Ο Άγιος που υπέμεινε τις συκοφαντίες

25 Ιουλίου 2019

Ο Άγιος Γρηγόριος, ο Καλλίδης, είναι ο γενναιόφρων Ιεράρχης του οποίου το φρόνημα δεν εκάμπτετο μπροστά στους κινδύνους και στις μυστικές απειλές. Σήκωνε πάντοτε τη σημαία της αληθείας του Ευαγγελίου της αγάπης με παρρησία επαναλαμβάνοντας τα λόγια του σοφού Σειράχ: Γρηγόριε,«έως θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας και Κύριος, ο Θεός, πολεμήσει υπέρ σου» (Σοφ. Σειρ. δ΄ 28). Όπου βρισκόταν με τόλμη και ψυχικό σθένος ανείπωτο εμψύψωνε το ποίμνιό του με συνεχείς περιοδείες σε χωριά, ιδίως εκείνα που δέχονταν τις επιθέσεις της προπαγάνδας, με το δυνατό προφορικό, αλλά και το γραπτό του λόγο, αλλά και υπερασπιζόταν τους αδυνάτους έναντι των κρατούντων ανεξαρτήτως κόστους. Η δυναμική του αυτή μαζί με την αγάπη και το σεβασμό που έτρεφε ο λαός για το χριστομίμητο Γρηγόριο, τον Ιεράρχη που διακρινόταν για τις ελεημοσύνες του, την αντίληψή του σε κάθε χειμαζόμενο και την αρωγή του προς κάθε πάσχοντα, τον έφερε αντιμέτωπο με τις δυνάμεις του σκότους και της τυραννίας, γι’ αυτό και σήκωσε το δυσβάστακτο φορτίο της συκοφαντίας δύο φορές, μία στη Θεσσαλονίκη και μία στα Ιωάννινα, μέχρι εξορίας.

Το Δεκέμβριο του 1884 όταν ο Γρηγόριος ανέλαβε τη διαποίμανση της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, έπεσε σε εποχή κοινοτικών συγκρούσεων και διενέξεων μεταξύ των συντεχνιών και των κρατούντων. Ο άμεμπτος και δίκαιος Ιεράρχης, δυστυχώς, σύντομα συκοφαντήθηκε ότι υποστήριζε τις συντεχνίες εναντίον των κρατούντων και εξορίσθηκε από τους ισχυρούς για πρώτη φορά. Το ποτήρι των συκοφαντιών στα Ιωάννινα για δεύτερη φορά ξεχείλισε όταν στις 9 Ιουνίου του 1891 έγιναν από αυτόν τα εγκαίνια του περικαλλεστάτου Ναού του Αγίου Νικολάου της Ζίτσας με μεγάλη συρροή κόσμου από όλα τα γύρω μέρη και από αυτά τα Ιωάννινα. Η παρουσία του αγωνιστή Ιεράρχη με το γνήσιο Εκκλησιαστικό λόγο και το πατριωτικό φρόνημα εμψύχωσε για μια ακόμη φορά το υπόδουλο Χριστιανικό Ελληνικό γένος, που προέβαινε συνεχώς σε φρενητιώδεις ζητωκραυγές υπέρ της ελευθερίας του, αφού εκείνα τα χρόνια ήταν χρόνια σκλαβιάς, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος μας. Βρέθηκαν, όπως συχνά συμβαίνει, ψευτοκατήγοροι που κατέθεσαν εναντίον του και μάλιστα ότι κατά την τελετή των εγκαινίων ευχήθηκε υπέρ της Ελλάδος και εναντίον της Τουρκικής κυβερνήσεως και ο Πασάς των Ιωαννίνων πιεζόμενος και από άλλες σκοτεινές δυνάμεις, γιατί οπαδός τους εκείνες τις ημέρες ασπάσθηκε το Χριστιανισμό, πέτυχε την άδικη απομάκρυνσή του από το ποίμνιό του. Την ταπείνωση αυτή από την άδικη συκοφαντία του ο Γρηγόριος την υπέμεινε για δύο χρόνια αγόγγυστα χριστομιμήτως σηκώνοντας το σταυρό του και δοξάζοντας τον Κύριο. Μετά διετία, στις 20 Μαΐου του 1894, επέστρεψε θριαμβευτικά στη Μητρόπολή του, αφού διαλευκάνθηκαν οι συκοφαντίες και παρέμεινε στα Ιωάννινα μέχρι τις Απόκριες του 1900, οπότε απομακρύνθηκε οριστικά για να προσφέρει Συνοδικές υπηρεσίες στην Κωνσταντινούπολη. Η αγία ζωή του συγκίνησε και πολλούς αλλοπίστους που θέλησαν να ασπασθούν την Ορθοδοξία μας. Μερίμνησε για την ανοικοδόμηση της Ζωσιμαίας Σχολής και κατέκτησε τις καρδιές όλων, ακόμη και των εγωιστών δημογερόντων που του προκαλούσαν όχι μόνο διοικητικά προβλήματα, αλλά και προβλήματα υγείας.

Από τις εις βάρος του συκοφαντίες ο Άγιος Γρηγόριος βγήκε ενισχυμένος και στα μάτια των ανθρώπων, αλλά και στα μάτια του Θεού. Αυτός τον αγίασε και οι άνθρωποι τον τίμησαν και τον δόξασαν. Αυτός δεν μας είπε ότι θα είμαστε μακάριοι όταν μας ονειδίσουν και μας διώξουν οι άνθρωποι και «είπωσιν παν πονηρόν ρήμα ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε΄ 11);

Κάποιος είπε ότι στην άκρη μιάς λίμνης είχαν κατεβεί μερικά περιστέρια. Λίγο πιο πέρα, αναπηδούσαν έξω από το νερό, παίζοντας, ένα – δυό βατράχια…Κάποιο παιδάκι έρριξε προς τα εκεί μια πέτρα που αμέσως βυθίσθηκε σχηματίζοντας ομόκεντρους κύκλους στα ήρεμα νερά. Τότε τα περιστέρια πέταξαν και υψώθηκαν τρομαγμένα στον ουρανό, ενώ τα βατράχια βούτηξαν βαθιά μέσα στο νερό και δεν ξαναφάνηκαν.

Η συκοφαντία μοιάζει σαν μια πέτρα που πέφτει και μπορεί η πτώση της να έχει δύο αποτελέσματα. Ο συκοφαντούμενος, αν η συκοφαντία αποδειχθεί πραγματική κατηγορία, εξ αιτίας της να βουλιάξει στα νερά, στο τέλμα των πράξεών του, όπως τα βατράχια. Αν, όμως, είναι αθώος και καθαρός, να γίνει η πέτρα αφορμή να πετάξει πιο ψηλά, όπως πέταξαν προς τον ουρανό τα περιστέρια.

Αδελφοί μου, πολύ δύσκολα υποφέρεται η συκοφαντία. Είναι λάσπη, αλλά λάσπη ιαματική. Χρειάζεται υπομονή! Αργά η γρήγορα θα λήξει η δοκιμασία και ο Γιατρός των ψυχών μας, ο Χριστός μας, θα μας πλύνει από το λασπώδες, το βρωμερό συκοφαντικό κατάπλασμα. Μήπως Εκείνος δεν συκοφαντήθηκε; Δεν άκουσε να λένε: «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. ια΄ 19) η «Δαιμόνιον έχει και μαίνεται» (Ιωάν. ι΄ 20). Τι μεγάλη δόξα, να μετέχουμε εμείς συκοφαντούμενοι στα παθήματα του Χριστού μας!

Σηκώστε, αδελφοί μου, ταπεινά και αγόγγυστα το σταυρό σας. Μη λιποψυχείτε, όπως δεν λιποψύχησε ο Άγιος Γρηγόριος, ο Καλλίδης. Αν η συνείδησή σας δεν σας κατακρίνει, μπορείτε να υψώνετε πάντα με θάρρος το βλέμμα σας στο Θεό και να στέκεστε με παρρησία μπροστά Του. Τι πιο σπουδαίο απ’ αυτό;

Η συκοφαντία είναι ψευδής κατηγορία. Είναι διαβολή. Και είναι βέβαιο ότι ο διάβολος είναι ο εφευρέτης της, αφού είναι ο πατέρας του ψεύδους και ο συκοφάντης κατεξοχήν ψεύδεται. Το να σηκώσει ο άνθρωπος τη συκοφαντία είναι μεγάλος άθλος. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αφόρητο για όσους υφίστανται την οδύνη της συκοφαντίας, γιατί αυτή δαγκώνει την ψυχή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο προφήτης Δαβίδ έλεγε προς τον Κύριο, και αυτό το ψαλμικό χωρίο επαναλάμβανε καθημερινά και ο απλούς Ιερέας των Αθηνών, ο Άγιος Νικόλαος, ο Πλανάς, καθώς ο Άγιος της Βίτσας του Ζαγορίου Ιάκωβος: «Κύριε, λύτρωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων και φυλάξω τας εντολάς σου» (Ψαλμ. 118, 134).
Τι είναι, όμως, εκείνο που κινεί τον άνθρωπο στο να συκοφαντεί τον πλησίον του και να λέει ψέματα εναντίον του;

Η εμπειρία μας έχει υποδείξει ότι τα κίνητρα του συκοφάντη συνήθως είναι η ζήλεια, ο φθόνος, η μνησικακία, η υπερηφάνεια και τα σαρκικά πάθη. Γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάκριση και πολύ περισσότερο η συκοφαντία είναι επισφράγισμα της ενεργοποιήσεως άλλων παθών, τα οποία λερώνουν την ψυχή και της προκαλούν ανεπανόρθωτη βλάβη.

Για τη συκοφαντία διαβάζουμε στα Γεροντικά και στα Συναξάρια των Αγίων τα εξής αξιοπρόσεκτα:

Στον Αββά Αντώνιο ήλθε κάποτε ένας αδελφός από κάποιο κοινόβιο, ο οποίος συκοφαντήθηκε για πορνεία. Ήλθαν και οι αδελφοί από το κοινόβιο, για να τον θεραπεύσουν και να τον πάρουν. Αντί, όμως, για αγάπη, του έκαναν έλεγχο και εκείνος προσπαθούσε να απολογηθεί λέγοντας ότι δεν έπεσε σε εκείνο το αμάρτημα. Ο Αββάς Παφνούτιος που βρισκόταν εκεί άκουγε τη συνομιλία και θλιβόταν, για τον τρόπο αντιμετωπίσεως των άλλων αδελφών. Έτσι, βρήκε την ευκαιρία και τους είπε:

– Είδα στην όχθη του ποταμού έναν άνθρωπο, που είχε χωθεί στο βόρβορο ως τα γόνατά του και καθώς ήλθαν μερικοί να του δώσουν χέρι βοηθείας τον καταπόντισαν μέχρι το λαιμό.

Τους λέγει τότε ο Αββάς Αντώνιος για τον Αββά Παφνούτιο:

– Να, άνθρωπος αληθινός, που μπορεί να θεραπεύσει και να σώσει ψυχές.

Συγκινήθηκαν τότε από τα λόγια των γερόντων και έβαλαν μετάνοια στον αδελφό. Ηρέμησαν έτσι και τον πήραν πάλι πίσω στο κοινόβιο.

Κοντά στον Αββά Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη που ήταν Πρεσβύτερος βρισκόταν και κάποιος ευλαβής και ενάρετος διάκονος. Ο Αββάς σκόπευε να τον κάνει Πρεσβύτερο και διάδοχό του. Εκείνος, όμως, από μεγάλη ταπείνωση δεν δεχόταν χειροτονία προβάλλοντας αναξιότητα.

Αυτό τον ενάρετο αδελφό, τον μίσησε τόσο πολύ κάποιος άλλος μοναχός στη Σκήτη, νικημένος από το πάθος του φθόνου, και γύρευε με κάθε τρόπο να τον βλάψει και να τον δυσφημήσει.

Να, λοιπόν, τι τον έβαλε ο διάβολος να κάνει. Πήρε μια μέρα ένα από τα βιβλία του και το έβαλε κρυφά στο κελλί του Διακόνου, χωρίς εκείνος να πάρει είδηση. Ύστερα πήγε στον Αββά Ισίδωρο και του παραπονέθηκε πως έχασε το βιβλίο του και πως κάποιος από τους αδελφούς έπρεπε να το είχε κλέψει. Απαιτούσε, λοιπόν, να γίνει έρευνα σε όλα τα κελλιά.

– Τέτοιο πράγμα, παιδί μου, έκανε έκπληκτος ο Γεροντας, δεν έχει ξαναγίνει στη Σκήτη. Αλλά, για να βεβαιωθείς, πάρε δυό αδελφούς και ψάξε τα κελλιά.

Έτσι κι’ έγινε. Αφού έψαξαν μερικά άλλα κελλιά, πήγαν και στού Διακόνου και φυσικά εκεί βρήκαν το βιβλίο. Το πήραν, λοιπόν, και το έφεραν στην Εκκλησία την ώρα του εσπερινού, που ήσαν συγκεντρωμένοι οι αδελφοί, και είπαν μεγαλοφώνως στον Αββά Ισίδωρο, για ν’ ακουσθεί από όλους, που είχε βρεθεί το βιβλίο.

Ο αθώος Διάκονος δεν διαμαρτυρήθηκε για τη συκοφαντία. Έπεσε με ταπείνωση στα γόνατα και ζήτησε από όλους συγχώρηση, λέγοντας ότι έσφαλε.

-Συγχωρήσατέ με, αδελφοί, γιατί είμαι κλέφτης.

Σαν πέρασαν οι τρεις εβδομάδες και ο Διάκονος τελείωσε το επιτίμιό του και έγινε δεκτός στο Άγιο Βήμα, ο συκοφάντης δαιμονίσθηκε και με γοερές κραυγές ομολόγησε την αμαρτία του. Ελευθερώθηκε άπό την τυραννία του δαίμονος ο συκοφάντης μόνον όταν προσευχήθηκε γι’ αυτόν ο συκοφαντημένος διάκονος.

Ακούσατε άλλο πάλι παράδειγμα: Ένας αδελφός έκανε την εξής ερώτηση σε κάποιον πατέρα: «Πως ρίχνει ο διάβολος τους πειρασμούς στους Αγίους;». Του απάντησε ο Γέροντας: «Ήταν κάποτε στο όρος Σινά ένας μοναχός που ονομαζόταν Νίκων. Κάποιος πήγε στη σκηνή ενός Άραβα Φαρανίτη, βρήκε μονάχη την κόρη του, πλάγιασε μαζί της και ύστερα της λέει: «Να πείς ότι το πάθημά μου αυτό μου το έκαμε ο αναχωρητής, ο Αββάς Νίκων». Όταν ήρθε ο πατέρας της και πληροφορήθκε το γεγονός, πήρε το ξίφος του και τράβηξε κατά του Γέροντα. Σαν χτύπησε την πόρτα, βγήκε έξω εκείνος και όταν σήκωσε το ξίφος να τον σκοτώσει, παράλυσε το χέρι του. Τότε ο Φαρανίτης πήγε στην εκκλησία και κατάγγειλε το συμβάν στους πρεσβυτέρους. Έστειλαν εκείνοι και τον κάλεσαν και ο Γέροντας παρουσιάστηκε. Τότε του έδωσαν πολύ ξύλο και σκέφτονταν να τον διώξουν, όμως εκείνος τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να ζήσει με μετάνοια κοντά τους. Έτσι τον απομόνωσαν για τρία χρόνια και έδωσαν εντολή κανένας να μην του μιλάει. Πέρασαν τα τρία χρόνια και ο συνοφαντηθείς ερχόταν κάθε Κυριακή και με μετάνοια παρακαλούσε και έλεγε; «Προσεύχεστε στον Κύριο για μένα»!

Αργότερα, όμως, εκείνος που είχε κάμει την αμαρτία και είχε ρίξει τον πειρασμό στον αναχωρητή κυριεύθηκε από δαιμόνιο και ομολόγησε στην εκκλησία: «Εγώ ήμουν που αμάρτησα και μίλησα για να συκοφαντηθεί ο δούλος του Θεού». Τότε σηκώθηκε όλος ο λαός και είπε μετανιωμένος στο Γέροντα: «Αββά, συγχώρεσέ μας». Εκείνος τους απάντησε: «Όσο για τη συγχώρηση, σας έχω ήδη συγχωρήσει, αλλά να μείνω κοντά σας, δεν μένω πιά με τίποτα. Δεν βρέθηκε ούτε ένας σας να έχει διάκριση και να με συμπονέσει».

Ας θυμηθούμε πάλι την Αγία Θεοδώρα στο χωριό Βάστα της Αρκαδίας, η οποία πέφτοντας θύμα μεγάλης συκοφαντίας και μη φανερώνοντας την αλήθεια, μαρτύρησε. Σε ανάμνηση της θυσίας της υπάρχει εκεί ένα ζωντανό θαύμα. Ο Θεός ακούγοντας την προσευχή της επέτρεψε να φυτρώσουν, χωρίς ρίζες, 17 δένδρα στην σκεπή μιάς μικρής εκκλησίας 12 τετραγωνικών μέτρων στον τόπο που μαρτύρησε.

Ας θυμηθούμε πάλι τον πάγκαλο Ιωσήφ, το γιό του Ιακώβ, ο οποίος υπέφερε τόσα από τους ίδιους τους αδελφούς του, οι οποίοι τον πούλησαν σκλάβο στην Αίγυπτο. Εκεί συκοφαντήθηκε αδυσώπητα από τη σύζυγο του Πετεφρή, επειδή δεν ενέδωσε στις πονηρές διαθέσεις της, και όμως ο Θεός τον τοποθέτησε στα ύψη, ώστε να κυβερνήσει στο πλάι του Φαραώ όλη την Αίγυπτο.

Τέλος ας θυμηθούμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα της τιμωρίας του συκοφάντη της Αγίας Ευγενίας, την αμετανόητη Μελανθία, από την οποία τόσο άδικα συκοφαντήθηκε η Αγία. Ο δικαιοκρίτης Θεός την τιμώρησε πολύ παραδειγματικά, ρίπτοντας φωτιά από τον ουρανό και κατακαίγοντάς την.

Η συκοφαντία, δυστυχώς, έχει γίνει σήμερα διαδεδομένος τρόπος συμπεριφοράς πολλών ανθρώπων, στην καθημερινή τους ζωή, με αποτέλεσμα να θεωρείται ως κάτι το φυσιολογικό. Συκοφαντούμε όταν κατηγορούμε άδικα κάποιο πρόσωπο η δημιουργούμε και διαδίδουμε ψευδείς ειδήσεις και πληροφορίες γι’ αυτό, πάντοτε ηθελημένα με σκοπό να βλάψουμε την τιμή και την υπόληψή του. Στις ημέρες μας αυτή η συκοφαντία είναι συνήθης και δείχνει ότι η αντίσταση της συνειδήσεώς μας, αν δεν έχει πωρωθεί τουλάχιστον έχει αμβλυνθεί επικίνδυνα. Δεχόμαστε ότι μας λένε αβασάνιστα χωρίς διασταύρωση των λεγομένων και καταβροχθίζουμε σάρκες, συνήθως ανυποψίαστων θυμάτων. Λησμονούμε την εντολή του Λευιτικού «ου κλέψετε, ου ψεύσεσθε, ουδέ συκοφαντήσει έκαστος τον πλησίον» (Λευιτ. ιθ΄ 11) και εύκολα κατηγορούμε κάποιον, δημιουργώντας η διαδίδοντας ψευδή γεγονότα, φήμες και πληροφορίες γι’ αυτόν.

Πολλοί, ειδικά σήμερα, παίρνουν αψήφιστα το θέμα. Έχουμε δεί, όμως, να σπιλώνονται προσωπικότητες, υπολήψεις, οικογενειάρχες με τραγικά πολλές φορές αποτελέσματα. Άνθρωποι να χάνουν την εργασία τους, να διαλύεται η οικογένειά τους, να έχουν χάσει την υγεία τους ακόμη, δυστυχώς, και να αφαιρούν την ίδια τους τη ζωή πάνω στην απελπισία για την αδικία που διαπράχθηκε εις βάρος τους.

Κλείνουμε με τα θαυμαστά λόγια του Αγίου Μαξίμου, του Ομολογητή, ότι «Όσο προσεύχεσαι θερμά για χάρη εκείνου που σε συκοφάντησε, τόσο και ο Θεός πείθει για την αθωότητά σου όσους σκανδαλίστηκαν λόγω της συκοφαντίας.»

Και μη λησμονούμε τα λόγια μεγάλων ανδρών. Ο Σουΐφτ είπε: Η συκοφαντία συνήθως χτυπάει τους άξιους ανθρώπους, όπως τα σκουλήκια ρίχνονται πάνω στα καλύτερα φρούτα.

Ο Διογένης είπε ότι, από τα άγρια θηρία το χειρότερο δάγκωμα το κάνει ο συκοφάντης.

Ο Σπαρτιάτης Θεαφίδας όταν ακόνιζε κάποτε το ξίφος του κάποιος άλλος τον ρώτησε αν είναι κοφτερό και εκείνος απάντησε:

Είναι πιο κοφτερό και από τη συκοφαντία.