Η Νεοελληνική Λογοτεχνία ως πηγή εθνικής αυτογνωσίας. O «Ζητιάνος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα

27 Αυγούστου 2019

Ως εισαγωγή: Το μέλλον της πνευματικής ενασχόλησης

Μαζί με τις ραγδαίες εξελίξεις των καιρών μας σε όλα τα επίπεδα, προκύπτουν και αγωνιώδη ερωτήματα σε όλο το φάσμα των διαχρονικών αναζητήσεων αλλά και της καθημερινότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Η αλήθεια είναι πως τη μερίδα του λέοντος στα ερωτήματα αυτά έχει πλέον καταλάβει η οικονομία, οι πολιτικές εξελίξεις και η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος. Πάντα όμως ήταν γνωστό -και οι σημερινή καιροί το επαληθεύουν-, πως το στένεμα των αναζητήσεων οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο, με βασικό χαρακτηριστικό τη δίψα του ανθρώπου για ενασχολήσεις που η τρέχουσα νοοτροπία θεωρεί ως άσκοπη και περιττή πολυτέλεια.

Πράγματι, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι η ακρόαση μιας συναυλίας ή η ανάγνωση ενός κλασικού λογοτεχνικού έργου προσφέρει λύσεις στα καυτά προβλήματα της σύγχρονης πραγματικότητας. Μόνον όμως όποιος έχει τέτοιες εμπειρίες είναι σε θέση να διαβεβαιώσει τον εαυτό του και τους γύρω του πως, έστω και το ολιγόωρο βύθισμα στα λόγια και τα έργα των μεγάλων δημιουργών που πάσχισαν να δώσουν μορφή στα διαχρονικά και πανανθρώπινα ερωτήματα της ψυχής, τους προσέφερε μια πολύτιμη εσωτερική γαλήνη και μια λυτρωτική αποστασιοποίηση από το μαγκανοπήγαδο της επιβίωσης. Οι κάθε είδους πνευματικές αναζητήσεις, δηλαδή οι αναζητήσεις εκείνες που στοχεύουν στη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων, όχι μόνον δεν απομονώνουν τον άνθρωπο από τη ζωή, αλλά τον καλούν να επιστρέψει στα τρέχοντα με άλλη ματιά, άλλες αντοχές και, κυρίως, άλλο ήθος.

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Η αγωνία πολλών πνευματικών ανθρώπων του καιρού μας για το μέλλον των πνευματικών αναζητήσεων και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς και για την τύχη των μεγάλων επιτευγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού έχει οπωσδήποτε βάση και στηρίζεται στο γεγονός, πως διαμορφώνονται νέες γενιές με ελλιπέστατη εκπαίδευση και πρόσβαση σε τέτοιου είδους ενασχολήσεις και δραστηριότητες. (Αρκεί κανείς να σταχυολογήσει διαδικτυακές αντιδράσεις για την πυρκαγιά που ξέσπασε στην Παναγία των Παρισίων, ώστε να αντιληφθεί τις νέες νοοτροπίες που διαμορφώνονται). Σε καιρούς όπου επιζητείται το μέγιστο δυνατόν μετρήσιμο ωφελιμιστικό αποτέλεσμα στον μικρότερο δυνατόν χρόνο, κάθε πνευματική απασχόληση που, εκ της φύσεώς της, απαιτεί στοχασμό, υπομονή και απροσδιόριστο άπλωμα στο χρόνο δεν μπορεί παρά να απαξιώνεται και να παραμερίζεται. Προς το παρόν, κάθε συζήτηση για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στον τομέα αυτόν δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε εικασίες. Υπάρχει όμως κάτι βέβαιο: Πέρα από τις επιδράσεις που δέχονται οι νέοι άνθρωποι μέσα από την τεχνολογία και τις νέες μορφές επικοινωνίας, η ύπαρξη του ζωντανού προτύπου και του παραδείγματος γονέων, δασκάλων και όλων εκείνων που καταφέρνουν να κερδίσουν την εκτίμηση των νέων ανθρώπων είναι καθοριστική.

Η γενιά του ΄60 – σχεδόν εξηντάρηδες πλέον –, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, βρέθηκαν υποχρεωμένοι να βάλουν στη ζωή τους τις νέες τεχνολογίες με όλα τα θετικά και τα αρνητικά τους. Είτε διότι βρέθηκαν να αναθρέφουν παιδιά, των οποίων η καθημερινότητα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον υπολογιστή και το Ίντερνετ, είτε διότι στον επαγγελματικό τους χώρο εισέβαλαν οι νέες τεχνολογίες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, -είδαν την καθημερινότητά τους να μεταβάλλεται με ανεξέλεγκτους ρυθμούς και τον εαυτό τους να υποκύπτει συχνά στους πειρασμούς της διάσπασης και της σκότισης του νου με άχρηστες πληροφορίες και διαδικτυακά παιχνίδια. Και όμως, πρόκειται για μία από τις τελευταίες γενιές που θα μπορούσαν να προσφέρουν στην νεώτερη γενιά ένα προφίλ ανθρώπου που διαβάζει ένα βιβλίο, που αφιερώνει χρόνο να σχολιάσει μια θεατρική παράσταση, που αφήνει στην άκρη τα «τρέχοντα» για να «κυνηγήσει» μια συναυλία έντεχνης μουσικής και γενικά, που έχει τη δύναμη να δραπετεύσει από την παγίδα μιας οθόνης και να διεκδικήσει μια διαφορετική ποιότητα ζωής. Και αυτό, διότι είναι μια από τις τελευταίες γενιές που πρόλαβε μια πλατύτερη καλλιέργεια στο σχολείο, προερχόμενη από δασκάλους με έρωτα για το αντικείμενό τους, αλλά και ένα ευρύτερο φάσμα ανησυχιών και αναζητήσεων σε μια κοινωνία με ουσιαστικότερες ανθρώπινες σχέσεις και αμεσότερη επικοινωνία.

Ο «Ζητιάνος»

Ένας άκρως αποτελεσματικός τρόπος για να συνειδητοποιήσει κανείς τις εξελίξεις όλων των τομέων της νεοελληνικής ζωής τα τελευταία 40 περίπου χρόνια είναι η επιστροφή στα κλασικά αριστουργήματα των λαμπρών Ελλήνων συγγραφέων, κυρίως από το 1880 και μετά. Είναι η εποχή όπου το κίνημα των Δημοτικιστών σε συνδυασμό με την επίδραση τού Ευρωπαϊκού ρεύματος του Ρεαλισμού πλουτίζουν τον Νεοελληνικό πολιτισμό με υπέροχα δημιουργήματα. Αυτά τα έργα, των οποίων αποσπάσματα κοσμούσαν τα σχολικά βιβλία μέχρι και την δεκαετία του 80, σε συνδυασμό με την επιμονή καθηγητών με κατάρτιση και μεράκι να υποδεικνύουν -ακόμη και να επιβάλουν- την ανάγνωση έργων του Παλαμά, του Καρκαβίτσα, του Κρυστάλλη ή ακόμη και δημοτικά τραγούδια μέσα από το έργο του Νίκου Πολίτη, αποδεικνύεται σήμερα περίτρανα πως δεν αποτελούσαν μόνον κορυφαία μνημεία της Ελληνικής γλώσσας αλλά και δεξαμενή στοιχείων εθνικής αυτογνωσίας. Η πεζογραφική παραγωγή της περιόδου 1880 έως 1930 χαρακτηρίζεται συνήθως με τον όρο «ηθογραφία», που αναφέρεται στην πιστή αναπαράσταση των ηθών και του τρόπου ζωής της Ελληνικής κοινωνίας, χωρίς εξιδανικεύσεις. Μέχρι το 1900, κύριο θέμα της ηθογραφίας είναι η Ελληνική επαρχία, με κύριους εκπροσώπους τον Αντρέα Καρκαβίτσα και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ενώ από το 1900 και μετά, κυρίως μέσω του έργου του Γρηγορίου Ξενόπουλου, η λογοτεχνική παραγωγή επικεντρώνεται στο αστικό περιβάλλον, κυρίως της Αθήνας, αλλά και των άλλων πόλεων του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.

Η νουβέλα του Αντρέα Καρκαβίτσα “Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ” αποτελεί αριστούργημα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Απόδειξη αυτού αποτελεί η διαρκής επανέκδοση του έργου μέχρι και τα δικά μας χρόνια άλλα και οι μεταφράσεις του στα Oλλανδικά, Aγγλικά, Iταλικά, Γερμανικά και Γαλλικά. Όποιος επιθυμεί να ανασηκώσει την ειδυλλιακή εικόνα του Ελληνικού τοπίου στο γύρισμα από τον 19ο αιώνα στον 20ό, το έργο αυτό θα του προσφέρει διαρκείς εκπλήξεις μέσω της ανυπέρβλητης ομορφιάς των περιγραφών του, αλλά και της διεισδυτικής ματιάς του συγγραφέα στην ψυχή των κατοίκων της υπαίθρου.
Στο Νυχτερί, ένα χωριό της Θεσσαλίας κοντά στις εκβολές του Πηνειού, οι κάτοικοι του, αγρότες Έλληνες όλοι, ενώ βρίσκονται στα δικαστήρια με τον Μπέη της περιοχής, στην προσπάθειά τους να ξεκαθαρίσουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς του χωριού, με την κρυφή ελπίδα ότι θα καταφέρουν να νικήσουν και να θεωρηθούν τα κτήματα δικά τους και όχι του Μπέη, φτάνει ένας γέρος ζητιάνος μαζί με τον δεκαπεντάχρονο ζητιανόπουλο. Το κύριο πρόσωπο του μυθιστορήματος, είναι ο ζητιάνος Τζιριτόκωστας από τα Κράκουρα η Κράβαρα ο οποίος αφού ξυλοφορτώνεται άγρια από τον τελωνοφύλακας Βαλαχά, θα προκαλέσει τη συμπόνια των κατοίκων που θα του προσφέρουν φιλοξενία και τροφή. Την επόμενη μέρα ο ζητιάνος θα προκαλέσει το ενδιαφέρον των γυναικών του χωριού, με τά θαυματουργά βοτάνια του, και θα κατορθώσει να πουλήσει, το αγαπόχορτο, το σερνικοβότανο και άλλα βοτάνια, καθώς και υλικά για ξόρκια και για μαγικά, παίρνοντας σε αντάλλαγμα ό,τι πιο ακριβό έβλεπε ότι είχε το κάθε σπίτι, που θα το μεταπουλούσε και θα γέμισε πάρα. Αδιάφορος και ασυγκίνητος για την μοίρα και την τύχη αυτών των γυναικών, θα δώσει βοτάνια που θα φέρουν το θάνατο, ενώ θα καθοδηγήσει επιδέξια όλο το χωριό, άνδρες και γυναίκες, ακόμη και τον παπά του χωριού να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του, να εκδικηθεί δηλαδή το ξύλο που έφαγε από τον τελωνοφύλακα, παίζοντας με την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία των κατοίκων, καθοδηγώντας τους να βάλουν φωτιά στο σπίτι που μένει για να τον κάψουν ζωντανό. Τέλος, θα βάλουν φωτιά στο μεγάλο σπίτι του Μπέη, οπότε καταφτάνουν οι ελληνικές αρχές και οι τούρκοι αφέντες της περιοχής και οδηγούν όλους τους άντρες στη φυλακή της Λάρισας, βυθίζοντας το χωριό στον αφανισμό.

Όποτε ο Καρκαβίτσας επιθυμεί να περιγράψει το ελληνικό τοπίο πριν μόλις λίγες δεκαετίες, η πένα που γίνεται χείμαρρος λέξεων που σχεδόν νομίζεις ότι τις ακούς και τις μυρίζεις:

«Περίγυρα, στο αμφιθεατρικό ψήλωμα των βουνών και κάτω στην απλωτή πεδιάδα, στους κυματισμούς των λόφων και των κοιλάδων τις γραμμές, η βλάστησις απλωνόταν με όλο το θρασύ μεγαλείον της και με όλη την αβρότητα των χρωμάτων. Υγρασία τσουχτερή εστάλαζεν από τα αιθέρια ψηλώματα κι εμαλάκωνε τον άμμο του γιαλού και τα γυμνά χώματα κι επλούτιζε των βλαστών τον χυμό και την ακμή των φύλλων κι έδινε ράθυμη διάθεση στού πρωινού πουλιού το πέταγμα και του ζωυφιού τ᾿ οκνό βήμα. Άρωμα βαρύ, συμπυκνωμένο από των ανθών τ᾿ ανάσασμα και των ριζών τον ίδρωτα· των ξερών ξύλων και των πεσμένων φύλλων τη σαπίλα· του χόρτου τη νέκρα και των κορμών τους μελωμένους χυμούς· των παρασίτων φυτών τη μούχλα και του νοτισμένου χωμάτου τον αχνό, ηδυπαθές και σχεδόν χεροπιαστό ανέβαινεν από τη γη. Τρεμουλιαστή αντάρα, χωρισμένη σε αργύρου ψήγματα λεπτότατα, εσημάδευε του ποταμού τον δρόμο περιπλεγμένη στα δασά φυλλώματα και ομίχλης μακρύστενα κομμάτια, ξεσκλισμένα σε δαντελλωτές γλωσσίτσες, ξεφτισμένα σε άπιαστα κρόσσα, κυματιστή εσερνόταν εδώ κι εκεί στις πλαγιές, νεράιδας νύφης αερούφαντα μαγνάδια».

Και ενώ ο αναγνώστης παγιδεύεται μαγνητισμένος σε τέτοιου είδους περιγραφές, έξαφνα παρουσιάζονται εμπρός του ανθρώπινοι χαρακτήρες, βουτηγμένοι στα πάθη και στην αγριάδα μιας φίλης, που επί αιώνες ισορροπεί ανάμεσα στην αυθαιρεσία του αγά και στη σκληρότητα της βιοπάλης:

«Ο Τζιριτόκωστας, σοβαρός πάντοτε, θλιμμένος και κακοπαθισμένος, επλησίαζεν από πόρτα σε πόρτα κι εδεχόταν τα ελέη τους. Έπειτα, με ακριβόλογη συμφωνίαν, άρχιζε να παζαρεύη τα γιατρικά και τα βότανά του. Κι επίτυχεν αληθινά στους υπολογισμούς του ο Τζιριτόκωστας. Οι γυναίκες τώρα στην απομόνωσή τους άφησαν την επιφύλαξη κι εξεμυστηρεύονταν κάθε πάθος και κάθε τους επιθυμία. Πολλές του εζήτησαν τ᾿ άκακα βότανα. Αλλ᾿ οι περισσότερες ήθελαν τους εσμάδες και τα καββαλιστικά σημεία· τα παράδοξα σχήματα και τα τερατώδη μονογράμματα, για να διώξουν μ᾿ εκείνα επίβουλο σκοπόν της γειτόνισσας, είτε να τον τινάξουν καταστρεφτικόν και δακρυοπότιστον σε μισητό συγγενή. Το αμπόδεμα και το λύμα του· το αβάσκαμα και το γήτεμά του· ο αφανισμός ασπόνδου εχθρού και το κρέμασμα στη λεύκα· του αντρόγυνου η σύχασις και των παιδιών από τους γονέους ο αποχωρισμός, είτε των αδερφών η έχθρα· και ακόμη των χτηνών η ψόφος και των αμπελιών το ξέραμα και των χωραφιών η στέρφεψις, όλα τα πάθη, όσα ο άνθρωπος μέσα στην χτηνωδία του εγκυμονεί κατά του συνόμοιου, του εστρώνονταν στυγνά εμπρός στον ζητιάνο κι εζητούσαν απ᾿ αυτόν σάρκα και ψυχήν επίβουλη. Αυτός ο ίδιος άρχισε να αισθάνεται ψυχικόν ίλιγγον εμπρός στο τόσο μίσος και την αφάνταστη σκληρότητα, που εκυβερνούσε δεσποτική τις χωριάτικες εκείνες ψυχές. Ο νούς του ο πολυκάτεχος έμεινε για μία στιγμή κατάπληχτος εμπρός στην εσωτερική ζωή του χωριού, τόσο διαφορετική και τόσον αντίθετή με την ολοπράσινη εξωτερική του όψη, την ναρκωμένη από τις αναθυμιάσεις των βάλτων και βυθισμένη στην ομίχλη σαν σε όνειρο».

Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του έργου, ο Τζιριτόκώστας – ο ζητιάνος – και τελωνοφύλακας Βαλαχάς αποτελούν αντιπροσωπευτικούς τύπους της τότε πραγματικότητας. Ο πρώτος δεν είναι ένας τυχαίος ζητιάνος. Ανήκει σε γένος επαγγελματιών επαιτών, στους οποίους βρίσκεται κώδικας τιμής, ευλογία του πατέρα, ζητιάνου και εκείνου, αλλά και προσδοκίες «υψηλές», ώστε ο διάδοχος να θριαμβεύσει και να επιτύχει μεγαλύτερα πράγματα στη ζητιανιά και στην εξαπάτηση. Όπως περιγράφει για τους Κραβαρίτες ο Καρκαβίτσας ( Άπαντα Καρκαβίτσα, τόμος τέσσερα, σελίδα 59. Έκδοση του 1973):

«Ο Ζητιάνος, όπως και οι όμοιοί του, λείπουν σε ταξίδι δυο και τρία χρόνια, διασχίζουν θάλασσες, παίρνουν ποταμούς, ανεβαίνουν βουνά και κατεβαίνουν κοιλάδες, χτυπούν την πόρτα των μεγάρων των πλουσίων αλλά και το καλύβι των φτωχών, κοιμούνται στις πόρτες των εκκλησιών αλλά και στις πόρτες των καπηλειών. Δέχονται τη δραχμή της χήρας αλλά και το χαρτονόμισμα του πλούσιου, τις φτυσιές των παιδιών και τις κοροϊδίες του κόσμου, παλεύουν για ένα κόκκαλο με τα σκυλιά, ακόμα και για τα απομεινάρια του τραπεζιού με τις γάτες, υπομένουν αγόγγυστα τις δυσκολίες που τους φέρνει φύση αλλά και τις δυσκολίες που τους φέρνει η αστυνομία. Τίποτα πιο υπομονετικό, τίποτα πιο πεισματάρικο από αυτούς. Έκαναν σκοπό της ζωής τους να ξεγελάσουν την ανθρωπότητα ουλή και το πέτυχαν. Τίποτα δεν τους εμποδίζει σε αυτό: Ούτε η φύση, ούτε οι νόμοι, ούτε οι διαφορετικές γλώσσες, ούτε τα ξένα ήθη και έθιμα, ούτε οι άνθρωποι, ούτε τα θηρία. Εμπρός, πάντα εμπρός άνω κάτω. Έτσι περνάει η ζωή τους … χωρίς χαρά, χωρίς γέλιο, χωρίς διασκέδαση, αρκεί μόνο να γεμίζει το σακούλι».

Όσο για τον Βαλάκα, των τελωνοφύλακα, είναι εκείνος που μας παρουσιάζει την στρεβλή αντιμετώπιση του κράτους και του νόμου εκ μέρους του απλού λαού: Είναι ο έξυπνος Ελληνας, ο δημιουργικός και καταφερτζής, για τον οποίον το Δημόσιο αποτελεί το τελικό καταφύγιο όταν όλες οι άλλες επιχειρήσεις καταρρέουν. Όταν γίνει δημόσιος υπάλληλος, ο μισθός του είναι πολύ λίγος για τα όνειρα του. Εμπλέκεται σε απατεωνιές, σε λαθρεμπόριο, σε δοσοληψίες με τους παράνομους

Ο «Ζητιάνος» ως αποκάλυψη και δίδαγμα

Από το τοπίο αυτό, τόσο το φυσικό όσο και το ανθρώπινο, μας χωρίζουνε λίγα περισσότερα από 100 χρόνια, δηλαδή είναι σαν να ρίχνουμε ματιές στο άμεσο χθες. Οι περιγραφές αυτές μας βγάζουν με βίαιο τρόπο από τη στεγανή φαντασίωση ενός λαϊκού πολιτισμού γεμάτου, δήθεν, από υψηλή πνευματικότητα και εθνική ανάταση. Είτε θέλουμε να το αποδεχθούμε είτε όχι, το πρόσφατο εθνικό παρελθόν μας είναι γεμάτο αντιφάσεις και μάλιστα ακραίες. Όλα δείχνουν πως η πνευματική και εθνική μας παράδοση υπάρχει μέσα στις ψυχές μας ως ακατέργαστο υλικό, το οποίον όμως δεν πρόκειται να δώσει καρπούς, παρά μόνον μέσω της διαρκούς καλλιέργειας και τις ειλικρινούς αυτογνωσίας και αυτοκριτικής.

Η πρόσφατη ιστορία μας, αναμφίβολα γεμάτη ηρωισμούς σε όλες τις εθνικές περιπέτειες, είναι σε θέση να προσφέρει υψηλούς οραματισμούς και ιδεώδη, τα οποία όμως δεν μπορεί να επιτευχθούν παρά μόνο με πολύ κόπο, πνευματικό, κοινωνικό και πολιτικό. Αλλά και οι θησαυροί της Ορθόδοξης πνευματικότητάς μας, διατηρημένοι μέσα από μαρτύρια Αγίων και Νεομαρτύρων, που σαν αλάτι δεν επέτρεψε να σαπίσουμε και να αφομοιωθούμε από τις αυτοκρατορίες των βάρβαρων, καλούν και τότε και σήμερα σε επίπονές αναβάσεις και εργασία νου, ψυχής και πνεύματος προκειμένου να αντλήσουμε απ’ αυτές στερεό νόημα ζωής, ικανό να συνεπάρει τις σύγχρονες και τις μελλούμενες γενιές. Με αυτήν την έννοια, έργα σαν τον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα υπηρετούν την εθνική και πνευματική μας αυτοσυνειδησία. Μέσα από τις σελίδες παρόμοιων αριστουργημάτων ψηλαφούμε τον κίνδυνο να εκτρέπεται η γνήσια πνευματικότητα σε παγανιστική αγυρτεία, ο γνήσιος πατριωτισμός σε κοντόφθαλμη εθνικοφροσύνη και πατριδοκαπηλεία, η κοινωνική προσφορά σε φτύνει δημοσιοϋπαλληλική συναλλαγή με τους πολίτες και οι οραματισμοί για μια δικαιότερη κοινωνία με δικαιοσύνη και αλληλεγγύη σε κάλυμμα άγριων ενστίκτων για επιβολή πάνω στο συνάνθρωπο, τον συμπατριώτη ακόμη και τον στενό συγγενή. Οι Νεοέλληνες δημιουργοί, σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής, μας διδάσκουν να σεβόμαστε αλλά και να φοβόμαστε την Ελληνική μας ιδιοσυγκρασία. Αν μάλιστα θελήσουμε, στην περιπέτεια αυτής της αυτογνωσίας, να αναζητήσουμε και τους θησαυρούς της Ορθόδοξης πνευματικής ζωής, θα ζούμε διαρκώς με έναν παραγωγικό φόβο μπροστά στις παγίδες που μας στήνουν τα πάθη μας, προκειμένου να απαλλαγούμε από έναν φαντασιακό εαυτό, που διαρκώς καραδοκεί μέσα στα ίδια μας τα σπίτια, στον μικρόκοσμο της δουλειάς μας και σ΄ όλες τις πτυχές της κοινωνικής και εθνικής μας ζωής. _