Η Πνευματικότης της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής

20 Αυγούστου 2019

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι σχεδόν καμιά απολύτως μορφή από όσες μεταχειρίζεται η παλαιοχριστιανική και κατόπιν η βυζαντινή αρχιτεκτονική δεν είναι εντελώς νέα και όλες μέχρις ενός σημείου προϋπήρξαν και είχαν εφευρεθεί προηγουμένως. Το σχήμα τού κλειστού κτιρίου για συγκεντρώσεις, δηλαδή η βασιλική ή τα περίκεντρα κτίρια καθώς κι΄ οι διάφοροι τρόποι καλύψεως των μεγάλων αυτών χωρών (ξύλινες στέγες ή διάφορα είδη θολοδομίας και διάφοροι μέθοδοι τεχνικής αρκετά προοδευμένης) είναι δημιουργήματα της ρωμαϊκής εποχής. Αφ΄ ετέρου οι μορφές των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών και της επεξεργασίας των νέων οικοδομικών μεθόδων κι΄ η διακόσμηση των είχαν ήδη ολοκληρωθή από την ελληνιστική εποχή στις ανατολικές κυρίως επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους όπου η ελληνική επίδραση ήταν όχι μόνο αδιαφιλονίκητη αλλά και τόσο ισχυρά ώστε να δίνη τη πραγματική κατεύθυνσι.

Την επίδραση αυτών των ανατολικών επαρχιών στη χριστιανική τέχνη (Συρία, Μ. Ασία , Αίγυπτος) οι μελετητές θεωρούν συνήθως σαν μια εισφορά της Ανατολής, ενώ απλούστατα η συγχώνευση των ανατολικών ιδεών με τις ελληνικές είχε ήδη συντελεσθή στην ελληνιστική εποχή και το έτοιμο πια αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αυτής προσφέρεται προς εφαρμογήν στην παλαιοχριστιανική κατ’ αρχάς και στη βυζαντινή έπειτα τέχνη. Ωστόσο αυτό που φαίνεται καταπληκτικό στον αδαή παρατηρητή είναι το γεγονός πως ενώ η νέα τέχνη δανείστηκε εντελώς έτοιμα στοιχεία, έδωσε εν τούτοις ολοκληρωμένα έργα τελείως πρωτότυπα και με δικά τους χαρακτηριστικά.

Το πράγμα όμως δεν είναι παράδοξο αν σκεφθή κανείς πως αρχιτεκτονική δεν σημαίνει αντιπαράταξη διαφόρων κατά το μάλλον και ήττον πετυχημένων αυθυπάρκτων στοιχείων, αλλά μια δημιουργία ενός συνόλου με δικά του χαρακτηριστικά και με σαφή σκοπό να εκφράση ένα ορισμένο νόημα.

Το κατόρθωμα αυτό το πέτυχε ολοκληρωτικά η χριστιανική τέχνη των ανατολικών επαρχιών και μπόρεσε να το ολοκληρώση κυρίως στη βυζαντινή περίοδο.

Βλέπομε εκεί ότι η βυζαντινή αρχιτεκτονική εξέφρασε απόλυτα το χριστιανικό πνεύμα τής εσωτερικής συγκεντρώσεως και της ανάτασης προς τον ουρανό χάρις στην πετυχημένη κλιμάκωση των διαφόρων τρόπων επικαλύψεως – είτε επιπέδων είτε θολωτών – που συνήθως κορυφώνονται με τη χρήση του τρούλου στο κέντρο του ναού.

Μόλις ο κατηχούμενος δρασκελίσει το κατώφλι, ο νάρθηξ μισοσκότεινος τού δείχνει σε ποια κατάσταση πνευματικού σκοταδιού βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Δεξιά κι αριστερά του είναι τα δυο πλάγια κλίτη, χαμηλά, χωρισμένα από το κέντρο με βαριά σειρά από κολώνες που η μια πίσω από την άλλη σαν σε λιτανεία προχωρούν προς το βάθος κι οδηγούν το βλέμμα και τη σκέψη προς την αψίδα, εκεί όπου οι άγγελοι τριγυρίζουν την Αγία Τράπεζα συμμετέχοντες στη λατρεία, ενώ πάνωθέ τους μάνα παρήγορη και συμπονετική, πλατύτερη από τους ουρανούς, θρονιάζει η Παρθένος. Πλάσμα όχι άυλο, όχι φανταστικό κι΄ αόρατο. Πλάσμα γεννημένο όπως όλοι μας από φθαρτούς γονείς κι όμως ανεβασμένο πάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Και το βλέμμα που κάνει τη μακρυνή διαδρομή από τον χαμηλό μισοσκότεινο νάρθηκα προς τη φωτεινή αψίδα, νιώθει πως δεν είναι αδύνατο το ανέβασμα του ταπεινού ανθρώπου από το σκοτάδι προς την αίγλη των Χερουβείμ αφού ο δρόμος αυτός ανοίχθηκε και πατήθηκε κι΄ όλας από άλλους θνητούς σαν κι΄ αυτόν, που κέρδισαν την αθανασία και τώρα πλάι στον θρόνο του Θεού στέκονται στην αψίδα σύμβολο δόξας και θριάμβου – πρόθυμοι μεσολαβητές και για κείνον.

Κι΄ από τον νάρθηκα κατηχούμενος κάνει ένα βήμα προόδου. Γίνεται πιστός. Προχωρεί και μονομιάς βρίσκεται στον κεντρικό χώρο του ναού. Το φως τον πλημμυρίζει ξαφνικά. Και το φως αυτό δεν έρχεται από τα πλάγια στενά τοξωτά παράθυρα. Έρχεται από πάνω. Κατεβαίνει σε κύματα από τα ύψη. Το βλέμμα ανεβαίνει μακριά από τη γη, ψηλότερα από τις κολώνες και τις αψίδες αναζητώντας την πηγή του φωτός. Και πάνωθέ του ο ημισφαιρικός θόλος τού θυμίζει με το σχήμα του τον ουρανό που αστεροκέντητος φαίνεται να σκεπάζει τη γη. Κι ο πιστός μονομιάς νιώθει πως το φως που τον καταυγάζει είναι το ουράνιο φως. Το εξωτερικά βαρύ και συνεσταλμένο οικοδόμημα δείχνει μονομιάς όλη την εσωτερική του ανάταση λυτρώνοντας από κάθε βάρος την περίτρομη η ψυχή του πιστού κι΄ ενώ η αψίδα πριν λίγο τού έδειχνε πως έπρεπε ν΄ αναζητήσει το βάθος της αυτοσυγκέντρωσης, τώρα ο τρούλος τον καλεί να στραφεί προς το ύψος για να ανακαλύψει την μορφή του Παντοκράτορα.

Τις δύο αυτές επιδιώξεις της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, την αναζήτηση του βάθους και του ύψους και την μερική επίτευξί τους προσπάθησαν να επιτύχουν οι τεχνίτες άλλων χωρών. Σε καμιά όμως άλλη αρχιτεκτονική, ούτε ανατολικής ούτε δύσης, δεν έχουμε την καταπληκτική πραγματοποίηση της βυζαντινής, η οποία κατόρθωσε με λιτότατα πολλές φορές μέσα να υπερνικήσει τις υλικές και κατασκευαστικές δυσχέρειες και ν΄ αναπτύξη μέσα στον χώρο κτίρια που εκφράζουν απόλυτα το πνευματικό περιεχόμενο των ανθρώπων που τα κατασκεύασαν και τον σκοπό για τον οποίον έχουν γίνει.

Η δυτική τέχνη για να κατορθώσει τον τεχνικό άθλο της ανάτασης προς τα ύψη χρησιμοποίησε εξωτερικά ενισχυτικά στοιχεία, τις διάφορες αντηρίδες, που στο τέλος απετέλεσαν και τον κύριο διακοσμητικό στοιχείο της ρωμανικής και κυρίως της γοτθικής αρχιτεκτονικής. Ετόνισε επίσης την αντίσταση των διαφόρων μελών του οικοδομήματος στις εσωτερικές πιέσεις και τάσεις που δημιουργούνται από την στατική ισορροπία της κατασκευής. Διέσπασε έτσι την προσοχή του πιστού από την υπερκόσμια ανάταση προς την οποία ζητούσε να τον ωθήση, ένα αίσθημα δέους για το οικοδομικό κατόρθωμα που πέτυχε ο κατασκευαστής του ναού.

Στο τέλος της τέχνης αυτής η μεγαλομανία να επιδείξουν την τεχνική αυτή αρτιότητα κατέληξε να είναι το μόνο κίνητρο των κατασκευών αυτών κι η δημιουργία διαφόρων ρεκόρ ύψους και μεγέθους των ναών αποτελούσε τη μοναδική φροντίδα των διαφόρων πόλεων, που συναγωνίζονταν η μία την άλλη με καθαρά κοσμικό πνεύμα.

Αντίστροφα η βυζαντινή αρχιτεκτονική λύει με τον πιο αβίαστο τρόπο τα μεγαλύτερα τεχνικά προβλήματα, με το σαφέστατο σύστημα αντιστηρίξεως και ισορροπήσεως των διαφόρων θόλων μεταξύ τους. Καταλήγει έτσι στο υπέρτατο κατόρθωμα να εκμηδενίζει σχεδόν τη σημασία των διαφόρων οικοδομικών άρθρων και των λεπτομερειών, υποτάσσοντάς τις απόλυτα στη γενική σύνθεση η οποία και μόνη πρέπει να τραβά την προσοχή του πιστού. Βλέπουμε έτσι στις διάφορες μικρές και αρκετά σημαντικές εκκλησίες της κυρίως Ελλάδος να υποβαστάζουν τον κεντρικό θόλο κολόνες ολότελα παράταιρες, προερχόμενες από διάφορα άλλα παλαιότερα κτίρια. Ωστόσο η ανομοιογένεια αυτή δεν μας ενοχλεί καθόλου ούτε διασπά την ενότητα του έργου γιατί η προσοχή μας είναι στραμμένη ολόκληρη στη γενική μορφή του.

Βλέπομε επομένως ότι το κατόρθωμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής είναι ίσως μοναδικό στον κόσμο αφού κατόρθωσε να υποκαταστήσει σχεδόν την ύλη με μια πνευματική προσπάθεια και να υποβάλει μιαν ιδέα με τα λιτότερα μέσα. Και τούτο οφείλεται στην εφαρμογή των ίδιων αρχών που στην τέχνη των δύο διαστάσεων μας έδωσαν υποβλητικότητα, τον πνευματικό χαρακτήρα της βυζαντινής ζωγραφικής.