Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων

15 Ιουλίου 2019

Ένα υψηλό τεχνολογικό επίτευγμα της Αρχαίας Ελλάδας εξακολουθεί, παρά τις πολυετείς επιστημονικές προσπάθειες, να μην έχει αποκαλύψει όλα τα μυστικά του. Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων κρύβει μέσα του ακόμη πολλή αρχαία γνώση αστρονομίας, μηχανικής, μαθηματικών και τεχνικών κατασκευής, γεγονός που αυξάνει την αξία του.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 24 του περιοδικού «Πεμπτουσία» (ΑΥΓ-ΝΟΕ 2007)

Επάνω το θραύσμα Α και κάτω τα θραύσματα B και C του μηχανισμού των Αντικυθήρων.

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων είναι το σημαντικότερο εύρημα υψηλής τεχνολογικής ανάπτυξης της αρχαιότητας. Είναι ο παλαιότερος μηχανισμός στον κόσμο που φέρει οδοντωτούς τροχούς (γρανάζια) και μετρητικούς κύκλους που σχετίζονται με ηλιακό, σεληνιακό και ζωδιακό κύκλο. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά και βιβλιογραφικά δεδομένα, ανασύρθηκε από την θάλασσα το 1901 και είναι το σημαντικότερο από τα ευρήματα των ανελκύσεων του ναυαγίου που εντοπίσθηκε το 1900 από σφουγγαράδες στο μικρό νησί των Αντικυθήρων.

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων αποτελείται από θραύσματα και είναι πιθανόν ελλιπής, αφού καινούργια θραύσματά του αναγνωρίζονται σταδιακά ακόμη και πρόσφατα ανάμεσα στα αδημοσίευτα ευρήματα του ναυαγίου που φυλάσσονται στην Χαλκοθήκη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μαζί με αδημοσίευτα ευρήματα που προήλθαν από μεταγενέστερες καταδύσεις του Κουστώ (1978) στην θέση του ναυαγίου.

Ο μηχανισμός σήμερα αποτελείται:

1) Από τρία κύρια θραύσματα (A, B, C), τα οποία εκτίθενται στην Συλλογή Χαλκών του Εθνικού Αρ-χαιολογικού Μουσείου και αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του.

2) Από τρία άλλα θραύσματα (D, E, F), τα οποία συμπληρώνουν τον μηχανισμό. Απ’ αυτά, τα Ε και F αναγνωρίσθηκαν ως τμήματα του μηχανισμού πολύ μεταγενέστερα από την αρχική ανέλκυσή του. Το μεν  θραύσμα Ε αναγνωρίσθηκε από τον αρχαιολόγο Καλλιγά γύρω στο 1988, το δε θραύσμα F από την αρχαιολόγο Ζαφειροπούλου το 2005, έπειτα από ακτινογράφησή τους με ακτίνες Χ στο Ακτινογραφικό Εργαστήριο του Εθνικού Μουσείου (Μάγκου).

3) Από έναν μεγάλο αριθμό θραυσμάτων με επιγραφές. μεταξύ των οποίων το θραύσμα G της πλάκας της μπροστινής πόρτας που είναι και το μεγαλύτερο απ’ αυτά.

4) Από υπόλοιπα της ξύλινης θήκης στην οποία βρέθηκε αρχικά ο μηχανισμός και τέτοια υπόλοιπα σώζονται σήμερα στα θραύσματα Α και F.

Ο μηχανισμός από την ανεύρεσή του το 1901 μελετήθηκε από διάφορους ερευνητές. Η δομή και η λειτουργικότητά του δεν έχουν πλήρως διευκρινισθεί και, παρά την πλούσια βιβλιογραφία με πιθανές ερμηνείες που έχουν κατά καιρούς καταγραφεί, ο μηχανισμός εξακολουθεί να παραμένει ένα μυστήριο της αρχαίας τεχνολογίας και να προκαλεί επιστημονικές διαφωνίες. Ο,τι είναι γνωστό μέχρι σήμερα έχει στηριχθεί εξ ολοκλήρου στον Price (1974) και στις διαφωνίες των Bromley (1986, 1990a, 1990b, 1990c, 1993), Wright and Bromley (2001), Edmunds and Morgan (2000), Freeth (2002a, 2002b) και Wright (2002a, 2002b, 2003a, 2003b, 2004, 2005).

Έρευνα του μηχανισμού την περίοδο 1902-1970

Οι πρώτες μελέτες που έφεραν τον μηχανισμό στο φως της δημοσιότητας προέρχονται κυρίως από Έλληνες επιστήμονες και αναφέρονται στα θραύσματα Α, B, C, D και σε επιγραφές όπως την G και πολλές άλλες μικρότερες, καθώς και στα συνευρήματά του. Οι μελέτες των πρώτων αυτών ερευνητών (Σβορώνος, Ρεδιάδης, Στάης, Ράδος, Ρεμ και Θεοφανίδης) είναι κυρίως περιγραφικές και στηρίζονται:

1) Στην μακροσκοπική και μικροσκοπική παρατήρηση των θραυσμάτων του μηχανισμού.

2) Στην απλή φωτογράφηση και στην φωτογράφηση με πλάγιο φωτισμό κυρίως των θραυσμάτων με τις επιγραφές για καλύτερη δυνατότητα ανάγνωσης των επιγραφών.

Στις πρώτες αυτές μελέτες    καταγράφηκαν τα ορατά γρανάζια και οι μετρητικοί κύκλοι του μηχανισμού και δόθηκε στον μηχανισμό ο χαρακτηρισμός του αστρολάβου η κάποιου οργάνου ναυσιπλοΐας.

Αργότερα, στην δεκαετία του ’50, ασχολήθηκε με τον μηχανισμό ο Αμερικανός ερευνητής Derek De Solla Price (1955, 1959a, 1959b),

ο οποίος τον χαρακτήρισε ένα αρχαίο ελληνικό κομπιούτερ με ωρολογιακό μηχανισμό λόγω των γραναζιών που διέκρινε στον μηχανισμό με την παρατήρηση και την φωτογράφηση.

Έρευνα του μηχανισμού την περίοδο 1970-1974

Την περίοδο αυτή, ο Price συνέχισε δυναμικότερα την έρευνα του μηχανισμού και απέκλεισε για τον μηχανισμό τον αρχικό χαρακτηρισμό του ως αστρολάβου, και έδωσε στον μηχανισμό τον χαρακτηρισμό «ωρολογιακός ημερολογιακός μηχανισμός με διαφορικό γρανάζι». Η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη του μηχανισμού από τον Price ήρθε με την δημοσίευση της μονογραφίας του Gears from the Greeks (1974). Κατασκεύασε μοντέλο του μηχανισμού με το οποίο αναπαρήγαγε την πιθανή λειτουργία του. Σήμερα το μοντέλο αυτό εκτίθεται μαζί με τα τρία κύρια θραύσματα του μηχανισμού στην Συλλογή Χαλκών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η μονογραφία είναι τεκμηριωμένη και αποτέλεσε βάση για τις μεταγενέστερες έρευνες. Η μελέτη του Price (1974) στηρίχθηκε στις τεχνικές εξέτασης που διέθετε η τεχνολογία της εποχής εκείνης, όπως:

1) Στην συμβατική ακτινογράφηση του μηχα-       νισμού με ακτίνες-γ και ακτίνες-Χ από τον φυσικό επιστήμονα Καράκαλο του Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών «Δημόκριτος». Η ακτινογράφηση αποκάλυψε το θαύμα της πολυπλοκότητας και της υψηλής τεχνολογίας που έκρυβε ο μηχανισμός, αφού κατέγραψε σε επίπεδο ακτινογραφικό φιλμ σύστημα από 30 οδοντωτούς τροχούς, μεταξύ των οποίων ένα επικύκλιο διαφορικό σύστημα οδοντωτού τροχού. Η ακτινογράφηση αυτή αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην ιστορία της μελέτης του μηχανισμού και κέντρισε το ενδιαφέρον της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας. Η αποκάλυψη των 30 γραναζιών στο εσωτερικό του μηχανισμού ήταν σημαντική, αλλά η δισδιάστατη αποτύπωσή τους στο ακτινογραφικό φιλμ δεν επέτρεψε στον Price να αποδώσει την σωστή θέση και διάταξη των γραναζιών στον χώρο, γεγονός που τον δυσκόλεψε στην ερμηνεία της λειτουργίας τους και τον οδήγησε στην ανάγκη προσθήκης διατάξεων γραναζιών και εξαρτημάτων για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα θραύσματα του μηχανισμού ως ενιαίος μηχανισμός.

Η αξιοθαύμαστη έρευνα του Price, βασισμένη στις εξαιρετικές ακτινογραφίες με ακτίνες-X του Καράκαλου, χαρακτήρισε τον μηχανισμό ένα αστρονομικό ημερολόγιο που έδειχνε την θέση του Ηλίου και της Σελήνης, μπορούσε να υπολογίζει τις κινήσεις και των άλλων γνωστών τότε πλανητών (του Ερμή, της Αφροδίτης, του Κρόνου, του Δία και του Άρη) και να υπολογίζει ορισμένους αστρονομικούς κύκλους, όπως τον αστρικό κύκλο της Σελήνης, χρησιμοποιώντας τον λόγο του Μέτωνα (19 χρόνια=254 αστρικοί μήνες) και από αυτόν με ένα διαφορικό γρανάζι υπολόγιζε τις φάσεις της Σελήνης (συνοδικός μήνας = το διάστημα που μεσολαβεί ώστε η Σελήνη να βρεθεί στην ίδια φάση π.χ. από γεμάτη Σελήνη πάλι σε γεμάτη Σελήνη).

2) Στην χημική ανάλυση και μεταλλογραφική εξέταση για την χημική σύσταση του μετάλλου του μηχανισμού και τον τρόπο διαμόρφωσής του σε γρανάζια και άλλα εξαρτήματα. Λόγω της μοναδικότητας του αντικειμένου οι δύο αυτές εξετάσεις περιορίστηκαν σε θραύσματα από φύλλα επιγραφών που δεν μπορούσαν να συναρμολογηθούν.

Η χημική εξέταση με φασματοσκοπική ανάλυση (10 mg δείγματος σε πλήρη καύση σε τόξο 10Amp συνεχούς και φωτογράφηση στην περιοχή μηκών κύματος από 2250-4800 Α) με σφάλμα έως και ±50% έδειξε ότι τα θραύσματα με τις επιγραφές έχουν κατασκευασθεί από μπρούντζο, κράμα χαλκού-κασσιτέρου (Cu-Sn) με κασσίτερο κυμαινόμενο γύρω στο 5%.

Η μεταλλογραφική εξέταση σε δύο επίπεδα κομμάτια μήκους 1 mm έδειξε: α) στο ένα κομμάτι ότι το μέταλλο είχε πιθανόν υποστεί ελαφρά ψυχρή κατεργασία στην τελική λείανση η κατά την χρησιμοποίηση εργαλείου για την εγγραφή των επιγραφών η των διαβαθμίσεων και β) στο άλλο κομμάτι ότι πρόκειται για ένα τελικά ανοπτημένο μπρούντζο και ότι το αρχικό μέταλλο ήταν επεξεργασμένο με ψυχρή σφυρηλάτηση με μεσοδιαστήματα ανόπτησης και μία εκτενή και ομοιόμορφη ψυχρή κατεργασία πριν από την τελική ανόπτηση στους 500-600ο C.

3) Στην έμμεση χρονολόγηση του μηχανισμού, αφού δεν υπάρχει άμεση φυσικοχημική μέθοδος χρονολόγησης των μετάλλων και η οποία χρησιμοποίησε: α) την αρχαιολογική χρονολόγηση του ναυαγίου, η οποία τοποθετήθηκε, βάσει των συνευρημάτων του, αμφορέων, στην δεκαετία 80-70 π.Χ., βάσει της ελληνιστικής αγγειοπλαστικής μεταξύ 75-50 π. Χ και βάσει της ρωμαϊκής αγγειοπλαστικής στα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα. Συνεπώς τα κοινώς αποδεκτά όρια για τη χρονολόγηση του μηχανισμού είναι μεταξύ 80-50 π.Χ. με πιθανότερη την αρχαιότερη ημερομηνία.

β) Το ξύλο φτελιάς του πλοίου, το οποίο χρονολογήθηκε στο εργαστήριο ραδιενεργού άνθρακα (14C ) με ημίσεια ζωή 5.739 χρόνια στο Πανεπιστημιακό Μουσείο της Φιλαδέλφειας και βρέθηκε να χρονολογείται στο 220±43 π.Χ. Η  χρονολόγηση αυτή αποτελεί ένδειξη ότι το δέντρο πρέπει να κόπηκε περισσότερο από έναν αιώνα πριν από την εκτίμηση του ναυαγίου βάσει των αρχαιολογικών ευρημάτων του.

γ) Την αρχαιολογική χρονολόγηση του ναυαγίου βάσει των αργυρών νομισμάτων που βρέθηκαν στον χώρο αυτόν από την μεταγενέστερη κατάδυση του Coustaeu (1978) και τα οποία χρονολογούνται στο 86 π.Χ.

Έρευνα του μηχανισμού την περίοδο 1980-2005

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η ερμηνεία του μηχανισμού όπως είχε καταγραφεί από τον Price είχε γίνει ευρέως αποδεκτή από την διεθνή επιστημονική κοινότητα, με αποτέλεσμα διάφοροι ερευνητές να αναπαραγάγουν μοντέλα του Price με μικρές μόνο αποκλίσεις (π.χ. Gleave, Κριαράς), και η αποδοχή της ερμηνείας αναπαραγόταν σε πανεπιστημιακές διδασκαλίες και δημοσιεύσεις.

Η λειτουργία του μοντέλου του Price αμφισβητήθηκε γύρω στο 1985 από τον Αυστραλό καθηγητή Bromley του Basser Departament of Computer Science του Παν/μίου του Σίδνεϋ (Bromley 1986). Ο Bromley κατασκεύασε ένα δικό του πιο λειτουργικό μοντέλο απ’ αυτό του Price, χωρίς όμως να έχει δει και εξετάσει τον μηχανισμό από κοντά (Bromley 1990a, 1990b).

Όταν ο Bromley είδε τον μηχανισμό στην αρχή της δεκαετίας του ’90, έθεσε για βασικό του στόχο να μπορέσει να προσεγγίσει την σωστή τοποθέτηση και διάταξη των γραναζιών στον χώρο, την οποία -δυστυχώς- η συμβατική ακτινογράφηση του Καράκαλου δεν μπόρεσε να καταγράψει.

Η μελέτη του στηρίχθηκε α) στην οπτική εξέταση και άμεση μέτρηση, β) στην απλή και στερεογραφική φωτογραφία και γ) στην ακτινογράφηση με ακτίνες-Χ και στην γραμμική αξονική τομογραφία.

Το 1990 απευθύνθηκε στο Ακτινογραφικό Εργαστήριο του Εθνικού Μουσείου (Μάγκου) για την λήψη στερεογραφικών ακτινογραφιών, δηλαδή λήψη ακτινογραφιών με κλίση περίπου 10 μοιρών, δεξιά και αριστερά, των θραυσμάτων ως προς το επίπεδο φιλμ. Τα ζεύγη των στερεογραφικών ακτινογραφιών (δεξιάς και αριστερής λήψης) σε ταυτόχρονη παρατήρηση με στερεοσκόπιο έδωσαν μία ικανοποιητική στερεοσκοπική προβολή των γραναζιών και την δυνατότητα για μία καλύτερη προσέγγιση της διάταξης των γραναζιών στον χώρο. Η ίδια στερεοσκοπική πρακτική εφαρμόσθηκε και στην λήψη στερεογραφικών φωτογραφιών.

Η Γραμμική Αξονική Τομογραφία (X-ray Linear Motion Tomography) στην ιατρική επιστήμη την χρονική εκείνη περίοδο του έδωσε το έναυσμα για εφαρμογή της στον μηχανισμό. Η συνεργασία του Bromley με τον Βρετανό μηχανικό Wright του Μουσείου Επιστημών του Λονδίνου κατέληξε σε μία πρακτική προσαρμογή της γραμμικής τομογραφίας για την εφαρμογή της στον μηχανισμό.

Ο Wright κατασκεύασε μία κατάλληλη τράπεζα, στην οποία τοποθετούνταν τα θραύσματα του μηχανισμού και με την συσκευή ακτίνων Χ τύπου Andrex model 3002 του Ακτινογραφικού Εργαστηρίου του Εθνικού Μουσείου ελήφθησαν γραμμικές αξονικές τομογραφίες ανά 1mm με σταθερές γραμμικές κινήσεις του αντικειμένου και του φιλμ προς την συσκευή ακτίνων Χ σε αντίθεση με την κίνηση της συσκευής ακτίνων Χ προς τον ακίνητο άνθρωπο στην ιατρική γραμμική αξονική τομογραφία. Αυτό γιατί η συσκευή ακτίνων Χ (Andrex Model 3002) του Εθνικού Μουσείου είναι βιομηχανικής χρήσης και πολύ βαριά για να κινείται αυτή προς τον μηχανισμό. Η όλη προσπάθεια υπήρξε μία επίπονη διαδικασία και τα πρώτα ακτινογραφικά αποτελέσματα (Wright, Bromley and Magou, 1991) έδωσαν κάποια καινούργια κατασκευαστικά στοιχεία για το εσωτερικό του μηχανισμού. Η γραμμική αξονική τομογραφία υποφέρει από την παρουσία όλων των άλλων επιπέδων του αντικειμένου έξω από το επίπεδο εστίασης του ειδώλου. Τα επίπεδα αυτά αμαυρώνονται με την κίνηση του αντικειμένου προς το ακτινογραφικό μηχάνημα και εμφανίζονται ως ουρές στο επιθυμητό είδωλο. Η μέθοδος επιτρέπει περισσότερο ακριβείς μετρήσεις του σχετικού ύψους των θραυσμάτων του μηχανισμού (περίπου στα 0,2 mm) και μπορεί αξιόπιστα να διαβάσει επιγραφές σε ένα επίπεδο. Ελήφθησαν πάνω από 700 ακτινογραφίες των κομματιών Α, Β, C, D και E.

Οι γραμμικές αυτές αξονικές τομογραφίες σαρώθηκαν και επεξεργάσθηκαν (Gardner 2001) με κατάλληλο πρόγραμμα τρισδιάστατης ψηφιακής απεικόνισης (3D imaging of x-rays) χωρίς σημαντικά αποτελέσματα στην αναζήτηση της διάταξης των γραναζιών στον χώρο. Δυστυχώς, ο Bromley πέθανε το 1999, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει την προσπάθειά του και ο Wright άρχισε να μελετά τον μηχανισμό σε μία διαφορετική προσέγγιση απ’ αυτή του Price και του Bromley. Συγκεκριμένα, ο Wright ισχυρίζεται ότι τα θραύσματα του μηχανισμού δεν αποτελούν ενιαίο μηχανισμό, αλλά δύο ανεξάρτητους μηχανισμούς. Ασχολείται με τo μπροστινό τμήμα του μηχανισμού και διατυπώνει ότι ο μηχανισμός προβλέπει καταρχήν τις κινήσεις του Ηλίου και της Σελήνης, αλλά δίνει και τις θέσεις των πέντε γνωστών τότε πλανητών (Ερμή, Αφροδίτη, Άρη, Δία και Κρόνου) και το χαρακτηρίζει πλανητάριο βασισμένο στη γεωκεντρική αντίληψη των Ελλήνων αστρονόμων της εποχής (2002b, 2003a). Ωστόσο οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι είχαν υπόψη τους και το ηλιοκεντρικό μοντέλο όπως αυτό έχει καταγραφεί τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον Αρχιμήδη στο έργο του «Ψαμμίτης». Στο μοντέλο που κατασκευάζει για να αναπαραγάγει την λειτουργία του μηχανισμού, προσθέτει γρανάζια, τα φθάνει περίπου στα 40, διαφόρων μεγεθών με 15-223 οδοντώματα, πολύ περισσότερα απ’ αυτά που δείχνουν πραγματικά οι ακτινογραφίες και ανέρχονται στα 30 γρανάζια, καθιστώντας τον μηχανισμό πολύπλοκο στην λειτουργία του.

Έρευνα του μηχανισμού την περίοδο 2005-σήμερα

Την περίοδο αυτή, λόγω των έντονων επιστημονικών διαφωνιών που είχαν προκύψει στην διεθνή βιβλιογραφία και την αμφισβήτηση των διαφόρων μοντέλων που είχαν αναπαραχθεί για την ερμηνεία της πραγματικής λειτουργίας του μηχανισμού και λόγω του ότι η σύγχρονη τεχνολογία διαθέτει σήμερα προηγμένες τεχνικές που είναι σε θέση να εισέλθουν στα «σπλάχνα» του μηχανισμού, χωρίς να τον καταστρέψουν, κρίθηκε από επιστημονική ομάδα απαραίτητη η επανεξέταση του μηχανισμού. Η επανεξέταση του μηχανισμού πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο 2005 με μη καταστροφικές τεχνικές της τελευταίας τεχνολογίας από ομάδα Ελλήνων επιστημόνων (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Παν/μιο Αθηνών, Παν/μιο Θεσ/νίκης) και Βρετανών ερευνητών (Gardiff University, Keele University). Στην μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκαν οι παρακάτω τεχνικές εξέτασης:

α) Η πολυωνυμική ψηφιακή απεικόνιση με κατάλληλη συσκευή της αμερικανικής εταιρείας Hewlett- Packard (PTM Dome).

β) Η ψηφιακή φωτογράφηση.

γ) Η τρισδιάστατη ακτινογράφηση με ακτίνες Χ (Micro-focus X-Ray To-mography) με συσκευή της αγγλικής εταιρείας X-Tek.

δ) Η χημική ανάλυση (ποιοτική-ποσοτική) με την τεχνική Spectrum element-specific X-ray imaging (Keele University).

Η ομάδα μελετά και επεξεργάζεται τα δεδομένα των παραπάνω εξετάσεων με κύριο στόχο να καταγράψει τα αντιπροσωπευτικότερα μέχρι σήμερα πραγματικά δεδομένα που αφορούν την δομή και διάταξη των γραναζιών και των θραυσμάτων του μηχανισμού στον χώρο, είτε ως ενιαία είτε ως χωριστά θραύσματα και την ανάγνωση όλων των επιγραφών και γραμμάτων στα σωζόμενα θραύσματά του.

Φωτογραφίες  των βασικών θραυσμάτων του μηχανισμού (Α, B, C, D, E, F) με τις αντίστοιχες ακτινογραφίες με ακτίνες Χ έγιναν στο Ακτινογραφικό Εργαστήριο του Εθνικού Μουσείου το 2005 (Μάγκου).

Τα πρώτα σημαντικά αποτελέσματα των τελευταίων ερευνών με τις νέες τεχνικές  δημοσιεύτηκαν σε άρθρο του διεθνούς φήμης επιστημονικού περιοδικού «Nature» Vol.444/30 November 2006 και πολλά άλλα δεδομένα έχουν καταχωρηθεί στην ιστοσελίδα Antikythera-Mechanism.gr.

Η ομάδα αξιοποίησε τα συμπεράσματα των προηγούμενων ερευνητών και με τα νέα συγκλονιστικά δεδομένα που προέκυψαν με την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός είναι ένας αστρονομικός υπολογιστής η πλανητάριο που χρησιμοποιείτο για να προβλέπονται οι θέσεις του Ήλιου και της Σελήνης και των τότε γνωστών πλανητών στον ουρανό. Στο εμπρόσθιο μέρος του Μηχανισμού υπάρχουν οι διαβαθμίσεις του ηλιακού και του ζωδιακού κύκλου, οι οποίοι με δείκτες δήλωναν την θέση του Ήλιου και της Σελήνης και τις φάσεις της Σελήνης. Αποδείχθηκε η ύπαρξη 30 γραναζιών και για το δικό τους μοντέλο προστέθηκαν ακόμη 7 γρανάζια, τα οποία ισχυρίζονται ότι υπήρχαν αρχικά στον Μηχανισμό. Επιπλέον των προηγούμενων λειτουργιών αποκαλύφθηκε ότι ο Μηχανισμός μπορούσε να προβλέπει και εκλείψεις Ηλίου και Σελήνης, και επιπλέον εξιχνιάσθηκε η λειτουργία  των περισσότερων γραναζιών. Εκτός από τον Μετωνικό κύκλο της Σελήνης, διάρκειας 19 ετών, που αντιστοιχούν σε 235 συνοδικούς μήνες, ένας άλλος κύκλος εξιχνιάσθηκε, 76 ετών, ο Καλλιππικός κύκλος, που αντιστοιχεί στο τετραπλάσιό του Μετωνικού κύκλου πλην μιας ημέρας.

Η ομάδα επίσης αποκρυπτογράφησε διπλάσιο αριθμό γραμμάτων και λέξεων σε σχέση με τους προηγούμενους ερευνητές, και όπως προκύπτει από τις πρώτες μελέτες, οι επιγραφές αποτελούν οδηγίες χρήσης του Μηχανισμού με αστρονομικές, μηχανικές και γεωγραφικές αναφορές.

Ο τύπος των γραμμάτων της ελληνικής γραφής των επιγραφών οδήγησε την ομάδα σε μία παλαιότερη χρονολόγηση κατασκευής του Μηχανισμού, περίπου στο 150-100 π.Χ.

Ο Μηχανισμός κρύβει μέσα του ακόμη πολύ αρχαία γνώση αστρονομίας, μηχανικής, μαθηματικών και τεχνικών κατασκευής που οι ερευνητές προσπαθούν να αποκαλύψουν. Η κατασκευή και η λειτουργικότητά του εξακολουθεί να παραμένει ένα μυστήριο και οι σημερινοί ερευνητές καλούνται να απαντήσουν αν τα θραύσματα του Μηχανισμού αποτελούν ένα ενιαίο μετρητικό όργανο η ένα στατικό όργανο με δυναμική επεξεργασίας αστρονομικών πληροφοριών η συνδυασμό ανεξάρτητων οργάνων.

Βιβλιογραφία
Bromley A.G., 1986, «Notes on the Antikythera Mechanism», Centaurus, vol. 29, pp. 5-27.
Bromley A.G. 1990a, «The Antikythera Mechanism:  Horological Journal», vol. 132, pp. 412-415.
Bromley A.G. 1990b, «The Antikythera Mechanism: A Reconstruction, Horological Journal», July 1990, pp. 28-31.
Bromley A.G. 1990c, «Observations of the Antikythera Mechanism» Antiquarian Horology, No.6, vol. 18, Summer 1990, pp. 641-652.
Bromley A.G., 1993, «Antikythera: An Australian-Made Greek Icon!», Bassernet. vol. 2, No.3, June 1993, Basser Department of Computer Science, University of Sydney.
Edmunds M. and Morgan P., 2000, «The Antikythera Mechanism: still a mystery of Greek astronomy?», Astronomy and Geophysics, vol. 41, Issue 6, Dec. 2000.
Freeth T., 2002a, «The Antikythera Mechanism: 1. Challenging the Classic Research», Mediterranean Archaeology and Archaeometry, vol. 2, No 1, pp. 21-35.
Freeth T., 2002b, «The Antikythera Mechanism: 2. Is it Posidonius’ Orrery», Mediterranean Archaeology and Archaeometry, vol. 2, No.2, pp. 45-58.
Freeth T., Bitsakis Y., Moussas X., Seiradakis J.H., Tselikaw A., Mangou H., Zafeiropoulou M., Hadland R., Bate D., Ramsey A., Allen M., Crawley A., Hockley P., Malzbender T., Gelb D., Ambrisco W. and Edmunds M.G., 2006, «Decoding the ancient Greek astronomical calculator known as the Antikythera Mechanism», Nature, vol. 444/30 November, pp. 587-591.
Gardner B., 2000, «A 3D Analysis of X-rays of the Antikythera Mechanism», An Honour thesis, Basser Department of Computer Science, University of Sydney, Australia.
Price Derek J. De Solla, 1955, «Clockwork before the Clock», Horological Journal, pp. 811-813, December 1995, pp. 31-34 and January 1956, pp.31-34.
Price Derek J. De Solla, 1959a, «On the origin of Clockwork, Perpetual Motion Devices and Compass», United States Νational Museum Bulletin, 218, Washington D.C.
Price Derek J. De Solla, 1959b, «An Ancient Greek Computer», Scientific American, vol. 200, No 6 (June 1959), pp. 60-67.
Price Derek J. De Solla, 1974, «Gears from the Greeks: The Antikythera Mechanism – A calendar Computer from ca. 80 B.C.», Trans American Philosophical Society, New Series, 64, Part 7 (reprinted as Science History Publications, New York 1975.
Σβορώνος Ι.Ν., 1903, «Ο θησαυρός των Αντικυθήρων», στο εν Αθήναις Εθνικό Μουσείο.
Wright M. and Bromley A.G., 2001, «Towards a New Reconstruction of the Antikythera Mechanism», S.A. Paipetis (ed.), Extraordinary Machines and Structures in Antiquity, proceedings of a conference Archaeometry in South-Eastern Europe, April 1991.
Wright M., «An Apparatus for Linear Tomography of the Antikythera Mechanism», Science Museum, London.
Wright M., Bromley AG and Magou E., 1991, «Simple X-Ray Tomography and the Antikythera Mechanism», Pact 45 (1995), pp.  531-543, Proceedings of the Conference Archaeometry in South-Eastern Europe, April 1991, Delphi-Greece.
Wright M., 2002a, «In the steps of the master mechanic», Ancient Greece and the Modern World, proceedings of a conference of that name, Ancient Olympia, July 2002, University of Patras 2003, pp. 86-97.
Wright M., 2002b, «A Planetarium Display for the Antikythera mechanism», Horological Journal, vol. 144, No. 5, pp. 169-173.
Wright M., 2003a, «Epicyclic gearing and the Antikythera mechanism», Part 1, Antiquarian Horology, No. 3, vol. 27, pp. 267-279.
Wright M., 2003b, «The Scholar, The Mechanic and the Antikythera Mechanism: complementary approaches to the study of an instrument», Bulletin of the Scientific Instrument Society, No. 80, 2004.
Wright M., 2004, «The Antikythera Mechanism, Seminars in the History of Science and Technology», Science Museum and Imperial College, December 2004.
Wright M., 2005, «The Antikythera Mechanism: a New Gearing Scheme», Bulletin of the Scientific Instrument Society, No. 85, 2005.