεί κανείς στις προσευχές των Αγίων τη φράση «είμαι φονέας». Στην πραγματικότητα δεν είχαν ποτέ αφήσει χώρο για μίσος στην καρδιά τους. Ένοιωθαν, όμως, βαθιά την ενότητα της ανθρώπινης φύσης, γι’ αυτό και θεωρούσαν τον εαυτό τους συμμέτοχο στα πάθη της. Μόλις η αγάπη ψυχρανθεί και οι εκλογικεύσεις εγκατασταθούν, έχει εγκαινιασθεί ο δρόμος που δυνητικά οδηγεί στο μίσος και τον σαδισμό.

Η γραμματεία των Πατέρων της Εκκλησίας αποδίδει σε κάθε ενέργεια ή κατάσταση που εισάγει μίσος αντί αγάπης μεταξύ των ανθρώπων δαιμονικά χαρακτηριστικά. «Ο αρχηγός της κακίας ενοικιζόμενος εις θηρία μετασκευάζει ου πολύ δε ειπείν, ότι και δαιμόνων ήθος κεκτήσθαι παρασκευάζει τους εν οις εισοικίζεται και ούτως άνθρωποκτόνον τον άνθρωπον ο εξαρχής ανθρωποκτόνος και μισάνθρωπος απεργάζεται, και τω ζωοδότη Χριστώ αντικείμενον».

Με λίγα λόγια, όποιος αντιμάχεται τον άλλο, αντιμάχεται τον Χριστό. Η απόρριψη του μίσους και η εγκατάσταση (κοινωνικής, εθνικής, πολιτικής και όποιας άλλης) αλληλεγγύης δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να βρει ισχυρότερη θεμελίωση.

πηγή: π. Βασιλείου Θερμού, «Οι δικοί μου ξένοι», εκδ. Εν πλω, σ. 195-201